Το ψωμί ψωμάκι
Γύρω στο 1960 ο παπούς μου, ο Κωσταντής, έλεγε στα παιδιά του: «αν ξέρετε να φτιάχνετε ψωμί, δεν έχετε να φοβόσαστε τίποτα».
Ακόμα και τότε τα παιδιά του γελούσαν. Είχαν όνειρα: να σπουδάσουν, να πάνε στην πόλη, να ζήσουν σε αστικές ανέσεις με τρεχούμενο νερό και τηλεόραση, να ξεφύγουν από τα βάσανα της γης. Και τα κατάφεραν, μαζί με τα περισσότερα παιδιά του χωριού. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναζητώντας δουλειά στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στην Αμερική και στην Αυστραλία.
Αυτή είναι πάνω κάτω και η ιστορία όλης της Ελλάδας. Που να φανταζόταν όλα αυτά τα παιδιά ότι το όραμά τους για την πολυκατοικία, τον διορισμό στο δημόσιο και το σούπερ μάρκετ θα έσκαγε στα μούτρα τους και κυρίως, στα μούτρα των παιδιών τους.
Είχαμε συνηθίσει στην ανοδική πορεία πιστεύοντας ότι η ανάπτυξη θα κρατούσε για πάντα. Θα κρατούσε περισσότερο, αν ήταν αληθινή ανάπτυξη. Τελικά ήταν ένα σκούπισμα κάτω από το χαλί και τώρα μαζί με τα σκουπίδια, θα πετάξουμε και τα ασημικά.
Το ακούμε χρόνια τώρα αλλά ήρθε και η ώρα να το ζήσουμε στο πετσί μας. Η ιστορία κάνει κύκλους: από το ψωμί αρχίσαμε και δεν αποκλείεται να καταλήξουμε πάλι εκεί. Μόνο που ποιος από μας ξέρει να φτιάχνει ψωμί, εκτός από τους foodies που αγοράζουν βιβλία μαγειρικής και πάνε στα βιολογικά μπακάλικα;
Το παράδειγμα της Αβάνας
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η γεωργία εντός αστικού περιβάλλοντος έχει αυξηθεί μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Εκατομμύρια κάτοικοι πόλεων μεγαλώνουν λαχανικά σε ταράτσες, μικρούς κήπους και μπαλκόνια, σε παρατημένα οικόπεδα. Από όλες αυτές τις χώρες, η Κούβα είναι η πρώτη σε παραγωγή η οποία υποστηρίζεται κι επίσημα από αντίστοιχο υπουργείο.
Με την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ το 1989 η χώρα έχασε όλες τις εισαγωγές με αποτέλεσμα την άμεση έλλειψη τροφίμων. Μεταξύ των εισαγωγών ήταν και τα λιπάσματα, τα εντομοκτόνα, τα ανταλλακτικά για τα μηχανήματα και τα καύσιμα. Αυτό σήμαινε ότι επιπλέον η μικρή παραγωγή της επαρχίας δεν μπορούσε να μεταφερθεί στην πρωτεύουσα.
Οι κάτοικοι αντέδρασαν άμεσα φυτεύοντας όποιο κενό υπήρχε στην πόλη, μαζί με γλάστρες, ταράτσες και μπαλκόνια. Γείτονες αναλάμβαναν εγκαταλελειμμένα οικόπεδα μετατρέποντάς τα σε μποστάνια, και όπου υπήρχε χώρος, άρχισαν να μεγαλώνουν και ζώα. Από το 1992 και μέσα σε δύο χρόνια, υπήρχαν λαχανόκηποι σχεδόν σε όλες τις γειτονιές..
Το υπουργείο Γεωργίας αντέδρασε αμέσως και ίδρυσε τμήμα αστικής γεωργίας στην Αβάνα. Ο στόχος του τμήματος ήταν να δοθεί όλος ο δημόσιος χώρος προς εκμετάλλευση και πληροφόρηση των κατοίκων σχετικά με τους σπόρους, την καλλιέργεια, παροχή εργαλειών και μαθήματα.
Η αστική γεωργία έχει διάφορες μορφές, από ιδιωτικούς κήπους, (huertos privados), κρατικούς κήπους αφιερωμένους στην έρευνα (organicponicos), και κοινοτικούς κήπους (huertos populares), που είναι οι περισσότεροι. Οι κοινοτικοί κήποι είναι μικρά τμήματα αστικής γης που διατίθενται στους κατοίκους. Το πρόγραμμα ξεκίνησε το 1991 και το 1995 υπήρχαν 26.600 κήποι σε όλη την Αβάνα.
Το μέγεθός τους είναι από μερικά τετραγωνικά μέτρα μέχρι τρία εκτάρια. Για κάθε κομμάτι δουλεύουν από ένας μέχρι εβδομήντα άνθρωποι, κυρίως άντρες, χωρίς να αποκλείονται οι γυναίκες και τα παιδιά.
Βέβαια, όλα αυτά τα στοιχεία είναι από το ίντερνετ και υποθέτω ότι ελέγχθηκαν πριν δημοσιευτούν. Δεν έχω πάει στην Αβάνα και από αυτούς που έχουν πάει έχω ακούσει τα πιο αλλοπρόσαλλα: ότι ο κόσμος είναι φτωχός αλλά τα βράδια χορεύει κεφάτος (από Καστρο-φιλικούς) ή ότι η φτώχια είναι φρικαλέα και εμφανής παντού (από λιγότερο Καστρο-φιλικούς). Μπορεί οι κήποι να μην είναι και τόσο πετυχημένοι αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι πρόκειται και για ψέμα.
Ξαναγυρνάω στην πρώτη πρόταση του ποστ: δεν ξέρω αν θα χρειαστεί να φτιάξουμε μόνοι μας το ψωμί μας στην Αθήνα από ανάγκη και όχι από γούστο. Δεν είμαι ο πιο αισιόδοξος τύπος του κόσμου όμως και η μέρα που η χώρα θα δηλώσει επίσημα χρεωκοπημένη και θα έρθουν τα πάνω κάτω δε μου φαίνεται απίθανη. Σκέφτομαι και ότι είμαστε τόσο τυχεροί που έχουμε κλίμα και χώμα κατάλληλο για να ακολουθήσουμε τους Κουβανούς. Από αχρησιμοποίητα οικόπεδα που είναι σκουπιδότοποι είναι γεμάτο το κέντρο, ακόμα και σε πυκνοκατοικημένες περιοχές όπως το Παγκράτι. Θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα τα πράγματα. Φαντάσου ας πούμε, με τα μυαλά που κουβαλάμε, να ζούσαμε στην Ισλανδία.
σχόλια