Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ του να διακατέχεσαι από έναν εκνευρισμό κρύβει ένα παράδοξο. Όταν είσαι κάπως κουρδισμένος, κάπως κατάλληλα συντονισμένος, σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να σε προκαλέσει: κάποιο τηλέφωνο που χτυπά και δεν το σηκώνει κανείς, ο μπροστινός στη λεωφόρο που οδηγεί πάρα πολύ αργά ή το ταίρι σου που βαδίζει πολύ γρήγορα. Οι καθυστερήσεις είναι ένα ενοχλητικό πράγμα, η αυθάδεια επίσης, η δουλικότητα και η απάθεια...Ωστόσο, όσο διαφορετικές και αν είναι οι αφορμές του, ο εκνευρισμός είναι επίσης ένα κενό και ταυτολογικό συναίσθημα. Οι εκνευρισμένοι γνωρίζουν ότι οι ισχυρισμοί τους εναντίον του κόσμου είναι αβάσιμοι ή τουλάχιστον υπερβολικοί, και αυτό, επίσης, τους ενοχλεί. Φαινομενικά για κάθε μικρό πράγμα και επίσης για τίποτα απολύτως, ο εκνευρισμός είναι ένα συναίσθημα που αναζητά αιτίες: βγαίνει περίπατο εκεί έξω και τις βρίσκει.
Ας χρησιμοποιήσουμε ένα μικρό παράδειγμα: ας πούμε ότι ταξιδεύετε με τον/την σύντροφό σας και κάτι σας ενοχλεί σ’ αυτή τη διαδρομή με το τρένο, λόγου χάριν: δεν βολεύεστε στο κάθισμα, δεν μπορείτε να δουλέψετε στο PC, επειδή δεν υπάρχει Wi–Fi και γενικώς έχετε έναν εκνευρισμό, το οποίο και μεταδίδετε στον/στην σύντροφό σας. Εκείνος/-η μπορεί να το καταλάβει και να απομακρυνθεί –διακριτικά ή επιδεικτικά, μικρή σημασία έχει. Δεν θέλει να καβγαδίσετε για κάτι ανούσιο οπότε παίρνει αποστάσεις, μέχρι να ηρεμήσετε. Παρ’ όλα αυτά, εσείς θεωρείτε αυτή την κίνηση μία μικρή προδοσία. Ο εκνευρισμός υπάρχει ανάμεσά σας, σαν μπάλα που την κλωτσάει κάποιος.
Κάτι σε αυτό το συνηθισμένο, αμελητέο συναίσθημα φαίνεται να το καθιστά απρόσιτο στον κριτικό προβληματισμό. Ίσως επειδή, όταν είμαστε ευερέθιστοι, τείνουμε να είμαστε λιγότερο στοχαστικοί - απασχολημένοι με εκείνες τις μικροσκοπικές δυστυχίες των οποίων η υπερμεγέθης επίδραση ξέρουμε ότι δεν θα άντεχε στην κριτική. Είναι σαν ο ίδιος ο εκνευρισμός, ως οντότητα, να υποψιάζεται πάντα ότι είναι γελοίος και να πρέπει να αποφεύγει να κοιτάξει τον εαυτό του πολύ προσεκτικά για να μην ενοχληθεί από την ίδια του την ιδιαιτερότητα.
Ο εκνευρισμός είναι ένα από τα πιο ιδιωτικά μας συναισθήματα, όχι επειδή έχει κάποιο μυστικό να διαφυλάξει, αλλά επειδή δεν έχει. Όπως το ατελείωτο μπρος-πίσω στον κύκλο «κνησμού – ξυσίματος», έτσι και ο εκνευρισμός είναι ένα κλειστό κύκλωμα, αντικοινωνικό και απολιτικό, που κρατάει τον άνθρωπο σε συνομιλία - με τον εαυτό του κυρίως.
Για τον Αριστοτέλη, ο εκνευρισμός ήταν στενά συνδεδεμένος με τον θυμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο εκνευρισμός είναι το πιο κακό αδελφάκι του θυμού - αυτό που, στο βιβλίο Ugly Feelings (2007), η μελετήτρια Sianne Ngai αποκαλεί «ανεπαρκή» θυμό. Χάνει κανείς τον εαυτό του μέσα στην οργή - αυτή είναι μία από τις σαγηνευτικές ιδιότητες του θυμού: προσφέρει διακοπές από τον εαυτό σου, μικρά διαλείμματα από την ήρεμη κανονικότητα, που ευλογεί και εγκρίνει πράξεις που κανονικά απαγορεύονται. Το να εκνευρίζεσαι είναι σαν να αιωρείσαι στο κατώφλι του θυμού, ενώ γνωρίζεις ότι το ρεπερτόριο των αποφασιστικών ενεργειών του είναι ακατάλληλες απαντήσεις στην παρούσα κατάσταση. Ο εκνευρισμός, που επικοινωνείται με ξεφυσήματα και αναστεναγμούς, αλλά σπάνια με πιο δραστικά μέτρα, είναι ένα συναίσθημα που εκφράζεται μόνο μέσω της ανεπαρκούς έκφρασης. Κάποιος δεν παρακινείται να διαπράξει τρομακτικές πράξεις λόγω εκνευρισμού. Ούτε επιτρέπεται να το κάνει: δεν υπάρχουν «εγκλήματα εκνευρισμού», ούτε επιείκεια για τους εκνευρισμένους.
Στο βιβλίο του Life of Samuel Johnson (1791), ο James Boswell μας μιλάει για τον «αέναο εκνευρισμό» που έκανε την «ύπαρξη του φίλου του δυστυχία». Πράγματι, δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα που μπορεί κανείς να κάνει με τον εκνευρισμό του- και οι συνήθεις συμβουλές -αναπνεύστε, μετρήστε μέχρι το 10, χαλαρώστε – συνήθως επιτείνουν τον εκνευρισμό, παρά τον εξαφανίζουν.
Και αυτό είναι που μας δημιουργεί απογοήτευση, όταν πρέπει να διαχειριστούμε τον εκνευρισμό μας. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον εκνευρισμό, η απογοήτευση έχει το πλεονέκτημα ότι υπάρχει σε διαλεκτική σχέση με την ικανοποίηση. Πραγματικά, είναι μια υποσχετική για μια μελλοντική ικανοποίηση, της οποίας η ευχαρίστηση αυξάνεται, όπως ο τόκος, ανάλογα με την αναβολή της. Ο εκνευρισμός, εν τω μεταξύ, δεν μας δίνει καμιά ωραία υπόσχεση: μόλις εκνευριστεί κανείς, το μόνο στο οποίο μπορεί να ελπίζει είναι να ηρεμήσει ή έστω να πάψει να νιώθει τόσο ενοχλημένος.
Και όμως, όσο κι αν δεν μας αρέσει, είμαστε πολύ επινοητικοί στην αναζήτηση του εκνευρισμού. Ούτε χρειάζεται να ψάξουμε μακριά για να τη βρούμε: ο εκνευρισμός είναι συχνά ένα οικιακό συναίσθημα. Στο διήγημα της Maeve Brennan "Family Walls" (1973), ένας γάμος κλυδωνίζεται με συνέπεια, όταν ο Hubert Derdon βλέπει μπερδεμένος τη σύζυγό του, Rose, να κλείνει την πόρτα της κουζίνας τη στιγμή που επιστρέφει στο σπίτι. Αποφασίζει να την αντιμετωπίσει, γράφει η Brennan, αλλά η κλειστή πόρτα τον κάνει να διστάζει. Σύντομα η ενόχληση που του δημιουργεί αυτό το μη-γεγονός μεταμορφώνεται σε έναν κατάλογο όλων των τρόπων με τους οποίους, όλα αυτά τα χρόνια, εκείνη «τον έχει εκνευρίσει σχεδόν αφόρητα». Μόλις μπούμε σε μια κατάσταση εκνευρισμού, συχνά ταλαιπωρούμαστε από το ένα πράγμα μετά το άλλο - λες και μέσω όλων των συσσωρευμένων ενοχλήσεων θα μπορούσαμε να περάσουμε το κατώφλι που θα μας παρακινήσει, τελικά, σε δράση.
Αλλά ως επί το πλείστον συνεχίζουμε να το υπομένουμε. Ο Φραντς Κάφκα σημειώνει πως τις ώρες του δείπνου ο εκνευρισμός του πατέρα του «εστίαζε σε ένα θέμα, ως πρόσχημα για το τελικό του ξέσπασμα» και η μόνη του διέξοδος όταν αντιμετώπιζε αυτά τα ασήμαντα αλλά πολύ φλύαρα παράπονα ήταν να «δραπετεύσει ... μέσα [στον] ίδιο του τον εαυτό». Είναι αλήθεια ότι όταν είμαστε ευερέθιστοι δεν διευκολύνουμε τους γύρω μας. Ακόμα και όταν απευθύνεται σε άλλους, ο εκνευρισμός είναι γενικά ένα αντικοινωνικό συναίσθημα, μια συζήτηση με τον εαυτό μας. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι οι γκρίνιες του εκνευρισμού τείνουν να είναι τόσο επιφανειακές ώστε να είναι σχεδόν μη επικοινωνήσιμες: εκνευρίζεται κανείς από τον τρόπο με τον οποίο μιλάει ένα άτομο, τον τόνο ή το ηχόχρωμά του, παρά από αυτό που πραγματικά λέγεται. Ενώ ο θυμός καίει και η θλίψη πληγώνει, οι πληγές του εκνευρισμού είναι βαθιές, αλλά ουδείς ασχολείται; Ποιος παίρνει στα σοβαρά τους εκνευρισμένους ανθρώπους;
Στα σύγχρονα αγγλικά, η λέξη "irritation" αναφέρεται τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική δυσφορία, και οι δύο σημασίες, σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης, χρησιμοποιούνται από την πρώιμη νεότερη περίοδο, όταν η λέξη απορροφήθηκε, μέσω της γαλλικής γλώσσας, από τη λατινική. Με τη σωματική έννοια, τείνουμε να ενοχλούμαστε από ό,τι γδέρνει, τρώει, γρατζουνάει, ενοχλεί, γαργαλάει, τσιμπάει ή τρίβει. Το σωματικό ερέθισμα σχετίζεται με τα σημεία όπου το εξωτερικό συναντά το εσωτερικό - δέρμα, μάτια, γεννητικά όργανα, αεραγωγοί- και με εκείνες τις γωνίες και πτυχές (μασχάλες, βουβωνική χώρα, πίσω μέρος των γονάτων) όπου το σώμα μας διπλώνει και αγγίζει τον εαυτό του.
Ας πούμε, το πιο ενοχλητικό απ’ όλα τα παραπάνω είναι η φαγούρα, μία κατάσταση που μπορεί να εκδηλώνεται στο μεγαλύτερο όργανο του σώματός μας, το δέρμα. Αν, σύμφωνα με τη λαϊκή βιολογία, ο σκοπός του πόνου είναι να στείλει στον εγκέφαλο ένα σαφές μήνυμα («Σταμάτα!» ή «Ασχολήσου με αυτό που σου δείχνω!»), τότε η φαγούρα φαίνεται να εκφράζει μια πιο απροσδιόριστη κατάσταση ανησυχίας. Η φαγούρα είναι μια παρότρυνση, που ζητά να ακυρωθεί μέσω της ενέργειας του ξυσίματος. Κι όμως η ανακούφιση που προσφέρει το ξύσιμο είναι πολύ διφορούμενη.
Όμως αυτό είναι το θέμα με όσα ερεθίζουν τον εκνευρισμό μας: μας αρέσει το πόσο μας επιτρέπουν να νιώθουμε λίγο μίσος.
Όπως επισημαίνει ο μελετητής Στίβεν Κόνορ στο βιβλίο του “The Book of Skin (2003)” (μτφρ: Το βιβλίο του δέρματος), το να ξυνόμαστε- μια ενέργεια που περιλαμβάνει την απόξεση στρωμάτων του δέρματος, συνήθως με τα νύχια - είναι στην πραγματικότητα μια (ικανοποιητική) μορφή ερεθισμού. Ως εκ τούτου, οι δερματολόγοι μιλούν για τον «κύκλο κνησμού – ξυσίματος», στον οποίο εντοπίζουμε όλες τις εκφάνσεις της συνθήκης «πόνου – ευχαρίστησης»: ο διφορούμενος αλλά όχι εντελώς δυσάρεστος τρόπος με τον οποίο ο ερεθισμός μας κάνει να επιστρέφουμε στην πηγή της δυσφορίας μας, μπορεί να εξηγήσει πολλά από τα δεινά της σύγχρονης ζωής. Αυτό είναι ο εκνευρισμός: μας αρέσει το έντονο συναίσθημα που ενεργοποιείται, χωρίς όμως να το παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά.
Σίγουρα όλο αυτό αντικατοπτρίζει τις φευγαλέες απολαύσεις του εκνευρισμού το γεγονός ότι υπάρχουν τόσες πολλές θαυμάσιες, κάποτε και κλισέ λέξεις για να περιγράψουν όσους είναι ευερέθιστοι: οξύθυμος, εριστικός, γκρινιάρης, παραπονιάρης, τσιτωμένος (και τόσα άλλα!). Ωστόσο, σε μια κουλτούρα που εξισώνει το βάθος με τη σημασία, τείνουμε να απορρίπτουμε γρήγορα τον εκνευρισμό μας («Δεν ήταν τίποτα», συνηθίζουμε να λέμε, όταν έχουμε ένα μικρό ξέσπασμα εκνευρισμού).
Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σε σύγκριση με πιο πολιτισμικά αναγνωρισμένες διαθέσεις όπως ο θυμός, η απελπισία, η χαρά, ο τρόμος ή η μελαγχολία, ο εκνευρισμός έχει λάβει ελάχιστη προσοχή. Στο βιβλίο της Barbara H Rosenwein “Anger: The Conflicted History of an Emotion (2020)” (μτφρ: Θυμός – Η συγκρουσιακή ιστορία ενός συναισθήματος), η «οργή» αναφέρεται δεκάδες αναφορές- ο εκνευρισμός, μία.
Με αυτή την απαξίωση του εκνευρισμού είχε ασχοληθεί και ο Νίτσε –οξύθυμος και ο ίδιος από τη φύση του- θεωρώντας ότι κανείς δεν έδινε σημασία σ’ αυτή την ανθρώπινη κατάσταση, ακριβώς επειδή ήταν πολύ επιφανειακή. Μήπως, όμως, αυτό που κρύβεται εκεί στην επιφάνεια, είναι αυτό το πιο βαθύ που δεν κατανοούμε για τον εκνευρισμό;
Στη μικρή φιλοσοφική βιβλιογραφία σχετικά με τον εκνευρισμό επικρατούν δύο απόψεις: αυτές που τον βλέπουν ως μια μορφή θυμού και αυτές που τον βλέπουν ως μια μορφή ευαισθησίας. Στα «Ηθικά Νικομάχεια», ο Αριστοτέλης φιλοτεχνεί ένα προφίλ του εκνευρισμένου ανθρώπου: «Οι άνθρωποι που αποκαλούμε ευερέθιστους είναι εκείνοι που εκνευρίζονται από τα λάθος πράγματα, πιο έντονα και για περισσότερο χρόνο από ό,τι είναι σωστό». Όπως και αλλού σε αυτό του το έργο, ο Αριστοτέλης προσπαθεί να ορίσει την πιο ισορροπημένη, και επομένως την πιο ενάρετη, κατανομή των συναισθημάτων. Τοποθετεί τον εκνευρισμό στην πλευρά της υπερβολής: ότι δηλαδή είναι κάτι από το οποίο υποφέρει κανείς, για ασήμαντη αφορμή, αλλά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και όμως, ως κουσούρι, ο εκνευρισμός είναι επίσης μια μορφή ανεπάρκειας. Σε σύγκριση με τον θυμό, ο εκνευρισμός μοιάζει να έχει μεγάλη έλλειψη - σε πεποίθηση, αιτιολόγηση, λύσεις. Γράφοντας τον 3ο αιώνα μ.Χ., ο πατέρας της πρώιμης Εκκλησίας Τερτυλλιανός εφιστά την προσοχή σε αυτή την ασάφεια, όταν προτείνει ότι ο εκνευρισμός είναι μια αλλοιωμένη μορφή του θείου θυμού του Θεού. Σε αντίθεση με τις ετερόκλητες εξοργιστικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης ευερεθιστότητας, ο ρωμαλέος θυμός του Θεού πυροδοτείται αποκλειστικά και μόνο από «τους κακούς».
«Θυμωμένος θα είναι ενδεχομένως, αλλά όχι εκνευρισμένος», εξηγεί ο Τερτυλλιανός, σαν να θέλει να υποδηλώσει ότι ο εκνευρισμός είναι η σοβαρότερη παρέκκλιση: το αμάρτημα εκείνο που είναι τόσο μεγάλο, επειδή είναι τόσο μικρό. Τόσο μια υπερβολική όσο και μια «κατεβασμένη» σε σπουδαιότητα αντίδραση, ο εκνευρισμός κάνει κάτι από το τίποτα και το καθόλου και κάτι από τα βουνά της υπερβολής, κάποτε και της μικροπρέπειας.
Για τον Νίτσε, ο οποίος έγραφε με κλειστές τις κουρτίνες λόγω της ευαισθησίας του στο φως του ήλιου, τα ερεθίσματα που τελικά του προκαλούσαν εκνευρισμό δεν ήταν παρά μία «ακραία ευαισθησία ... τόσο μεγάλη που και μόνο το "άγγιγμα" γίνεται ανυπόφορο, γιατί κάθε αίσθηση είναι πολύ βαθιά». Κακομαθησιά ή όντως ευαισθησία;
Αυτές οι δύο φιλοσοφικές τάσεις - ο εκνευρισμός ως μορφή ήπιου θυμού ή αυξημένης ευαισθησίας - σχετίζονται σαφώς με τη διπλή εξαγωγή του συναισθήματος ως ψυχολογική και σωματική εκδήλωση. Όμως, όπως επισημαίνει ο Ngai, αν εξετάσουμε την ορολογία μας, αυτές οι δύο αφηγήσεις αναμειγνύονται περιέργως, με λέξεις που γενικά υποδηλώνουν τόσο μια δερματική όσο και μια ψυχική δυσφορία: ωμή, τρυφερή, υπερευαίσθητη, ευαίσθητη, επιδεινωμένη. «Η περιθωριακή ιδιότητα του εκνευρισμού», γράφει ο Ngai στο Ugly Feelings, σχετίζεται με τη θολούρα του – «την ευκολία με την οποία απειλεί πάντα να ξεφύγει εντελώς από τη σφαίρα της συναισθηματικής εμπειρίας, στη σφαίρα των σωματικών ή επιδερμικών αισθήσεων».
Για τον Αριστοτέλη, ο θυμός είναι δυνητικά χρήσιμος, ένας κινητήριος μοχλός για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αυτή η χρησιμότητα εξαρτάται από τη σωστή αναλογία και κατανομή του: να θυμώνει κανείς «με τα σωστά πράγματα και προς τους σωστούς ανθρώπους, αλλά και με τον σωστό τρόπο, τη σωστή στιγμή και για το σωστό χρονικό διάστημα». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ηθικός φιλόσοφος για να συμφωνήσει ότι υπάρχουν πράγματα για τα οποία ένα άτομο «πρέπει» να αισθάνεται θυμό. Στο “The Uses of Anger" (1981), η Audre Lorde γράφει: «Ο θυμός είναι μια κατάλληλη αντίδραση στις ρατσιστικές συμπεριφορές» και προτείνει ότι: «Κάθε γυναίκα έχει ένα καλά εφοδιασμένο οπλοστάσιο θυμού, δυνητικά χρήσιμο ενάντια σε εκείνες τις καταπιέσεις, προσωπικές και θεσμικές, που γέννησαν αυτή την οργή». Όπως εξηγεί η Lorde, ο θυμός είναι ένα σύμπτωμα των πολιτικών αδικιών, αλλά είναι επίσης ένα όπλο με το οποίο μπορούμε να τις καταπολεμήσουμε: «Εστιασμένος με ακρίβεια μπορεί να γίνει μια ισχυρή πηγή ενέργειας που υπηρετεί την πρόοδο και την αλλαγή».
Σε σύγκριση με τον θυμό, ο εκνευρισμός είναι ένα ήπιο και ελεύθερα αιωρούμενο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που -στη γενικευμένη κατάσταση που ονομάζουμε "ευερεθιστότητα"- στρέφεται εναντίον ολόκληρου του περιβάλλοντος ενός ατόμου. Ή σχηματίζει αδύναμους, πλην παλλόμενους δεσμούς με ένα αντικείμενο που μπορεί γρήγορα να αντικατασταθεί από ένα άλλο. Επιπλέον, το ηθικό του περιεχόμενο θολώνει λόγω της σύνδεσής του με τη σωματική δυσφορία, έτσι ώστε, σε σύγκριση με τον θυμό, ο εκνευρισμός είναι ασαφής, μη εστιασμένος. Ο εκνευρισμός, γράφει ο Ngai, είναι «το συναίσθημα δυσφορίας που είναι λιγότερο πιθανό να παίξει σημαντικό ρόλο σε οποιαδήποτε αντιπολιτευτική πρακτική ή ιδεολογική πάλη».
Εκεί που ο δημόσιος θυμός μπορεί να σφυρηλατήσει την αλληλεγγύη και την κοινωνική αλλαγή, ο εκνευρισμός μοιάζει ανίκανος να μετακινηθεί από το ατομικό σώμα στο πολιτικό σώμα. Αυτός είναι σίγουρα ο λόγος για τον οποίο σπάνια δέχεται κανείς την πρόσκληση να δηλώσει ξεκάθαρα τι (του)συμβαίνει. Με την παράλογη επιμονή ότι είναι «μια χαρά», προσπαθεί να προστατεύσει την αδικαιολόγητη ένταση, η οποία, αν πρέπει να τη διευκρινίσεις ή να την αναλύσεις, κινδυνεύεις να γελοιοποιηθείς.
Ο εκνευρισμός είναι επομένως ένα από τα πιο ιδιωτικά μας συναισθήματα, όχι επειδή έχει κάποιο μυστικό να διαφυλάξει, αλλά επειδή δεν έχει. Όπως το ατελείωτο μπρος-πίσω στον κύκλο «κνησμού – ξυσίματος», έτσι και ο εκνευρισμός είναι ένα κλειστό κύκλωμα, αντικοινωνικό και απολιτικό, που κρατάει τον άνθρωπο σε συνομιλία - με τον εαυτό του κυρίως.
Μήπως, κάτι τέτοιο, όμως, είναι καθαρή υπεραπλούστευση;
Μήπως οι επιφανειακές εμπειρίες εκνευρισμού μας παρέχουν μια ιδιαίτερη μορφή διορατικότητας, ένα είδος (χαϊντεγκεριανής) περιβαλλοντικής συνείδησης; Στο βιβλίο της Cruel Optimism (2011), η μελετήτρια Lauren Berlant υποστήριξε ότι ο σύγχρονος κόσμος μαστίζεται από βλάβες που τείνουν να εκδηλώνονται όχι ως διακριτά γεγονότα αλλά στις συνεχείς, διαχειρίσιμες και πολύπλοκα διαμεσολαβημένες μορφές της «καθημερινότητας της κρίσης». Αυτό είναι το θέμα του μυθιστορήματος Little Scratch (2020) της Rebecca Watson, στο οποίο η μονίμως ευερέθιστη αφηγήτρια συνεχίζει να εργάζεται μαζί με τον βιαστή της - η ίδια η καθημερινότητα ενός χώρου εργασίας που είναι δομημένος από κωδικοποιημένες μορφές έμφυλης βίας είναι από μόνη της ένα είδος βίας. Η αφηγήτρια είναι διαρκώς εκνευρισμένη, αλλά για όλους τους λάθος λόγους. Το μυθιστόρημα αρνείται μια ευθεία απεικόνιση του τραύματος, ώστε να κάνει σαφές τον εκνευρισμό και τα ερέθισματα που προκύπτουν μέσα από μία πατριαρχικής δόμησης κοινωνία.
Σήμερα, περισσότερα από τα εννέα δέκατα του παγκόσμιου πληθυσμού αναπνέουν μη ασφαλή αέρα, ο οποίος ευθύνεται για 6,7 εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο, τη στιγμή που φτωχοί, άστεγοι και μετανάστες είναι περισσότερο πιθανό να αντιμετωπίσουν αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν «περιβαλλοντική αδικία». Μήπως ο εκνευρισμός θα μπορούσε να γίνει ένα πολιτικοποιημένο συναίσθημα σε μια εποχή κλιματικής έκτακτης ανάγκης - μια εποχή όπου η αίσθηση της κρίσης διαπερνά την ίδια την ατμόσφαιρα, αλλά, σε μεγάλο μέρος του κόσμου, γενικά αποτυγχάνει να μας κινητοποιήσει όπως θα έπρεπε; Όταν κάτι -τα πάντα- είναι σαφώς λάθος και όμως τίποτα δεν διακόπτει τη σταθερή ροή της καθημερινότητας; Ίσως ο εκνευρισμός - θολός και μη εστιασμένος - μας καλεί να σκεφτούμε την προκαθορισμένη και αλληλένδετη φύση των σύγχρονων επιβλαβών πολιτικών, καθώς και το ψυχικό και σωματικό κόστος που απαιτεί η ζωή υπό τέτοιες συνθήκες.
Αυτή η άλλη ανάγνωση του εκνευρισμού, ίσως, δώσει μία αντιπροσωπευτικότερη ερμηνεία του ψυχισμού και της συμπεριφοράς των μονίμων εκνευρισμένων, των φαινομενικά επιπόλαια έξαλλων: ίσως είναι εκείνοι οι διορατικοί τύποι της ζωής μας που μπορούν να προλάβουν τα χειρότερα. Μπορεί να υπερβάλλουν, να γεμίζουν το δωμάτιο με ένταση και άγχος, να μην μπορούν να διαχειριστούν την ενόχλησή τους γενικώς, ίσως όμως είναι και αυτοί που σαν τον σωματικό πόνο λειτουργούν ως ξυπνητήρι για τους άλλους. Ας το δούμε λίγο και από αυτή την οπτική γωνία.
Με στοιχεία από aeon.co