Γιατί τόσα πολλά προβλήματα στη ζωή μοιάζουν να παραμένουν τόσο πεισματικά γύρω μας - όσο σκληρά κι αν προσπαθούμε να λύσουμε;
Τελικά αποδεικνύεται ότι μία ιδιομορφία στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος διαχειρίζεται τις πληροφορίες σημαίνει ότι όταν κάτι γίνεται σπάνιο, μερικές φορές αρχίζουμε να το βλέπουμε περισσότερο από ποτέ.
Σκεφτείτε μια ομάδα «παρακολούθησης της γειτονιάς» που συνίσταται από εθελοντές που καλούν την αστυνομία μόλις δουν κάτι ύποπτο.
Φανταστείτε έναν νέο εθελοντή που γίνεται μέλος της ομάδας για να βοηθήσει με τη μείωση του εγκλήματος στην περιοχή. Όταν ξεκινούν, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου μόνο όταν δουν σημάδια τέλεσης κάποιου σοβαρού εγκλήματος, όπως βιαιοπραγία ή διάρρηξη.
Μπορείτε κατά πάσα πιθανότητα να σκεφτείτε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις όπου τα προβλήματα φαίνονται να μην τελειώνουν ποτέ επειδή οι άνθρωποι αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο τα καθορίζουν. Αυτή η μετάθεση μπορεί να είναι μία ενοχλητική εμπειρία. Πώς μπορείς να ξέρεις αν κάνεις πρόοδο στη λύση ενός προβλήματος όταν συνεχίζεις να ανακαθορίζεις τι σημαίνει η λύση του;
Ας υποθέσουμε ότι αυτές οι προσπάθειες βοηθούν και, με τη πάροδο του χρόνου οι βιαιοπραγίες και οι διαρρήξεις γίνονταν πιο σπάνιες. Τι θα έκανε στη συνέχεια ο εν λόγω εθελοντής; Η μία πιθανότητα είναι ότι θα ησύχαζε και θα σταματούσε να καλεί την αστυνομία - άλλωστε τα σοβαρά εγκλήματα για τα οποία ανησυχούσε ανήκουν πια στο παρελθόν.
Αλλά η ομάδα που διεξήγαγε την έρευνα πιστέυει ότι αυτό δεν θα συνέβαινε, δηλαδή ότι ο εθελοντής θα ηρεμούσε επειδή μειώθηκε το έγκλημα.
Αντίθετα, θα άρχιζε να θεωρεί «ύποπτα» πράγματα με τα οποία δεν θα ασχολούνταν προηγουμένως, όταν η εγκληματικότητα ήταν υψηλή, όπως η παράνομη διάσχιση ενός δρόμου ή ένας τύπος που κάνει βόλτα τη νύχτα.
Μπορείτε κατά πάσα πιθανότητα να σκεφτείτε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις όπου τα προβλήματα φαίνονται να μην τελειώνουν ποτέ επειδή οι άνθρωποι επιμένουν ν' αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο τα ορίζουν. Αυτή η μετάθεση μπορεί να είναι μία ενοχλητική εμπειρία. Πώς μπορείς να ξέρεις αν κάνεις πρόοδο στη λύση ενός προβλήματος όταν συνεχίζεις να ανακαθορίζεις τι σημαίνει η λύση του;
Ψάχνοντας για μπελάδες
Για να μελετήσουν το πώς αλλάζουν οι έννοιες όταν γίνονται λιγότερο συχνές, η ερευνητική ομάδα έβαλε μία απλή άσκηση σε εθελοντές για την έρευνα – να κοιτάξουν μια σειρά από πρόσωπα, δημιουργημένα από υπολογιστή, και να αποφασίσουν ποια από αυτά τους φαίνονται «απειλητικά». Τα πρόσωπα είχαν σχεδιαστεί από ερευνητές για να κυμαίνονται από πολύ τρομακτικά έως πολύ άκακα.
Καθώς τους έδειχναν όλο και λιγότερα απειλητικά πρόσωπα όσο περνούσε ο χρόνος, βρήκαν ότι οι εθελοντές διεύρυναν τον ορισμό τους για το «απειλητικό», συμπεριλαμβάνοντας μία πιο ευρεία ποικιλία προσώπων. Με άλλα λόγια, όταν δεν είχαν πια άλλα απειλητικά πρόσωπα να βρουν, ξεκίνησαν να ονομάζουν απειλητικά τα πρόσωπα που συνήθιζαν να αποκαλούν άκακα.
Αντί να αποτελούν μία συνεπή κατηγορία, οι «απειλές» που ένιωθαν είχαν να κάνουν με το πόσες πραγματικές απειλές είχαν δεχτεί ή νιώσει αυτοί οι άνθρωποι πρόσφατα.
Αυτή η αντίφαση δεν εμφανίζεται μόνο σε περιπτώσεις απειλής. Σε ένα άλλο πείραμα, οι άνθρωποι που συμμετείχαν είχαν να πάρουν μια ακόμα πιο απλή απόφαση: αν οι χρωματισμένες κουκκίδες που εμφανίζονταν στην οθόνη ήταν μπλε ή μωβ.
Καθώς οι μπλε κουκίδες γίνονταν σπάνιες, οι άνθρωποι άρχισαν να λένε ότι οι κουκκίδες που ήταν πιο ανοιχτό μωβ ήταν μπλε. Το έκαναν αυτό ακόμα και όταν τους γνωστοποίησαν ότι οι μπλε κουκκίδες θα γίνονταν πιο σπάνιες, ή και όταν τους προσφέρθηκαν χρηματικά βραβεία για να παραμείνουν συνεπείς καθώς περνούσε ο χρόνος. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα δείχνουν ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι τελείως συνειδητή – αλλιώς οι άνθρωποι θα παρέμεναν είναι συνεπείς αν είχαν να κερδίσουν ένα χρηματικό βραβείο.
Κοιτώντας τα αποτελέσματα των πειραμάτων με τα απειλητικά πρόσωπα και τις κρίσεις για τα χρώματα, η ερευνητική ομάδα αναρωτήθηκε μήπως αυτό είναι αποτέλεσμα κάποιας περίεργης ιδιότητας του οπτικού συστήματος. Αυτή η αντιληπτική αλλαγή μπορεί να μη συνέβαινε με μη-οπτικά ερεθίσματα.
Για να δουν αν ισχύει αυτό, έκαναν ένα τελευταίο πείραμα στο οποίο ζητούσαν από εθελοντές να διαβάσουν διάφορες επιστημονικές μελέτες και να αποφασίσουν ποιες ήταν ηθικές και ποιες όχι.
Οι ερευνητές πίστευαν ότι αυτά τα αποτελέσματα θα ήταν διαφορετικά καθώς υποπτεύονταν ότι οι ηθικές κρίσεις θα διέφεραν και θα ήταν πιο συνεπείς σε σχέση με άλλα είδη κρίσεων. Άλλωστε εάν κάποιος πιστεύει ότι σήμερα η βία είναι λάθος, λογικά θα το πιστεύει και αύριο άσχετα με το πόση βία έχει δει στο μεταξύ.
Αλλά παραδόξως αυτή η εκτίμηση ήταν λάθος. Αντίθετα, παρατήρησαν το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς. Καθώς, δηλαδή, έδειχναν στους ανθρώπους όλο και λιγότερες «ανήθικες» μελέτες όσο περνούσε ο χρόνος, άρχισαν να χαρακτηρίζουν και άλλες μελέτες ανήθικες. Με άλλα λόγια, απλά επειδή διάβαζαν λιγότερες ανήθικες μελέτες, άρχισαν να γίνονται πιο σκληροί κριτές του τι ήταν ηθικό και τι όχι.
Συνεχείς συγκρίσεις
Έρευνα από τους τομείς της γνωστικής ψυχολογίας και της νευρολογίας υποδεικνύει ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα του βασικού τρόπου με τον οποίο ο εγκέφαλος μας επεξεργάζεται την πληροφορία – συγκρίνουμε συνεχώς αυτό που βρίσκεται μπροστά μας ανάλογα με το πρόσφατο πλαίσιο του.
Αντί να αποφασίσει προσεκτικά για παράδειγμα, πόσο απειλητικό είναι ένα πρόσωπο σε σύγκριση με άλλα πρόσωπα, ο εγκέφαλος μας αναλύει πόσο απειλητικό είναι σε σχέση με άλλα πρόσωπα που είδε πρόσφατα – ή το συγκρίνει με έναν μέσο όρο των προσώπων που είδε πρόσφατα, ή με τα περισσότερο και λιγότερο απειλητικά πρόσωπα που έχει δει. Αυτό το είδος σύγκρισης θα μπορούσε να οδηγήσει ακριβώς στο μοτίβο που βρήκαν οι ερευνητές στα παραπάνω πειράματα – πρόσωπα που σε άλλη περίπτωση δεν θα ονομάζονταν απειλητικά μοιάζουν τρομακτικά.
Φαίνεται πως για το μυαλό μας, οι σχετικές συγκρίσεις συχνά δεν απαιτούν τόση ενέργεια όπως οι απόλυτες συγκρίσεις. Απλά σκεφτείτε πόσο πιο εύκολο είναι να θυμηθείτε ποιο από τα ξαδέρφια σας είναι πιο ψηλό από το τι ύψος έχει καθένα από αυτά ακριβώς.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει πιθανότατα εξελιχθεί για να χρησιμοποιεί σχετικές συγκρίσεις σε πολλές καταστάσεις επειδή αυτές προσφέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες για να κινηθούμε στο περιβάλλον μας και να πάρουμε αποφάσεις, όλα αυτά ενώ σπαταλάμε όσο λιγότερη ενέργεια γίνεται.
Μερικές φορές η σχετική κρίση είναι μια χαρά. Γιατί αλλιώς είναι να αναζητάς ένα καλό εστιατόριο στο Παρίσι του Τέξας και άλλο στο Παρίσι της Γαλλίας.
Γι' αυτό η ομάδα που διεξήγαγε την έρευνα προτείνει στον κόσμο να κατηγοριοποιεί και ίσως να γράφει τι είναι αυτό που πρέπει να ξεχωρίσει ώστε να μην χάσει το δρόμο του στη συνέχεια. Έτσι ίσως καταφέρει να είναι πιο συνεπής, ειδικά σε μια εποχή όπως τη σημερινή όπου η συνέπεια στην καλή κρίση είναι πολύ σημαντική.
Με στοιχεία από The Conversation και BBC/ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
σχόλια