Όλοι έχουμε ζήσει μια άβολη στιγμή σαν αυτή: περπατάμε στον δρόμο, προσπαθώντας να αποφύγουμε κάποιον για να μην πέσουμε πάνω του, πάμε αριστερά αλλάζει κι αυτός πορεία, πάμε δεξιά πάλι τα ίδια, μέχρι που η μόνη ατάκα που μας έρχεται στο μυαλό είναι «το τι θα γίνει; Θα περπατήσουμε ή θα χορέψουμε;».
Τέτοιες άβολες στιγμές μπορούν να μας πανικοβάλλουν, και κρίνοντας από μία σειρά άρθρων και βιβλίων που έχουν γραφτεί, αλλά και βίντεο με σχετικό γύρω από το θέμα περιεχόμενο όλα τα προηγούμενα χρόνια, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από απλώς άλλο ένα πράγμα για να ανησυχεί κανείς.
Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία και τους οδηγούς αυτοβοήθειας μέσω βίντεο προσφέρουν απίστευτα εξειδικευμένες συμβουλές για τις πιο άβολες στιγμές της ζωής μας. Για παράδειγμα, σου λένε: «Πώς να μην αφήνεις ένα διάστημα παύσης κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης να διαρκέσει περισσότερο από 4 δευτερόλεπτα». Ή «απομνημόνευσε αυτή τη μέθοδο για να τερματίζεις με ευγένεια κάθε δύσκολη συζήτηση». Ή «γείρε διακριτικά το κεφάλι σου και έχε τα πόδια σου προς το μέρος του συνομιλητή σου σε μια προσπάθεια να δείξεις ότι ενδιαφέρεσαι για αυτό που σου λέει».
Ένα από τα ατυχή αυτής της ζωής -και του να είσαι άνθρωπος- είναι ότι ο εκνευρισμός έχει έναν τρόπο να ελαττώνει την προσοχή μας στον εαυτό μας, ακόμη κι αν πρέπει να δουλεύει στα κόκκινα, ας πούμε κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, στο οποίο θα συναναστραφούμε πολύ κόσμο και πρέπει να προσέχουμε κάθε μας λέξη και κίνηση.
Υπάρχει κάτι χαλαρωτικό σ' αυτού του είδους τη συμβουλευτική, κυρίως επειδή επικαλείται τη γλυκιά βεβαιότητα που μπορεί να προσφέρει μια έρευνα ή μια μελέτη. Κάντε ακριβώς αυτό και εκείνο και το άλλο και ποτέ δεν θα νιώσετε άβολα ή αμήχανα ξανά! Και παρά την πρακτική εξάσκηση, παρά την προσήλωσή σας στο να ελέγξετε τις κινήσεις και τα λόγια σας, και ενώ κανονικά με όλη αυτή τη συμβουλευτική θα έπρεπε να νιώθετε περισσότερη αυτοπεποίθηση από κάθε άλλη φορά, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Ναι, αλλά γιατί; Πρόκειται για μία εκδοχή αυτού που οι ψυχολόγοι και οι ερευνητές ψυχολογίας ονομάζουν διαρκές monitoring και πρόκειται για μία έννοια που συχνά εφαρμόζεται στον αθλητισμό. Τι συμβαίνει με αυτή τη θεωρία; Το να εστιάζει κανείς στις λεπτομέρειες είναι ένας καλός τρόπος για να μαθαίνει μία διαδικασία. Για έναν αρχάριο -στον αθλητισμό ή οπουδήποτε- αυτό είναι πολύ σημαντικό για να μυηθεί σε μία δεξιότητα ή μία καινούρια γνώση. Για έναν έμπειρο αθλητή, όμως, το να σκέφτεται με λεπτομέρεια κάθε του επόμενη κίνηση, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.
ι ψυχολόγοι έχουν ένα μικρό ερωτηματολόγιο γι' αυτή τη δουλειά, να τσεκάρουν δηλαδή πότε οι άνθρωποι κινδυνεύουν να πνιγούν σε μια κουταλιά νερό ή να φερθούν αδέξια. Απαντήσεις όπως οι παρακάτω δείχνουν τι μπορεί να έχει πάει στραβά:
«Έχω συναίσθηση για το πώς πραγματικά δείχνω όταν κινούμαι»
«Με ενδιαφέρει για το τι πραγματικά σκέφτονται οι άνθρωποι, όταν με βλέπουν να κινούμαι».
«Αν πετύχω την αντανάκλασή μου στη βιτρίνα ενός μαγαζιού, θα κοντοσταθώ να ελέγξω την εμφάνισή μου».
Όμως, είτε είστε αθλητής είτε όχι αυτό είναι ένα ψυχολογικό εργαλείο για να μάθετε πράγματα για τον εαυτό σας, όχι για να υποβληθείτε σε βασανιστήριο. Για παράδειγμα, αν μαθαίνετε τένις για πρώτη φορά στη ζωή σας, σαν αρχάριος θα σκέφτεστε τον πρώτο καιρό «πού πρέπει να βρίσκεται το πόδι μου, πώς πρέπει να κρατάω τη ρακέτα;». Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Roy Baumeister, καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα και θεμελιωτή της θεωρίας που αναφέρθηκε παραπάνω, το να εστιάσει κανείς στις λεπτομέρειες είναι απαραίτητο.
«Έτσι, αν δεν ξέρεις πώς να συμπεριφερθείς κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης, έχεις κάτι να σου υπενθυμίζει ότι πρέπει να είσαι ήρεμος, να διατηρείς οπτική επαφή, να συντηρείς τη συζήτηση, όλα εκείνα δηλαδή που θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν», λέει ο Baumeister. «Αυτά στην αρχή. Διότι μετά, όσο περνά ο καιρός, όλο αυτό γίνεται ακόμη πιο αυτοματοποιημένα και χάνεις ακόμη και τη βασική συναίσθησή σου για οτιδήποτε κάνεις», συνεχίζει.
Ένα από τα ατυχή αυτής της ζωής -και του να είσαι άνθρωπος- είναι ότι ο εκνευρισμός έχει έναν τρόπο να ελαττώνει την προσοχή μας στον εαυτό μας, ακόμη κι αν πρέπει να δουλεύει στα κόκκινα, ας πούμε κατά τη διάρκεια ενός πάρτι, στο οποίο θα συναναστραφούμε πολύ κόσμο και πρέπει να προσέχουμε κάθε μας λέξη και κίνηση.
«Όταν είμαστε αγχωμένοι, κοιτάμε προς τα μέσα μας, και προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα. Ή αυτολογοκρινόμαστε τύπου "Θεέ μου, μα γιατί το είπα αυτό τώρα; Ακούστηκε εντελώς ηλίθιο», εξηγεί η Ellen Hendrickson, κλινική ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης και στο τμήμα που αφορά τη διαχείριση άγχους και συγγενών διαταραχών. Η ίδια έχει επίσης γράψει το «Πώς να είσαι ο εαυτός σου», που επικεντρώνει στο κοινωνικό άγχος.
«Εστιάζουμε την προσοχή μας στα σώματά μας», λέει, και εκεί χάνεται η επαφή με το μυαλό μας. Απλώς σκεφτείτε όλη εκείνη την αμηχανία που ζείτε όταν πρέπει να μοιραστείτε το ίδιο ασανσέρ με τον εργοδότη σας. Ξαφνικά, τόσο πολύ δεν ξέρετε πού ακριβώς πρέπει να τοποθετήσετε τον εαυτό σας στον χώρο, τόσο το ίδιο το σώμα σας σας δυσκολεύει που σχεδόν ξεχνάτε πώς δουλεύουν τα κουμπιά του ανελκυστήρα (απλώς τα πατά κανείς...).
"Έχουμε μία συγκεκριμένη -ας μην πούμε περιορισμένη ικανότητα- να εστιάζουμε στα πράγματα - να γιατί το να οδηγούμε και ταυτόχρονα να μιλάμε στο τηλέφωνο δεν είναι ακριβώς καλή ιδέα", λέει η Beilock, που η έρευνα της στην θεωρία της "παρακολούθησης του εαυτού μας" ενέπνευσε το βιβλίο "Choke" (μτφ. Πνιγμός).
Η ίδια εξηγεί ότι να ανησυχείς για το πώς κάνει κάτι, τη στιγμή που το κάνεις είναι σα να κάνεις δύο πράγματα ταυτόχρονα - και μαντέψτε- ένα από τα δύο ή και τα δύο ίσως, δεν πρόκειται να πάει καλά...
Όμως, το ερώτημα παραμένει: γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε να φαινόμαστε αδέξιοι ή παράξενοι υπό συγκεκριμένες συνθήκες; Το ερώτημα είναι λάθος, βασικά. Είναι σα να ρωτάμε "γιατί είμαι τόσο αδέξιος;", ενώ στην πραγματικότητα αντί να εστιάσουμε στη λύση, εστιάζουμε στο πρόβλημα. Ακριβώς γι' αυτό η Hendrickson συνηθίζει να κάνει ένα μικρό πείραμα με τους ασθενείς της που πάσχουν από διαταραχές άγχους.
"Επιχειρήστε να ξεκινήσετε δύο ξεχωριστές συζητήσεις - με οποιονδήποτε. Θα μπορούσατε να το κάνετε με τον υπάλληλο στον βενζινάδικο, έναν συνάδελφο σας, ή τον μπάρμαν που σας σερβίρει το ποτό σας. Οποιονδήποτε. Σε μια από τις δύο συζητήσεις επικεντρωθείτε στον εαυτό σας. Μόνο. Στο πώς αντεπεξέρχεστε στη συζήτηση, τι συμβαίνει στο σώμα σας εκείνη τη στιγμή, καταγράψτε τα όσα λέτε. Στη δεύτερη συζήτηση επικεντρωθείτε στους άλλους. Μετά αναρωτηθείτε: Ποια από τις δύο συζητήσεις ήταν πιο ευχάριστη; Πού νιώθατε πιο άνετα; Αναμφισβήτητα στη δεύτερη", λέει.
Κάτι ακόμη που ίσως μπορεί να βοηθήσει και ως ιδέα προέρχεται και πάλι από τον κόσμο των αθλητών είναι το να παραμείνετε συγκεντρωμένοι στον στόχο, όχι στην πρόοδο ή την ίδια τη διαδικασία. Στο να αποφύγετε όλη αυτή την βύθιση στον εαυτό σας κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης για δουλειά -επί παραδείγματι- και να επικεντρωθείτε μόνο σε 3 πράγματα που εσείς θέλετε να παρουσιάσετε στον μελλοντικό εργοδότη σας.
"Είναι προτιμότερο να επικεντρωθείτε σ' αυτά, παρά να άγχεστε για το πώς κινείτε τα χείλη σας ή πώς φαίνεστε τώρα που κρατάτε σφιχτά τα χέρια σας", λέει η Beilock. "Ξέρετε τι άλλο βοηθά πολύ;", καταλήγει, "το να αντιληφθείτε ότι δεν πρέπει να αναλώνεστε σε όλους αυτούς τους κανόνες που κάνουν ανέφικτο τον στόχο και να νομίζετε ότι αν δεν κάνετε όλα αυτά που συνηθίζει κανείς να κάνει, θα αποτύχετε".
Ας το πούμε απλά: και κρασί θα χύσετε κατά λάθος πάνω σε κάποιον και το αντίστροφο να συμβεί και όλοι θα ζήσουμε. Και θα ζήσουμε καλύτερα αν σταματήσουμε να παίρνουμε τους εαυτούς μας -και όλα τα ατυχή και αδέξια που μας συμβαίνουν- τόσο πολύ στα σοβαρά. Αλήθεια, δεν έγινε και τίποτα. Αλήθεια, συμβαίνουν αυτά.
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια