Μπορεί η επιτυχία μίας ταινίας να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως το cast, τα εφέ και γενικότερα, ας το παραδεχτούμε, από το budget της, όμως τίποτα από αυτά δεν συγκρίνεται με το σενάριο και το πολυπόθητο plot twist της, που της δίνει το στοιχείο του αιφνιδιασμού – το οποίο πολλοί λατρεύουν να στερούν από αυτούς που δεν έχουν προλάβει ακόμα να τη δουν.
Spoiler είναι η ανεπιθύμητα πρόωρη αποκάλυψη μίας σημαντικής πληροφορίας της ιστορίας, που ως αποτέλεσμα την καταστρέφει εξ' ολοκλήρου.
Το παράδοξο είναι ότι, ενώ η συνηθισμένη αντίδραση στο άκουσμα των spoilers είναι τα νεύρα, η απογοήτευση και ίσως το μίσος, κάποιοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι το να μαθαίνεις το τέλος της ιστορίας από την αρχή σε βοηθάει να την απολαύσεις περισσότερο.
Ονόμασαν λοιπόν αυτήν τη θεωρία «The spoiler paradox».
«Το παράδοξο των spoilers» είναι το αποτέλεσμα ενός πειράματος από μία μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2011 στο Psychological Science Journal, από τους ψυχολόγους Τζόναθαν Λίβιτ και Νίκολας Κρίστενφελντ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια.
Γι' αυτό και μας αρέσει να παρακολουθούμε την ίδια ταινία ξανά και ξανά ή να βλέπουμε ένα βιβλίο που έχουμε διαβάσει να γίνεται ταινία ή και γιατί μας αρέσουν περισσότερο εκθέσεις από καλλιτέχνες που ήδη γνωρίζουμε βασικές πληροφορίες για αυτούς.
Στο πείραμα συμμετείχαν 819 φοιτητές, οι οποίοι έπρεπε να διαβάσουν τρεις από τις δώδεκα πιο ανατρεπτικές ιστορίες μεγάλων συγγραφέων, όπως των Αγκάθα Κρίστι, Άντον Τσέχωφ, Τζον Απντάικ και Ρόαλντ Νταλ.
Σε δύο από τις ιστορίες το τέλος είχε ήδη αποκαλυφθεί στην αρχή, είτε στην εισαγωγή της ιστορίας είτε ως μεμονωμένο κείμενο, ενώ στην τρίτη διατηρήθηκε το μυστήριο.
Τα αποτελέσματα του πειράματος έδειξαν ότι οι άνθρωποι απήλαυσαν περισσότερο τις ιστορίες στις οποίες τους είχε ήδη αποκαλυφθεί το τέλος.
Σύμφωνα με τους ψυχολόγους του πειράματος, τα spoilers έκαναν τις ιστορίες πιο κατανοητές και ως εκ τούτου πιο διασκεδαστικές για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Ένας ψυχολόγος που ειδικεύεται στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, ο Αλί Ματού, χαρακτήρισε αυτό το φαινόμενο ως «αντιληπτική ευχέρεια», που σημαίνει ότι η απόλαυση συνδέεται με την κατανόηση.
Γι' αυτό και μας αρέσει να παρακολουθούμε την ίδια ταινία ξανά και ξανά ή να βλέπουμε ένα βιβλίο που έχουμε διαβάσει να γίνεται ταινία ή και γιατί μας αρέσουν περισσότερο εκθέσεις από καλλιτέχνες που ήδη γνωρίζουμε βασικές πληροφορίες για αυτούς.
Κάποιοι άλλοι ψυχολόγοι συνέδεσαν τα αποτελέσματα του πειράματος με τη «θεωρία του μυαλού». Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ερμηνεύουν τα συναισθήματα και τις πράξεις των άλλων και στη συνέχεια να επικοινωνούν μεταξύ τους μεταφέροντας ο ένας στον άλλο τις νέες πληροφορίες.
Η διήγηση ιστοριών εξυπηρετεί ακριβώς αυτό. Μία προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσω της μετάδοσης πληροφοριών σε αφηγηματική μορφή, που ικανοποιεί τις επικοινωνιακές ανάγκες της ανθρώπινης φύσης.
Έτσι μία ιστορία είναι καλή όταν καταφέρνει να επικοινωνήσει με επιτυχία μία ιδέα στον ακροατή της. Επομένως, αν το τέλος είναι ήδη γνωστό, μπορούμε πλέον να εστιάσουμε σε λεπτομέρειες που δεν επισκιάζονται από το στοιχείο του αιφνιδιασμού.
Αυτό σημαίνει ότι τα spoilers απλοποιούν μία περίπλοκη ιστορία και βοηθούν τον εγκέφαλο να την επεξεργαστεί σε βαθύτερο επίπεδο, χωρίς το άγχος και τον αποσυντονισμό του μυστηρίου.
Όμως, το μυστήριο δεν δημιουργεί απαραίτητα άγχος. Αντιθέτως, δημιουργεί προσμονή. Πολλοί λένε ότι το 50% της ευχαρίστησης είναι η προσμονή, ή όπως λέει ο καθηγητής ψυχολογίας του Χάρβαρντ Ντάνιελ Γκίλμπερτ, «με το να καθυστερείς την ευχαρίστηση και να την προσμένεις, κερδίζεις διπλή ποσότητα χυμού από μισό φρούτο».
Ίσως για αυτό ένα ολόκληρο marketing team προσπαθεί να προωθήσει μία ταινία επί μήνες πριν από την προβολή της, χρησιμοποιώντας trailers ή ακόμα καλύτερα teasers, τα οποία αποσκοπούν στην κίνηση της περιέργειας του θεατή και στην ανάπτυξη της προσμονής του.
Το πείραμα, παρά την εγκυρότητά του, καθώς ήταν ισορροπημένο και διέθετε ένα μεγάλο δείγμα, απέτυχε να συμπεριλάβει σημαντικούς παράγοντες που σχετίζονται με την ευχαρίστηση μιας ιστορίας.
Σύμφωνα με τον Αλί Ματού, οι συμμετέχοντες δεν ήταν συναισθηματικά δεσμευμένοι με τις ιστορίες, γι' αυτό τα spoilers δεν τους επηρέασαν στον βαθμό που θα τους είχαν επηρεάσει αν είχαν επενδύσει χρόνο σε αυτές, όπως γίνεται με μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές, παραδείγματος χάριν με την 8η σεζόν του Game of Thrones.
Ο θυμός που θα προκαλούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση η αποκάλυψη μίας λίστας των αποθανόντων της σειράς πριν καν αρχίσει η προβολή της θα ξεπερνούσε την εγκεφαλική ευχαρίστηση που προκαλεί η κατανόηση.
Φυσικά, στο πείραμα δεν λήφθηκαν υπόψιν και αυτοί οι άνθρωποι, γνωστοί και ως αποφευκτικές προσωπικότητες, που όσο χρόνο και να επενδύσουν σε μία ιστορία, αποφεύγουν να δεθούν συναισθηματικά με αυτήν και τους χαρακτήρες της.
Και σύμφωνα με τη Θάλεια Γκόλντσταϊν, μία καθηγήτρια ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Πέις, η συναισθηματική δέσμευση παίζει πρωταρχικό ρόλο στην ευχαρίστηση μίας ιστορίας, αφού τα έντονα συναισθήματα που αναπτύσσονται όταν δεν ξέρουμε το τέλος της πηγάζουν από την αδυναμία των ανθρώπων να διαχωρίσουν την πραγματικότητα από τη φαντασία.
«Το συνειδητό κομμάτι του εγκεφάλου μας μάς ειδοποιεί ότι μία ιστορία δεν είναι πραγματική, αλλά πιο πρωτόγονα κομμάτια του αμφισβητούν τη λογική», λέει η Γκόλντσταϊν στο Atlantic.
Με βάση αυτές τις πληροφορίες μπορούμε να καταλήξουμε μόνο σε ένα συμπέρασμα.
Τα spoilers είναι περιττά γιατί μας υπενθυμίζουν ότι η ιστορία είναι απλά μία ιστορία. Είναι δύσκολο να μεταφερθούμε στον φαντασιακό κόσμο της όταν γνωρίζουμε ήδη το τέλος, κάτι που στην αληθινή ζωή δεν συμβαίνει.
Εξάλλου, πόσο ωραία μπορεί να είναι μία ζωή στην οποία θα ξέραμε ακριβώς πότε θα πεθάνουμε;
Με πληροφορίες από The Atlantic και Psychology Today.