Οι νέες σχέσεις ξεχειλίζουν από ενθουσιασμό, επιμονή και ανάγκη για να βρεθεί κανείς δίπλα στον νέο του σύντροφο, όλοι το ξέρουν αυτό. Ο έρωτας τρέφεται από τον κοινό χρόνο με τον άνθρωπο που επιλέξαμε, διεκδικήσαμε και έχουμε ανάγκη να νιώθουμε στο πλευρό μας, επίσης όλοι το ξέρουν αυτό.
Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, έχει συγκεκριμένη διάρκεια. Προσοχή: όχι ημερομηνία λήξης. Διάρκεια. Είναι το διάστημα που το ζευγάρι «χτίζει» αμοιβαία εμπιστοσύνη, περνά ώρες και μέρες μαζί, σιγουρεύεται για τα αισθήματα του άλλου.
Μετά όλα αυτά δίνουν τη θέση τους σε άλλα συναισθήματα, επίσης ζωηρά, αλλά όχι αγχώδη, όχι γεμάτα από αμφιβολία και αγωνία.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει εύκολα. Για την ακρίβεια, ένας από τους δύο συντρόφους αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η πίεση εξακολουθεί, η ιδιωτικότητά του εξαφανίζεται, ο ελεύθερος ζωτικός χρόνος που περνά κανείς απολύτως μόνο του –στο μπάνιο, ας πούμε- συρρικνώνεται.
Η δόμηση ορίων στη σχέση είναι ο επώδυνος, αλλά αναγκαίος τρόπος για να διατηρηθεί η σχέση, αλλά και για να μην χάσει ο ένας από τους δύο την ιδιωτικότητα, το πεδίο ελευθερίας του και το περίγραμμα της προσωπικότητάς του ως ανεξάρτητο και αυτόβουλο ον.
Ο σύντροφος διεκδικεί όλο και περισσότερο χρόνο, για την ακρίβεια αγκιστρώνεται με πάθος από το αντικείμενο του πόθου του και η κατάσταση που δημιουργείται είναι ασφυκτική.
Δεκάδες απελπισμένες κλήσεις στη διάρκεια της μέρας, κατά πόδας παρακολούθηση, ανάγκη να βρίσκεται παντού μαζί με τον σύντροφό του, επώδυνοι αποχωρισμοί, όταν η δουλειά ή οι υποχρεώσεις το απαιτούν. Κάποιοι ίσως αναγνωρίσουν τον εαυτό τους ή τον / τη σύντροφό τους σ' αυτές τις περιγραφές αναγνωρίζοντας μεταχρονολογημένα το πρόβλημα, που κάποιος τρίτος έχει ήδη εντοπίσει και μάλιστα σχετικά εύκολα.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν κάποιος προσκολλάται εμμονικά στον σύντροφό του; Γίνεται λόγος για κάποιου είδους διαταραχή ή για κάποιο κρυμμένο ψυχολογικό εμπόδιο που θέλει δουλειά και χρόνο;
Σύμφωνα με την καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, Paula Pietromonaco, το άγχος της απόρριψης ή της εγκατάλειψης βρίσκεται πίσω από αυτές τις συμπεριφορές, ακόμη και φαινομενικά απολύτως σταθερών χαρακτήρων, συμπεριφορές που συνήθως πυροδοτούνται από κάποιο βίωμα της παιδικής, προ-εφηβικής ή εφηβικής ηλικίας.
Οι συγκεκριμένες συμπεριφορές, κατά την ίδια, πυροδοτούνται είτε από κάποια μικροαλλαγή στη συμπεριφορά είτε σε περιόδους αυξημένου άγχους από άλλους τομείς της κοινωνικής τους ζωής. Αν, λοιπόν, κάποιος εντοπίσει τους λόγους αυτής της υπερευαισθησίας έχει πολύ συγκεκριμένους τρόπους για να χειριστεί την κατάσταση.
Ο διάλογος και η επίλυση αποριών που σε κάποιον τρίτον θα φάνταζαν παιδιάστικες είναι δύο από τις προτεινόμενες μεθόδους που διασφαλίζουν μία σχέση με τέτοια θέματα. Ο ένας σύντροφος μπαίνει στη διαδικασία να εξηγεί και να σταθεροποιεί τον άλλο σε περιόδους που η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχο.
Η δόμηση ορίων στη σχέση είναι ο επώδυνος, αλλά αναγκαίος τρόπος για να διατηρηθεί η σχέση, αλλά και για να μην χάσει ο ένας από τους δύο την ιδιωτικότητα, το πεδίο ελευθερίας του και το περίγραμμα της προσωπικότητάς του ως ανεξάρτητο και αυτόβουλο ον.
«Είναι σημαντικό σε ανθρώπους με φόβους απόρριψης να εξηγούμε, να διασφαλίζουμε, να περιχαρακώνουμε και να προχωράμε, κρατώντας τους ίδιους σε πλαίσιο που αισθάνονται ασφάλεια μέσα στη σχέση, αλλά και εμάς ήρεμους και ανεξάρτητους στο βαθμό που το επιτρέπει η δέσμευσή μας», εξηγεί η Pietromonaco και συνεχίζει:
«Συνήθως, στο τέλος, το μέλος της σχέσης που ζει με τον φόβο της απόρριψης αντιλαμβάνεται ότι η ευαισθησία του καταλήγει να λειτουργεί ως παραβίαση και συναισθηματικός εκβιασμός και αποδέχεται, αν αισθανθεί ασφαλές, το πλαίσιο, τα δεδομένα και τους όρους μιας πραγματικά υγιούς σχέσης».
Με στοιχεία από το PsycologyToday.com