Το καλοκαίρι που μας πέρασε έδωσα στον εαυτό μου τον τίτλο της «Πιο Περήφανης Τεμπέλας». Ήταν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που έχω καταφέρει ποτέ και ο τίτλος ήρθε κατόπιν σκληρής δουλειάς.
Ύστερα από πολλά καλοκαίρια με μάξιμουμ δέκα μέρες διακοπές, σπαστά, των οποίων είχαν προηγηθεί εξαντλητικοί χειμώνες, αποφάσισα ότι είχε έρθει η στιγμή να επαναστατήσω απέναντι στον workaholic εαυτό μου.
Πήγα σε τρία διαφορετικά νησιά ενώ ενδιάμεσα -και αυτό ήταν το καλύτερο- πέρασα κάποιες υπέροχες μέρες απόλυτης χαζοβιολιάς και ραστώνης στο σπίτι μου κάνοντας τίποτα. Όταν λέω τίποτα, εννοώ τίποτα που να κουράζει, ενοχλεί, να επεμβαίνει αρνητικά ή ακόμα και θετικά στον εγκέφαλό μου.
Όποιος πιστεύει ότι αυτό είναι κάτι εύκολο στη σημερινή εποχή του super busy, που εννιά στις δέκα, η απάντηση στο «τι κάνεις;» είναι «εδώ μωρέ, τρέχω» ή «εδώ μωρέ, στον αγώνα», πλανάται πλάνην οικτράν.
Στην κατηγορία αυτή εντάχθηκαν:
• Ατελείωτες συνομιλίες στο κινητό με μέλη της οικογένειάς μου και μη
• Ανούσια ραντεβού
• Άνευ λόγου συζητήσεις με θέματα: η κρίση, Σύριζα, Game of Thrones, γάμοι
• Καταναγκαστικές έξοδοι: καφέδες, ποτά ή και συνδυασμός των δύο
• Τηλεόραση πάσης φύσης
• Netflix burnouts
• Μανιακό Instagram scroll down
• Facebook (κομμένο διά ροπάλου)
Οι παραπάνω ιστορικές κατακτήσεις δεν ήρθαν αναίμακτα. Πάμπολλες φορές το εργατικό μυρμήγκι μέσα μου προσπάθησε να σαμποτάρει το θεάρεστο αυτό έργο. Στις αρχές του καλοκαιριού, έχοντας ήδη πάρει σιωπηλά την απόφασή μου για ένα anti-workaholic θέρος, μου έγινε πρόταση για μία (καλοκαιρινή) δουλειά η οποία άλλοτε φάνταζε σαν όνειρο θερινής νυκτός.
Άλλαξα τρεις φορές γνώμη (όχι, ναι, όχι), ήπια καφέ με την μαμά μου, την κολλητή μου, το πρώην αφεντικό μου, πήρα τηλέφωνο την ψυχολόγο μου στις δικές της διακοπές, και τελικά κατάφερα να πω το πολυπόθητο «όχι». Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Ο χρόνος είχε εξασφαλιστεί. Μου έμενε να ξεκινήσω να τεμπελιάζω.
Όποιος πιστεύει ότι αυτό είναι κάτι εύκολο στη σημερινή εποχή του super busy, που εννιά στις δέκα, η απάντηση στο «τι κάνεις;» είναι «εδώ μωρέ, τρέχω» ή «εδώ μωρέ, στον αγώνα», πλανάται πλάνην οικτράν.
Η αρχή της τεμπελιάς έγινε με μικρά βήματα. Ξεκίνησα με διαλείμματα μισής ώρας.
Στα καλά καθούμενα πατούσα sleep mode στο laptop και πεταγόμουν στον ήλιο. Έβρισκα ένα πεζούλι, περβάζι ή κάπου να μην πολυφαίνομαι, έβαζα γυαλί ηλίου, φορούσα τα ακουστικά του κινητού μου, να φαίνεται ότι κάποιος μου μιλάει να μην νομίζει ο κόσμος ότι είμαι καμιά τρελή που κοιτάει το άπειρο, και απλά χάζευα αφήνοντας τον ήλιο να με νανουρίζει.
Μετά προχώρησα σε απλή βόλτα της μίας ώρας, αποφεύγοντας τα μαγαζιά τα οποία γρήγορα έβγαλα από τη λίστα τεμπελιάς, διότι ενεργοποιούσαν δραστήρια μέρη του εγκεφάλου μου.
Γύρω στον Ιούλιο είχα αποθρασυνθεί τελείως και σε κατά τ' άλλα εργάσιμες μέρες, εγώ χουζούρευα ατέρμονα, ξεκινούσα την μέρα μου σε μουσεία και καφέ με βιβλιαράκι στο χέρι, έβρισκα πισίνες, ταράτσες και άλλα τεμπέλικα μέρη και πήγαινα με το λάπτοπ μου, ενώ δεν παρέλειπα τις τακτικές σιέστες στον καναπέ μου.
Φυσικά όλα αυτά τα έκανα κρυφά, με την ντροπή και τη χαρά της τεμπελιάς όλη δική μου. Δεν άργησαν όμως, τα σημάδια του μαγιό και της τεμπελιάς να με προδίδουν.
Ένα μεσημέρι το αγόρι μου μπήκε βιαστικά στο σπίτι να πάρει έναν φάκελο και με βρήκε με πιτζάμες και τσίμπλες. Φυσικά προφασίστηκα ότι ήμουν άρρωστη.
Την ίδια μέρα, μες την παραζάλη του power nap, σήκωσα ασυναίσθητα το τηλέφωνο στη φίλη μου. «Μήπως κοιμόσουν;» ρώτησε διστακτικά. Ε ναι, λοιπόν, κοιμόμουν μέρα μεσημέρι, ημέρα Τετάρτη.
«Έχω γίνει τεμπέλα» της εξομολογήθηκα. «Κάθομαι και τρώω παγωτά και φράουλες, διαβάζω περιοδικά μόδας και δεν κάνω τίποτα».
«Συγχαρητήρια» μου λέει. «Ευχαριστώ» της αποκρίθηκα και κλείσαμε τα πρώτα εισιτήρια αποκλειστικών μας διακοπών μετά από τρία χρόνια.
Ακολούθησε νησιώτικο τουρ όπου σε παραθαλάσσιες ινσταγκραμικές αναρτήσεις δεχόμουν σχόλια του τύπου «ζωάρα», «για σένα είναι η ζωή» και «πας για unfollow».
Στην αρχή μαζεύτηκα, «ντροπή» λέω στον εαυτό μου, «θα λέει ο κόσμος, ότι είσαι μια τεμπέλα που κάνει πέρα-δώθε στα Blue Star Ferries».
Στο δεύτερο νησί ο ραχάτης εαυτός ξεσπάθωσε με ένα επιλεγμένο ποτ-πουρί στα stories και στο τρίτο δεν θυμόμουν καν πού είχα το κινητό. Το έκλεισα τελείως. Η αλλαγή είχε συντελεστεί. Ζήτω η τεμπελιά!