ΤΟ 2019 Ο ASA SERESIN, συγγραφέας και ερευνητής του οποίου το έργο επικεντρώνεται σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας, έγραψε ένα άρθρο για το αμερικανικό online περιοδικό «The New Inquiry» με τίτλο «On heteropessimism: Ηeterosexuality is nobody’s personal problem», συστήνοντας τον όρο «ετεροπεσιμισμός». Στο άρθρο μπορεί να βρει κανείς και τον ορισμό, όπως τον ανέφερε ο Serin: «Ο ετεροπεσιμισμός προϋποθέτει επιτελεστική, συνειδητή απόκλιση από την ετεροφυλοφιλία, που συνήθως εκφράζεται με τη μορφή λύπης, αμηχανίας ή απελπισίας».
Ο Serin εντοπίζει στη συμπεριφορά των στρέιτ ανδρών τη ρίζα του ετεροπεσιμισμού των στρέιτ γυναικών και αναλύει τον ετεροπεσιμισμό ως ψυχικό σύμπτωμα και όχι ως μια τάση που θέλει τις γυναίκες απαραιτήτως να απέχουν από τις στρέιτ σχέσεις. Αναφέρει πως πράγματι κάποιες γυναίκες όντως απέχουν από τις σχέσεις συνειδητά, εφόσον η στρέιτ κουλτούρα δεν φαίνεται να τους ταιριάζει – με αυτόν τον τρόπο η πλειονότητα αυτών των γυναικών δείχνει τη δυσαρέσκειά της.
Ο ετεροπεσιμισμός συναντάται κυρίως στις νέες γυναίκες, οι οποίες νιώθουν πως η εμπειρία των ετεροφυλοφιλικών σχέσεων έχει συγκεκριμένα δυσάρεστα χαρακτηριστικά που εντοπίζουν στους περισσότερους άνδρες. Η παραπάνω αναφορά μπορεί να αντιμετωπιστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: ο πρώτος έχει τις ρίζες του στο αφήγημα του «καλού παιδιού» και σύμφωνα με αυτόν οι ετεροπεσιμίστριες επιλέγουν συνειδητά ή ασυνείδητα ξανά και ξανά τους ελάχιστους μη συναισθηματικά διαθέσιμους στρέιτ άνδρες.
Το 1950, η Simone de Beauvoir, στο κεφάλαιο «It’s about time women put a new face on love» του βιβλίου Feminist Writings, αναφέρει πως «μέχρι τώρα η κοινωνία μας δεν γνώρισε ποτέ μια αγάπη που να μη βασίζεται στην ανισότητα», κάτι που σε μεγάλο βαθμό ισχύει ακόμα.
Στη δεύτερη εκδοχή, πολλές γυναίκες έχουν εσωτερικεύσει το αφήγημα που τις θέλει «άξιες της μοίρας τους», που συμπληρώνεται από τη γνωστή πλέον φράση «καλά, ρε κορίτσια, πού τους βρίσκετε αυτούς;», λες και η πλειονότητα των γυναικών αναζητάει ενεργά την υποτιθέμενη σπάνια μη συναισθηματική επικοινωνία των ανδρών. Η πατριαρχία το έχει ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα άλλωστε: τα συναισθήματα και οι συζητήσεις που τα αφορούν είναι αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση, είτε αφορούν τις ίδιες τις γυναίκες είτε τους άνδρες.
Ο Nick Roberts, δημοσιογράφος της «Washington Post», αναφέρει σε άρθρο του με τίτλο «Trying to decipher a man’s mind? Now there’s a name for that» πως έχει παρατηρηθεί ότι οι γυναίκες «αφιερώνουν υπερβολικά πολύ χρόνο στην ερμηνεία των αρκετά αδιαφανών ενδείξεων της συμπεριφοράς των ανδρών με τους οποίους βγαίνουν», προσθέτοντας στη συζήτηση τον γνωστό όρο «συναισθηματική εργασία», ο οποίος ορίστηκε για πρώτη φορά από την κοινωνιολόγο Arlie Hochschild για να περιγράψει τον τρόπο που συνήθως οι γυναίκες αναγκάζονται να καταπιέζουν τα συναισθήματά τους, συχνά αφιερώνοντας πάρα πολύ χρόνο για να ερμηνεύσουν τα δικά τους συναισθήματα, ενώ τα λογοκρίνουν και παράλληλα ερμηνεύουν και τα συναισθήματα των άλλων. Ταυτόχρονα, επιχειρούν να καθορίσουν ποια είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να κάνουν δύσκολες συναισθηματικές συζητήσεις.
Ο ετεροπεσιμισμός καταγράφει αυτή την αόρατη ανισότητα: οι γυναίκες επιχειρούν να γίνουν ειδικές σε θέματα ψυχολογίας προκειμένου να ερμηνεύσουν και συνεπώς να διευκολύνουν τη σχέση τους, ενώ συχνά οι άνδρες δυσκολεύονται να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους. Μάλιστα, ο Ronald F. Levant, ψυχολόγος, καθηγητής και πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας (American Psychological Association-APA), έκανε λόγο για την αλεξιθυμία ως μια «κανονιστική συνθήκη των ανδρών».
Μάλιστα η μελέτη του Levant το 2012 διαπίστωσε ότι η αλεξιθυμία στους άνδρες συσχετίστηκε με υψηλότερα ποσοστά φόβου για την οικειότητα και χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τη σχέση τους και την ποιότητα επικοινωνίας σε αυτήν. Η έρευνα, με ψυχαναλυτική διάθεση, αναφέρει: «Αν ένα αγόρι ουσιαστικά τιμωρηθεί επειδή έδειξε στοργή ή κλάψει, στο μέλλον δεν θα επιτρέψει την εξωτερίκευση αυτού του συναισθήματος».
Η Sara Ahmed, ακαδημαϊκός ειδική στη φεμινιστική θεωρία, ορίζει στο βιβλίο της «Complaint!» (2021) το παράπονο ως έκφραση δυσαρέσκειας για μια κατάσταση. Κατά την άποψή της τα παράπονα, επειδή αφορούν καταστάσεις τις οποίες βιώνουμε, μπορούν επίσης να αποκαλύψουν πώς το παρόν αντιμετωπίζει προβλήματα από το παρελθόν.
Περαιτέρω, η Ellie Anderson, καθηγήτρια στο Pomona College της Καλιφόρνια, αναφέρει ότι μια στάση όπως ο ετεροπεσιμισμός μπορεί να δράσει καταλυτικά ώστε να κάνει ορατή μια κατάσταση – ενώ σήμερα ίσως φαίνεται εξοργιστική ως διαδικασία, είναι απαραίτητη ώστε να θεσπιστούν νέες πρακτικές που θα αποβούν χρήσιμες στο μέλλον. Μάλιστα, η Ahmed σημειώνει επίσης ότι ο ετεροπεσιμισμός «δεν είναι μόνο ένα συναίσθημα ή μια στάση. Είναι μια πολιτική δράση» εντός της στρέιτ κουλτούρας, στην οποία τα φύλα έχουν τους γνωστούς ρόλους.
Από την άλλη πλευρά, ο ετεροπεσιμισμός των στρέιτ γυναικών φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη τη βία στις queer σχέσεις. Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τον Αμερικανικό Συνασπισμό ενάντια στην Ενδοοικογενειακή Βία (NCADV), το 43,8% των λεσβιών και το 61,1% των αμφιφυλόφιλων γυναικών έχουν βιώσει βιασμό, σωματική βία ή/και καταδίωξη από σύντροφο κάποια στιγμή στη ζωή τους, σε αντίθεση με το 35% των ετεροφυλόφιλων γυναικών, άρα αναφορές του τύπου «τα queer ζευγάρια είναι καλύτερα ή πιο ευτυχισμένα από τα στρέιτ» δεν μπορούν να περιλαμβάνονται σε μια συζήτηση περί ετεροπεσιμισμού, μια και η βία στις queer σχέσεις είναι συχνά μη ορατή, ειδικά όταν κάποιο άτομο δεν έχει κάνει coming out ή ισχύουν άλλοι κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες, όπως η άρνηση των αρχών να υπερασπιστούν κάποιο queer άτομο.
Το 1950, η Simone de Beauvoir, στο κεφάλαιο «It’s about time women put a new face on love» του βιβλίου «Feminist Writings», αναφέρει πως «μέχρι τώρα η κοινωνία μας δεν γνώρισε ποτέ μια αγάπη που να μη βασίζεται στην ανισότητα», κάτι που σε μεγάλο βαθμό ισχύει ακόμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.