Η σεξουαλική επιθυμία στην εποχή του ναρκισσισμού
Στην εποχή μας η σεξουαλική επιθυμία δεν βιώνεται πλέον μόνο εσωτερικά αλλά εκτίθεται, καθώς όλα εκτίθενται στα social media, με συνέπεια να χάνoνται η ουσία και η απόλαυση, αφού η σεξουαλικότητα μετατρέπεται σε υποχρέωση αυτοεπιβεβαίωσης.
ADVERTORIAL
Στην ψυχοθεραπεία ακούω συχνά ερωτήσεις που μοιάζουν ίδιες, αλλά κάθε φορά ακούγονται αλλιώς: «Είναι φυσιολογικό που δεν θέλω σεξ;» «Γιατί δεν νιώθω όπως παλιά;», «Μήπως είμαι λάθος που φαντασιώνομαι κάποιον άλλον;». Το ερώτημα δεν είναι τι νιώθει κανείς αλλά αν επιτρέπεται να το νιώθει. Και συνήθως, αυτό πονά πιο πολύ από την ίδια την επιθυμία.
Ζούμε σε μια εποχή που το σώμα και η επιθυμία δεν βιώνονται πια μόνο εσωτερικά αλλά εκτίθενται, συγκρίνονται και αξιολογούνται. Τα social media, τα «sextips», οι «έρευνες» για το «πόσες φορές την εβδομάδα» και η εμμονή στη σεξουαλική κανονικότητα δημιουργούν ένα ψευδοπρότυπο στο οποίο όλοι προσπαθούμε να ενταχθούμε – και όλοι νιώθουμε ανεπαρκείς.
Έρευνες στον χώρο της Ψυχολογίας δείχνουν πως η σεξουαλική ικανοποίηση δεν εξαρτάται από τη συχνότητα των επαφών αλλά σχετίζεται κυρίως με την αυθεντικότητα, τη συναισθηματική σύνδεση και την ελευθερία της έκφρασης μέσα στη σχέση. Άρα, δεν υπάρχει «σωστή» ποσότητα ή τρόπος, παρά μόνο αυτό που είναι λειτουργικό και αληθινό για κάθε ψυχισμό.
Ψυχολόγος - Σεξολόγος - Σχεσιακός Ψυχοθεραπευτής, Διευθυντής της Ψυχόπλευσης
Ας δούμε μερικά προσωπικά βιώματα
Η Άννα είναι 35 χρονών. Έρχεται στη θεραπεία λέγοντας: «Δεν έχω όρεξη για σεξ». Δεν είναι θυμωμένη με τον σύντροφό της, δεν έχει τραυματική εμπειρία, δεν είναι σε κατάθλιψη αλλά κάτι στο σώμα της «σφίγγεται», λέει, κάθε φορά που της αγγίζει την πλάτη πριν πέσει για ύπνο. Στην αρχή νιώθει ενοχές: «Είναι καλός άνθρωπος, γιατί δεν τον θέλω;». Σιγά σιγά, ξεδιπλώνεται ένας εσωτερικός κόσμος πίεσης, υποταγής και ανάγκης να «είναι σωστή». Η αποστροφή δεν είναι δυσλειτουργία αλλά αντίσταση σε έναν ρόλο που δεν την περιέχει. Όταν λέει «δεν είναι ότι δεν θέλω σεξ. Δεν θέλω αυτό το σεξ, με αυτό το νόημα», η θεραπεία επιτέλους ξεκινά, όχι με τεχνικές αλλά με το δικαίωμα να ακουστεί.
Ο Χρήστος, 42 ετών, είναι παντρεμένος. Έρχεται στο γραφείο με χαμηλωμένο βλέμμα. «Νιώθω λίγος», λέει, «δεν έχω στύση εύκολα. Και σκέφτομαι συνέχεια μήπως εκείνη πιστεύει πως δεν τη θέλω». Το σώμα του παγώνει. Η νύχτα είναι χρόνος αγωνίας, όχι χαλάρωσης. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αποκαλύπτεται πως ο Χρήστος μεγάλωσε με έναν πατέρα που τον έκρινε μονίμως ως ανεπαρκή. Η σεξουαλική του δυσλειτουργία δεν είναι αποκομμένη από τη βιογραφία του. Είναι το σωματικό του «όχι» σε έναν ρόλο που δεν μπορεί πια να υπηρετήσει. Η θεραπεία του δεν στοχεύει στην «επιδιόρθωση» αλλά στην επαναδιαπραγμάτευση της επιθυμίας ως κάτι που έρχεται όταν υπάρχει χώρος να υπάρξει.
Η σεξουαλική συμπεριφορά είναι συχνά το πιο ηχηρό σύμπτωμα μιας σιωπηλής σύγκρουσης. Στην ψυχοσεξουαλική προσέγγιση δεν ψάχνουμε το «σωστό» αλλά το «αληθινό». Το τι βιώνεται, πώς βιώνεται και τι ιστορία κουβαλά. Η επιθυμία δεν προγραμματίζεται, αναδύεται, διαταράσσεται, τρομάζει, γεννιέται μέσα στη σχέση. Δεν ρυθμίζεται με εντολές του τύπου «σκέψου θετικά» ούτε με συνταγές αυτοβελτίωσης. Η εσωτερική επαφή προηγείται της σωματικής.
Ζούμε σε μια εποχή που όλα πρέπει να φαίνονται, να αποδίδουν, να αρκούν, ακόμα και το σεξ. Η σεξουαλικότητα όμως δεν αντέχει να γίνει υποχρέωση αυτοεπιβεβαίωσης. Η σχέση δεν είναι performance. Η επιθυμία δεν είναι εργαλείο προσωπικής αξίωσης.
Η ναρκισσιστική εποχή που ζούμε στερεί την απόλαυση γιατί μετατρέπει τα πάντα –και τον άλλον– σε καθρέφτη. Και όταν ο άλλος δεν «αντανακλά» αυτό που χρειάζομαι, γίνεται απειλή.
Η σεξουαλική δυσφορία, η έλλειψη επιθυμίας, η σύγχυση, δεν είναι παθολογίες. Είναι αντιστάσεις του ψυχισμού απέναντι σε έναν ρόλο που δεν τον εμπεριέχει. Η θεραπεία, λοιπόν, δεν διδάσκει πώς «να είσαι καλός εραστής» ή «πώς να φτιάξεις τη σχέση σου». Η θεραπεία –και η ψυχοσεξουαλική δουλειά– σε βοηθούν να συναντηθείς με αυτό που σου συμβαίνει, να του δώσεις όνομα και ίσως σιγά-σιγά να μπορείς να το αντέξεις, να το μοιραστείς και να το απολαύσεις. Όχι επειδή πρέπει αλλά επειδή θα μπορείς.