«ΟΣΟΙ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ μπαζώματα (στα Τέμπη) είναι για τα μπάζα», «έχει καταρριφθεί το παραμύθι της συγκάλυψης», έχει πει στη Βουλή και στα μίντια μεταξύ άλλων ανάλογων «αφορισμών», προσβάλλοντας έτσι όχι μόνο πολιτικούς αντιπάλους αλλά και συγγενείς νεκρών, χωρίς να διευκρινίζει πότε ακριβώς, πώς και από ποιον καταρρίφθηκαν αυτά τα «παραμύθια» – αργότερα, και αντιλαμβανόμενος προφανώς το ατόπημα, αντί να απολογηθεί, έκανε λόγο για «προκλητική και οφθαλμοφανή αλλοίωση» των λεγομένων του, λες και μόνο εκείνος μιλά καλά ελληνικά σε αυτήν τη χώρα.
«Έχουμε μπερδέψει τις επιθυμίες με τα δικαιώματα» δήλωσε για το απαράδεκτο, «απαρτχάιντ» νομοσχέδιο που με πρόσχημα την εκμετάλλευση των γυναικών –κάτι που ναι, συμβαίνει, αλλά όχι από τις κοινωνικές ομάδες που στοχοποιεί και μάλιστα στην Ελλάδα– θα απαγορεύει ρητά, πλέον, την παρένθετη τεκνοποίηση αλλά μόνο αναφορικά με εργένηδες άντρες ή ζευγάρια ανδρών, καθώς «είναι στη φύση των γυναικών να τεκνοποιούν» (όπως και κάποιων τρανς ανδρών, αλλά αυτό μάλλον δεν το έχει πληροφορηθεί, ούτε ότι υπάρχουν γυναίκες που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τεκνοποιήσουν), εξέλιξη που οδηγεί μαθηματικά σε νέα καταδίκη της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – εξέλιξη που μαζί και με το «μπλόκο» του ΣτΕ στην αιμοδοσία από όσους είχαν σεξουαλικές επαφές με άνδρες το τελευταίο 12μηνο και τη συνεχιζόμενη αδράνεια των αρμοδίων στο θέμα της PrEP «τσεκουρώνει» και εκείνα τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα που η κυβέρνηση επαιρόταν ότι είχε προωθήσει, αν εξαιρέσουμε τον γάμο.
Ο κ. Φλωρίδης δεν προέρχεται καν από το κυβερνών κόμμα αλλά από το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο τα «καλά χρόνια» είχε εκλεγεί νομάρχης Κιλκίς, βουλευτής και στη συνέχεια υφυπουργός Εσωτερικών, Αθλητισμού, Οικονομίας – είχε μάλιστα αναλάβει για ένα σύντομο διάστημα το Δημόσιας Τάξης. Έφυγε από το ΠΑΣΟΚ το 2010, ιδρύοντας δικό του κόμμα που πήγε άπατο, αλλά συμπαρατάχθηκε ξανά μαζί του το 2015.
«Τον Ποινικό Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ θα τον πληρώνει η ελληνική κοινωνία για πολλά χρόνια», έλεγε αναφερόμενος στις αλλαγές που έφερε ο λεγόμενος και «νόμος Παρασκευόπουλου», ο οποίος μπορεί να μην ήταν άψογος, αλλά ούτε του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε του Παρασκευόπουλου ήταν ακριβώς, άσχετα που θεσμοθετήθηκε εκείνη την περίοδο. Τον επεξεργάζονταν επί χρόνια έγκριτοι νομικοί ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, σε μια προσπάθεια να εναρμονιστεί η ελληνική ποινική νομοθεσία με αυτές των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Αλλαγές οι οποίες με «λάβαρο» την προστασία των θυμάτων και στο όνομα της ικανοποίησης των «νοικοκυραίων» και βασικά του ακροδεξιού ακροατηρίου που επιχειρεί διακαώς –πλην όμως ματαίως, καθώς φαίνεται– τον τελευταίο καιρό να επαναπροσεγγίσει η ΝΔ, καταστρατηγούν μια σειρά κατακτημένα με πολλούς αγώνες δικαιώματα κατηγορουμένων και κρατουμένων.
Αποτέλεσμα, να χαρακτηριστούν από μια σειρά πανεπιστημιακούς και επιστημονικούς φορείς, όπως η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η Εταιρεία Ποινικού Δικαίου, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, πρόχειρες, προβληματικές, οπισθοδρομικές και τιμωρητικού χαρακτήρα· μέχρι για «ποινικό λαϊκισμό» έγινε λόγος. Αλλά αν γεμίζοντας αδιάκριτα τις φυλακές ακόμα και για πλημμελήματα αντιμετωπιζόταν η παραβατικότητα και οι αιτίες που την προκαλούν, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα από την εποχή του Ιαβέρη και του Γιάννη Αγιάννη κι αυτό μάλλον θα έπρεπε να το υποψιάζεται ένας λειτουργός της Θέμιδος όπως είναι και ο ίδιος.
Ο κ. Φλωρίδης δεν προέρχεται από την ακροδεξιά, όπως άλλα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, παρότι λόγω και έργω δείχνει να τα συναγωνίζεται και μάλιστα στην προ ΝΔ εκδοχή τους. Δεν προέρχεται καν από το κυβερνών κόμμα αλλά από το ΠΑΣΟΚ, με το οποίο τα «καλά χρόνια» είχε εκλεγεί νομάρχης Κιλκίς, βουλευτής και στη συνέχεια υφυπουργός Εσωτερικών, Αθλητισμού, Οικονομίας – είχε μάλιστα αναλάβει για ένα σύντομο διάστημα το Δημόσιας Τάξης. Έφυγε από το ΠΑΣΟΚ το 2010, ιδρύοντας δικό του κόμμα που πήγε άπατο, αλλά συμπαρατάχθηκε ξανά μαζί του το 2015.
Υπουργός Δικαιοσύνης διορίστηκε πέρσι, στο πλαίσιο του κεντρώου «ανοίγματος» του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κυνικός, αλαζόνας, οπορτουνιστής, οπισθοδρομικός με εκσυγχρονιστικό προσωπείο, δεν είναι ο μόνος πολιτικός που, παρότι ορμώμενος από τον προοδευτικό χώρο, παρουσιάζεται «βασιλικότερος του βασιλέως» μετά τη μετεγγραφή του. Είναι, ωστόσο, μια αντιπροσωπευτική περίπτωση της χρεωκοπίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος, που κατάφερε μεν να επιβιώσει από την κρίση την οποία το ίδιο προκάλεσε, με τον τρόπο όμως που πορεύεται είναι πολύ πιθανό να ξαναβρεθεί στην ίδια θέση, ζημιώνοντας όχι τόσο τον εαυτό του όσο την κοινωνία και τη χώρα σε πολλά επίπεδα.