ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ «αξιοκρατία», «αριστεία» και «προσωπική ευθύνη» δέσποσε τα τελευταία λίγα χρόνια στις δημόσιες διαμάχες. Σε ιδεολογικο-πολιτικές συγκρούσεις, τα περιθώρια σοβαρής προσέγγισης είναι στενά, και τα επιχειρήματα γρήγορα συρρικνώνονται σε ανούσια ή επιθετικά σχόλια.
Το οξυδερκές βιβλίο του Μάικλ Σαντέλ «The Tyranny of Merit: What’s Become of the Common Good?» (New York: Farrar, Straus and Giroux, 2020) αποτελεί σημαντική συμβολή στις μελέτες για την αξιοκρατία. Με την ευχή σύντομα να μεταφραστεί, αυτή η παρουσίασή του (και όχι βιβλιοκριτική) ίσως βοηθήσει να γίνει κατανοητό ότι, όχι σπάνια, τα αυτονόητα δεν είναι τόσο αυτονόητα, και ότι μυωπικές ιδέες πανεύκολα αναγορεύονται σε δόγματα.
Καθηγητής στο Χάρβαρντ, πολυμεταφρασμένος συγγραφέας, διάσημος για τα πολυπληθή ακροατήρια στις διαλέξεις του («rock star moralist» τον χαρακτήρισαν), ο Σαντέλ δεν είναι άγνωστος στη χώρα μας. Έχουν μεταφραστεί τουλάχιστον τέσσερα βιβλία του, ανάμεσά τους το πολυδιαβασμένο «Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα», και δημοσιεύτηκαν αρκετά άρθρα και συνεντεύξεις του.
Έφτασε η ώρα να επανακαθορίσουμε τη στάση μας απέναντι στην αξιοπρέπεια της εργασίας και να επανεκτιμήσουμε την αξία των λεγόμενων ανειδίκευτων, χαμηλόμισθων εργαζόμενων. Να ξαναδούμε τη συμβολή τους στο κοινό καλό, να αυξήσουμε τις απολαβές τους και ταυτόχρονα να κερδίσουν τον σεβασμό μας.
Έχουν την αξία τους τα διαπιστευτήριά του για να μην εκφυλιστεί η όποια συζήτηση σε ιδεολογήματα πριν καν ξεκινήσει. Καθηγητής σε πανεπιστήμιο κατεξοχήν παραγωγού των ελίτ, είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον ότι ο Σαντέλ ασκεί ανελέητη κριτική στην αξιοκρατία. Δεν είναι ο μόνος. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται η Λάνι Γκουνίερ του Χάρβαρντ (The Tyranny of the Meritocracy, 2015), ο Ρόμπερτ Φρανκ του Κορνέλ (Success and Luck, 2016), και οι Ντάνιελ Μάρκοβιτς (The Meritocracy Trap, 2019) και Φρέντρικ Ντεμπόρ του Γέιλ (The Cult of Smart, 2020).
Τους λόγους για το διογκούμενο τούτο ενδιαφέρον θα πρέπει να το αναζητήσουμε πρωτίστως στη διεθνή έξαρση του λαϊκισμού που έκανε λάβαρο την αντίθεσή του στις ελίτ και τη ρητορεία τους περί αξιοκρατίας και αρίστων, και παρεμπιπτόντως στο «σκάνδαλο του Ρικ Σίνγκερ και της εταιρείας του Future Stars» που ανέδειξε παθογένειες του συστήματος.
Όντως, οι ελίτ και η αξιοκρατία εμπλέκονται, αμέσως ή εμμέσως, σε όλα τα μείζονα ζητήματα και τις ιδεολογικο-πολιτικές συγκρούσεις της εποχής μας, από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, την παγκοσμιοποίηση και τη λαϊκιστική και αντιμεταναστευτική έξαρση μέχρι την 4η βιομηχανική επανάσταση, και την κοινωνία της γνώσης, τη διόγκωση των ανισοτήτων και την κλιματική αλλαγή.
Άλλωστε, η ρήξη μεταξύ ελίτ και λαού και η βελτίωση της ισότητας των ευκαιριών υπήρξαν τα κύρια επιχειρήματα του Εμ. Μακρόν, όταν πρόσφατα, αρνούμενος τη «διά βίου πρόσοδο» χάρη στο πτυχίο, αποφάσισε το κλείσιμο της Εθνικής Σχολής Διοίκησης της Γαλλίας (École Nationale d΄Administration, ENA) και την αντικατάστασή της με νέα πανεπιστημιακή δομή.
Η αξιοκρατία στην πολιτική ρητορεία
Είμαστε τόσο εξοικειωμένοι με την έννοια της αξιοκρατίας, ώστε δύσκολα συνειδητοποιούμε πόσο πρόσφατη είναι. Όπως έγραψα προ καιρού, η λέξη «αξιοκρατία» ήταν παντελώς άγνωστη στη χώρα μας. Μάταια κανείς θα ψάξει να βρει το σχετικό λήμμα στο Μέγα Λεξικόν του Δ. Δημητράκου.
Δεν ήμασταν η εξαίρεση. Ουδείς έκανε λόγο γι’ αυτήν, μέχρις ότου ο Μάικλ Γιανγκ επινόησε τον όρο «αξιοκρατία» στο περιλάλητο βιβλίο του The Rise of Meritocracy 1870–2033 (London: Thames and Hudson, 1958). Στην κατά τα λεγόμενά του «σάτιρα που σήμαινε προειδοποίηση», ο Άγγλος κοινωνιολόγος περιέγραψε μιαν αλά Τζορτζ Όργουελ δυστοπία, στην οποία ο καπιταλισμός μεταλλάσσει βαθμιαία μια κληρονομικώ δικαίω αριστοκρατία σε αριστοκρατία του ταλέντου. Αναποδογυρισμένος Ορτέγα Υ Γκασσέτ: δεν είναι οι μάζες το πρόβλημα, αλλά οι ελίτ.
Αυτή η υποτιμητική έννοια της αξιοκρατίας σύντομα θα αντιστραφεί. Ο νεολογισμός εγκωμιάζεται, αρχής γενομένης από τον Ρίγκαν και τη Θάτσερ, και κατόπιν από τους Κλίντον, Τόνι Μπλερ και Μπάρακ Ομπάμα που δηλώνουν στρατευμένοι στην υπόθεσή της. Το 1996, έναν χρόνο πριν γίνει πρωθυπουργός, ο Τόνι Μπλερ διακηρύσσει ότι «Οι Νέοι Εργατικοί είναι δεσμευμένοι στην αξιοκρατία» (κεφ. 3). Λίγο αργότερα, ο παλαίμαχος του Εργατικού κόμματος, Μάικλ Γιανγκ μάταια θα ζητήσει από τον Μπλερ να απαλείψει τη λέξη από τις δημόσιες ομιλίες του ή να περιορίσει τη χρήση της. Η έννοια αποτελεί πλέον κοινό μοτίβο της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς ρητορικής.
Ο Σαντέλ έρχεται να πλήξει την αξιοκρατία στον πυρήνα της, (α) αμφισβητώντας, όπως και πολλοί άλλοι, ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί η πολυδιαφημιζόμενη ισότητα των ευκαιριών· και κυρίως, (β) υποστηρίζοντας ότι πάσχει αυτή καθαυτή η ιδέα της αξιοκρατίας ως ασυμβίβαστη με το ιδεώδες της καλής κοινωνίας: τα βιογραφικά των αρίστων δεν διασφαλίζουν ούτε την πρακτική σοφία ούτε επαρκή ενσυναίσθηση των εργαζομένων, παράγουν μια αλαζονική και κυνική ελίτ, που επιδιώκει την τεχνοκρατική διακυβέρνηση εις βάρος της δημοκρατικής, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μνησικακία και τις λαϊκιστικές αντιδράσεις.
Αξιοσύνη = ταλέντο + μόχθος;
Το σκάνδαλο του Ρικ Σίνγκερ έδειξε ότι, εκτός από την «μπροστινή» και την «πισινή» πόρτα, υπάρχει και η «πλαϊνή» για την είσοδο στα ελίτ πανεπιστήμια. Αγνώστων, αλλά πάντως περιορισμένων διαστάσεων, η πλαϊνή πόρτα βασίζεται στην εξαπάτηση και την πλαστογραφία, και ως τέτοια αφορά τα δικαστήρια. Αν, πάντως, κάτι πρέπει να κρατήσουμε είναι η πεποίθηση πλούσιων γονιών ότι το παιδί τους πρέπει οπωσδήποτε να πάει σε καλό πανεπιστήμιο, αν θέλει να ξεφύγει από την επισφαλή ζωή της μεσαίας τάξης.
Είναι τόσο προβλέψιμη η κοινωνική ανέλιξη που εξασφαλίζει το πτυχίο καλού πανεπιστημίου (το σύμβολο της αξιοκρατίας κατά τον Σαντέλ), ώστε γονείς φτάνουν στην παρανομία προκειμένου το παιδί τους να παρακάμψει τον ολοένα πιο αγχώδη ανταγωνισμό για μια θέση σε ελίτ πανεπιστήμιο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, το Στάνφορντ ενέκρινε το ένα τρίτο των αιτήσεων· αρχές της δεκαετίας του ΄80, το Χάρβαρντ και το Στάνφορντ ενέκριναν το 20%, και το 2019 λιγότερες από μία στις 20 (κεφ. 3). Δεν είναι ούτε αμερικανικό ούτε ευρωπαϊκό φαινόμενο η μεγάλη ζήτηση ενός «καλού χαρτιού». Στην Κίνα, μια διάσημη πόλη-φάντασμα άρχισε να προσελκύει κατοίκους, μόνον όταν απέκτησε πρωτοκλασάτα σχολεία και πανεπιστήμια.
Απεναντίας, η πίσω πόρτα είναι νόμιμη και εύκολη για πάμπλουτο γονιό που μπορεί να δωρίσει μεγάλα ποσά. Προηγήθηκε δωρεά 1,5 εκατ. δολαρίων του Ντ. Τραμπ στη Wharton School του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, όταν τα παιδιά του, Ντόναλντ Τζούνιορ και Ιβάνκα, θα ξεκινούσαν τις σπουδές τους· ο δε γαμπρός του, Τζάρεντ Κούσνερ, γράφτηκε στο Χάρβαρντ παρά τις μέτριες επιδόσεις του, αφού πρώτα ο μεγαλοεργολάβος πατέρας του δώρισε 2,5 εκατ. δολάρια στο πανεπιστήμιο.
Εν πάση περιπτώσει, η μπροστινή πόρτα είναι αυτό που καταλαβαίνουμε ως ισότητα των ευκαιριών και αξιοκρατία. Το μοντέλο της είναι ο αγώνας ταχύτητας. Αξιοκρατία δεν νοείται δίχως το ευ αγωνίζεσθαι και τον καθαρό ανταγωνισμό: εάν άπαντες ξεκινούν από την ίδια αφετηρία, σέβονται τους κανόνες, και δεν υπάρχουν εξωαγωνιστικές παρεμβάσεις υπέρ κάποιου αγωνιζόμενου· έ, λοιπόν, τότε «ας κερδίσει ο καλύτερος.» Ουδείς ισχυριζόμαστε πρέπει να πριμοδοτείται για άσχετους λόγους — για τα ωραία μάτια του, για το ποιος είναι ο μπαμπάς του, ή για τους «ακολούθους» του στο Instagram. Απεναντίας, θεωρούμε εύλογο να ανταμείβονται η σκληρή δουλειά και το ταλέντο, με μια λέξη η αξιοσύνη. Η εξίσωση είναι απλή: αξιοσύνη = ταλέντο + μόχθος.
Δεν είναι ακριβώς έτσι. Το χρήμα εμπλέκεται και στις δύο πόρτες, ώστε είναι δύσκολο να τις διαχωρίσουμε από τα οικονομικά προνόμια. Τα δύο τρίτα των φοιτητών στα πανεπιστήμια της Ivy League προέρχονται από το ανώτερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας, στα δε Πρίνστον και Γέιλ, περισσότεροι φοιτητές προέρχονται από το οικονομικά ανώτατο 1%, παρά από το κατώτερο 60% (Εισαγωγή).
Η μεγάλη συγκέντρωση πλούτου και το διευρυνόμενο χάσμα κορυφής/βάσης στην εισοδηματική κλίμακα τα τελευταία 40 χρόνια είναι πλέον καλά τεκμηριωμένα, χάρη στις εργασίες του Τομά Πικετί και άλλων. Εκτός από απειλή για τη δημοκρατία, η τεράστια ανισοκατανομή του πλούτου αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη διαγενεακή κινητικότητα, όπως έδειξε ο Άλαν Κρούγκερ με την «καμπύλη του υπέροχου Γκάσμπι»: όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα σε μια χώρα, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχουν παιδιά φτωχών οικογενειών να ανέλθουν στην οικονομική κλίμακα όταν μεγαλώσουν.
Παρομοίως, σύμφωνα με πρόσφατα ευρήματα του καθηγητή Τζον Βαν Ρίνεν, παιδιά που γεννήθηκαν στο πλουσιότερο 1% έχουν 10 φορές περισσότερες πιθανότητες να γίνουν μεγαλώνοντας εφευρέτες (με μέτρο τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας) από τα παιδιά που γεννήθηκαν στο κατώτερο 50%.
Η ανισότητα αυτή καθαυτή, πάντως, δεν είναι η πηγή της λαϊκιστικής οργής. Οι Αμερικανοί ανέκαθεν ήταν ανεκτικοί στις ανισότητες του πλούτου και των εισοδημάτων, ενόσω πίστευαν στη δυνατότητα κοινωνικής ανόδου και του πλουτισμού. Όταν το αμερικανικό όνειρο άρχισε να ξεφτίζει λόγω της διογκούμενης ανισότητας και του διεθνούς ανταγωνισμού, οι πολιτικοί απάντησαν με προγράμματα κατάρτισης για όσους έχαναν τη δουλειά τους, βελτιώνοντας την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση με υποτροφίες κ.ά., και αίροντας εμπόδια που οφείλονταν στο φύλο, τη θρησκεία ή την εθνοτική προέλευση. Με δυο λόγια, βελτιώνοντας την ισότητα των ευκαιριών.
Η ισότητα των ευκαιριών
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και έτσι έχουν, μία λύση υπάρχει: η ισότητα των ευκαιριών. Η δεσπόζουσα άποψη λέει ότι κάποιος θα γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο και θα προσληφθεί σε καλή δουλειά βάσει των προσόντων του, δηλαδή βάσει του ταλέντου του και της σκληρής δουλειάς του. Το άμεσο πόρισμα είναι ότι όσοι τα κατάφεραν το αξίζουν και συνεπώς δικαιούνται τα οφέλη που απορρέουν από την επιτυχία τους.
Ο Σαντέλ δεν αιθεροβατεί. Όπως όλοι, πιστεύει ότι η αξιοσύνη μετράει καταρχάς λόγω της αποτελεσματικότητας: ψάχνουμε καλό τεχνίτη για το αυτοκίνητό μας, και πολύ περισσότερο καλό χειρουργό για εμάς ή κάποιον δικό μας άνθρωπο. Επιπλέον, πιστεύει και πιστεύουμε ότι η ακριβοδικία (πρέπει να) είναι σταθερά μας: δεν θέλουμε να αδικήσουμε έναν άξιο άνθρωπο, ευνοώντας έναν λιγότερο κατάλληλο, εξαιτίας φυλετικών ή θρησκευτικών ή σεξιστικών προκαταλήψεων (κεφ. 2).
Απέναντι στην προϊούσα ταξική στεγανοποίηση, λοιπόν, τα συστημικά κόμματα αντιπρότειναν αυτό που ο συγγραφέας ονομάζει «ρητορική της ανόδου»: όσοι εργάζονται σκληρά και σέβονται τους κανόνες θα πρέπει να είναι σε θέση να ανέλθουν τόσο υψηλά όσο η προσπάθειά τους και το ταλέντο τους μπορεί να τους οδηγήσει. Συνεπώς, ό,τι συμβάλλει στην ισότητα των ευκαιριών είναι ευπρόσδεκτο, και ασφαλώς πολλά μπορούν και πρέπει να γίνουν ακόμη.
Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο: «Η ισότητα των ευκαιριών είναι ηθικά αναγκαία διόρθωση στην αδικία. Αλλά είναι θεραπευτική αρχή, όχι κατάλληλο ιδεώδες για μια καλή κοινωνία» (Συμπέρασμα).
Διόρθωση μεν, αλλά ανεπαρκής, διότι μία είναι η αποφασιστική παράμετρος: στις ικανότητες κάθε ανθρώπου συμβάλλουν παράγοντες που δεν ελέγχει. Τα άτομα κεφαλαιοποιούν το οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντός τους: άλλο να έχεις γεννηθεί στο Σουδάν και άλλο στην Ελλάδα, άλλο να μεγαλώνεις στο Πέραμα και άλλο στην Εκάλη. Δεν αρκεί η σκληρή εργασία, εντέλει το ταλέντο, δηλαδή ένας τυχαίος παράγοντας, μετράει: πέρασε όλο το 24-ωρο με μια ρακέτα στο χέρι, Τσιτσιπάς δεν πρόκειται να γίνεις. Ούτε το ένα χιλιοστό των χρημάτων του θα μπορούσε να βγάλει ο Μέσι, αν είχε γεννηθεί σε εποχή που «έπαιζαν για τη φανέλα».
Εάν είσαι τυχερός, ξεκινάς το κατοστάρι προς την επιτυχία με δεκάδες μέτρα προβάδισμα· και αν είσαι διπλά τυχερός, διεργασίες θετικής ανάδρασης, δηλαδή μικρά ή μεγάλα τυχαία γεγονότα, θα σε βοηθήσουν στην επαγγελματική σου καριέρα. Με άλλα λόγια, γενικεύοντας το κατά τον Ρόμπερτ Μέρτον «φαινόμενο του Ματθαίου», ο πλούσιος γίνεται πλουσιότερος και ο φτωχός φτωχότερος. Συμπέρασμα που επιβεβαιώνουν και υπολογιστικά μοντέλα της εξελικτικής οικονομικής.
Το χειρότερο είναι ότι η ρητορική της ανόδου δημιουργεί «ηθικά απωθητικές συμπεριφορές», οίηση στους νικητές, ταπείνωση και μνησικακία στους ηττημένους (κεφ. 1). Οι νικητές αναπτύσσουν τη βεβαιότητα ότι «παίρνουν ό,τι αξίζουν», αποδίδοντας την επιτυχία στο ταλέντο και τη σκληρή δουλειά. Κλασική περίπτωση της «μεροληψίας της αναδρομικής επαλήθευσης» (hindsight bias), οι άνθρωποι τείνουν να πιστεύουν ότι τα γεγονότα είναι πιο προβλέψιμα από όσο είναι, τάση που δημιουργεί εύκολα ένα βολικό αφήγημα που περιγράφει τη νυν κατάστασή τους ως αναπόφευκτη.
Επομένως, «η αρχή της αξιοσύνης μπορεί να γίνει τυραννική, όχι μόνο όταν οι κοινωνίες αποτυγχάνουν να ζήσουν βάσει αυτής, αλλά κυρίως όταν μπορούν να ζήσουν» (κεφ. 2). Χάρη στη θελκτική του υπόσχεση του ελέγχου και της αυτοδημιουργίας, το ιδεώδες της αξιοκρατίας δίνει μεγάλη βαρύτητα στην προσωπική ευθύνη. Αναντίρρητα, αξίζει σεβασμού η ικανότητα των ανθρώπων να σκέπτονται και να δρουν ως ηθικά υποκείμενα και ως πολίτες. Μέχρις ένα σημείο, όμως. Είναι μεν σωστό να θεωρείς τους ανθρώπους υπεύθυνους για την ηθική τους δράση· αλλά τουλάχιστον αμφιλεγόμενο να πιστεύεις ότι είμαστε, έκαστος εξ ημών, υπεύθυνοι για τη μοίρα της ζωής μας.
Σημειωτέον, η ρητορική της ευθύνης ξεκίνησε σημαίνοντας εγκατάλειψη των επιδομάτων ανεργίας και εύρεση δουλειάς, και συνδυάστηκε γρήγορα με την υποχρέωση κάποιος να αξιοποιεί τις ευκαιρίες απόκτησης κατάλληλων δεξιοτήτων προκειμένου να επιβιώσει στην αγορά εργασίας. «Ευκαιρία και ευθύνη: Πάνε χέρι-χέρι. Δεν μπορούμε να έχουμε το ένα δίχως το άλλο» (Μπιλ Κλίντον). Ρητορική που δεν άργησε να καταλήξει σε υποβόσκοντα κοινωνικό δαρβινισμό, όταν άρχισε να θεωρείται εύλογη η άποψη ότι καλώς υφίστανται τις συνέπειες όσοι απέτυχαν να φροντίσουν τον εαυτό τους.
Η αξιοκρατία είναι βαθιά ριζωμένη
Μολονότι η αξιοκρατία ενσωματώθηκε σχετικά πρόσφατα στην πολιτική ρητορεία και σε πολιτικά προγράμματα, το υπόβαθρό της δεν είναι νέο. Η ηθική της αξιοκρατίας έχει ιστορικό βάθος, άρα είναι βαθιά ριζωμένη στις σύγχρονες κοινωνίες, και συνεπώς η αλλαγή στις σχετικές νοοτροπίες και απόψεις δυσχερής.
Η δική μας έννοια της επιτυχίας είναι το αντίστοιχο της προτεσταντικής σωτηρίας, ισχυρίζεται ο Σαντέλ, υιοθετώντας την ανάλυση του Μαξ Βέμπερ στην Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού (κεφ. 2). Στο αυστηρά αντι-αξιοκρατικό δόγμα του Λούθηρου, η καλβινιστική εκδοχή του προτεσταντισμού επέφερε μια ουσιώδη αλλαγή. Το δόγμα του προκαθορισμού δεν άφηνε κανένα περιθώριο στην αξιοσύνη ως μέσο για τη σωτηρία του ατόμου, δεδομένου ότι δεν μπορούμε να συναγάγουμε από τη συμπεριφορά του αν είναι ή δεν είναι εκλεκτός του Θεού.
Αυτό ήταν ιδιαζόντως ανυπόφορο. Εξού η επινόηση ότι, αφού όλοι καλούνται από τον Θεό να εργαστούν σε κάποιο επάγγελμα (vocation), σε αυτό ενυπάρχει ένα σημάδι της (προκαθορισμένης) σωτηρίας: «Είναι σημάδι της σωτηρίας, όχι η πηγή της». Ωστόσο, ψυχολογικά ένα βήμα μόνο χωρίζει το σημάδι από την πηγή. «Ο καλότυχος (fortunate) σπανίως ικανοποιείται από το γεγονός ότι είναι τυχερός. Πέραν αυτού, χρειάζεται να γνωρίζει ότι δικαιούται την καλή του τύχη. Θέλει να πειστεί ότι τη ‘δικαιούται’, και πάνω απ’ όλα, ότι τη δικαιούται σε σύγκριση με τους άλλους. Επιθυμεί να του επιτρέπεται η πεποίθηση ότι οι λιγότερο επιτυχημένοι επίσης απλώς υφίστανται τα οφειλόμενά τους» (Μαξ Βέμπερ).
Απεναντίας, οι δύο μείζονες ανταγωνιστικές πολιτικές φιλοσοφίες της εποχής μας –ο φιλελευθερισμός των (ελεύθερων) αγορών και ο εξισωτικός φιλελευθερισμός, με τυπικούς εκπροσώπους αντιστοίχως τον Φρίντριχ Χάγιεκ και τον Τζον Ρολς– απορρίπτουν την αξιοκρατία και αντιτίθενται στην ιδέα ότι μια δίκαιη κοινωνία διανέμει το εισόδημα και τον πλούτο βάσει τού τι δικαιούται κάθε άτομο.
H σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία αναγνωρίζει ότι η οικονομική επιτυχία είναι κατά βάση συνάρτηση της τύχης. Ο Χάγιεκ επισημαίνει ότι η αξία μας στην αγορά προσδιορίζεται από παράγοντες εκτός του ελέγχου μας, και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελεί μέτρο της αξιοσύνης μας – αποδεχόμενος, ωστόσο, ότι η αξία της αγοράς ισούται με την κοινωνική συνεισφορά.
Πολύ πριν και πιο ριζοσπαστικός από τον Χάγιεκ, ο καθηγητής Φρανκ Νάιτ του πανεπιστημίου του Σικάγου υποστήριξε ότι η ικανοποίηση της ζήτησης δεν συμπίπτει αναγκαστικά με μια όντως πολύτιμη συνεισφορά στην κοινωνία. Ο βασιλιάς του πορνό, Λάρι Φλιντ, μπορεί να μάζεψε εκατομμύρια, αλλά δύσκολα τα πορνό του θα τα έλεγε κάποιος κοινωνική συνεισφορά. Από τη μεριά του, ο Ρολς πιστεύει ότι ακόμη κι αν ζούσαμε σε κοινωνίες με τέλειο σύστημα ισότητας ευκαιριών, κερδισμένοι θα ήταν αυτοί με το μεγαλύτερο ταλέντο. Αλλά οι διαφορές στο ταλέντο είναι ηθικά αυθαίρετες.
Μολονότι οι δύο αυτές πολιτικές φιλοσοφίες καλύπτουν τον δυναμικό κορμό του πολιτικού φάσματος, το αξιοπερίεργο είναι ότι μικρή έως ασήμαντη επιρροή έχουν ασκήσει, πιθανόν διότι καμιά δεν παρέχει αντίδοτο στην τυραννία της αξιοκρατίας.
Η αξιοκρατία έγινε τοξική
Ο Σαντέλ δεν μασάει τα λόγια του: η αξιοκρατία έγινε τοξική (κεφ. 3). Η τοξικότητα προέκυψε από συνδυασμό παραγόντων, μεταξύ των οποίων το ιδεολόγημα ότι είμαστε υπεύθυνοι για τη μοίρα μας και ό,τι απολαμβάνουμε είναι η δίκαιη ανταμοιβή μας, οι προκαταλήψεις των προσόντων, η τεχνοκρατική ξιπασιά των δήθεν αξιακά ουδέτερων εμπειρογνωμόνων. Η οικονομική και πολιτισμική περιθωριοποίηση των ηττημένων προσβάλλει την ιδέα της καλής κοινωνίας.
Ο Σαντέλ διατυπώνει ορισμένες προτάσεις για το ξεπέρασμα αυτής της κατάστασης. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι ούτε το πιο δυνατό σημείο στο βιβλίο του ούτε, όμως, και η προτεραιότητά του.
Απεναντίας, το ισχυρό μήνυμά του είναι ότι έφτασε η ώρα να επανακαθορίσουμε τη στάση μας απέναντι στην αξιοπρέπεια της εργασίας και να επανεκτιμήσουμε την αξία των λεγόμενων ανειδίκευτων, χαμηλόμισθων εργαζόμενων (ντελιβεράδες, ταμίες στο σούπερ μάρκετ, υπάλληλοι σε μαγαζιά, φορτηγατζήδες, γηροκόμοι, κ.ά.). Να ξαναδούμε τη συμβολή τους στο κοινό καλό, να αυξήσουμε τις απολαβές τους και ταυτόχρονα να κερδίσουν τον σεβασμό μας.
Κοντολογίς, να αναγνωρίσουμε ότι η αρετή της ταπεινοφροσύνης είναι το απαραίτητο αντίδοτο στην αξιοκρατική ύβρη που δηλητηριάζει τις κοινωνίες μας. Δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη αλλαγή. Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να κρίνουμε, αλλά κάποιες πρώτες κινήσεις του δείχνουν ότι ο Τζο Μπάιντεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.