Η Ιστορία είναι πιθανώς το καλύτερο αντίδοτο στην ολέθρια πολιτογράφηση της cisgender ταυτότητας και της ετεροφυλοφιλίας ως κανονικότητα.
Όταν κανείς βρεθεί αντιμέτωπος με το γεγονός πως σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη Ιστορία το είδος μας δεν αντιλαμβάνονταν την ανθρώπινη σεξουαλικότητα με προκαθορισμένους όρους φυλετικού διμορφισμού, είναι σε θέση να φανταστεί πολύ πιο εύκολα ένα απελευθερωμένο, πλουραλιστικό μέλλον.
Στην αρχαία Ελλάδα η οριακά θεσμοθετημένη σχέση μεταξύ εραστού και ερωμένου (ενηλίκων ανδρών και νεαρών αγοριών) προσφέρει ένα παράδειγμα σεξουαλικών ηθών που διαφέρουν από τα τρέχοντα.
Όταν οι επιστήμονες λένε πως η «ομοφυλοφιλία» είναι ένα σύγχρονο κατασκεύασμα, δεν εννοούν προφανώς ότι οι άνθρωποι στο παρελθόν δεν συνήπταν ερωτικές ή σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου.
Στην πραγματικότητα εννοούν ότι πριν την σύγχρονη εποχή οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου θεωρούνταν απλά μια προτίμηση ή πρακτική, ενώ κατά τον 19ο αιώνα άρχισαν να θεωρούνται κάτι έμφυτο, μια ταυτότητα.
Ο γερμανικός όρος Homosexualität επινοήθηκε μόλις το 1868 από τον αυστρο-ούγγρο συγγραφέα και δημοσιογράφο, Károly Mária Kertbeny (προγενέστερα αναφερόμενο και ως Karl-Maria Benkert).
Το γεγονός αυτό εγείρει το ερώτημα του πώς οι άνθρωποι ανέφεραν αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως ομοφυλοφιλία πριν την επινόηση της λέξης.
Γι' αυτόν τον λόγο, όπως υπέδειξε και ο Robert Beachy, θα έπρεπε να μιλάμε για την «εφεύρεση» της ομοφυλοφιλίας στην Ευρώπη του ύστερου 19ου αιώνα.
Εντός του πλαισίου αυτού, ο τίτλος του βιβλίου του διανοούμενου και ιστορικού Khaled el-Rouayheb με θέμα τις σχέσεις μεταξύ ιδίου φύλου avant la lettre είναι σημαντικός: «Πριν από την Ομοφυλοφιλία στον Αραβο-Ισλαμικό κόσμο, 1500-1800» (2005).
Όταν οι επιστήμονες λένε πως η «ομοφυλοφιλία» είναι ένα σύγχρονο κατασκεύασμα, δεν εννοούν προφανώς ότι οι άνθρωποι στο παρελθόν δεν συνήπταν ερωτικές ή σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου. Στην πραγματικότητα εννοούν ότι πριν την σύγχρονη εποχή οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου θεωρούνταν απλά μια προτίμηση ή πρακτική, ενώ κατά τον 19ο αιώνα άρχισαν να θεωρούνται κάτι έμφυτο, μια ταυτότητα.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έλευση της εκ δυσμάς επιρροής της ετεροκανονικότητας στα τέλη του 19ου αιώνα, τα σεξουαλικά ήθη ήταν τελείως διαφορετικά.
Μια πιο προσεκτική ματιά στην οθωμανική εμπειρία της σεξουαλικότητας αποδεικνύεται λίαν διδακτική. Ο İrvin Cemil Schick και οι οθωμανολόγοι Helga Anetshofer και İpek Hüner-Cora στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο έχουν ανατρέξει σε πέντε αιώνες οθωμανικής λογοτεχνίας επιχειρώντας να αλιεύσουν την σεξουαλική ορολογία που χρησιμοποιούνταν τότε.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, πρόκειται για περισσότερες από 600 λέξεις, μας διδάσκουν αν όχι το πως ζούσαν οι άνθρωποι τότε, τουλάχιστον το πως αντιλαμβανονταν το σεξ στο σύνολο του οθωμανόφωνου κόσμου, δηλαδή κυρίως στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας και τις γειτονικές χώρες.
Αναμφίβολα το λεξιλόγιο που έχει εξαχθεί προς το παρόν δεν είναι εξαντλητικό, αλλά κάποια σαφή στοιχεία έχουν κάνει την εμφάνιση τους.
Συγκεκριμένα, έχει διαπιστωθεί πως οι συγγραφείς μιλάνε για τρία φύλα και δύο σεξουαλικότητες. Καταρχάς, αντί για την διχοτόμηση άρρενος/θήλεως, οι πηγές αντιμετωπίζουν σαφώς τους άνδρες, τις γυναίκες και τα αγόρια ως τρία διαφορετικά φύλα.
Πράγματι, τα αγόρια δεν θεωρούνται ως «θηλυκά» ούτε αποτελούν υποκατάστατο των γυναικών, παρότι μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά όπως η απουσία τριχοφυΐας στο πρόσωπο. Τα αγόρια κατατάσσονται σαφώς σε ένα ξεχωριστό φύλο.
Επιπλέον, καθώς μεγαλώνουν και γίνονται άνδρες, το φύλο μετατρέπεται σε κάτι ρευστό και υπό μία έννοια κάθε ενήλικας άνδρας είναι διεμφυλικός, καθώς έχει στο παρελθόν υπάρξει αγόρι.
Κατά δεύτερον, οι πηγές αφήνουν να εννοηθεί πως υπάρχουν δύο ξεχωριστές σεξουαλικότητες. Αντί όμως για μια ετερο/ομοφυλοφιλική διχοτόμηση, οι δύο σεξουαλικότητες ορίζονται από το ενεργητικό ή παθητικό είδος της διείσδυσης.
Για έναν άνδρα που διεισδύει το ζήτημα του μέσα σε ποιον θα εισέλθει θεωρούνταν ήσσονος σημασίας, ή καλύτερα απλά θέμα προσωπικής προτίμησης. Είναι ενδεικτικό πως οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός «ενεργού» άνδρα στερούνται αξιολογικής κρίσης.
Τέτοια παραδείγματα είναι οι λέξεις ματλάμπ (απαιτήσεις, επιθυμίες, πόθοι), μεσρέμπ (ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρας, προδιάθεση), μεζέμπ (τρόπος, σέκτα, συμπεριφορά), ταρίκ (μονοπάτι, οδός, μέθοδος, τρόπος), και τερσί (επιλογή, προτίμηση).
Ως αντικείμενα διείσδυσης, τα αγόρια και οι γυναίκες δεν θεωρούνταν εξίσου ευγενείς με τους άνδρες. Ωστόσο, ως σεξουαλικοί σύντροφοι ούτε οι γυναίκες, ούτε τα αγόρια αντιμετωπίζονταν ως ανώτεροι οι μεν των δε.
Εν ολίγοις, αντί για μια καλά ορισμένη σεξουαλική ταυτότητα, η λογοτεχνία υποδεικνύει πως στην οθωμανική κοινωνία η επιλογή σεξουαλικού συντρόφου του άνδρα θεωρούνταν αμιγώς θέμα γούστου, όπως σήμερα θα αναφέραμε ότι κάποιος προτιμάει κρασί παρά μπύρα ή το αντίστροφο.
Ο El-Rouayheb κατέδειξε πως η αξιολόγηση πολλών δυτικών οριενταλιστών σχετικά με την υποτιθέμενη κυριαρχία και αποδοχή της ομοφυλοφιλίας στην Μέση Ανατολή και την Αφρική ήταν αναχρονιστική και έπασχε από το σύγχρονο τεκμήριο της καθολικής και διιστορικής εγκυρότητας μιας ενιαίας αντίληψης περί ομοφυλοφιλίας.
Έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας πιο πολυσχιδούς θεώρησης των σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου ανάλογα με την ηλικία και τον ρόλο τους, βασιζόμενος σε αραβικές πηγές πριν την σύγχρονη εποχή.
Όπως είπε και ο Frédéric Lagrange που διδάσκει Αραβική Λογοτεχνία στην Σορβόννη, στο βιβλίο του Islamicate Sexualities (2008): 'ο σύγχρονος δυτικός αναγνώστης που πιθανά ποτέ δεν αμφισβήτησε την ολιστική αντίληψη περί ομοφυλοφιλίας, την βλέπει κατακερματισμένη σε μια πλειάδα εξειδικευμένων ρόλων καθώς οι συγγραφείς του μεσαίωνα συνήθως δεν βλέπουν καμία «κοινότητα της επιθυμίας» μεταξύ των ενεργών και των παθητικών συντρόφων στην ομοφυλοφιλική επαφή.
Η σεξουαλική ορολογία που χρησιμοποιείται στην λογοτεχνία της οθωμανικής εποχής υποδεικνύει πως ακριβώς το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της: η «ομοφυλοφιλία» ως όρος που χρησιμοποιείται συλλήβδην για να συμπεριλάβει σεξουαλικούς συντρόφους που είναι και άνδρες και γυναίκες, νεαροί και ηλικιωμένοι, ενεργοί και παθητικοί, απλά δεν υφίσταται.
Αντ' αυτού, η οθωμανική γλώσσα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε άκρως εξειδικευμένες λέξεις που περιγράφουν συγκεκριμένους συμμετεχοντες στην πράξη, οι οποίοι επιτελούν συγκεκριμένους ρόλους.
Ως τα τέλη του 19ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και αγοριών είχαν πέσει σε δυσμένεια. Σε ένα έγγραφο που έχει αναφερθεί άπειρες φορές, το οποίο υπέβαλλες στον Αμπντουλχαμίντ Β', σουλτάνο από το 1876 έως το 1909, ο ιστορικός και πολιτικός Ahmed Cevdet Pasha έγραφε:
Οι γυναίκες-ερωμένες έχουν αυξηθεί σε αριθμό ενώ τα αγαπημένα αγόρια έχουν μειωθεί. Είναι λες και άνοιξε η γη και κατάπιε τον Λαό του Λωτ.
Η αγάπη και η συνάφεια που στην Κωνσταντινούπολη συνήθως κατευθυνόταν προς τους νεαρούς άνδρες, έχει πλέον προσανατολιστεί προς τα κορίτσια, σύμφωνα με την φυσική κατάσταση.
Η μείωση της παιδεραστίας ήταν φυσικά ωφέλιμη. Ωστόσο, η αλλαγή προανήγγειλε και την έλευση της επηρεασμένης από την Δύση ετεροκανονικότητας στην οθωμανική κοινωνία, και την καταπίεση που αναπόφευκτα την συνόδευε.
Η ομοφοβία είναι μια ισχυρή κινητήριος δύναμη σήμερα στην Τουρκία. Στις 26 Μαΐου 1996, μία εβδομάδα πριν από την Δεύτερη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τους Ανθρώπινους Οικισμούς (Habitat II) που φιλοξενήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όχλος ακροδεξιών πραγματοποιήσε πογκρόμ κατά των παρενδυτικών και διεμφυλικών που ζούνε και συχνάζουν στην οδό Ülker κοντά στην Πλατεία Taksim, επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα θανάτους, τραυματισμούς, και εξώσεις πολλών μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας από τα σπίτια τους.
Πέρυσι, οι αρχές απαγόρευσαν την πραγματοποίηση του ετήσιου Pride στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από τις απειλές μιας ομάδας ανεγκέφαλων ότι θα την διαλύσουν.
Το μόνο που μένει λοιπόν να ελπίζουμε είναι πως κάποτε η διατρανωμένη λατρεία της τουρκικής κυβέρνησης για την οθωμανική παράδοση της θα επεκταθεί και στην σαφώς πιο φωτισμένη προσέγγιση της για την σεξουαλικότητα.