«Στο βάθος ο Χρήστος δεν ήταν παρά μουσικός»
Η φιλία με τον Χρήστο Λαμπράκη
Ήμουν πολύ φίλη με τη μητέρα του Χρήστου Λαμπρακη, Έλζα.Ήμουν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΔΟΛ. Ήμασταν 7 άνθρωποι τότε. Είμαι απ’ αυτούς που ήξεραν τον Χρήστο πολύ πριν απ’ το Μέγαρο. Γιατί; Είμαι συμφοιτήτρια της Λένας, της αδερφής του της μεγάλης, έχω μαθήτρια την Αννούλα Λαμπράκη, τη μικρή δηλαδή, και είμαι πρώτη φίλη της μάνας του. Όταν ήθελε η Έλζα να τον πείσει για κάτι μου έλεγε «Πες στον Χρήστο αυτό κι αυτό». Επειδή ακριβώς του μετέφερα τα της μάνας του, σκοτωνόμασταν. Μας άκουγε όλος ο Πόρος. Και του έλεγα: «Χρήστο, όλοι λένε ότι διευθύνεις την Ελλάδα». «Το πιστεύεις;» Λέω «Όχι». «Καλά, όταν σ’ το λένε τι λες;» «Λέω ότι εσύ δεν ξέρεις σχεδόν να διευθύνεις τον εαυτό σου, πώς θα διευθύνεις την Ελλάδα;» Γελάμε και οι δυο.
Περνάγαμε ευχάριστα τα καλοκαίρια πάνω στη «Σελήνη», στο πλοίο του Χρήστου· τότε που ήμουν νέα και ωραία, ανέβαινα στα μεγάλα κατάρτια και με βουτιά, με το κεφάλι, έπεφτα στα νερά. Όταν έκτισε το Μέγαρο μου λέει, «Τώρα πρέπει να βρω λεφτά για το Μέγαρο». «Τι με νοιάζει εμένα, τι μου το λες;». «Πρέπει να με μάθει ο κόομος». Και έγινε όσο μπορούσε κοσμικός. Και θυμάμαι όταν πήγαινα στη Μιχαλακοπούλου όπου είχαμε συνεδρίαση -πήγαινα συχνά στο γραφείο του λίγο πριν φύγω για το Παρίσι- μου τόνιζε, «Ξέρεις γιατί πήρα αυτό το γραφείο; Γιατί από δω βλέπεις το Μέγαρο». Στο βάθος ο Χρήστος δεν ήταν παρά ο μουσικός. Αν ρωτήσεις τον Μικρούτσικο, θα σου πει ότι το παραμικρό μουσικό λάθος όταν παρακολουθούσε τις πρόβες το ένιωθε ο Χρήστος. Καλύτερα κι απ’ τον ίδιο. Η μητέρα του Χρήστου πέθανε 104 ετών και στα 100 της ακόμα έβγαινε πολύ συχνά. Της έλεγα «Δεν ντρέπεσαι, στα χρόνια σου, βγαίνεις και μεσημέρι και βράδυ;» «Γιατί, με κάλεσε κανένας το απόγευμα και δεν πήγα;» Αυτή ήταν η Έλζα. Τρομερή, φοβερή.
«Χρήστο, όλοι λένε ότι διευθύνεις την Ελλάδα... Εσύ δεν ξέρεις σχεδόν να διευθύνεις τον εαυτό σου, πώς θα διευθύνεις την Ελλάδα;»
Παραθερίζαμε συχνά ο άντρας μου κι εγώ με την 'Ελζα, τον Χρήστο και τα παιδιά. Μια φορά παραλίγο να σκοτωθούμε. Είχαμε ένα ηλεκτρικό αμαξάκι για να κυκλοφορούμε μέσα στο κτήμα. Μια μέρα, θυμάμαι, πηγαίνοντας να βάλουμε το αμαξάκι κάτω από έναν ίσκιο μας έφυγε και βρεθήκαμε ο Ζακ και εγώ στην πισίνα με τα ρούχα. Ευτυχώς δεν ήμασταν δεμένοι γιατί πέσαμε και στα βαθιά της πισίνας. Βγαίνουμε. Τρέχει η κόρη μου με την κόρη της, μας βλέπει η μικρή και πιάνει τα γέλια. «Ο παππούς και η γιαγιά μέσα στην πισίνα με τα ρούχα». Λέω στην κόρη μου; «Πήγαινε και φώναξε τον Αλμπέρτο», ο οποίος ήταν ο μπάτλερ της Έλζας, «να μας βγάλει από δω μέσα». Έρχεται ο Αλμπέρτος, Αλβανός αυτός, μίλαγε τέλεια ελληνικά, «Α, η κυρία Αρβελέρ μέσα στην πισίνα με ρούχα!». Λέω: «Αλμπέρτο, βγάλε με». «Όχι, θα πάρω πρώτα μια φωτογραφία». Το τι άκουσε δε λέγεται. Κρίμα, δεν υπάρχει αυτή η φωτογραφία γιατί πρόλαβα και βγήκα μόνη μου, οπότε ο Αλμπέρτος δεν την τράβηξε ποτέ, και ίσως δεν μου το συγχώρεσε.
Με κάνουν Επίτιμο Διδάκτορα στο Χάρβαρντ, σπάνιο για Γάλλο γιατί ούτε η Σορβόννη κάνει από το Χάρβαρντ ούτε το Χάρβαρντ από μας. Φορώ την τήβεννό μου, φορώ όλα μου τα παράσημα εκεί πέρα και φτάνω στο Χάρβαρντ να πάω στην τελετή. Βλέπω τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τη Μαρίκα, την κυρία Γιαννάκου, τη μάνα της Μαρίκας, την Ντόρα, την Αλεξάνδρα, την Κατερίνα, όλους εκεί.
Μου λέει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: «Κυρία Αρβελέρ, τι κάνετε εδώ;». «Αυτό που κάνω εγώ εδώ φαίνεται απ' αυτό που φορώ. Εσείς τι κάνετε εδώ;» Μου λέει: «Τελειώνει ο Κυριάκος, ήρθαμε για την τελετή αποφοίτησής του». 1995. Έγινε η τελετή, όπου επίτιμοι έγιναν ακόμα ο πρώτος Πρόεδρος της Τσεχίας και συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ και η μυθιστοριογράφος, νομπελίστας αργότερα, Ντόρις Λέσινγκ, οι τρεις μας ήμασταν. Κι όταν έγινε η τελετή, έρχεται ο Μητσοτάκης με τον Κυριάκο και μου λένε «Γιατί δεν είπαν ότι είστε Ελληνίδα;». Λέω:«Εθνικό πράγμα είναι το διδακτορικό; Έχω γράψει τίποτε ελληνικά;». Δεν είχα γράψει απολύτως τίποτα στα ελληνικά μέχρι το 1995, ούτε λέξη.
Να πω πώς έγινε κι έγραψα ελληνικά. Το Γιατί το Βυζάντιο το γράφω ελληνικά γιατί μου το ζήτησε ο Χρήστος. Με βρίσκει μια μέρα και μου λέει: «Αγόρασα έναν καινούργιο εκδοτικό οίκο, τα Ελληνικά Γράμματα, Ελένη, γράψε 150 σελίδες, άντε 200 το πολύ, τι είναι το Βυζάντιο. Δεν ξέρουμε εδώ σχεδόν τίποτα γι’ αυτό». «Καλά» του λέω «θα σου κάνω τη χάρη». Γιατί ναι μεν «σκοτωνόμασταν» αλλά και πρώτοι φίλοι ήμασταν. Το γράφω το βιβλίο, μου λέει «Καλό είναι;». Τον πειράζω «Νομίζω ότι θα το αγόραζα κι εγώ». Και έτσι βγήκε το Γιατί το Βυζάντιο, το πρώτο βιβλίο που έγραψα στα ελληνικά.
«Η Φρειδερίκη ήταν περίεργο ον»
Η Αρβελέρ στην υπηρεσία της πρώην βασίλισας
Έρχεται τότε μια κυρία στο Πανεπιστήμιο, στο Αρχαιολογικό Τμήμα, και λέει: «Η βασίλισσα ζητά κάποιον που να ξέρει καλά ελληνικά, ξένες γλώσσες, για μια δουλειά». Κανένας δεν σήκωσε το χέρι, μόνον εγώ.
Πηγαίνω που λέτε στην πρώτη συνεδρίαση και βλέπω ένα σωρό κυρίες, αυτές επί των τιμών και άλλες, όπως η Λελούδα, γυναίκα του αυλάρχη, η Αλεξάνδρα Μελά, η Νίτα Σινιόσογλου, και η βασίλισσα να κόβει και να ράβει σχέδια: «θα κάνουμε σπίτι για τα παιδιά στο Κιλκίς, θα κάνουμε εκείνο, θα κάνουμε το άλλο, αργαλειούς, πράγματα, θα προικίσουμε τα παιδιά...».
Εγώ καθόμουν σε μια γωνιά και είχα ένα μπλοκάκι όπου είχα σημειώσει τ’ όνομα κάθε κυρίας σ’ ένα φύλλο. Όταν τελειώσαμε, έδωσα στην καθεμιά τι έπρεπε να κάνει ως την επόμενη συνεδρίαση. Και δίνω και το ίδιο φύλλο στη βασίλισσα, τι έπρεπε να κάνει κι εκείνη. Γύρνά η Φρειδερίκη και μου λέει: «Μπράβο σας». Μετά από λίγες μέρες έρχεται ένα γράμμα στη βασίλισσα -άνοιγα την αλληλογραφία, ήταν η δουλειά μου- υπογεγραμμένο από συμφοιτήτριά μου, δεν θα σας πω τ’ όνομα - ασφαλώς ζει ακόμη.
Η συμφοιτήτριά μου -όχι του Αρχαιολογικού αλλά του Φιλολογικού, νομίζω, τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, έτσι κι αλλιώς ήμασταν όλες μαζί μέχρι και το δεύτερο έτος και χωρίζαμε στο τρίτο- έγραφε για μένα: «Μεγαλειοτάτη, έχετε στην υπηρεσία σας τη μεγαλύτερη κομμουνίστρια του Πανεπιστημίου των Αθηνών... κτλ. κτλ.». Παίρνω το γράμμα και το πάω στη Φρειδερίκη, η οποία ήξερε τέλεια ελληνικά. Το διαβάζει και μου λέει: «Απαντήστε ότι εγώ ξέρω ποιος είναι κομμουνιστής και ποιος δεν είναι». Λέω: «Μεγαλειοτάτη, θα το απαντήσετε εσείς αυτό». Της αφήνω το γράμμα και φεύγω. Δεν ξέρω τι έγινε, αν έγινε και πότε έγινε.
Η Φρειδερίκη ήταν περίεργο ον. Ανεξάρτητη και αεικίνητη. Έπαιρνε ένα κόκκινο αυτοκινητάκι που είχε, οδηγώντας η ίδια, και πήγαινε προς το Σισμανόγλειο, προς το Φάληρο, όπου είχε δουλειές. Οι αστυνόμοι την έψαχναν πανικόβλητοι, έρχονταν σε μένα: «Πού είναι η βασίλισσα;». «Και πού θέλετε να ξέρω; Ψάξτε την». Μια μέρα μάς ανακοινώνει ότι θα πάμε στη Λαμία γιατί ο βασιλεύς Παύλος εγκαινιάζει κάποια σχολεία τα οποία είχαν κτιστεί με πρωτοβουλία του. Παίρνουμε το τρένο, τον περίφημο «μουτζούρη» -γιατί γινόμασταν όλοι μαύροι από τον καπνό που έβγαινε από τη μηχανή του-, και κάπου πριν φτάσουμε στη Λαμία, μπαίνει ένας αστυνομικός και λέει στη Φρειδερίκη: «Ξέρετε, Μεγαλειοτάτη, υπάρχει μια διαδήλωση εναντίον σας στη Λαμία, διαμαρτύρονται επειδή χρησιμοποιείτε στη δουλειά σας κομμουνιστές». «Ωχ» λέω «μέχρι εκεί φτάσαμε».
Φτάνουμε στη Λαμία, κατεβαίνει η Φρειδερίκη, κατεβαίνουμε και μεις. Μπροστά μας οι διαδηλωτές. Ένας κουτσός την πλησιάζει και της λέει: «Μεγαλειοτάτη, εγώ έχασα το πόδι μου για να έχετε εσείς τον θρόνο σας, και τώρα δίνετε όλες τις δουλειές σας σε κομμουνιστές». Και γυρνάει η βασίλισσα και του λέει: «Άκου, παιδί μου, εγώ δίνω δουλειά σε έξυπνους ανθρώπους. Αν εσύ έχασες το πόδι σου για να έχω εγώ τον θρόνο μου και όχι για την πατρίδα σου, είσαι βλάκας». Έμειναν όλοι κάγκελο. Η διαδήλωση διαλύθηκε. Αυτά πρέπει για την Ιστορία να καταγραφούν.
Το πιο ωραίο είναι το πώς έφυγα από τη δούλεψη της βασίλισσας, θυμάμαι κάπνιζα τότε σαν φουγάρο, το είχα αρχίσει στην Κατοχή, υπήρχαν τότε κούτες με τσιγάρα. Η Φρειδερίκη κάπνιζε περισσότερο. Είχαμε πάει στο Κιλκίς για το Σπίτι του Παιδιού που έχτιζε εκεί. Η βασίλισσα έκανε την επίσκεψη φορώντας στολή χωριάτικη. Την επόμενη μέρα, κατεβαίνοντας στην Αθήνα, είδε στα Επίκαιρα τη φωτογραφία της με χωριάτικη στολή και ένα τσιγάρο στο χέρι. Δεν υπήρχε πιο σκανδαλώδες πράγμα για εκείνη την εποχή, η βασίλισσα με χωριάτικη στολή και ένα τσιγάρο στο χέρι. Την επομένη έρχεται η Φρειδερίκη και λέει σε όλες μας: «Κόβω το τσιγάρο και δεν θα καπνίσει κανείς μπροστά μου». Μετά από μια ώρα πάω και της λέω: «Μεγαλειοτάτη, αντίο σας, εγώ δεν μπορώ να κόψω το τσιγάρο».
Μια μέρα η Κατερίνα Ξύδη, η οποία ήταν μια από τις κυρίες των τιμών, μου λέει: «Πάμε να δώσουμε κάτι στη βασίλισσα να υπογράψει». Φτάνουμε λοιπόν από το γραφείο της Πρόνοιας -ήταν εκεί που είναι το Μαξίμου σήμερα- στα ανάκτορα και τη βρίσκουμε να κάθεται στον κήπο να πλέκει. Της δίνουμε τα χαρτιά, αρχίζει να υπογράφει όταν ξαφνικά την πλησιάζει ένας μπόμπιρας, τον κοιτάει καλά καλά η Φρειδερίκη και του σκάει ένα δυνατό σκαμπίλι. Φεύγει τρέχοντος ο μπόμπιρας και κρύβεται πίσω από έναν θάμνο φωνάζοντας: «Κάπα - Κάπα -Έψιλον! Κάπα - Κάπα - Ε!». Ο μπόμπιρας ήταν ο μετέπειτα βασιλιάς Κωνσταντίνος, δέκα χρόνων παιδί τότε. Είμαστε στο ’50.
___________
Το βιβλίο « Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ: Μια ζωή χωρίς άλλοθι, όπως την αφηγήθηκα στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο