Ποιήτρια, μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, κοσμογυρισμένη και πολυδιαβασμένη, η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη κέρδισε φέτος το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο της «Η επιστροφή των νεκρών», το οποίο μιλά για την Ευρώπη και τα τραύματά της αλλά και για το δικό μας, το ελληνικό τραύμα, τον διχασμό.
Η κ. Γλυνιαδάκη αρχικά παράτησε την ακαδημαϊκή καριέρα και τη φιλοσοφία και στράφηκε στα βιβλία και έκτοτε είναι εκεί. «Είναι ένας δύσκολος και κακοπληρωμένος, ως επί το πλείστον, δρόμος, με την έννοια ότι πρέπει να κάνεις του κόσμου τις δουλειές για να ζήσεις με τα βασικά, αλλά νιώθω ότι είμαι σε μια πορεία μετάβασης κι έχω αρχίσει να βλέπω φως στο τούνελ» λέει η Γλυνιαδάκη, που τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τα εκδοτικά, δημοσιογραφεί στα νορβηγικά μέσα, παίρνοντας συνεντεύξεις από ανθρώπους που θαυμάζει.
— Μεγαλώσατε σε περιβάλλον που ευνοούσε την ανάγνωση;
Δεν ήμουν πολύ εντατική αναγνώστρια ως παιδί. Παντού στο σπίτι υπήρχαν βιβλία, ναι, βιβλία αρχιτεκτονικής και ιστορίας και ζωγραφικής, αλλά εγώ δεν διάβαζα και τόσο, παρότι είχα μάθει να διαβάζω πριν πάω σχολείο. Διάβαζα εφημερίδες. Και βιβλία για την ιστορία της τέχνης, συνοδευόμενα από εικόνες. Θυμάμαι μια σειρά της Μέλισσας που λεγόταν «Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι». Κάθε μεσημέρι πήγαινα στη βιβλιοθήκη, έβγαζα κάποιον τόμο και τον χάζευα με τις ώρες.
Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι να διαβάζω ξανά και ξανά ήταν το «Μούνφλιτ: Το μυστήριο του θρυλικού διαμαντιού» του Τζ. Μιντ Φόκνερ. Είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1986, όταν ήμουν στη Β' Δημοτικού. Εδώ που τα λέμε, τότε όλο κάτι τέτοια διάβαζα: τους «Μυστικούς 7», τους «Τρεις Ντετέκτιβ». Μετά, στο γυμνάσιο, ανακάλυψα το «Πάθος» της Τζάνετ Γουίντερσον. Κι αυτό άλλαξε τα πάντα.
— Θυμάστε πώς πρωτοήρθατε σε επαφή με την ποίηση;
Νομίζω πως ναι. Όταν ήμουν παιδί, τα ατέλειωτα μεσημέρια του καλοκαιριού καθόμασταν με τη μητέρα μου σε αντικριστά κρεβάτια και πλάθαμε/πλέκαμε στίχους ομοιοκατάληκτους. Άρχιζε εκείνη και συνέχιζα εγώ κ.ο.κ. Ολόκληρες ιστορίες για ασανσέρ που έμεναν μετέωρα γιατί είχε διακοπή το ηλεκτρικό και για λογαριασμούς και ό,τι άλλο τρελό μας ερχόταν στο κεφάλι. Κάτι μου λέει ότι η ΔΕΗ έκανε πολλές διακοπές τη δεκαετία του '80. Θυμάμαι λάθος;
Η ποίηση δεν είναι ερωτική επιστολή, να λες ό,τι θες νομίζοντας ότι το συναίσθημά σου δικαιολογεί από μόνο του την κοινοποίησή του. Η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος θέασης, κοινωνίας και επικοινωνίας του κόσμου. Όπως ένα μυθιστόρημα, όσο ρηξικέλευθο και να είναι, έχει ως σκοπό την επικοινωνία με τον αναγνώστη, έτσι και η ποίηση απευθύνεται κάπου. Αλλιώς, ας μείνει στο συρτάρι.
— Πότε γράψατε το πρώτο σας ποίημα;
Πρέπει να ήμουν 4 ή 5 ή 6. Ήταν ένα ποίημα για τον ήλιο, που τόσο, λέει, τον αγαπούσα, που ήθελα να κατέβει πιο κοντά, «να τον αγκαλιάσω και να τον αγαπήσω πιο πολύ». Το είχε η μητέρα μου φυλαγμένο στο πορτοφόλι της μέχρι που της το έκλεψαν (το πορτοφόλι, όχι το ποίημα – φαντάζεσαι;). Έκτοτε πρέπει να τη βάζω να μου το απαγγέλλει γιατί δεν το θυμάμαι, ούτε έχω αξιωθεί να το γράψω κάπου, έτσι, για αστείο.
— Τι είναι η ποίηση;
Ελλειπτική, αποκαλυπτική, δηκτική, ελεύθερη θέαση του κόσμου.
— Γιατί γράφετε ποίηση;
Για τους παραπάνω τέσσερις λόγους.
— Αλήθεια, πώς συστήνεστε, ως ποιήτρια ή ως μεταφράστρια;
Ως συγγραφέας. Προκαλεί λιγότερα χάχανα και εμπεριέχει και τα δύο.
— Κάπου διάβασα να λέτε ότι δεν σας ενδιαφέρει μια εξομολογητική ποίηση αλλά μια ποίηση που διυλίζει την πραγματικότητα. Μπορείτε να μου το αναπτύξετε;
Πολλές φορές διαβάζω ποίηση που είναι ερμητικά κλειστή, νοηματικά και αισθητικά. Ο/η ποιητής/-ρια νομίζει ότι αν μιλήσει εκ βαθέων, από την καρδιά, και το κάνει και με κάποιον λυρισμό, αυτό φτάνει για να συνθέσει ένα ποίημα και να το κοινοποιήσει στους άλλους.
Η ποίηση δεν είναι ερωτική επιστολή όμως, να λες ό,τι θες νομίζοντας ότι το συναίσθημά σου δικαιολογεί από μόνο του την κοινοποίησή του. Η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος θέασης, κοινωνίας και επικοινωνίας του κόσμου. Όπως ένα μυθιστόρημα, όσο ρηξικέλευθο και να είναι, έχει ως σκοπό την επικοινωνία με τον αναγνώστη, έτσι και η ποίηση απευθύνεται κάπου. Αλλιώς, ας μείνει στο συρτάρι. Αφ' ης στιγμής απευθύνεται κάπου, όμως, πρέπει ο ποιητής να διαλέξει πού και να προσπαθήσει να γίνει κατανοητός σε αυτό το ακροατήριο.
Η ποίηση είναι διάλογος. Όταν συνδιαλέγομαι με κάποιον προσπαθώ να συνεννοηθώ μαζί του, δεν ανοίγω απλώς το στόμα μου να τα πω όπως μου έρχονται. Η δική μου ποίηση, που γράφεται κυρίως με αφορμή την εξωτερική πραγματικότητα, είναι ο τρόπος μου να συνεννοηθώ με τους άλλους, να τους εξηγήσω ποια είμαι, πώς βλέπω τον κόσμο, και να τους καλέσω να συνομιλήσουν μαζί μου, αν θέλουν.
— Στην «Επιστροφή των νεκρών», για την οποία βραβευτήκατε, μιλάτε για την Ευρώπη και τα τραύματά της.
Αλήθεια είναι. Αλλά και για την Ελλάδα και τα δικά της. Ο διχασμός, που είναι κυρίαρχο στοιχείο στο βιβλίο και τον οποίο θέλω να ξορκίσω, δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό γνώρισμα. Είναι κυρίως δικό μας.
— Στην ποίησή σας είναι σαν να παρεμβάλλονται ατομικές περιπέτειες στη ροή της ιστορίας. Συμφωνείτε;
Απολύτως. Βλέπω τον κόσμο, αλλά βρίσκομαι και μέσα στον κόσμο. Ο τρόπος που βλέπω έχει να κάνει με το πού στέκομαι. Όλα αυτά γίνονται μέρος της αφήγησης.
— Τι σημαίνει για εσάς το Κρατικό Βραβείο Ποίησης;
Για πολλά χρόνια ένιωθα ότι αυτή η χώρα με έδιωχνε, από τότε που ήμουν παιδί. Ίσως την έδιωχνα κι εγώ με τον τρόπο μου, βρίσκοντας αγάπη, κατανόηση, αναγνώριση και χώρο να υπάρξω όπως ήθελα σε άλλες χώρες, στην Αγγλία, στη Νορβηγία, ακόμα και στην Τουρκία. Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που έχω ένα συναίσθημα αναγνώρισης σε αυτήν τη χώρα. Νιώθω λες κι έγινα ξαφνικά ορατή. Είναι, λοιπόν, ένα μεγάλο βάλσαμο αυτό το βραβείο.
— Σε ποιο είδος εντάσσεται η δική σας ποίηση;
Κανονικά, οι κριτικοί δεν πρέπει να απαντούν σε τέτοιου είδους ερωτήσεις; Στο αφηγηματικό; Στο ιστορικό; Στο επηρεασμένο από ξένους λογοτεχνικούς κανόνες; Σε όλα αυτά.
— Πιστεύετε ότι διαβάζουμε ποίηση σήμερα; Είναι ένα είδος πιο δύσκολο απ' ό,τι η πεζογραφία, για παράδειγμα.
Ναι, γιατί είναι ελλειπτικό είδος και απαιτεί προσοχή, συγκέντρωση και επαναλαμβανόμενες αναγνώσεις για να «ξεκλειδώσει». Αλλά και η πεζογραφία, η απαιτητική πεζογραφία, μπορεί να είναι ακριβώς έτσι. Γνωρίζοντάς το αυτό, προσπαθώ τα λεκτικά και νοηματικά παιχνίδια που κάνω στα ποιήματά μου (μου αρέσει πολύ να παίζω) να μην είναι ερμητικά, να μη γίνονται κατανοητά μόνο από εμένα, γιατί έτσι δεν έχει πλάκα.
— Πώς μπορεί ένας ποιητής να φανεί χρήσιμος;
Όπως κι ένας μουσικός ή ένας ζωγράφος ή ένας φωτογράφος: προκαλώντας κατανόηση, αλλά κυρίως ανάταση, εμπνέοντας, φανερώνοντας.
— Τι σημαίνει να είσαι ποιητής στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή;
Να προέρχεσαι από μια πολύ σημαντική ποιητική παράδοση και να συνθέτεις μέσα σε έναν δύσκολο, μα εξαιρετικά εύφορο χώρο και χρόνο.
— Πώς ήρθατε σε επαφή με τη μετάφραση;
Από σπόντα. Ήθελα να δουλέψω στο (γιαπί, ακόμα τότε) βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Πόλις στην Αιόλου, αλλά ο εκδότης Νίκος Γκιώνης σωστά επισήμανε ότι δεν μπορούσε να με προσλάβει σ' ένα κατάστημα που ακόμα δεν υφίστατο. Είδε από το βιογραφικό μου, όμως, ότι μιλούσα νορβηγικά. Κατά τύχη, έψαχνε εκείνη την εποχή μεταφραστή για ένα βιβλίο του Γκούναρ Στόλεσεν και μου έδωσε να κάνω ένα δείγμα μετάφρασης. The rest is history, που λένε.
— Ποιες είναι οι δυσκολίες της μετάφρασης; Ποια είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια που συναντάτε;
Νομίζω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία είναι οι πολύ σύντομες προθεσμίες και οι χαμηλές αμοιβές – και λόγω αγοράς αλλά και λόγω εξαντλητικής φορολογίας. Για κάθε αμοιβή που μου αντιστοιχεί λαμβάνω μόνο το 53% αυτής. Τα υπόλοιπα πάνε σε ΦΠΑ, παρακράτηση φόρων και ΕΦΚΑ. Είναι φοβερά κουραστικό να κάνεις 4 διαφορετικές δουλειές για να μπορέσεις να έχεις ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Και το λέω αυτό γνωρίζοντας πολύ καλά ότι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που βρίσκονται στην ανεργία. Έχω περάσει κι εγώ από κει. Όσο καλύτερο κι αν ακούγεται από την ανεργία, το μεροδούλι-μεροφάι είναι πραγματικά εξαντλητικό.
Αφιερώνω πολλές φορές 10-12 ώρες την ημέρα στη μετάφραση για εβδομάδες ολόκληρες, μόνο και μόνο για να μπορέσω να πληρώσω τρέχοντα έξοδα, ΕΝΦΙΑ και εφορία. Αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα της μετάφρασης, ό,τι και να λένε. Όλα τα άλλα λύνονται γιατί είμαστε επαγγελματίες και δημιουργοί μαζί.
Για πολλά χρόνια ένιωθα ότι αυτή η χώρα με έδιωχνε, από τότε που ήμουν παιδί. Ίσως την έδιωχνα κι εγώ με τον τρόπο μου, βρίσκοντας αγάπη, κατανόηση, αναγνώριση και χώρο να υπάρξω όπως ήθελα σε άλλες χώρες, στην Αγγλία, στη Νορβηγία, ακόμα και στην Τουρκία. Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που έχω ένα συναίσθημα αναγνώρισης σε αυτήν τη χώρα. Νιώθω λες κι έγινα ξαφνικά ορατή.
— Έχετε έρθει σε επαφή με τους συγγραφείς τους οποίους μεταφράζετε; Αν ναι, με ποιους;
Με τον Νέσμπο, τον Γιόνσρουντ, τον Τζελάσιν, τη Γουάλας, τη Χέστχαμαρ, τον Μπρούμαρκ – με τους περισσότερους. Έρχομαι σχεδόν πάντα σε επαφή με τους ποιητές που μεταφράζω επίσης.
— Πώς και μάθατε νορβηγικά; Δεν είναι μια δημοφιλής ξένη γλώσσα.
Είναι όμως εύκολη! Έμαθα νορβηγικά γιατί τα άκουγα σε καθημερινή βάση μέσα στο σπίτι όπου ζούσα όταν πρωτομετακόμισα στο Λονδίνο. Ερωτεύτηκα τη μουσικότητά τους. Άρχισα να τα σπουδάζω στο UCL, στο τμήμα Σκανδιναβικών Σπουδών. Ευτυχώς, τότε το πανεπιστήμιο του Λονδίνου σού έδινε την ευκαιρία να παρακολουθήσεις μαθήματα κι άλλων κολεγίων του – εγώ ήμουν στο London School of Economics και δεν είχαμε μεγάλη γκάμα από φιλολογικά μαθήματα. Κατόπιν συνέχισα να διαβάζω, να ακούω, να μιλάω, πηγαινοερχόμουν στη Νορβηγία, έζησα και δούλεψα εκεί, ε, κάπως έτσι συνέβη.
— Μέχρι στιγμής έχετε μεταφράσει πολλά βιβλία του Τζο Νέσμπο. Ελπίζω να απολαμβάνετε τη σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία.
Την απολαμβάνω κυρίως γιατί με μεταφέρει στην αγαπημένη μου Νορβηγία. Εδώ έχει 40 βαθμούς Κελσίου έξω λ.χ. κι εγώ κάθομαι και μεταφράζω την περιγραφή μιας σκηνής στο Όσλο τον Φεβρουάριο, όπου έχει αρχίσει να πέφτει χιόνι, τραγανό κάτω από τις μπότες του πρωταγωνιστή, και γύρω τα πάντα λάμπουν λευκά και τα δέντρα είναι πασπαλισμένα σαν από ζάχαρη άχνη και τα πιτσιρίκια τρέχουν και γλιστρούν πάνω στα έλκηθρά τους και οι μεγαλύτεροι κάνουν σκι και εισπνέουν αυτόν τον καθαρό, αναζωογονητικό αέρα που σε κάνει να νιώθεις λες και γεννήθηκες εχθές – και ξανανιώνω. Η δύναμη του νου είναι μεγάλη.
— Φαντάζομαι, πάντως, ότι θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθείτε την εξέλιξη της γραφής ενός συγγραφέα μέσα από τη δουλειά σας.
Ναι. Καταλαβαίνω αμέσως πότε ο Νέσμπο έχει αγαπήσει αυτό που έγραψε και πότε το «ξεπέταξε» επειδή έπρεπε. Πιο ενδιαφέρον (μια και μιλάμε μόνο για αστυνομική λογοτεχνία εδώ και όχι για ποίηση ή διαφορετικού είδους λογοτεχνία) βρίσκω το πώς εξελίσσεται η γραφή του όσο εξελίσσομαι εγώ – δηλαδή ερήμην του σχεδόν. Οι τελευταίες μεταφράσεις, λ.χ., είναι πολύ καλύτερες από τις πρώτες που έκανα. Ωρίμασα εγώ, η γραφή μου, απελευθερώθηκε η μεταφραστική μου πυξίδα, μεταφράζω πιο ελεύθερα, διαφορετικά.
— Γιατί πιστεύετε ότι τα βιβλία του Νέσμπο είναι τόσο δημοφιλή;
Με έχουν ξαναρωτήσει πολλές φορές και νομίζω ότι θα απαντήσω με τον ίδιο τρόπο, γιατί εγώ η ίδια δεν μπορώ πια να τα διαβάσω με παρθένο τρόπο. Καταρχάς, έχουν πάντα έξυπνη πλοκή. Θυμάμαι, την πρώτη φορά που διάβασα Νέσμπο (τη «Λεοπάρδαλη») δεν άφησα το βιβλίο από τα χέρια μου μέχρι να το τελειώσω, μέσα σε 36 ώρες. Μετά, έχει δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που τον έχουν συμπαθήσει πάρα πολύ οι αναγνώστες και αγωνιούν για την τύχη του. Ύστερα, ο ίδιος ο Νέσμπο είναι ένας φοβερός, μανιώδης επαγγελματίας: περίπου κάθε δύο χρόνια έχουμε και μια νέα περιπέτεια του Χάρι Χόλε (αφήστε τα εμβόλιμα μη-Χόλε βιβλία). Είναι μια συνταγή επιτυχίας: σχετικά καλή γραφή, συν έξυπνη πλοκή, συν ενδιαφέροντες, εξελισσόμενοι χαρακτήρες, συν συστηματική συγγραφή, συν μάρκετινγκ. Γιατί να μην είναι δημοφιλής;
— Τι άλλους είδους βιβλία μεταφράζετε;
Μη αστυνομική λογοτεχνία. Ποίηση. Αυτά τα αγαπώ περισσότερο.
— Υπάρχουν μεταφραστές τους οποίους θαυμάζετε;
Ναι. Για την τέχνη τους, τη συστηματική τους εργασία, το πνεύμα τους. Τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, την Άννα Παπασταύρου, την Κατερίνα Σχινά, τον Γιάννη Καλιφατίδη, τον Διονύση Καψάλη, τη Σώτη Τριανταφύλλου και τη Μάγκυ Κοέν.
— Ποιους καλλιτέχνες αγαπάτε;
Τι, γενικά; Θα πω όσους μου πρωτοέρχονται στον νου. Αγαπώ τον Τζάκσον Πόλοκ, τον Βασίλι Καντίνσκι, τον Γιαν Γκαρμπάρεκ, τους Μόντι Πάιθον, τον δημιουργό των Κάλβιν και Χομπς, Μπιλ Γουότερσον, τον Ουτάγκαγα Χιρόσιγκε, τον Ακίρα Κουροσάβα, τον Τσετ Μπέικερ, τον Κόουλ Πόρτερ, τον Σταν Γκετζ... Αν μιλάμε για την τέχνη των λέξεων, τον Ε.Ε. Κάμμινγκς, τον Φρανκ Ο'Χάρα, την Αντριέν Ριτς, τον Τσαρλς Μπουκόβσκι, τον Μπίλι Κόλινς, τον Ώντεν, τον Λάρκιν, τον Πωλ Ώστερ, την Ρέιτσελ Κασκ, τη Τζανέτ Γουίντερσον, τον Ρίτσαρτν Πάουερς.
Πάνω απ' όλα, όμως, μ' έχει κερδίσει ο Ρόμπερτ Μοντγκόμερι. Ο Μοντγκόμερι κάνει τα ποιήματά του αφίσες, σαν αυτές που βλέπουμε στις στάσεις των λεωφορείων, ή τεράστια πανό ή ακόμα και γλυπτά από νέον. Μ' έχει συγκλονίσει. Έχει καταφέρει να κάνει αυτό που πάντα ήθελα: να βγάλει την ποίηση "εκεί έξω", πέρα από τη σελίδα, να απασχολήσει τον καθημερινό άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή, να τον κάνει να έρθει αντιμέτωπος με το ποίημα και να σκεφτεί. Κι εκεί που θα έβλεπε μια διαφήμιση της Coca Cola, να δει ένα ποίημα. Ένα ποίημα προσβάσιμο, σχεδόν σύνθημα, αλλά με λυρικότητα και εσωτερικό ρυθμό και με την τρυφερότητα της ποίησης, χωρίς αγριάδες και θυμό. Τι υπέροχη, εμπνευσμένη ιδέα. Ο Μοντγκόμερι είναι το ίνδαλμά μου.
— Ζείτε στην Ελλάδα ή στο Όσλο; Συγγνώμη που δεν γνωρίζω. Κάποιος μου είπε ότι ζείτε και στις δύο πόλεις.
Στην Ελλάδα. Από το Όσλο έφυγα στα τέλη του 2015. Από τότε έχω να πάω. Μου λείπει. Θα πάω τώρα, τον Οκτώβριο, πρώτη φορά σε 4 χρόνια. Πριν από την Ελλάδα ήμουν στη νότια Αγγλία, στο Μπόρνμουθ. Τα τελευταία 20 χρόνια έχω αλλάξει 6 πόλεις, 4 χώρες και τα πολλαπλάσιά τους σπίτια.
— Τι σας θυμώνει περισσότερο απ' όσα συμβαίνουν στον κόσμο;
Η εσκεμμένη σπορά της διχόνοιας για προσωπικό πολιτικό όφελος. Η καθημερινή αδιαφορία όταν βλέπεις έναν άλλον άνθρωπο ή ζώο σε ανάγκη. Η τσιγκουνιά και η άλλη όψη του νομίσματος, η απληστία, ενώ έχουμε όλοι πεπερασμένο χρόνο μπροστά μας. Ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στα ζώα, στα δέντρα, στη φύση, το γεγονός ότι, λόγω των πράξεών μας, εξαφανίζονται είδη που βρίσκονταν εδώ πολύ πριν από εμάς. Η αλαζονεία μας ως είδους. Με εξοργίζει.
— Πείτε μου μερικά πράγματα που σας αρέσει να κάνετε, σημαντικά ή ασήμαντα.
Να ξυπνάω το πρωί με δροσιά και ανοιχτά παράθυρα. Να αγκαλιάζω τις γάτες μου. Να διαβάζω ήσυχα κάπου. Να ζωγραφίζω. Να παίζω μουσική. Να ταξιδεύω με τρένο. Να ανακαλύπτω πόλεις χωρίς τη βοήθεια χάρτη. Να περπατώ σε δάση. Να σκαρφαλώνω σε δέντρα. Να τραγουδώ με τα παράθυρα ανοιχτά όταν τρέχει το αμάξι. Να χορεύω ροκ εν ρολ. Να πηγαίνω σε αεροδρόμια και να κάθομαι στις Αφίξεις μ' έναν καφέ και να βλέπω τη χαρά στα πρόσωπα των ανθρώπων που συναντιούνται μετά από καιρό. Να τρώω καραμέλες γλυκόρριζας. Να συλλέγω παλιά, τσίγκινα κουτάκια. Να διαβάζω σε άλλους. Να λέω στους ανθρώπους που αγαπώ ότι τους αγαπώ.
— Ποιο είναι το credo σας, η βασική σας πίστη στη ζωή;
«Κάνε τα πάντα με χάρη και ευγνωμοσύνη».
— Τι σας έχει μάθει η ζωή μέχρι στιγμής;
Ότι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν όταν βγαίνουμε από το comfort zone μας, από τη βολή μας, τις συνήθειές μας, όταν ανοιγόμαστε και αφηνόμαστε και παραδεχόμαστε ότι έχουμε πεπερασμένη γνώση και έλεγχο των πραγμάτων και πολλά να μάθουμε και να νιώσουμε ακόμα. Επίσης, μ' έχει μάθει να κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά για ν' αρπάξω μια ευκαιρία που δεν ξέρω καν ότι έρχεται: αν δεν αρπάξεις την ευκαιρία, αυτή θ' αρπάξει κάποιον άλλον. Με έχει μάθει να επιμένω, να προσπαθώ, να πέφτω, να σηκώνομαι ξανά και ξανά.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά να βρίσκομαι στη Νορβηγία και να ψάχνω για δουλειά – έπρεπε να βρω κάτι ει δυνατόν αυθημερόν. Ήταν μια μέρα κρύα και βροχερή, έβαλα τις γαλότσες μου, πήρα την ομπρέλα και με το βιογραφικό στο χέρι πήγα σε 6 διαφορετικούς παιδικούς σταθμούς στη γειτονιά για να ζητήσω δουλειά. Διάβαζα άπταιστα νορβηγικά, αλλά είχα μεγάλη δυσκολία στο να μιλήσω και να συνεννοηθώ. Κανείς από τους 6 σταθμούς δεν χρειαζόταν βοηθούς νηπιαγωγούς (με τέτοια δυσκολία συνεννόησης τέλος πάντων). Θα μπορούσα να έχω επιστρέψει σπίτι και να κλειστώ μέσα. Υπήρχε ένας ακόμα παιδικός σταθμός, χριστιανικός –άρα εντελώς κόντρα στη δική μου νοοτροπία– και δεν ήθελα να πάω, ντρεπόμουν. Και είχα φάει και πόρτα 6 φορές απανωτά. Όμως πίεσα τον εαυτό μου, έβαλα επίτηδες το «What a feeling» της Irene Cara στ' ακουστικά και πήγα. Χτύπησα και μου άνοιξε η πιο γλυκιά, πολυλογού Νορβηγίδα που είχα δει στη ζωή μου και, αφού είπε εκατόν πενήντα χιλιάδες πράγματα που δεν καταλάβαινα, μ' έβαλε στο αυτοκίνητό της και με πήγε στον παιδικό σταθμό μιας φίλης της, πιο μακριά, που όντως δέχτηκε να με προσλάβει. Και κάπως έτσι βρήκα δουλειά σε ένα 24ωρο και σώθηκα.
Τι άλλο με έχει μάθει η ζωή; Να είμαι ευχαριστημένη με λίγα και απλά πράγματα. Και προσπαθεί ακόμα να μου μάθει ν' ακούω τους ανθρώπους, ν' ακούω αυτό που μου λένε και όχι αυτό που θέλω ν' ακούσω εγώ. Στο εξωτερικό μού ήταν πιο εύκολο. Εδώ στην Ελλάδα όχι τόσο – μεγαλώνουμε με πάρα πολλά προκαθορισμένα κουτάκια στα οποία τοποθετούμε πολύ εύκολα τους ανθρώπους: πολιτικά, μορφωτικά, ταξικά, κοινωνικά κουτάκια. Είναι πολύ κρίμα.
— Τι σας δίνει δύναμη να συνεχίζετε;
Μια βόλτα στο δάσος. Οι άνθρωποι που αγαπώ. Το ότι κάποιος με χρειάζεται. Το ότι κάθε φορά που γράφω κάτι και μου αρέσει ξαφνιάζομαι κι εγώ η ίδια.
— Τι κάνετε όταν δεν ασχολείστε με τη δουλειά; Πόσο συχνά βγαίνετε; Πώς είναι η καθημερινότητά σας;
Αυτόν τον καιρό (και εδώ και πολύ καιρό) δεν έχω ώρα που να μην την περνώ δουλεύοντας. Είτε θα είμαι στο γραφείο, στις εκδόσεις Παπαδόπουλος, επιμελούμενη ή διαλέγοντας βιβλία, είτε θα μεταφράζω, είτε θα παίρνω συνεντεύξεις, είτε θα διαβάζω, είτε θα γράφω για τους Νορβηγούς, είτε θα ασχολούμαι με το διδακτορικό μου. Τις πραγματικά ελάχιστες ώρες που δεν κάνω τέτοια πράγματα συνήθως οδηγώ (από και προς τη δουλειά), ακούγοντας podcasts (με αγαπημένο το εβδομαδιαίο του «Times Literary Supplement») ή πηγαίνω τον σκύλο μου, τον Μάρκο, βόλτα ή τρέχω ή κολυμπώ. Αυτά. Μου αρέσει πολύ να βγαίνω έξω για ένα ποτό ή σινεμά, αλλά τα στερούμαι όλα αυτά λόγω φόρτου εργασίας. Είναι μια πολύ δύσκολη και πιεσμένη περίοδος που θα τελειώσει με την κατάθεση του διδακτορικού και τότε όλα θα ανθίσουν.
Δεν είμαι λάτρης της Αθήνας. Έφυγα μακριά της στα 18 και κάθε φορά που επιστρέφω εκείνη με πληγώνει – σε μια παραλλαγή της ρήσης του Σεφέρη. Αυτή είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που το έχω βάλει πείσμα να μην την αφήσω να το κάνει. Η ιδανική μου πόλη, κι αυτή που έχω αγαπήσει πιο πολύ απ' όλες και θεωρώ σπίτι μου, είναι η Κωνσταντινούπολη.
— Πώς βλέπετε το μέλλον σας; Ποια θα ήταν μια ιδανική συνέχεια για εσάς;
Νομίζω ότι είναι καιρός ν' αρχίσω να ξαναγράφω ποίηση στα αγγλικά. Θα ήθελα να μπορέσω να κάνω ένα εκδοτικό άνοιγμα στο εξωτερικό. Τα έχω καταφέρει δημοσιογραφικά (όσο μικρή κι αν είναι η Νορβηγία), αλλά ακόμα όχι στη λογοτεχνία. Ένα από τα όνειρα που έχω είναι ότι βρίσκομαι με την οικογένειά μου Κυριακή μεσημέρι στο βιβλιοπωλείο Strand στη Νέα Υόρκη και αγοράζουμε βιβλία. Φοράμε τα παλτά μας, γιατί είναι φθινόπωρο, και δεν έχουμε κανένα άγχος για το κόστος της παραμονής μας στη Νέα Υόρκη: μπορούμε να αγοράσουμε ό,τι βιβλία θέλουμε, να φάμε ό,τι θέλουμε, να δούμε όποια έκθεση θέλουμε. Μια ιδανική συνέχεια για μένα, λοιπόν, θα ήταν να μπορώ να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις αυτού του ονείρου μέσα από τη συγγραφική μου δουλειά, είτε αυτή είναι ποιητική, είτε δημοσιογραφική, είτε μυθιστορηματική. Ποιος ξέρει!
— Ποια είναι η γνώμη σας για την Αθήνα;
Δεν είμαι λάτρης της Αθήνας. Έφυγα μακριά της στα 18 και κάθε φορά που επιστρέφω εκείνη με πληγώνει – σε μια παραλλαγή της ρήσης του Σεφέρη. Αυτή είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που το έχω βάλει πείσμα να μην την αφήσω να το κάνει. Η ιδανική μου πόλη, κι αυτή που έχω αγαπήσει πιο πολύ απ' όλες και θεωρώ σπίτι του, είναι η Κωνσταντινούπολη. Έχω περάσει πάρα πολύ ευτυχισμένα χρόνια εκεί και πάντα με γεμίζει ομορφιά και χαρά να τη βλέπω, όσο κι αν τη χτίζουν, όσο κι αν την κακοποιούν. Την επισκέπτομαι πιο σπάνια τώρα, μόνο και μόνο για να δίνω κουράγιο στους φίλους μου που έχουν ξεμείνει εκεί και βλέπουν την καθημερινή απίσχνανση της δημοκρατίας τους. Αλλά, κακά τα ψέματα, σαν τον Βόσπορο δεν έχει, όσο κι αν οι Χαλκιδικιώτες θα 'θελαν να ήταν αλλιώς.
Χαρά στην Αθήνα μου δίνει το Λαγονήσι, που είναι εκτός Αθηνών βεβαίως. Ύστερα, οι γειτονιές που δεν γνωρίζω καλά, άρα μπορώ ακόμα να πλάσω για εκείνες σενάρια δικά μου: η Δραπετσώνα, το Περιστέρι, η Νίκαια. Μ' αρέσει επίσης να επιστρέφω τα μεσημέρια του Αυγούστου στο κέντρο της πόλης και να βλέπω τα κατεβασμένα στόρια και να φαντάζομαι εντός τους ντετέκτιβ και συγγραφείς γερμένους πάνω από ντάνες χαρτιών, στο ημίφως, να σκαλίζουν γράμματα. Μου αρέσει η Νέα Σμύρνη, πολύ. Τώρα αρχίζω να τη μαθαίνω και μου φτιάχνει το κέφι να βλέπω τόσο κόσμο έξω, τόσο πράσινο, να τρέχω στο πάρκο, να βλέπω ανθρώπους να αθλούνται, να χαμογελούν. Μ' αρέσουν κάτι συνοικιακά οινομαγειρεία και μεζεδοπωλεία, μέρη αυθεντικά, ντόμπρα, με πεντανόστιμο φαγητό. Το Υπερωκεάνιο στον Πειραιά, η Λαγουδέρα στο Πέραμα, η Ζωοδόχος Πηγή στα Καμίνια. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν είναι στο κέντρο της Αθήνας, είναι αλήθεια. Το κέντρο της Αθήνας το βρίσκω βαρετό, θορυβώδες και μονοδιάστατο και το αποφεύγω όσο μπορώ γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους.
— Πείτε μου κάτι που διαβάσατε τελευταία και σας έχει αγγίξει.
Την τριλογία της Ρέιτσελ Κασκ, «Outline» - «Transit» - «Kudos». Τη ρούφηξα μέσα σε μια εβδομάδα πέρσι στο Λονδίνο, σε μια εποχή που ένιωθα πολύ μόνη μου – και με γιάτρεψε με τις λέξεις της. Και σίγουρα το «Overstory» του Richard Powers, που πήρε φέτος πανάξια το Πούλιτζερ και με άφησε με το στόμα ανοιχτό: τέτοια δύναμη περιγραφής και τέτοιο απόσταγμα σοφίας έχω να συναντήσω από το «Disgrace» του Κούτσι και τον «Stoner» του Γουίλιαμς. Είναι από αυτά τα βιβλία που και να χτυπιόμουν δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω. Γιατί είναι σχεδόν θεϊκή η γραφή του, όχι ανθρώπινη. Είμαι φοβερά γοητευμένη και γεμάτη δέος γι' αυτό το βιβλίο.
info:
Η συλλογή της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη «Η επιστροφή των νεκρών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
σχόλια