Όλοι όσοι γράψαμε δυο λέξεις για τον θάνατο του Μαραντόνα, ποδοσφαιρόφιλοι, κινηματογραφόφιλοι και άλλοι εμμονικοί, εστιάσαμε περισσότερο απ' όλα στην τρωτότητά του: ένας αστέρας που έφτασε στην κορυφή και κατρακύλησε μεγαλόπρεπα (με την απολύτως κυριολεκτική έννοια της λέξης), υποκύπτοντας σε όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Αδύνατον να μη θυμηθείς τον Όρσον Γουέλς, που συνήθιζε να λέει: «Ξεκίνησα από την κορυφή και δούλεψα σκληρά για να φτάσω στον πάτο». Η διαφορά με τον Μαραντόνα είναι πως η πτώση του Γουέλς μπορούσε να «χρεωθεί» μονάχα στην ιδιοφυΐα του.
Πριν από κάποια χρόνια, το 2014, η μικρότερη κόρη του Όρσον Γουέλς αποφάσισε να βγάλει σε δημοπρασία κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα. Ανάμεσά τους και μία κάμερα, σενάρια και φωτογραφίες από τα γυρίσματα του «Πολίτη Κέιν» αλλά και το αυθεντικό σενάριο του «Treasure Island» που ο Γουέλς υποχρεώθηκε να γυρίσει οκτώ χρόνια μετά, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω. Η Μπέατρις Γουέλς ανακάλυψε τους συγκεκριμένους θησαυρούς σε ξεχασμένα κιβώτια και θεώρησε πως ο πατέρας της θα προτιμούσε να βρεθούν στα χέρια κάποιων σινεφίλ παρά σε μουσείο. «Είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε. Ο πατέρας μου δεν πίστευε στην εκπαίδευση ούτε στις ακαδημαϊκές περγαμηνές».
Όπως έλεγε ο Ζαν Κοκτό: «Ο Όρσον Γουέλς είναι ένα είδος γίγαντα με παιδικό πρόσωπο, ένα δέντρο γεμάτο πουλιά και σκιά, ένα σκυλί που 'χει σπάσει την αλυσίδα του και ξαπλώνει σε ανθισμένο λιβάδι, ένας δραστήριος αργόσχολος, ένας σοφός τρελός, ένα νησί περιτριγυρισμένο από ανθρώπους, ένας μαθητής που κοιμάται στην τάξη, ένα στρατηγικό μυαλό που, όταν θέλει να τον αφήσουν ήσυχο, παριστάνει τον μεθυσμένο...».
Ο ίδιος δεν το έκρυψε ποτέ, έλεγε μάλιστα πως βρίσκει δουλειά επειδή «ευτυχώς, υπάρχουν πολλοί παραγωγοί εκεί έξω που έχουν στα χέρια τους μια κακή ταινία και θέλουν να της προσδώσουν μια αίσθηση φινέτσας».
Ο ίδιος, πάντως, βίωσε σκληρά την «αυτοεξορία» του από το Χόλιγουντ: οι εμπορικές αποτυχίες αλλά και η κοντόφθαλμη «βολή» μιας βιομηχανίας που δεν τον αναγνώρισε ποτέ ως καλλιτέχνη τον οδήγησαν στην Ευρώπη, όπου μπορούσε να απολαύσει μια δημιουργική ελευθερία εις βάρος των προϋπολογισμών του. Οι καλύτερες ταινίες εκείνης της περιόδου γυρίστηκαν πραγματικά με ψίχουλα. Ανάμεσά τους σαιξπηρικές μεταφορές του «Μακμπέθ» και του «Οθέλου» που έμειναν στην ιστορία (δίχως να ξεχνάμε το υπέροχο «Φάλσταφ» ‒ κοινές οι σαιξπηρικές ρίζες), καθώς και μια σπουδαία μεταφορά της «Δίκης» του Φραντς Κάφκα.
Όλες τους ταινίες που γυρίστηκαν Σαββατοκύριακα, σε «δανεικά» σκηνικά και με ηθοποιούς που δέχονταν να εμφανιστούν μπροστά στην κάμερα άνευ αμοιβής (ανάμεσά τους και μια αφοσιωμένη Ζαν Μορό). Παράλληλα, Ευρωπαίοι δημιουργοί κύρους όπως ο Πιερ-Πάολο Παζολίνι και ο Κλοντ Σαμπρόλ, δηλαδή άνθρωποι που υπήρξαν θαυμαστές του, είχαν επιτέλους την ευκαιρία να προσλάβουν τον μεγάλο ηθοποιό στις ταινίες τους, ο πρώτος στη σπονδυλωτή ταινία «Ro.Go.Pa.G» του 1963, που συνυπέγραψε με τους Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ούγκο Γκρεγκορέτι, και ο δεύτερος στο «Δεκαήμερο της ακολασίας» του 1971. Έκανε όμως κι άλλες.
Σκαλίζοντας το Διαδίκτυο, ανακάλυψα πως δεν υπήρχε ούτε ένα αφιέρωμα στις «δεύτερες», τις κακόφημες εκείνες παραγωγές που είχαν ως μοναδικό ατού την παρουσία του Γουέλς στο καστ. Μεγάλη έκπληξη, καθώς όλοι γνωρίζουμε πως δούλεψε και σε φιλμ της σειράς, χρησιμοποιώντας τις αμοιβές για να χρηματοδοτήσει τις ταινίες του. Ήταν υποχρεωμένος να το κάνει: έπρεπε να «κρατήσει» το όνομά του στην αγορά και παράλληλα να κερδίσει την εύνοια πιθανών χρηματοδοτών. Και αυτό ξεκίνησε πολύ νωρίς, δηλαδή από την περίοδο της «λήξης» του συμβολαίου του με την RKO.
Ενδιαμέσως, βεβαίως, αναλάμβανε ρόλους και σε πολυδάπανες χολιγουντιανές παραγωγές σαν το «VIPs» και το «Voyage of the damned» ‒ ακόμα και στο «Muppet Movie» του 1979. Το τηλέφωνο όμως δεν χτυπούσε συχνά από την άλλη μεριά του Ατλαντικού για τον Ευρωπαίο πλέον σκηνοθέτη και κάπως έτσι κόσμησε με την παρουσία του (πολλές φορές μονάχα με τη χαρακτηριστική φωνή του) μια σειρά ταινιών, συχνά ξαναγράφοντας τις ατάκες του και «συμβουλεύοντας» τον εκάστοτε σκηνοθέτη – μέχρι που στο τέλος παραιτήθηκε και από αυτό.
Ο ίδιος δεν το έκρυψε ποτέ, έλεγε μάλιστα πως βρίσκει δουλειά επειδή «ευτυχώς, υπάρχουν πολλοί παραγωγοί εκεί έξω που έχουν στα χέρια τους μια κακή ταινία και θέλουν να της προσδώσουν μια αίσθηση φινέτσας». Το παράδοξο είναι πως ο ίδιος ο Γουέλς προς το τέλος της ζωής του μιλούσε με μεγάλη νοσταλγία και θλίψη για την κατάρρευση του παλιού Χόλιγουντ (του ίδιου συστήματος που τον οδήγησε στην αυτοεξορία), καθώς οι ιδρυτές του, παρά την εκδικητική τους αλαζονεία, αγάπησαν το σινεμά όπως καμιά πολυεθνική δεν θα μπορούσε.
Αυτό το αφιέρωμα δεν έχει σκοπό να στήσει κάποιο εξυπνακίστικο παιχνίδι με τις «δεύτερες» ταινίες στις οποίες συμμετείχε, για όλους τους λόγους που εξήγησα παραπάνω ‒ περισσότερο θέλει να αποτελέσει μία ακόμα υποσημείωση στο γιγαντιαίο πορτρέτο ενός οραματιστή, γεννημένου δυστυχώς πολλά χρόνια μπροστά από την εποχή του.
«Malpertuis» (1971)
Μία από τις πιο παράξενες και αταξινόμητες ταινίες που προέκυψαν μέσα από το ευρωπαϊκό exploitation κύκλωμα των '70s, το φιλμ αυτό του Χάρι Κιουμέλ ξεκινά από το ομώνυμο βιβλίο του Ζαν Φερί, με τον Γουέλς να ενσαρκώνει τον μυστικιστή Κασάβιους, έτοιμο να μοιράσει την αμύθητη περιουσία του στους ανυπόμονους κληρονόμους, καθώς οι τελευταίοι βρίσκονται αναπάντεχα στη μυστηριώδη έπαυλη του πρώτου. Ο Κασάβιους όμως έχει έναν όρο: αυτός που θα αποδεχτεί την κληρονομιά είναι υποχρεωμένος να μην εγκαταλείψει ποτέ το σπίτι. Παράλληλα, όσοι προσπαθούν να δραπετεύσουν, δολοφονούνται.
Κι αν η πλοκή σάς ακούγεται ελαφρώς παράλογη, η ταινία ξεχειλώνει θεαματικά τα όρια ανάμεσα στη λογική και τον σουρεαλισμό, με μια σκηνοθετική γραφή που μοιάζει να μην υπακούει σε κανέναν παραδοσιακό κανόνα.
Φιλμ που μπορεί να σε σαγηνεύσει αλλά και να σε εξοργίσει, έμοιαζε να μην ανήκει πουθενά: οι φίλοι των b-movies, που περίμεναν κάτι από τα συνηθισμένα, έξυναν το κεφάλι τους, ενώ οι θεατές των Καννών (όπου η ταινία έκανε την πρεμιέρα της) προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γυρεύει ένα «ευτελές» φιλμ στο μεγαλύτερο φεστιβάλ του κόσμου. Σήμερα το φιλμ γνωρίζει μια δεύτερη καριέρα, με αδιάκοπες επανεκδόσεις σε DVD και Blu-ray και μεταμεσονύχτιες προβολές ανά τον κόσμο.
«Treasure Island» (1972)
Προσπαθώντας να συγκεντρώσει κεφάλαια για τον «Φάλσταφ», ο Γουέλς έχει μια ιδέα: προσαρμόζει σεναριακά το «Νησί των Θησαυρών» του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, μια αγαπημένη ιστορία «πειρατών και θαμμένου χρυσού», από αυτές δηλαδή που, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, φέρνουν τον κόσμο στις αίθουσες. Είναι σχεδόν βέβαιος πως η ταινία που θέλει απεγνωσμένα να σκηνοθετήσει δεν θα έχει εμπορική επιτυχία, οπότε κάνει την εξής πρόταση στον παραγωγό Εμιλιάνο Πέντρα: «Δώστε μου τα –λίγα– λεφτά που απαιτούνται για τον "Φάλσταφ" και αναλαμβάνω να σκηνοθετήσω και να πρωταγωνιστήσω σε κάτι που θα έχει εγγυημένο κέρδος».
Ο παραγωγός συμφώνησε, οι δύο παραγωγές θα μπορούσαν να γυριστούν λίγο-πολύ στα ίδια σκηνικά, ενώ σκηνοθέτης τελικά ορίστηκε ο Τζέζους Φράνκο, γνωστός στους φίλους των cult movies από το θρυλικό «Vampyros Lesbos». Η παραγωγή ξεκινά, αλλά η ταινία δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Οκτώ χρόνια μετά όμως, και καθώς ο Γουέλς παρέμενε δεσμευμένος βάσει συμβολαίου, ο παραγωγός Χάρι Άλαν Τάουερς ξανάβαλε μπρος το πρότζεκτ.
Αξιοσημείωτο είναι πως η ταινία επρόκειτο να γυριστεί στην Ελλάδα, ο Γουέλς όμως αντιστάθηκε: «Δεν θα μπορούσα ποτέ να επιτρέψω κάτι τέτοιο, τη στιγμή που πολλοί καλλιτέχνες φίλοι μου βρίσκονται στη φυλακή από το δικτατορικό καθεστώς. Άλλωστε, η Ισπανία είναι η πατρίδα μου τώρα».
«Necromancy» (1973)
Στο σουξέ του «Μωρού της Ρόζμαρι» στήριξε την εμπορική του δυναμική τούτο εδώ το θριλεράκι, με τον Γουέλς να στήνει μια μεφιστοφελική φιγούρα ως διευθυντής μιας διαφημιστικής εταιρείας στην οποία καλείται να εργαστεί ο σύζυγος της δύσμοιρης ηρωίδας του. Γυρισμένο στην Καλιφόρνια, με ελάχιστα χρήματα, γνώρισε κι αυτό μια δεύτερη καριέρα στην αγορά του βίντεο, καθώς η κινηματογραφική διανομή του έμεινε στα μισά μετά από νομικά προβλήματα που προέκυψαν λίγο μετά την ολοκλήρωσή του.
Στην αυτοβιογραφία του «The amazing colossal worlds of Mr. B.I.G.», ο σκηνοθέτης της ταινίας Μπερτ Γκόρντον φοβήθηκε τα χειρότερα όταν η γραμματέας του Γουέλς τον ενημέρωσε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται στο σετ πριν από τις 10:00 ή μετά τις 16:00, ωράρια διόλου συνηθισμένα για μια ταινία τρόμου χαμηλού προϋπολογισμού, της οποίας το συνεργείο πρέπει να δουλεύει –το λιγότερο– δωδεκάωρα για να ολοκληρωθεί η ταινία εντός προγράμματος.
Σε μια στιγμή έμπνευσης (κάτι που δυστυχώς δεν φαίνεται να συνέβαινε συχνά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων), ο σκηνοθέτης προσέλαβε έναν φημισμένο σεφ, ο οποίος βρισκόταν διαρκώς στο σετ, φτιάχνοντας τα αγαπημένα φαγητά του πρωταγωνιστή του. Ο Γουέλς ερχόταν στην ώρα του και ήταν από τους τελευταίους που έφευγαν.
«Butterfly» (1982)
Κανείς δεν θυμάται σήμερα την Πία Ζαντόρα, όμως το 1982 όλοι ήξεραν την «Πεταλουδίτσα». Αυτός ήταν ο ελληνικός τίτλος του «Butterfly», που γυρίστηκε με χρήματα του Ισραηλινού παραγωγού Μεσουλάμ Ρικλίς. Σύζυγος της Ζαντόρα, ο Ρικλίς ήταν βέβαιος πως τούτο το γαργαλιστικό αστυνομικό δράμα με μικρές δόσεις σεξ και ολίγη από αιμομιξία(!) θα την έκανε σταρ και το τελικό αποτέλεσμα είναι μία από τις πιο camp ταινίες της δεκαετίας του '80, που μάλιστα συγκέντρωσε και 10 υποψηφιότητες για Χρυσό Βατόμουρο. Κι όμως, η Ζαντόρα βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της – και φυσικά όλοι ήξεραν πως η βράβευση ήταν «πληρωμένη».
Ο Όρσον Γουέλς ενσαρκώνει έναν δικαστή, ρόλος για τον οποίο βρέθηκε διπλά υποψήφιος κι αυτός, και για Σφαίρα και για... Βατόμουρο. Cult movie και αυτό σήμερα, διαθέτει όντως μια παράξενη γοητεία: το περιεχόμενο είναι ευτελές στα όρια της υστερίας, όμως είναι γυρισμένο με φροντίδα και διαθέτει ένα ωραιότατο score από τον Ένιο Μορικόνε.
«Transformers – The Movie» (1986)
Ακούστε τον Όρσον Γουέλς να υποδύεται τον Unicron
Πολύ πριν από τις θορυβώδεις και πετυχημένες (εμπορικά τουλάχιστον) περιπέτειες του Μάικλ Μπέι, η σειρά παιχνιδιών της Hasbro ήταν σε κάθε σπίτι κι έτσι από τα παιχνίδια αυτά προέκυψε μια τηλεοπτική σειρά, καθώς και μια πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων το έτος 1986. Συμπαραγωγή Αμερικής και Ιαπωνίας ‒όπου ο Γουέλς είχε χαρίσει ήδη τη φωνή του σε κάποια manga–, η ταινία δυστυχώς έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η τελευταία του δουλειά. Η υγεία του ήταν στο ναδίρ της – τόσο μάλιστα, που οι παραγωγοί του animation μεγάλου μήκους «Transformers – Τhe movie» επέλεξαν να «ενισχύσουν» ψηφιακά τη φωνή του ούτως ώστε να ακούγεται πιο... «γουελσ-ική».
Επιστρέφοντας από το στούντιο, ο Γουέλς είπε στη βιογράφο του Μπάρμπαρα Λίμινγκ: «Ξέρεις τι έκανα σήμερα το πρωί; Έπαιξα τη φωνή ενός... παιχνιδιού. Παίζω έναν πλανήτη. Απειλώ κάποιον που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Και μετά καταστρέφομαι. Το σχέδιό μου ενάντια στον τάδε που δεν μπορώ να θυμηθώ αποτυγχάνει κι εγώ γίνομαι κομμάτια». Πέθανε από καρδιακή προσβολή πέντε ημέρες μετά.