Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Αυγούστου του 2017 όταν εκτυλίχθηκαν τα φρικτά γεγονότα στην πολιτεία Rakhine της Μιανμάρ. Ολόκληρα χωριά κάηκαν, χιλιάδες Ροχίνγκια σκοτώθηκαν από τον στρατό της Μιανμάρ, ενώ μόνο οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα κατέγραψαν 6.700 βίαιους θανάτους. Οι Ροχίνγκια έχουν αντιμετωπίσει συστηματικές διακρίσεις στη Μιανμάρ επί δεκαετίες, ενώ έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας είχε αποκαλύψει ότι αυτή η καταστολή εναντίον τους είχε ξεκινήσει από το 2012, όταν η βία μεταξύ βουδιστικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων κυριαρχούσε.
Πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από εκείνες τις δραματικές εξελίξεις και είναι χαρακτηριστικά όλα όσα δήλωσε η Ύπατη Αρμοστής του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα Μισέλ Μπατσελέτ, τονίζοντας πως εξακολουθεί να μην είναι ασφαλές για τους πρόσφυγες Ροχίνγκια να επιστρέψουν στη Μιανμάρ, μετά την καταστολή που προκάλεσε τη μαζική έξοδό τους στο γειτονικό Μπανγκλαντές. «Δυστυχώς, η παρούσα κατάσταση από την άλλη πλευρά των συνόρων δείχνει πως δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για την επιστροφή», σημείωσε η Μπατσελέτ, η οποία πριν λίγες μέρες πραγματοποίησε τετραήμερη επίσκεψη στο Μπανγκλαντές.
Χιλιάδες άνθρωποι που έμειναν χωρίς πατρίδα, εκδιώχθηκαν από τη χώρα τους και έζησαν καταστάσεις σκληρής βίας. Έτσι, το 2017, περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι, κατέφυγαν στο Μπανγκλαντές για να σώσουν τη ζωή τους. Μαζί με άλλους πρόσφυγες Ροχίνγκια που είχαν αναζητήσει καταφύγιο από προηγούμενους κύκλους βίας αποτελούν τώρα έναν πληθυσμό σχεδόν 1.000.000 ανθρώπων που ζουν στον μεγαλύτερο προσφυγικό καταυλισμό του κόσμου, στο Cox’s Bazar του Μπανγκλαντές.
Νιώσαμε υποτιμημένοι και ανήσυχοι. Στη χώρα όπου ζούσαν οι πρόγονοί μας δεν μπορούσαμε πλέον να ψηφίσουμε. Οι καρδιές μας βυθίζονταν όταν μας αποκαλούσαν εισβολείς. Η άδικη συμπεριφορά τους απέναντι μας έφτασε σε βαθμό που μας ανάγκασε να φύγουμε.
Μετά από πέντε χρόνια φυγής από τη Μιανμάρ, τίποτα δεν έχει αλλάξει για αυτούς τους ανθρώπους. Δυο διαφορετικές γενιές Ροχίνγκια, ο 15χρονος Anwar και ο 65χρονος Razi, που ζουν στο Cox’s Bazar, αφηγήθηκαν στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα το παρόν και το μέλλον τους. Οι ιστορίες τους απεικονίζουν δεκαετίες καταπίεσης και στοχευμένης βίας, χαμένα όνειρα, γκρεμισμένες οικογένειες, αγωνία για το μέλλον και ευχές για μια ασφαλή επιστροφή στην πατρίδα τους.
Ονειρεύομαι να γίνω γιατρός, αλλά δεν νομίζω να τα καταφέρω
Ο δεκαπεντάχρονος Anwar θυμάται ακόμη πολύ καθαρά τη στιγμή που έφυγε από τη Μιανμάρ, πριν από 5 χρόνια. Πίσω στην πατρίδα του ήταν καλός μαθητής με πολλά όνειρα. Τώρα ανησυχεί για το πώς θα εξελιχθεί η ζωή του.
«Το όνομα μου είναι Anwar. Είμαι μαθητής από τη Μιανμάρ. Είμαι 15 χρονών, σχεδόν 16. Φύγαμε από τη γειτονιά μας στη Μιανμάρ και τώρα ζούμε στο Jamtoli, καταυλισμό στο Μπανγκλαντές.
Θυμάμαι τη στιγμή που φύγαμε από τη Μιανμάρ με την οικογένειά μου. Ήταν ένα απόγευμα που ο στρατός επιτέθηκε στη γειτονιά μας και έπρεπε να τρέξουμε προς κάποια άλλη κοντινή περιοχή. Όταν έβαλαν φωτιά στα σπίτια μας, έπρεπε να φύγουμε ακόμα πιο μακριά. Εμείς επιζήσαμε, αλλά πολλοί συγγενείς και γείτονές μας δολοφονήθηκαν.
Διασχίσαμε μακρύ δρόμο αναζητώντας ασφάλεια. Θυμάμαι πως τρέχαμε και περπατούσαμε για σχεδόν 12 μέρες, μέχρι να φτάσουμε στο Μπανγκλαντές. Ήταν επικίνδυνο: περπατούσαμε σε δύσβατους δρόμους, σκαρφαλώναμε σε λόφους και διασχίζαμε νερά. Είδαμε πολλά πτώματα στη διαδρομή.
Με το που φτάσαμε στο Μπανγκλαντές, μείναμε μαζί με συγγενείς και γείτονες και τώρα ζούμε σε αυτό το καταφύγιο του καταυλισμού.
Πήγαινα στο σχολείο όταν φύγαμε, οπότε όταν ήρθα εδώ η εκπαίδευσή μου διακόπηκε. Ήμουν καλός μαθητής με υψηλούς βαθμούς. Μου αρέσει να μαθαίνω, αλλά τώρα δεν μπορώ να μελετήσω ή να πάρω τα βιβλία που χρειάζομαι.
Στον προσφυγικό καταυλισμό των Ροχίνγκια μόνο το βασικό επίπεδο εκπαίδευσης είναι διαθέσιμο, τίποτα παραπάνω. Η μόνη ευκαιρία που έχουμε να μάθουμε κάτι καινούριο είναι όταν οι δασκάλες και οι δάσκαλοι της κοινότητάς μας συγκεντρώνονται με τα παιδιά Ροχίνγκια για να τα διδάξουν. Μας διδάσκουν με όλο τους το είναι.
Κάποιοι από τους φίλους μου χάνουν τα μαθήματα, γιατί είναι υπεύθυνοι να στηρίξουν τις οικογένειες τους. Και τους καταλαβαίνω. Αν όμως εκπαιδευτούν, μπορούν μετά να εκπαιδεύσουν οι ίδιοι άλλα άτομα και έτσι να δημιουργήσουμε μια αλυσίδα. Μόνο έτσι η κοινότητά μας θα εξελιχθεί και η γενιά μας θα κάνει κάτι καλό.
Το όνειρό μου ήταν να γίνω γιατρός, να είμαι χρήσιμος στην κοινότητα. Από μικρό παιδί, βλέπω γιατρούς να βοηθάνε κόσμο και να βάζουν τα δυνατά τους. Τώρα καταλαβαίνω ότι αυτό το όνειρο μάλλον δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ακόμα, όμως, χαίρομαι να πηγαίνω στα μαθήματα και να βλέπω τους φίλους μου. Προσπαθούμε να είμαστε χαρούμενοι όσο διαβάζουμε και παίζουμε.
Η ζωή μας στον καταυλισμό δεν είναι εύκολη. Η αμοιβή του πατέρα μου δεν είναι αρκετή για να στηρίξει την οικογένειά μου. Μερικές φορές όταν γυρίζω το βράδυ από το σχολείο δεν αισθάνομαι ασφαλής.
Θα ήθελα να απευθυνθώ σε νέους ανθρώπους, όπως εγώ, από όλο τον κόσμο. Σας παρακαλώ, χρησιμοποιήστε την ευκαιρία που έχετε να μάθετε όσα περισσότερα μπορείτε. Οι υπόλοιποι Ροχίνγκια πρόσφυγες κι εγώ δεν έχουμε αυτήν τη δυνατότητα».
Μας φέρονταν σαν να είμαστε παρίες
Ο Mohamed Hussein εργαζόταν ως δημόσιος υπάλληλος σε υπουργικό γραφείο στη Μιανμάρ για περισσότερα από 38 χρόνια. Το 1982 του αφαιρέθηκε η υπηκοότητα, λόγω της εθνικότητάς του ως Ροχίνγκια. Από τότε ο Mohamed Hussein έχει δει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του να συρρικνώνονται. Αναγκάστηκε να φύγει για το Μπανγκλαντές και ζει σε προσφυγικό καταυλισμό εδώ και πέντε χρόνια.
«Έχω ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1973. Εργαζόμουν ως υπάλληλος της κυβέρνησης, καθώς εκείνη την εποχή οι Ροχίνγκια αναγνωρίζονταν από το Σύνταγμα. Μας διόριζαν αμέσως αφού επιβεβαίωναν ότι έχουμε ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Αφού επετεύχθη η ανεξαρτησία από τον βρετανικό κλοιό το 1948, η κυβέρνηση μάς αποδέχτηκε ως πολίτες. Αν ο πατέρας κάποιου και ο ίδιος ήταν γεννημένοι στη Μιανμάρ, τότε και οι δύο μπορούσαν να αναγνωριστούν ως πολίτες. Άνθρωποι κάθε εθνικότητας απολάμβαναν ίσα δικαιώματα. Κανείς δεν αντιμετώπιζε διακρίσεις.
Όλα αυτά άλλαξαν το 1978, όταν ο Naga Min, ή αλλιώς ο Dragon King, ανέλαβε την απογραφή του πληθυσμού. Η απογραφή διευκρίνιζε ποιος ήταν πολίτης της Μιανμάρ και ποιος πολίτης του Μπανγκλαντές. Πολλοί άνθρωποι συνελήφθησαν επειδή δεν είχαν τα απαραίτητα έγγραφα. Φοβούμενος για τη ζωή μου, έφυγα. Ύστερα η κυβέρνηση της Μιανμάρ μας δέχτηκε πίσω ξανά. Έγινε μια συμφωνία με την κυβέρνηση του Μπανγκλαντές, και μας υποσχέθηκαν πως, αν γυρίσουμε, τα δικαιώματά μας θα είναι προστατευμένα. Αυτή η υπόσχεση δεν τηρήθηκε. Η γη μας επέστρεψε στους ιδιοκτήτες της, αλλά τα δικαιώματά μας δεν διασφαλίζονταν. Αυτή ήταν η αρχή της καταπίεσής μας. Μας συμπεριφέρονταν σαν να είμαστε παρίες, με κλιμακωτές στερήσεις, που έφταναν μέχρι και σε διώξεις.
Οι αρχές μάς στέρησαν την υπηκοότητά μας (της Μιανμάρ). Εκείνη την εποχή, παρά το γεγονός της αφαίρεσης της υπηκοότητάς μας, οι Ροχίνγκια ήταν αποδεκτοί στη χώρα ως ξένοι. Διαφορετικές περιφέρειες μετέδιδαν τα νέα των κοινοτήτων των Ροχίνγκια. Ύστερα από τη στρατιωτική κατάληψη της χώρας, ο ραδιοφωνικός σταθμός μας σίγησε. Αν ήμασταν πραγματικά ξένοι, γιατί το προηγούμενο Σύνταγμα δεν μας αναγνώριζε ως αλλοδαπούς;
Δεν μας επιτρεπόταν πλέον να παρακολουθούμε περαιτέρω εκπαίδευση. Μας είχαν επιβληθεί ταξιδιωτικοί περιορισμοί και ο στρατός μάς ανάγκαζε να αναμειχθούμε στις συγκρούσεις με τους Βουδιστές. Μας επιβλήθηκε ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας και αν κάποιος βρισκόταν σε κάποιο σπίτι ως επισκέπτης, βασανιζόταν. Έτσι, ξεκινήσαμε να κρατάμε τα στόματά μας κλειστά όταν συνέβαινε κάτι στην κοινότητα.
Κάθε χρόνο προσέθεταν νέες διαταγές. Και όσοι δεν τις έφερναν εις πέρας, συλλαμβάνονταν. Εκτός από όλα αυτά όμως, μπορούσαμε ακόμα να ψηφίζουμε. Εκλέξαμε μέλη που συμμετείχαν στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Έπειτα, το 2015, ακόμα και το δικαίωμα ψήφου μάς αφαιρέθηκε.
Νιώσαμε υποτιμημένοι και ανήσυχοι. Στη χώρα όπου ζούσαν οι πρόγονοί μας δεν μπορούσαμε πλέον να ψηφίσουμε. Οι καρδιές μας βυθίζονταν, όταν μας αποκαλούσαν εισβολείς. Η άδικη συμπεριφορά τους απέναντι μας έφτασε σε βαθμό που μας ανάγκασε να φύγουμε.
Ένα πρωί (το 2017) ακούσαμε πυροβολισμούς. Έπειτα, ήταν μια Πέμπτη βράδυ, όταν έπεσαν πραγματικά πυρά από τη στρατιωτική βάση, κοντά στο σπίτι μας. Το επόμενο πρωί, μάθαμε ότι κάποιοι Ροχίνγκια είχαν δολοφονηθεί. Όταν οι άνθρωποι είδαν τον στρατό να μπαίνει στην περιοχή μας, ξεκίνησαν να τρέχουν. Ήμασταν τρομοκρατημένοι, καθώς ο στρατός έκανε συλλήψεις και δολοφονούσε ανθρώπους παντού. Τρέχοντας για να σώσουμε τις ζωές μας, φτάσαμε εδώ, στο Μπανγκλαντές. Ήμασταν τυχεροί που καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι εδώ ζωντανοί. Το Μπανγκλαντές κάνει πολλά για εμάς και είναι στο πλευρό μας.
Όταν πρωτοφτάσαμε εδώ, ήμασταν πολύ αισιόδοξοι. Αλλά τώρα πια, αισθανόμαστε ότι έχουμε κολλήσει εδώ. Η ζωή έχει γίνει δύσκολη. Ακριβώς λόγω αυτού, αισθάνομαι την καρδιά μου εξαντλημενη. Όποτε βγαίνω έξω, με ερευνούν (οι φρουροί.)
Δεν μπορώ καν να επισκεφτώ τα παιδιά μου. Η μια κόρη μου ζει στο Kutupalong και η άλλη κάπου κοντά. Μου παίρνει πολύ ώρα να φτάσω στα δικά τους καταφύγια, κάθε φορά που προσπαθώ να τις επισκεφθώ. Ο εγκλεισμός με ενοχλεί. Ανησυχώ για το μέλλον, καθώς τα παιδιά μας δεν λαμβάνουν την απαραίτητη εκπαίδευση. Είτε παραμείνουν εδώ είτε επιστρέψουν στη Μιανμάρ, τι θα κάνουν χωρίς εκπαίδευση; Έχουμε περάσει πολλές ξάγρυπνες νύχτες σκεπτόμενοι ακριβώς αυτό.
Λαμβάνω ιατρική περίθαλψη για τον διαβήτη και την υψηλη πίεση σε μία δομή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα μέσα στον καταυλισμό, αλλά η αγωγή μου για την πάθηση στο νεφρό μου δεν είναι δυνατή εδώ. Δεν μπορώ να βγω έξω για την αγωγή αυτή, επομένως αρκούμαι σε ό,τι μπορεί να γίνει μέσα στον καταυλισμό.
Τώρα πια είμαι μεγάλος και σύντομα θα πεθάνω. Αναρωτιέμαι αν θα καταφέρω να δω την πατρίδα μου πριν πεθάνω. Η επιθυμία μου είναι να ανασάνω για τελευταία φορά στη Μιανμάρ. Δεν είμαι όμως, σίγουρος ότι αυτή η ευχή θα γίνει πραγματικότητα. Η καρδιά μου ακόμα χτυπά για τον επαναπατρισμό μας, με τη διαβεβαίωση όμως ότι τα δικαιώματά μας θα προστατεύονται και δεν θα διωχθούμε ξανά. Φοβάμαι στην ιδέα ότι μπορεί να αντιμετωπίσω ξανά διώξεις.
Στη Μιανμάρ θα μπορούσαμε να αντιμετωπιζόμαστε ισότιμα, αν αναγνωριζόμασταν ως πολίτες. Θα έπρεπε να μπορούμε να σπουδάζουμε, να κρατάμε τα ηνία της ζωής μας και να κυκλοφορούμε όπως όλοι οι υπόλοιποι πολίτες. Θα έπρεπε να μπορούμε να ψηφίζουμε, να συμμετέχουμε στις εκλογές και να υψώνουμε τις φωνές μας μέσα στο Κοινοβούλιο. Τώρα που όλα τα δικαιώματά μας έχουν αφαιρεθεί, δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από πτώματα που περπατάνε. Ο κόσμος έχει φτιαχτεί έτσι, ώστε όλοι μας να μπορούμε να ζούμε σε αυτόν. Εμείς δεν έχουμε καμία πατρίδα.
Θέλω να πω στον κόσμο ότι είμαστε άνθρωποι όπως και εσείς και θέλουμε να ζήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή. Ζητάμε από τον κόσμο να μας βοηθήσει να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Η ευχή μου είναι να έχω δικαιώματα και ειρήνη».