Ισπανία, Ιταλία, Μαρόκο και Γαλλία. Απ’ όπου κι αν έρχονται, πολλοί expats σήμερα επιλέγουν την Αθήνα για να χτίσουν μια νέα ζωή από το μηδέν. Βρίσκουν δουλειά και αναζητούν διαμέρισμα σε μια εποχή που οι ενδιαφερόμενοι τα ψάχνουν με το κιάλι, κάνουν φίλους, προσαρμόζονται στους πιο χαλαρούς ρυθμούς και τις οικονομικές συνθήκες και αφήνουν τον ιδιαίτερο παλμό της πόλης να τους παρασύρει σε ένα νέο, ανεξερεύνητο γι’ αυτούς κεφάλαιο.
Σε αυτήν τη σχεδόν post-Covid εποχή ο καθένας ψάχνει κάτι διαφορετικό, με το lifestyle να είναι σχεδόν τις περισσότερες φορές αυτό που ελκύει τους νεότερους.
Σε μια έρευνα του 2021, επτά από τους δέκα expats στη χώρα μας παραδέχτηκαν ότι η ποιότητα ζωής τους είναι καλύτερη απ’ ό,τι στην πατρίδα τους.
Αντίστοιχα, σε έρευνα της βρετανικής εταιρείας Property Guides για το 2022 η Αθήνα βρέθηκε στη δεύτερη θέση ανάμεσα στα καλύτερα μέρη του κόσμου για να αγοράσει κάποιος ακίνητο και να μετακομίσει.
Οι αντιφάσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν, βέβαια, είναι πολλές. Οι αρχαιότητες που συναντούν σε μια τυχαία βόλτα, οι άνθρωποι που τους υποδέχονται εγκάρδια, οι γειτονιές που τα βράδια δεν κοιμούνται και οι πλατείες που τα Σαββατοκύριακα γεμίζουν ζωή είναι από τα στοιχεία που τους γοητεύουν.
Από την άλλη, τα επεισόδια στους δρόμους είναι συχνά, η κίνηση και τα σκουπίδια πάντα παρόντα, όπως και ο ρατσισμός ενίοτε. Βέβαια, η καθημερινότητα κάθε επισκέπτη επηρεάζεται με τρόπο ξεχωριστό από τις διαφορετικές πτυχές της ζωής στην πόλη.
Οι αρχαιότητες που συναντούν σε μια τυχαία βόλτα, οι άνθρωποι που τους υποδέχονται εγκάρδια, οι γειτονιές που τα βράδια δεν κοιμούνται και οι πλατείες που τα Σαββατοκύριακα γεμίζουν ζωή είναι από τα στοιχεία που τους γοητεύουν. Από την άλλη, τα επεισόδια στους δρόμους είναι συχνά, η κίνηση και τα σκουπίδια πάντα παρόντα, όπως και ο ρατσισμός ενίοτε.
Pablo
«Αν σκεφτώ την Αθήνα, αυτά που μου έρχονται στο μυαλό είναι η Ακρόπολη, η Φωκίωνος Νέγρη, το Πεδίον του Άρεως, η Ομόνοια και το Γκάζι. Αυτά είναι τα μέρη στα οποία έχω πάει περισσότερο μαζί με φίλους μου, που με έκαναν να νιώσω σαν στο σπίτι μου», λέει ο Pablo, που είναι δημοσιογράφος.
Όταν έφτασε στην Αθήνα στα τέλη Μαΐου του 2022, έκλεισε ένα Airbnb και παράλληλα μπήκε στην αγχώδη διαδικασία αναζήτησης διαμερίσματος. «Μόλις άρχισα να δουλεύω, οι συνάδελφοί μου με βοήθησαν με κάποιες συμβουλές, οπότε από τη στιγμή εκείνη τα πάντα ήταν πιο εύκολα. Το γεγονός ότι σχεδόν όλοι μιλούν αγγλικά βοηθάει πολύ, όπως και το ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι πολύ φιλικοί και εξυπηρετικοί», σημειώνει.
«Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η ζωή στον δρόμο, μοιάζει πολύ με την Ισπανία και αυτό σε βοηθά να νιώσεις άνετα. Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι τα λεωφορεία. Δεν έχω σταθμό του μετρό κοντά μου, οπότε πρέπει να τα χρησιμοποιώ καθημερινά, αλλά υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις. Μου είναι πολύ δύσκολο να μην ξέρω αν θα φτάσω στην ώρα μου στον προορισμό μου». Εκτός από το πρόβλημα με τη συγκοινωνία, η Κυψέλη, όπου μένει, του φαίνεται γοητευτική. «Είναι μια γειτονιά με πολλά μέρη για να ανακαλύψεις». Το Γκάζι είναι το μέρος όπου θα παρτάρει με τους φίλους του. Εκεί η ατμόσφαιρα τα βράδια αλλάζει τελείως.
Ο Pablo υποστηρίζει ότι το σούπερ-μάρκετ είναι ελαφρώς πιο ακριβό στην Ελλάδα, με τη διασκέδαση έξω να είναι λίγο φθηνότερη σε σχέση με την Ισπανία, κάτι που, όπως αναφέρει, εξαρτάται και από τη γειτονιά όπου θα επιλέξεις να βγεις.
Τι κάνει την Αθήνα ξεχωριστή; «Είναι μια πόλη με προσωπικότητα. Μπορείς να δεις σε πολλά σημεία τις επιπτώσεις της κρίσης, όμως μπορείς να βρεις ομορφιά σε αυτή και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αυτό οφείλεται στους ανθρώπους που ζουν εδώ. Και, φυσικά, στην Ακρόπολη, στο κέντρο της πόλης. Είναι καταπληκτικό να τη βλέπεις κάθε μέρα, ενώ περπατάς στον δρόμο».
Elena
Η Elena είναι στην Αθήνα εδώ και δύο μήνες. «Ήταν σχετικά εύκολο να εγκατασταθώ γιατί η σύντροφός μου ήταν ήδη εδώ, όπως και οι φίλοι της, που με υποδέχτηκαν εγκάρδια. Έκαναν τη ζωή μου πολύ πιο εύκολη. Μετά από μια εβδομάδα συνάντησα μια εκπληκτική ομάδα ισπανόφωνων φίλων, κάτι που με έκανε να νιώσω ότι βρίσκομαι σπίτι μου», λέει.
Αυτό που της αρέσει περισσότερο στην Αθήνα είναι οι ευκαιρίες που προσφέρει αναφορικά με τις πολιτιστικές δραστηριότητες, το θέατρο, τις γλώσσες και τις διαφορετικές κοινότητες που τη διαμορφώνουν. Το γεγονός ότι υπάρχουν λόφοι και φύση τόσο κοντά στην πόλη δημιουργεί ένα μοναδικό περιβάλλον, ενώ στα μειονεκτήματα αναφέρει την έλλειψη καθαριότητας.
«Η γειτονιά που μου αρέσει περισσότερο είναι τα Εξάρχεια. Είναι γεμάτα ζωντανές και διαφορετικές κουλτούρες, vegan μέρη και κοινότητες που βοηθάνε η μία την άλλη. Ένα στοιχείο που κάνει ξεχωριστό την πόλη είναι ότι συνδυάζει αρχαία vibes με μοντέρνα αισθητική, αλλά μόνο σε μερικά μέρη ή δρόμους. Κάποια άλλα κτίρια ή δρόμοι έχουν vibes από τα ’60s», λέει.
Όπως και στην περίπτωση του Pablo, έτσι και για εκείνη η εικόνα της Ακρόπολης τη νύχτα, που είναι ορατή από τον δρόμο μπροστά στο σπίτι της, είναι εντυπωσιακή. «Αυτό το καλοκαίρι πήγα στην Αμοργό και στην Κέρκυρα με την κοπέλα μου και οι αναμνήσεις αυτές είναι οι πρώτες που είχα από τα ελληνικά νησιά. Ήταν απλώς εκπληκτικές».
Noura
H Noura είναι Βελγίδα και οι γονείς της από τη Σερβία και το Μαρόκο. Μετακόμισε στην Αθήνα πριν από δύο χρόνια και ως ζωγράφος της φάνηκε ιδανική πόλη, με καλές συνθήκες εργασίας και πολλές ευκαιρίες για έμπνευση.
«Με γοητεύει η ενέργεια της Αθήνας, ένιωσα πολύ γρήγορα σαν στο σπίτι μου. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου στον ελληνικό πολιτισμό, στις αξίες και στην καθημερινότητά του, λόγω της καταγωγής μου. Είμαι μισή από το Μαρόκο και μισή από τη Σερβία και νομίζω ότι συναντώ αυτήν τη δυαδικότητα στην κουλτούρα της πόλης. Η Αθήνα είναι ένα φιλόξενο μέρος για καλλιτέχνες, με πρόσβαση σε ανοιχτούς χώρους, ισχυρή σύνδεση με τη φύση και απίστευτο φως».
Στο διάστημα της διαμονής της έζησε σε αρκετές γειτονιές της πόλης, με τις αγαπημένες της να είναι αυτές που έχουν χαμηλά κτίρια και αφήνουν το έντονο φως να περνάει.
«Τα πιο ξεχωριστά μέρη είναι εκείνα κοντά στους λόφους, που σου δίνουν τη δυνατότητα να βρεθείς γρήγορα στη φύση. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της Αθήνας που μου αρέσει και έχει μια διαχρονική διάσταση, όπως οι υπαίθριοι κινηματογράφοι και τα παλιά καφενεία».
Η Noura μου εξηγεί πως αγαπά την πλατεία Μερκούρη, καθώς μια φίλη της, η Alix, έχει εκεί ένα κατάστημα με artbooks, το οποίο γίνεται τόπος συνάντησης της παρέας. Οι γειτονιές που ξεχωρίζει είναι εκείνες στις οποίες θα βρεις καλλιτεχνικά στούντιο, στα οποία φιλοξενούνται εκθέσεις.
Σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα ενός expat στην πόλη, αναφέρει: «Εξαρτάται από τον μισθό και τα οικονομικά δεδομένα καθενός, ωστόσο είναι σίγουρο ότι για πρωτεύουσα της Ευρώπης η Αθήνα είναι σχετικά φθηνή, αν της συγκρίνουμε ειδικά με το Παρίσι ή το Λονδίνο. Όμως ο μέσος μισθός εδώ, όπως και το κόστος ζωής, είναι πολύ χαμηλότερα».
«Η Αθήνα είναι μοναδική όσον αφορά την ταυτότητά της», καταλήγει. «Με εμπνέει το κενό μεταξύ της ιστορικής κληρονομιάς και των επιρροών που την έχουν σημαδέψει. Υπάρχει κάτι ακαθόριστο που ενώνει και ελκύει πολλούς ανθρώπους με συγκεκριμένες ευαισθησίες από άλλα μέρη κι αυτό είναι κάτι καλοδεχούμενο. Η Αθήνα είναι μια πόλη που προσφέρει ευκαιρίες και εμπνέει όχι μόνο χάρη στην Ιστορία της αλλά και χάρη στους ανθρώπους της. Το φως, οι άνθρωποι και οι καλλιτέχνες, η ιστορία και η κουλτούρα της καθημερινής ζωής, είναι για μένα και τους πίνακές μου πηγές έμπνευσης». @nouradjuric_
Jorge
Η Jorge Andrés Alonso (όταν αυτοπροσδιορίζεται προτιμά θηλυκές αντωνυμίες ή το αγγλικό they/them) είναι φωτογράφος και έχει ζήσει στην Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στη Μαδρίτη. Αρχικά, ήρθε για να συνεργαστεί με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου σε μια ισπανική παραγωγή και ένιωσε να συνδέεται με τους ανθρώπους και το μέρος. Η σχέση που αντιλήφθηκε ότι έχουν οι Έλληνες με το περιβάλλον τους (όχι μόνο με τις πόλεις, τα νησιά, τα δάση, την ύπαιθρο) ήταν κάτι που την εντυπωσίασε.
«Πριν από τη φωτογραφία σπούδαζα περιβαλλοντικές επιστήμες και εκτιμώ πολύ τον τρόπο που οι Έλληνες σχετίζονται με τις παραδόσεις τους, το περιβάλλον τους, ακόμη και τον τρόπο που οι άνθρωποι στην Αθήνα είναι δεμένοι με τη φύση», λέει.
«Μόλις μετακόμισα στην πόλη κατάλαβα και βίωσα πραγματικά την έννοια της φιλοξενίας». Σε πρώτη φάση, ήταν πολύ εύκολο να γνωρίσει κόσμο μέσω του Erasmus, Έλληνες που τον βοήθησαν να βρει σπίτι, ακόμη και δουλειά. Φυσικά, δεν ήταν όλα ρόδινα. «Αντιμετώπισα επίσης κάποιο ρατσισμό και πολλές δυσκολίες όσον αφορά τη γραφειοκρατία και την εδραίωση της νομικής μου κατάστασης στη χώρα».
Υπήρξε μάρτυρας μιας πολύπλοκης κατάστασης σε σχέση με τον προσφυγικό πληθυσμό και ρατσιστικής συμπεριφοράς, που έρχεται σε αντίθεση με το πόσο φιλόξενοι είναι γενικά οι Αθηναίοι. «Είχα την τύχη να δουλέψω με οργανισμούς που συνεργάστηκαν με μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, οικογένειες και έφηβους πρόσφυγες. Έχω δει να εκδηλώνεται και επιθετικότητα εναντίον αυτών των ανθρώπων αλλά και μεγάλη υποστήριξη, κάτι που αποτέλεσε παράδειγμα για πολλές χώρες σε όλη την Ευρώπη».
Όσον αφορά τη νυχτερινή ζωή, η Αθήνα είναι για τη Jorge Andrés Alonso μια πόλη με παλμό. «Συγκρίνοντάς τη με τη Μαδρίτη, η Αθήνα έχει περισσότερες ελευθερίες. Υπάρχει ζωή μέχρι αργά τη νύχτα, όχι τόση πίεση ή περιορισμοί. Στη Μαδρίτη τα πάντα κλείνουν πολύ νωρίς τη νύχτα και μετά πρέπει να πληρώσεις 20-30 ευρώ για να πας σε κλαμπ. Στην Αθήνα μπορείς να βγεις, να πας από μπαρ σε μπαρ, να μιλάς με τον κόσμο, να βολτάρεις στους δρόμους».
Μου εξηγεί ότι έμεινε στα Εξάρχεια, τα οποία του φάνηκαν ιδιαίτερα για πολλούς λόγους. «Μου άρεσε πολύ η γειτονιά, η νυχτερινή ζωή και το αίσθημα της κοινότητας που μπορείς να νιώσεις εκεί. Βέβαια, με νευρίαζε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να επιστρέψω κανονικά σπίτι μου το Σάββατο το βράδυ, γιατί έμενα πίσω από το Πολυτεχνείο. Ο κάδος ανακύκλωσης έπαιρνε φωτιά κάθε Σαββατοκύριακο», λέει.
«Στην Ελλάδα οι άνθρωποι έχουν έναν φιλόξενο τρόπο ζωής. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι την ερωτεύονται. Όχι ακριβώς λόγω της θάλασσας και των παραλιών ή των νησιών αλλά κυρίως λόγω των ανθρώπων. Λόγω του πώς σε κάνουν να αισθάνεσαι και του πόσο εύκολα μπορείς να βρεις ένα περιβάλλον με το οποίο μπορείς να ταυτιστείς». @jorgeandresalonso
Tania
Η Tania είναι από την Ιταλία και ήρθε στην Αθήνα τον Μάιο του 2018. Έχοντας σπουδάσει εικονογραφία στην Αγγλία και στη Σκωτία, ένιωσε την ανάγκη να ζήσει σε ένα μέρος με πιο θερμό κλίμα. Έκλεισε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την Αθήνα και έμεινε σε μια φίλη της. Σύντομα βρήκε δουλειά σε γραφιστικό γραφείο και παράλληλα άρχισε να δουλεύει ως freelancer. Η γειτονιά της είναι ο Βύρωνας.
«Η δουλειά πάει καλά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δυσκολίες», λέει. Η ζωή στην Αθήνα, όπως αναφέρει, έχει τα πάνω και τα κάτω της, όμως η καλή παρέα και η εργασία της την κάνουν να επιλέγει αυτόν τον τρόπο ζωής σε σχέση με εκείνον του εξωτερικού. «Στην αρχή στην Αθήνα τα έβλεπα όλα πάρα πολύ ρομαντικά και ωραία. Ζούσα σαν τουρίστας κάθε Σαββατοκύριακο. Είναι μια πόλη με πολύ τσιμέντο, αλλά έχει πάρκα και λόφους κι αυτό ανοίγει κάπως το μάτι, ενώ τα αρχαία μπλέκονται στην καθημερινότητά σου. Στην Αθήνα τη Δευτέρα μετά τη δουλειά μπορεί να φας ή να πιεις κάτι έξω, είναι όλα ανοιχτά και πιο οικονομικά. Μου άρεσε αυτή η χαλαρότητα, μου πήρε όμως λίγο καιρό να συνηθίσω τον ρυθμό της».
Αν κάτι τη νευριάζει, αυτό είναι η κίνηση στους δρόμους, ενώ, όσον αφορά τα σκουπίδια, είτε είσαι στη Βικτώρια είτε στο Κολωνάκι, οι πεζόδρομοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. «Στο επαγγελματικό κομμάτι όλα αργούν. Δεν μπορείς να βάλεις ένα πλάνο. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει οργάνωση βλέπω ότι ο κόσμος βρίσκει τον δικό του τρόπο για να κάνει τα πράγματα που θέλει». Όσον αφορά τους ανθρώπους της πόλης, μου λέει ότι διαφέρουν μεταξύ τους. «Υπάρχει μια ζεστασιά που έλειπε στην Αγγλία. Μπορείς να συζητήσεις κάτι πιο ουσιαστικό με έναν άνθρωπο που μπορεί να μην είναι καν φίλος σου», σχολιάζει.
«Μου αρέσει το κέντρο και να πηγαίνω σε μέρη που δεν είναι απαραίτητα κεντρικά. Στην Ελλάδα με λίγα λεφτά μπορείς να περάσεις καλά. Μπορείς να πας σε μια πολύ ωραία ταβέρνα με καλή παρέα. Δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω».
Όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι, σημειώνει πως η διαφορά με το εξωτερικό είναι μεγάλη. «Βλέπω τις ίδιες δυσκολίες, απλώς σε διαφορετική κλίμακα. Το ενοίκιο που είχα στην αρχή δεν συγκρίνεται με το αντίστοιχο που είχα στην Ιταλία. Αν εδώ ήταν 250 ευρώ, εκεί θα ήταν σίγουρα πάνω από 600. Τελευταία όμως έχει αλλάξει πολύ η κατάσταση, δεν είναι πολύ βιώσιμη».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.