Η Σανόρα Μπαμπ, η οποία είχε γεννηθεί στην Οκλαχόμα και είχε μεγαλώσει ανάμεσα στους καλλιεργητές καλαμποκιού στο ανατολικό Κολοράντο πριν γίνει δημοσιογράφος, ήξερε καλά πώς είναι να μεγαλώνεις σε συνθήκες φτώχειας. Αυτός ήταν ο λόγος που θέλησε να γράψει για τη τραγική θέση στην οποία είχαν βρεθεί εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες οι οποίοι είχαν πληγεί βαρύτατα από το διπλό κακό της Μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης που ακολούθησε το κραχ του 1929 και την μεγάλη ξηρασία που έπληξε μεγάλα τμήματα της πολιτείας της Οκλαχόμα στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, αναγκάζοντάς τους να μετοικίσουν στην Καλιφόρνια προκειμένου να βρουν δουλειά. Το 1938, η 30χρονη Μπαμπ ξεκίνησε να εργάζεται για τον Τομ Κόλινς, διαχειριστή της Επιτροπής Αγροτικής Ασφάλειας (FSA), στους καταυλισμούς των μεταναστών και να κρατάει εκτενείς σημειώσεις για ένα μυθιστόρημα που είχε ξεκινήσει σχετικά με τη δυσχερή θέση αυτών των ανθρώπων και την στυγνή εκμετάλλευσή τους από τους γαιοκτήμονες. Η Μπαμπ ήταν μέλος του αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, γεγονός που θα την τοποθετούσε στη «μαύρη λίστα» κατά την περίοδο του μακαρθισμού.
Λίγους μήνες μετά την έναρξη της εθελοντικής εργασίας της Μπαμπ για την FSA, ο Τομ Κόλινς την κάλεσε σε μια κοντινή καφετέρια για να γευματίσει με έναν συγγραφέα με τον οποίο συνεργαζόταν, τον Τζον Στάινμπεκ. Ο Στάινμπεκ, το μπεστ σέλερ του οποίου «Άνθρωποι και ποντίκια» κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν, είχε βρει τον Κόλινς ενώ έγραφε μια σειρά άρθρων για τη δυσχερή θέση των προσφύγων από την Οκλαχόμα στην εφημερίδα The San Francisco News. Εκτός από τη συγγραφή αυτών των επτά άρθρων για την εφημερίδα, ο Στάινμπεκ είχε επίσης γράψει μια σύντομη περίληψη για την κατάσταση των μεταναστών που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Nation, καθώς και ένα φυλλάδιο με τίτλο «Their Blood Is Strong». Σκεπτόμενος ότι η παρουσία ενός συγγραφέα με τα εύσημα και τις πωλήσεις του Στάινμπεκ θα τραβούσε την προσοχή του κοινού στα στρατόπεδα των αγροτών, ο Κόλινς προθυμοποιήθηκε να τον συνοδεύσει κατά την επίσκεψή του στον καταυλισμό.
Ίσως εξαιτίας της έλλειψης εμπεριστατωμένης γνώσης για την κοινότητα που περιέγραφε, ο Στάινμπεκ έκανε σοβαρά λάθη και παραλείψεις που κατά καιρούς πολλοί μελετητές έχουν τεκμηριώσει διεξοδικά.
Ο Στάινμπεκ είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά τον καταυλισμό του Κόλινς στα μέσα Οκτωβρίου του 1937. Όταν ο συγγραφέας επέστρεψε σπίτι του, άρχισε να δουλεύει πάνω στην πρώτη του απόπειρα να γράψει το μυθιστόρημά του για το λεγόμενο «Dust Bowl», εγκατέλειψε όμως αυτό το χειρόγραφο και ξεκίνησε μια δεύτερη εκδοχή (που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο και τελείωσε τον Μάιο του 1938), αλλά όταν την τελείωσε ήταν τόσο απογοητευμένος από το αποτέλεσμα ώστε την πέταξε και αυτή στα σκουπίδια, πριν τη δει ο ατζέντης του ο οποίος ήδη προωθούσε το επερχόμενο βιβλίο.
Ο Στάινμπεκ γνώρισε την Μπαμπ κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψης του στον Κόλινς τον Μάιο του 1938, αφού είχε εγκαταλείψει δύο εκδοχές του βιβλίου που ήθελε να γράψει. Πάνω από φλιτζάνια καφέ, μίλησαν για τους καταυλισμούς, τη δυσχερή θέση των προσφύγων, τον τρομερό έλεγχο που ασκούσε το συνδικάτο της Ένωσης Αγροτών στις κοινότητες όπου ζούσαν και το ισχυρό πολιτικό λόμπι των γαιοκτημόνων. Η Μπαμπ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι το αντίγραφο των ενδελεχών σημειώσεών της που θα έδινε πρόθυμα στον Στάινμπεκ όχι μόνο θα τον ενέπνεε καθώς ξεκινούσε την τρίτη και τελευταία του προσπάθεια να γράψει το μυθιστόρημά του, αλλά θα καθιστούσε αδύνατη την έκδοση του δικού της μυθιστορήματος. Όπως θα έλεγε η ίδια πολύ αργότερα, «ο Τομ Κόλινς ... μου είχε ζητήσει να κρατάω λεπτομερείς σημειώσεις για τη δουλειά μας κάθε μέρα, για τους ανθρώπους, τα πράγματα που έλεγαν, που έκαναν, πόσο δούλευαν, πόσο υπέφεραν. Νόμιζα ότι ήταν για τον ίδιον και για τη δουλειά μας, αλλά ήταν για τον Στάινμπεκ. Ήμουν πολύ αφελής».
Στο μεταξύ, ο Μπένετ Κερφ, επικεφαλής του έγκριτου εκδοτικού οίκου Random House είχε εντυπωσιαστεί με τα τέσσερα κεφάλαια του μυθιστορήματός που του είχε στείλει η Μπαμπ, τόσο πολύ που την κάλεσε στη Νέα Υόρκη για να ολοκληρώσει εκεί τη συγγραφή του μυθιστορήματός, προσφέροντάς της συγχρόνως συμβόλαιο για το βιβλίο της. Η Μπαμπ ολοκλήρωσε το βιβλίο στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Whose Names Are Unknown» (Τα ονόματα των οποίων είναι άγνωστα), αλλά όταν πήγε τελικά στη Νέα Υόρκη για τα «τυπικά», όπως νόμιζε, οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου την πληροφόρησαν ότι η έκδοση του βιβλίου της –το οποίο θα κυκλοφορούσε τελικά το 2004, ένα χρόνο πριν από τον θάνατό της σε ηλικία 98 ετών– θα έπρεπε αναγκαστικά να αναβληθεί επ’ αόριστο αφού μόλις είχε εκδοθεί το βιβλίο του Στάινμπεκ με τίτλο «Τα σταφύλια της οργής».
Μετά τις δύο προηγούμενες αποτυχημένες εκκινήσεις του διάσημου μυθιστορήματος, ο Στάινμπεκ, οπλισμένος με το υλικό που του είχε δώσει η Μπαμπ, άρχισε να γράφει με γοργούς ρυθμούς, ολοκληρώνοντας το πρώτο του προσχέδιο στα μέσα Οκτωβρίου του 1938. Όπως παρατήρησε ο βιογράφος του, Τζάκσον Μπένσον, «όταν τελικά άρχισε να γράφει το τελικό προσχέδιο του βιβλίου, το έκανε σαν κατοστάρης, όχι σαν μαραθωνόδρομος, και η πίεση σχεδόν τον διέλυσε». Πράγματι, ο Στάινμπεκ θα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο λόγω εξάντλησης μετά την ολοκλήρωση του πρώτου προσχεδίου του βιβλίου.
Ίσως εξαιτίας αυτής της ιλιγγιώδους ταχύτητας και της έλλειψης εμπεριστατωμένης γνώσης για την κοινότητα που περιέγραφε, ο Στάινμπεκ έκανε σοβαρά λάθη και παραλείψεις που κατά καιρούς πολλοί μελετητές έχουν τεκμηριώσει διεξοδικά. Όχι μόνο δεν έκανε έρευνα στις επισκέψεις του στον καταυλισμό, αλλά είπε ψέματα σχετικά με ένα ταξίδι του τον Φεβρουάριο του 1938, όπου, όπως δήλωνε, «ακολούθησε ένα καραβάνι μεταναστών από την Οκλαχόμα στην Καλιφόρνια και έζησε μαζί τους σε καταυλισμούς στην άκρη του δρόμου», ως έρευνα για το βιβλίο του. Αυτό το ταξίδι του δεν συνέβη ποτέ.
Με στοιχεία από Salon