Στους δρόμους της Αθήνας ακούει κανείς μονίμως ψιθύρους αποκέντρωσης. Μόνο το διάστημα των τελευταίων εβδομάδων τούς έχω συναντήσει στις ατελείωτες ουρές έξω από τις τράπεζες του κέντρου της Αθήνας, στα πολυσύχναστα μαγαζιά που βρίσκονται στην καρδιά της πόλης, όπου μια άνετη θέση γίνεται ολοένα πιο δυσεύρετη, και στις κατά καιρούς πεζοπορίες στους λόφους της πρωτεύουσας, όπου μαζεύεται ο κόσμος για να χαζέψει τον όμορφο ανοιχτό ορίζοντα.
Η τάση εγκατάλειψης του κέντρου είναι μάλλον ένα φαινόμενο διαχρονικό, ένα κομμάτι του φυσικού κύκλου που συνδέεται άρρηκτα με τη συναρπαστική, αλλά ενίοτε κουραστική εμπειρία τού να μένει κανείς στην καρδιά της πόλης. Αναμφίβολα, μεγεθύνεται σήμερα λόγω των σύγχρονων φαινομένων που ταλαιπωρούν τους περισσότερους κατοίκους του κεντρικού αστικού ιστού, τον υπερτουρισμό και τα αστρονομικά ενοίκια, τη συνταρακτική εμπειρία της πανδημίας και την ψηφιοποίηση της εργασίας, που κάνουν τη ζωή στο κέντρο να φαντάζει μια ολοένα δυσκολότερη επιλογή όσο ανορθόδοξα ελκυστική και να παραμένει η αθηναϊκή πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι πως οι ιστορίες της αποκέντρωσης είναι πάντοτε και προσωπικές. Είτε όμως πρόκειται για φυσιολάτρες που αναζητούσαν μια πιο στενή επαφή με το μεγαλείο της φύσης, είτε για «ερωτικούς μετανάστες» που αποζητούσαν μια οικογενειακή φωλιά με περισσότερες ανέσεις, είτε για κατοίκους που υπέκυψαν στις πιέσεις της ακρίβειας, της ηχορρύπανσης και της ατέρμονης κίνησης στους δρόμους, οι ιστορίες των ανθρώπων που άφησαν πίσω τους το κέντρο έχουν πάντα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Φανερώνουν τις κρυφές χαρές της ζωής των προαστίων και της επαρχίας και φωτίζουν τις δύσκολες πτυχές της καθημερινότητας του κέντρου με τρόπο που οι μόνιμοι κάτοικοι δυσκολευόμαστε συχνά να αποκωδικοποιήσουμε. Ακολουθούν τα βιώματα τεσσάρων «παιδιών του κέντρου» που έπειτα από μερικά γεμάτα χρόνια αθηναϊκής ζωής αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν, και όπως επιβεβαιώνουν σχεδόν ομόφωνα, δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν σύντομα.
Κώστας Θεοχάρης, 45, μετακόμισε στο Καπανδρίτι από το Κουκάκι
Προτού φύγει από το Κουκάκι το 2015 για να εγκατασταθεί τελικά, κάπως αναπάντεχα, στον μακρινό και όμορφο και οικισμό του Καπανδριτίου, ο Κώστας ήταν μαθημένος μονάχα στην ζωή του αθηναϊκού κέντρου. Ήταν, μάλιστα, στενά συνδεδεμένος με αυτό χάρη σε έντονες και ανέμελες παιδικές αναμνήσεις. «Είμαι παιδί του κέντρου», εξηγεί, «μεγαλωμένος στα Πετράλωνα, και θυμάμαι έντονα τις βόλτες που κάναμε με τον πατέρα μου μέχρι το Μοναστηράκι για να πάρουμε το κουλούρι μας. Έπειτα ζήσαμε με την Ιωάννα, την τότε σύντροφό μου και πλέον σύζυγό μου, γύρω στα 9 χρόνια στο Κουκάκι», συμπληρώνει. «Βρισκόμασταν στην καρδιά της Αθήνας, που λέμε, και το ζήσαμε και οι δύο πολύ το κέντρο, σε μια πολύ διαφορετική φάση του, και το αγαπάμε πολύ».
Σιγά σιγά, σε αλλάζει η ζωή εκτός Αθήνας. Συναντάς ποτάμια με παγωμένο νερό και πλατάνια, τον χειμώνα τα παιδιά μας μπορούν να κάνουν έλκηθρο, το καλοκαίρι βρισκόμαστε μόλις 25 λεπτά από τη θάλασσα, οδηγώντας ανάμεσα στις ελιές και τα δέντρα.
Ο εικαστικός εξομολογείται πως πάντοτε έκρυβε μια προδιάθεση να αποκεντρωθεί. «Απολαμβάνω τις βόλτες στη φύση πάρα πολύ» λέει, εξηγώντας πως την περιοχή στο Καπανδρίτι την πρωτογνώρισε τυχαία, μέσα από κάποιες πεζοπορίες. Ωστόσο, η απόφαση να μετακομίσει εκεί ήρθε απρόσμενα, το 2015, την ώρα που, όπως και οι περισσότεροι νέοι Αθηναίοι γονείς, ήρθε αντιμέτωπος με τις πολλαπλές προκλήσεις του σύγχρονου γολγοθά που μπορεί να γίνει το να μεγαλώνει κανείς παιδί στο σημερινό κέντρο.
«Την απόφαση να φύγουμε την πήραμε όταν κάναμε τον γιο μας», θυμάται. «Αρκεί να σου πω χαρακτηριστικά πως η πιο κοντινή παιδική χαρά βρισκόταν περίπου μισή ώρα απόσταση από το σπίτι μας. Κάποια στιγμή, θυμάμαι να βρίσκομαι μπλοκαρισμένος από αυτοκίνητα με το καρότσι ‒ έπρεπε κάποιος να με βοηθήσει να το σπρώξω. Γενικά, η κατάσταση στο κέντρο είχε αγριέψει, είχαν αλλάξει πολλά πράγματα, είχε γίνει ήδη και το μεγάλο μπαμ με το Airbnb στο Κουκάκι. Ήταν δύσκολη, λοιπόν, η φάση της αναζήτησης διαμερίσματος στην Αθήνα, και κάποια στιγμή, κοιτώντας τις αγγελίες, συνειδητοποιήσαμε πως στο κέντρο δεν βρίσκαμε τίποτα ικανοποιητικό. Ήταν όλα ή πολύ ακριβά ή κακοσυντηρημένα».
«Αυθόρμητα λοιπόν», συμπληρώνει, «κάποια στιγμή άνοιξα μια πλατφόρμα εύρεσης σπιτιού, μέσω αυτής έψαξα σε όλη την Αττική, κι έτσι πέσαμε πάνω στο σπίτι στο Καπανδρίτι που μας άρεσε πάρα πολύ και είπαμε να πάμε να το δούμε. Έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτούμε, πήραμε την απόφαση και φύγαμε».
Για να πάρουν την απόφαση να μεταφερθούν στο Καπανδρίτι, απαραίτητη συνθήκη ήταν η remote εργασία ‒ ο Κώστας, ως εικονογράφος και εικαστικός, χρειαζόταν ουσιαστικά έναν χώρο για εργαστήριο, πέρα από οτιδήποτε άλλο, η Ιωάννα, ως μάγειρας, δούλευε πλέον πιο πολύ στο γραφειοκρατικό κομμάτι της κουζίνας. Και οι δυο τους είχαν αρχίσει να προσαρμόζονται σε νέα δεδομένα λόγω της γέννησης του παιδιού τους κι έτσι, παρότι αυθόρμητη, η απόφασή τους να μετακομίσουν αρκετά χιλιόμετρα εκτός του αστικού ιστού ήρθε εντελώς συνειδητά.
«Σαν γονείς μικρών παιδιών δεν μπορούσαμε να απολαμβάνουμε εύκολα αυτά που έχει να μας δώσει το κέντρο: μια παράσταση, μια συναυλία, όλο αυτό το όμορφο πολιτιστικό κομμάτι του κέντρου δεν το είχαμε πια εύκολα στην καθημερινότητά μας. Θέλαμε να το αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο, που να συνδυάζετε και με την εμπειρία του παιδιού μας. Η φύση ήταν το επόμενο που αγαπούσαμε εξίσου, και μου άρεσε πολύ η ιδέα να μεγαλώσει το παιδί μου κοντά σε αυτή. Οπότε είπαμε, γιατί όχι; Ας το τολμήσουμε».
Όσο φυσιολάτρες και να ήταν οι δυο γονείς, όσο μαγευτική να ήταν η φύση του οικισμού που είναι φωλιασμένος στις ανατολικές απολήξεις της Πάρνηθας, η μετάβαση από το Κουκάκι στο Καπανδρίτι είχε τις δυσκολίες της. «Στην αρχή είσαι με το ένα πόδι σε αυτά που ξέρεις και με το άλλο στο άγνωστο», εξηγεί ο Κώστας. «Υπήρχαν πολλές φορές που γύριζα στο κέντρο και αναπολούσα τα χρόνια μου εκεί, αλλά όταν επέστρεφα στο σπίτι, ειδικά αν περνούσα αρκετή ώρα στην Αθήνα, έφευγα λίγο σιχτιρισμένος, ζητώντας την ησυχία μου. Η μετάβαση παίρνει καιρό και νομίζω χρειάστηκα περίπου ενάμιση χρόνο για να καταλάβω πως δεν είμαι πια κομμάτι του κέντρου, δεν φιλοξενούμαι κάπου αλλού, ότι έχω επιλέξει να ζω έξω από αυτό».
Οι κρυφές χαρές της ζωής στην επαρχία, ωστόσο, δεν άργησαν να εμφανιστούν στη ζωή του νεαρού ζευγαριού: η ησυχία, η καθαρή ατμόσφαιρα αλλά και το απέραντο πράσινο μόλις 30 χιλιόμετρα από την καρδιά της Αθήνας. «Είναι φοβερό, αλλά την πρώτη αλλαγή την παρατήρησα στον ύπνο», εξηγεί ο Κώστας. «Στη φύση κάνεις πολύ πιο βαθύ ύπνο. Μπορεί να ήταν και η κούραση, η έλλειψη ηχορρύπανσης, η καλή ποιότητα του αέρα, αλλά εξαρχής καταλαβαίνεις τη διαφορετική ποιότητα ζωής».
«Σιγά σιγά, σε αλλάζει η ζωή εκτός Αθήνας», συνεχίζει και ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει. «Συναντάς ποτάμια με παγωμένο νερό και πλατάνια, τον χειμώνα τα παιδιά μας μπορούν να κάνουν έλκηθρο, το καλοκαίρι βρισκόμαστε μόλις 25 λεπτά από τη θάλασσα, οδηγώντας ανάμεσα στις ελιές και τα δέντρα. Οι μυρωδιές είναι επίσης ένα πράγμα φοβερό, που μου έκανε εντύπωση από τις πρώτες μέρες και εξακολουθεί να με ευχαριστεί. Πρόσφατα γυρνούσα από την Αθήνα και μου μύρισαν τα πλατάνια, η υγρασία από το χώμα, και όλο αυτό μου ξύπνησε παιδικές αναμνήσεις από το χωριό».
«Έπειτα, στην περιοχή έχουμε καρποφόρα δέντρα, μέχρι το καλοκαίρι μαζεύουμε φρούτα, ενώ κοντά μας υπάρχουν παραγωγοί που φυτεύουν ανά περιόδους τα λαχανικά και τα ζαρζαβατικά τους. Γενικά, είναι πολύ καλές οι επιλογές που έχουμε στο φαγητό», συμπληρώνει, τονίζοντας πάντως πως η πιο έντονη εναλλαγή των εποχών που συνοδεύει τη ζωή στο Καπανδρίτι έρχεται με τις ιδιαιτερότητές της. «Ο τρόπος που ζεις κοντά στη φύση σε αλλάζει, ο χειμώνας πρέπει να σε βρει προετοιμασμένο και εδώ, επειδή είμαστε και ψηλά, έχουμε συνηθίσει να υποδεχόμαστε τα χιόνια. Έχουμε σταθερά τέσσερις βαθμούς διαφορά από το κέντρο, που τον χειμώνα είναι λιγάκι πιο δύσκολο, αλλά το καλοκαίρι, όπως φαντάζεσαι, είναι τρομερά πιο ευχάριστο».
Η απόφαση του Κώστα και της Ιωάννας μοιάζει να βγάζει νόημα και από οικονομική σκοπιά, καθώς, όπως αναφέρει, «τα ενοίκια εδώ είναι κάπως καλύτερα από την κατάσταση του κέντρου, παρότι έχουν ανέβει παντού. Έχουμε βέβαια βαρύ χειμώνα, οπότε αυτό είναι ένα υπολογίσιμο κόστος, αλλά σε γενικές γραμμές αυτά που κερδίζεις στο κομμάτι της ηρεμίας και των ήρεμων ρυθμών είναι ανεκτίμητο. Δεν μας λείπει άλλωστε κάτι εδώ από τα ψώνια μας», συμπληρώνει, «και μάλιστα είναι υπέροχο να ψωνίζεις από το σούπερ-μάρκετ ό,τι χρειάζεσαι αμέσως, χωρίς την παραμικρή ουρά».
Σήμερα πια ο Κώστας είναι βαθιά ριζωμένος στον οικισμό της βορειανατολικής Αττικής και επιστρέφει στο κέντρο μονάχα δύο, άντε τρεις φορές τον μήνα, κυρίως για να βρει τα παλιά του στέκια. «Δεν μετανιώνω καθόλου την απόφασή μου», απαντά με έναν ήρεμο τόνο στη φωνή του. «Πάντα είχα έναν στενό κοινωνικό κύκλο, δυο-τρεις εγκάρδιους φίλους που μου λείπουν πολύ, μαζί τους και το street food της Αθήνας που αγάπησα, ίσως και το παζάρι στο Μοναστηράκι, όπου συνήθιζα να πηγαίνω τις Κυριακές για κανέναν δίσκο. Σε συναυλίες πηγαίνω ακόμα, δεν τις έχω στερηθεί, άλλωστε είμαστε μονάχα μισή ώρα απόσταση από την Αθήνα. Να σκεφτείς ότι στο Κουκάκι μισή ώρα χρειαζόμουν μονάχα για να βρω θέση πάρκινγκ».
«Ταυτόχρονα», καταλήγει, «εδώ νιώθω πως είμαι πιο ενεργός στην κοινότητα του τόπου. Μόλις προχθές επισκεφθήκαμε την τοπική γιορτή τρύγου, όπου τα παιδιά μας πατήσανε σταφύλια και βοηθήσαμε με τη μουσταλευριά, ενώ είμαστε πιο δραστήριοι και στον πολιτιστικό σύλλογο της περιοχής. Πολλοί Αθηναίοι με ρωτάνε καμιά φορά αν νιώθω απομονωμένος, πώς αισθάνομαι που βρίσκομαι μακριά από τη ζωή του κέντρου. Στην πραγματικότητα δεν είμαι μακριά, βρίσκομαι ακριβώς εκεί που θέλω να είμαι».
Στέλλα Σάββα, 42, μετακόμισε στη Βούλα από την Κυψέλη
Πολλές είναι και οι περιπτώσεις των Αθηναίων που, έπειτα από μια δραστήρια και έντονη ζωή στο κέντρο, τους κέρδισαν τελικά τα προάστια, λόγω μιας προσωπικής σχέσης. Μια αντίστοιχη περίπτωση είναι και η Στέλλα, γέννημα-θρέμμα της Κυψέλης και «ερωτική μετανάστρια», όπως συστήνεται γελώντας, καθώς ήταν η γνωριμία της με τον σύζυγό της που την οδήγησε τελικά στο νότιο προάστιο της Βούλας.
«Έχω αμέτρητες αναμνήσεις από το κέντρο», αφηγείται με ζεστασιά. «Το οικογενειακό μου σπίτι βρίσκεται πάνω στη Φωκίωνος Νέγρη, οπότε θυμάμαι να βγαίνω με τους φίλους μου στα μπαράκια, σε μια πιο ελεύθερη και ήρεμη γειτονιά εκείνα τα χρόνια. Να φανταστείς, στα στενάκια παίζαμε μπάλα και μήλα σαν παιδιά, γιατί ποτέ δεν περνούσαν αυτοκίνητα. Μεγαλώνοντας βγαίναμε σε κλαμπάκια της Κυψέλης, παντού πηγαίναμε με τα πόδια και το λεωφορείο, ήταν πολύ ξέγνοιαστα αυτά χρόνια».
Στα late 20s της, αφού επέστρεψε από τις σπουδές της στο Λονδίνο και γνώρισε τον μελλοντικό σύζυγό της, η Στέλλα πέρασε αρχικά από ένα στάδιο διαρκών μετακινήσεων μεταξύ κέντρου και Αλίμου. «Τότε ακόμα συνέχιζα να βγαίνω στο κέντρο, δεν το είχα αφήσει, μου άρεσε και το επέτρεπε και η απόσταση. Η ζωή μου όμως άλλαξε ριζικά όταν το 2009 πήραμε την απόφαση και ήρθαμε στη Βούλα».
Αυτός ο ανοιχτός ορίζοντας κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό στην ψυχή. Έπειτα, εδώ πέρα όλοι γνωριζόμαστε, είμαστε κάπως σαν μικρό χωριό. Κάθε Παρασκευή συναντιόμαστε με τους φίλους στην πλατεία για ποτό.
«Η Βούλα ήταν τότε εντελώς διαφορετική γειτονιά, χωριό κανονικά», θυμάται. «Κάναμε τις βόλτες μας και ποδηλατάδες δίπλα στην παραλία, βγαίναμε στα πάρκα και το βράδυ στη Βουλιαγμένη και στη Γλυφάδα, γενικά η ζωή μας συνδύαζε κάπως την ηρεμία με τη διασκέδαση. Απέναντί μου είχα θέα ένα καταπράσινο πάρκο και όχι τον ακάλυπτο της απέναντι πολυκατοικίας. Και πάρκινγκ πάντοτε ακριβώς έξω από το σπίτι έβρισκα. Τώρα, άμα μου πεις να το παρκάρω στο επόμενο τετράγωνο, θα σου πω “είναι μακριά, θέλω να το βάλω έξω από το σπίτι μου!”».
Η Στέλλα εργάζεται ως αεροσυνοδός, έτσι αναπόφευκτα η δουλειά της την ταξιδεύσει σε πολλά μέρη, όχι όμως στο κέντρο της Αθήνας. Έπειτα από δεκατρία χρόνια στην καρδιά των νοτίων προαστίων επιστρέφει στο κέντρο μονάχα μία-δύο φορές τον μήνα. «Ανεβαίνω ακόμα για κανένα ιατρικό ραντεβού ‒τους περισσότερους γιατρούς, να φανταστείς, τους έχω κρατήσει ακόμα‒ είτε για να δω τους γονείς μου, να πάω θέατρο ή να δοκιμάσω κανένα ωραίο εστιατόριο του κέντρου. Οι φίλοι μου όλοι είναι πλέον εδώ, οι δραστηριότητες των παιδιών μου όλες στα νότια, και σε καθημερινή βάση, όταν κάνει καλό καιρό, με το που τελειώσω τη δουλειά μπορώ να φορέσω το μαγιό μου και να πάω για μια βουτιά στη θάλασσα. Βλέπεις κόσμο να κάνει yoga στην παραλία ή βόλτες με το sup, γενικά η περιοχή προσφέρει πολλές ευκαιρίες για δραστηριότητες στη θάλασσα και στη φύση».
Ένας ακόμα λόγος που το κέντρο την προσελκύει ακόμα, ωστόσο, είναι οι τιμές στις αγορές καθώς, όπως εξηγεί, «όλα είναι πολύ ακριβότερα στα νότια και όταν θέλω να πάρω πράγματα, πάντα κάνω σύγκριση τιμών, και σχεδόν πάντα θα καταλήξω στο κέντρο. Θυμάμαι, ήθελα να φτιάξω κάτι μαξιλάρες και μια μοδίστρα στη Βούλα μου ζητούσε 150 ευρώ, ενώ στο κέντρο τις έφτιαξα με 25!» προσθέτει, γελώντας με έκπληξη. «Επειδή παραμένω παιδί του κέντρου, βλέπω ότι πολλοί μαγαζάτορες εδώ πέρα πιάνουν τους κατοίκους κορόιδο. Τα ίδια πράγματα στο κέντρο μπορείς να τα βρεις κάτω από τη μισή τιμή, αν ξέρεις βέβαια πού να πας».
Από την άλλη, η ίδια δεν κρύβει πως μέσα στα δεκατρία χρόνια που κατοικεί στη Βούλα, η αποκέντρωση αλλά και οι ραγδαίες αλλαγές στον χάρτη των ακινήτων της Αθήνας έχουν αλλάξει τους ρυθμούς και στο κάποτε ήσυχο προάστιο της ακτογραμμής. «Έχει μαζευτεί πολύς κόσμος, είτε Αθηναίοι είτε ξένοι μέσω Golden Visa, και πλέον χτίζονται ασταμάτητα πολυκατοικίες. Σήμερα δεν υπάρχει οικόπεδο ελεύθερο, εδώ και τρία χρόνια δεν μπορούμε να ησυχάσουμε από τους ήχους των κατασκευών. Όλο αυτό χαλάει την ομορφιά της Βούλας, γιατί χτίζονται τεράστια κτίρια, οικολογικά μεν αλλά θηριώδη, τετραώροφα, εξαιρετικά ογκώδη για την περιοχή. Όταν είχαμε πρωτοέρθει η περιοχή ήταν ακόμα γεμάτη με πολύ ωραίες κόκκινες πέτρινες μονοκατοικίες, σήμερα έχουν δοθεί όλα αντιπαροχή και έτσι έχουν αυξηθεί τα ενοίκια. Κάθε χρόνο έχουμε κι εμείς μεγάλη αύξηση στο ενοίκιο» αναφέρει, λέγοντας πως τα σύγχρονα προβλήματα του κέντρου έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και στη Βούλα.
Οι κρυφές χαρές της ζωής εκτός κέντρου παραμένουν, ωστόσο, έντονες για τη Στέλλα, που εξακολουθεί να κάνει τις απογευματινές της βόλτες μέχρι το Καβούρι με το ποδήλατο και έχει πλέον τους ανθρώπους και τις παρέες της εκτός κέντρου. «Βγαίνω στο μπαλκόνι και κάθε μέρα βλέπω θάλασσα. Αυτός ο ανοιχτός ορίζοντας κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό στην ψυχή. Έπειτα, εδώ πέρα όλοι γνωριζόμαστε, είμαστε κάπως σαν μικρό χωριό. Κάθε Παρασκευή συναντιόμαστε με τους φίλους στην πλατεία για ποτό, περνάει ο κόσμος και είμαστε όλο χαιρετούρες, ενώ στα μαγαζιά όλοι γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο με τα μικρά μας ονόματα».
«Να φανταστείς», καταλήγει προτού επιστρέψει στη μεσημεριανή της βόλτα στη γειτονιά, «πάμε κέντρο και μας πλακώνει, κι ας μας αρέσει να βγούμε για ένα φαγητό ή για να δούμε ενδιαφέροντα και διαφορετικό κόσμο. Η ιδέα της ζωής στο κέντρο όμως δεν μου λείπει, δεν τη σκέφτομαι καθόλου».
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, 43, μετακόμισε στο Λαγονήσι από του Ζωγράφου
Αν υπάρχει μια αιτία που να εξηγεί το πιο πρόσφατο κύμα της αποκέντρωσης τόσο στην Αθήνα όσο και στους υπόλοιπους, αχανείς αστικούς ιστούς του πλανήτη, αυτή είναι αναμφίβολα η εμπειρία της πανδημίας. Η άνθηση της εξ αποστάσεως εργασίας αλλά και η εμπειρία του εγκλεισμού οδήγησε πολλούς Αθηναίους στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων ζωής, μακριά από το πήξιμο του κέντρου και κοντά στην απεραντοσύνη της αττικής φύσης. Ανάμεσά τους βρίσκεται και η ποιήτρια και μεταφράστρια Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, γεννημένη και μεγαλωμένη στου Ζωγράφου, «κέντρο-απόκεντρο» όπως λέει με μια κελαρυστή φωνή, η οποία κατέφυγε στο εξοχικό της στο Λαγονήσι με το που ξέσπασε ο Covid-19 και, όπως προσθέτει χαρούμενη, «έκτοτε ρίζωσα εδώ».
«Έφυγα εξαιτίας της πανδημίας. Για λόγους υγείας θέλησα να φέρω τη μητέρα μου στο εξοχικό μας, να μη μένει στου Ζωγράφου, κλεισμένη σε ένα διαμέρισμα, να μπορεί να περπατάει και να παίρνει καθαρό αέρα. Φοβόμουν με την πανδημία πάρα πολύ, και για μένα και για τη μητέρα μου και για τους υπόλοιπους. Ερχόμενη στο Λαγονήσι δεν είναι ότι έπαψε τελείως ο φόβος, αλλά κάπως ηρέμησα. Ύστερα», συμπληρώνει και η φωνή της γλυκαίνει, «στο Λαγονήσι ζεις πάρα πολύ με τους ρυθμούς της φύσης. Το σπίτι μου είναι λυόμενο, οπότε καταλαβαίνεις τα σκαμπανεβάσματα στη θερμοκρασία, με τις βροχές, τον ήλιο, τους αέρηδες. Ουσιαστικά στο Λαγονήσι άρχισε να προσαρμόζεται το κορμί μου στους ρυθμούς της φύσης. Άρχισα να κοιμάμαι νωρίς, λίγο αφότου έδυε ο ήλιος, και να ξυπνάω επίσης πολύ νωρίς, κατά το χάραμα. Άρχισα να προσαρμόζομαι στη φύση, και σιγά σιγά έκανα και τις πρώτες μου βουτιές τον χειμώνα του 2021-22. Από τις πρώτες μέρες ένιωσα πως με αγκάλιασε η φύση, ταυτόχρονα απελευθερωμένη και μέσα σε ένα γλυκό comfort zone».
Έχω λιγότερη επαφή με τον κόσμο και καμιά φορά υπάρχουν μέρες που βλέπω μονάχα τα σκυλιά και τα γατιά μου.
Η Κρυστάλλη είχε ζήσει αρκετά το Λαγονήσι προτού μετακομίσει, καθότι ήταν το εξοχικό της και το έχει συνδέσει με πολλές γλυκές παιδικές αναμνήσεις, επομένως ένιωσε αρκετά πιο έτοιμη να παραμείνει εκεί αφότου υποχώρησε η πανδημία. «Προφανώς ήταν μια δύσκολη απόφαση, άφησα ανθρώπους πίσω μου», αναφέρει. «Έχω λιγότερη επαφή με τον κόσμο και καμιά φορά υπάρχουν μέρες που βλέπω μονάχα τα σκυλιά και τα γατιά μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχει και μοναξιά, δέχομαι όμως το ξεβόλεμα αυτό της επιλογής προκειμένου να βρίσκομαι εδώ. Δεν θα το άλλαζα με τίποτα».
Σήμερα, που ο εγκλεισμός φαντάζει μακρινό παρελθόν, στην Κρυστάλλη εξακολουθεί να φαίνεται αδιανόητο το να επιστρέψει πίσω στη θορυβώδη Αθήνα. «Δεν θα ’θελα να ξαναζήσω στο κέντρο, δεν θα ’θελα τη φασαρία του με τίποτα», λέει. «Μου έμεινε τελείως ο ρυθμός της φύσης και έχω δύο αγαπημένες διαδρομές: η μια είναι από τη Βάρκιζα και η άλλη η επιστροφή από τη Σαρωνίδα. Κάθε φορά που περνάω τη Βάρκιζα στην παραλιακή, όταν φεύγω εντελώς από τον αστικό ιστό, και ανοίγεται όλη η θάλασσα μπροστά μου, νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη. Αν πίστευα, θα έλεγα “δόξα σοι ο Θεός” ‒ τόσο ανοίγει η ψυχή μου όποτε βλέπω θάλασσα».
Στο κέντρο της Αθήνας δεν έχει ρίξει εντελώς μαύρη πέτρα, ωστόσο εξομολογείται πως πλέον πηγαίνει ολοένα πιο σπάνια, συνήθως μία φορά την εβδομάδα, κυρίως λόγω του κόστους της μετακίνησης, που είναι και «ο ακριβότερος παράγοντας της εξίσωσης της ζωής στο Λαγονήσι».
«Στην Αθήνα δεν μπορώ να κατεβαίνω κάθε μέρα, όποτε πρέπει να είμαι πιο οργανωτική. Τα κανονίζω ώστε να συνδυάζω τις δουλειές μου όλες μαζί σε μια μέρα: να δω τους φίλους μου, να ψωνίσω, να πάω στους εκδοτικούς οίκους, να επισκεφτώ τη μητέρα μου», εξηγεί. «Από την άλλη, όλες τις πρακτικές ανάγκες που προκύπτουν τις καλύπτω και με τα καταστήματα εδώ, και έχω συνηθίσει είτε σούπερ-μάρκετ, είτε φαγητό για τα ζώα μου, είτε φάρμακα, βίδες, κατσαβίδια, γενικά ό,τι χρειαστώ να το βρίσκω και στο Λαγονήσι».
«Είμαι πλέον πολύ πιο γειωμένη», απαντά όταν τη ρωτώ ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά της ζωής στο όμορφα απομονωμένο Λαγονήσι στον ψυχικό της κόσμο. «Έχω πιο ήρεμους ρυθμούς και μεγαλύτερη επαφή με τη φύση, η οποία με βάζει λίγο στη θέση μου, στο μέγεθος μου το κανονικό. Ο άνθρωπος στην πόλη έχει μια artificial έπαρση επειδή όλα είναι στα δικά του μέτρα. Στην πόλη νομίζεις πως είσαι το κέντρο του σύμπαντος, εδώ δεν είσαι. Μου έχει φύγει αυτό το “αστικό άγχος”».
«Να σου πω το άλλο μεγάλο καλό», μου λέει με ενθουσιασμό στο τέλος, προτού κλείσουμε το τηλέφωνο, θέλοντας να σιγουρευτεί πως θα προλάβει να αναφέρει την τελευταία της σκέψη, ίσως τη σημαντικότερη: «Αυτό είναι η σιωπή. Στο Λαγονήσι δεν έχεις μονίμως γύρω σου τηλεοράσεις, κινητά, τάμπλετ, οθόνες και φωνές. Είσαι εσύ, με τον εαυτό σου, την οικογένεια και τα ζώα σου. Δεν μιλάς συνεχώς, δεν χρειάζεται κιόλας. Είναι τεράστιο πράγμα η σιωπή: καταλαβαίνεις πως μπορείς να υπάρξεις χωρίς να εκφράζεις συνέχεια προτάσεις και απόψεις, κοιτάς τον εαυτό σου, γυρνάς προς τα μέσα. Η σιωπή στο Λαγονήσι φέρνει μαζί της την πολύτιμη προσπάθεια της αυτογνωσίας».
Μάρω Αντωνάκου, 28, μετακόμισε στο Ψυχικό από το Μεταξουργείο
Στο κομμάτι της αποκέντρωσης υπάρχουν πάντα κάποιες σταθερές δυναμικές: εκείνοι που το εγκαταλείπουν έπειτα από μερικά γεμάτα και χορταστικά χρόνια, προχωρώντας σε μια επόμενη και πιο σπιτίσια φάση της ζωής τους, και εκείνοι που παραλαμβάνουν τη σκυτάλη και συνεχίζουν την παράδοση των roaring 20s στην καρδιά της Αθήνας.
Η Μάρω ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, ωστόσο μετά από μια τριετία στο Μεταξουργείο, έπειτα από μια ζωή κυρίως στα βόρεια προάστια, δηλώνει σχετικά απογοητευμένη. «Γενικά, η σχέση μου με το κέντρο πριν μετακομίσω εκεί δεν ήταν πολύ ενεργή», εξηγεί. «Κατέβαινα δύο φορές τον μήνα, δεν ήμουν ποτέ λάτρης των μέσων, και ο περιορισμός του πάρκινγκ με δυσκόλευε. Αποφάσισα να φύγω από τα βόρεια για το Μεταξουργείο μόνο και μόνο επειδή είχα την προνομιακή ευκαιρία να μείνω στο διαμέρισμα της αδελφής μου, που έφυγε στο εξωτερικό και όσο έλειπε ήταν διαθέσιμο, χωρίς ενοίκιο. Είπα, λοιπόν, άντε να το δοκιμάσω, έχοντας μαζί και μια συγκάτοικο, και το είδαμε και οι δυο ως ευκαιρία να ασχοληθούμε πιο πολύ με την τέχνη, να καταπιαστούμε πραγματικά με το κέντρο, να δούμε αν μας ταιριάζει».
Η μετάβαση στο Μεταξουργείο ήρθε με ενθουσιασμό και οι πρώτες ημέρες της Μάρως στην καρδιά της Αθήνας συμβάδισαν με τη θέλησή της να εξερευνήσει το κέντρο της πόλης, αν και, όπως διευκρινίζει, «βγαίναμε κυρίως στο Θησείο, πηγαίνοντας με τα πόδια σε συγκεκριμένα μαγαζιά, γιατί το αμάξι δεν το μετακινείς με τίποτα στο κέντρο». Σταδιακά, όμως, το γεγονός πως η πλειοψηφία του κοινωνικού της κύκλου έμενε κατά κύριο λόγο στα προάστια της βόρειας ή της ανατολικής Αττικής έφερε μαζί του την απομάγευση του πολιτισμικού πλούτου του κέντρου.
«Μέσα στην αναζήτησή μου έτυχε να δω ένα διαμέρισμα μικροσκοπικό στο Παγκράτι, μετά βίας 20 τετραγωνικά, θύμιζε πραγματικά την ντουλάπα όπου έμενε ο Χάρι Πότερ», λέει και ξεκαρδίζεται. «Ε, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης ζητούσε 600 ευρώ! Γενικά, στο κέντρο τα ενοίκια δεν ανταποκρίνονταν καθόλου στην αξία των διαμερισμάτων, έτσι κατέληξα σε ένα όμορφο διαμέρισμα στο Ψυχικό, που λόγω γνωστού το βρήκα σε πολύ ευνοϊκή τιμή», συμπληρώνει.
«Υπήρξε μια φάση της ζωής μου που όλη μου η παρέα έμενε προς τα ανατολικά. Λόγω των τεράστιων αποστάσεων και της απάλευτης κίνησης, και με τη δουλειά να συσσωρεύεται, κατέληξα να μην έχω πια κοινωνική ζωή στο κέντρο», συμπληρώνει. «Πολλές φορές έφευγα αργά από το γραφείο, αλλά δεν ήξερα τι ώρα θα ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου λόγω του μποτιλιαρίσματος. Δεν σου κρύβω επίσης πως ορισμένες στιγμές με φόβιζε το κέντρο: ακούγαμε συχνά για επικίνδυνες καταστάσεις στους δρόμους μας, ανά διαστήματα έβγαινα στη βεράντα και έβλεπα κυνηγητά με την αστυνομία, μια άλλη φορά είχα δει έναν ξυλοδαρμό, οπότε με είχε τρομάξει αυτή η πλευρά του κέντρου».
Το φετινό καλοκαίρι έφερε μαζί του αλλαγές για τη Μάρω, καθώς έπρεπε να εγκαταλείψει την προσωρινή της στέγη στο Μεταξουργείο. Ψάχνοντας να μετακομίσει σε ένα νέο διαμέρισμα, αναζήτησε εναλλακτικές και εντός και εκτός του κέντρου, «στον άξονα από Παγκράτι μέχρι Βριλήσσια», όπως εξηγεί. Ωστόσο, μαζί με τη σχετική απογοήτευση που έφερε η τριετής περιπέτειά της στο Μεταξουργείο, η τελική της απόφαση να εγκατασταθεί τελικά στο Ψυχικό πριν από δύο εβδομάδες ήταν συνάρτηση των πανάκριβων ενοικίων της Αθήνας. «Οι τιμές στο κέντρο δεν διέφεραν πια πολύ από αυτές που βρίσκεις στα βόρεια προάστια, μόνο που στην Αθήνα τα σπίτια ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Μέσα στην αναζήτησή μου έτυχε να δω ένα διαμέρισμα μικροσκοπικό στο Παγκράτι, μετά βίας 20 τετραγωνικά, θύμιζε πραγματικά την ντουλάπα όπου έμενε ο Χάρι Πότερ», λέει και ξεκαρδίζεται. «Ε, λοιπόν, ο ιδιοκτήτης ζητούσε 600 ευρώ! Γενικά, στο κέντρο τα ενοίκια δεν ανταποκρίνονταν καθόλου στην αξία των διαμερισμάτων, έτσι κατέληξα σε ένα όμορφο διαμέρισμα στο Ψυχικό, που λόγω γνωστού το βρήκα σε πολύ ευνοϊκή τιμή», συμπληρώνει.
Μετά από μια τριετία στο κέντρο, η Μάρω δηλώνει με βεβαιότητα πως δεν σκοπεύει να ξαναεπιχειρήσει να μετακομίσει σε αυτό. «Δεν βρίσκω τα προάστια περιοριστικά, και τώρα που έφυγα από το Μεταξουργείο έχω συνειδητοποιήσει πως βγαίνω πιο συχνά και περνάω πιο ωραία στο κέντρο συγκριτικά με την περίοδο που έμενα εκεί. Περισσότερο απ’ όλα», καταλήγει, «στη ζωή των προαστίων εκτιμώ την ησυχία και την καθαριότητα. Στο διαμέρισμα στο Μεταξουργείο είχα μια πολύ όμορφη βεράντα, η οποία είχε τρομερές δυνατότητες να γίνει ένας ωραίος χώρος για να ξεκουράζεσαι. Δεν το έκανα όμως ούτε μια στιγμή ‒ κάθε φορά που πήγαινα να ανοίξω την μπαλκονόπορτα είχε τέτοια ηχορρύπανση που δεν μπορούσες να σταθείς. Δεν είναι ωραία η εικόνα του κέντρου της Αθήνας όταν το αντικρίζεις συνεχώς. Προτιμώ το από μακριά και αγαπημένοι».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.