Πόσα ξενοδοχεία και βραχυχρόνιες μισθώσεις χωράνε στην Αθήνα; Υπάρχουν όρια στις περιβαλλοντικές, πολεοδομικές και κοινωνικές αντοχές της πόλης και ποιος τα βάζει; Τι είναι η φέρουσα ικανότητα ενός τόπου και εν προκειμένω της Αθήνας; Χρειάζεται να μπει μια κόκκινη γραμμή για να μην εξελιχθεί η τουριστική ανάπτυξη της πόλης σε υπερκορεσμό και παρακμή; Υπάρχει σχέδιο αντιμετώπισης από τον δήμο Αθηναίων και την κεντρική διοίκηση;
Οι ερωτήσεις είναι πολλές και οι απαντήσεις είναι εξίσου πολλές, σύνθετες και δύσκολες. Η νέα πραγματικότητα που αλλάζει την Αθήνα δημιουργεί αντίρροπες πολιτικές, επιστημονικές, κοινωνικές και επιχειρηματικές απόψεις οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικές θέσεις και προτάσεις για το πού, πόσο, πότε και αν τελικά πρέπει να ρυθμιστεί η ένταση της τουριστικής δραστηριότητας, για μην αλωθεί η πόλη από τον υπερτουρισμό.
Τα ερευνητικά δεδομένα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) έχουν ήδη ανιχνεύσει ότι «η τουριστική πυκνότητα στην Αθήνα βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα».
Από τον Ιούλιο του 2015, που λειτουργούσαν μόλις 2.116 τέτοιου τύπου καταλύματα, τον Σεπτέμβριο του 2022 ο αριθμός των κατοικιών που νοικιάζονται με βραχυχρόνια μίσθωση εκτινάχθηκε στα 12.165!
Πρόκειται για μια ένδειξη ότι «η περιοχή της Αθήνας ενδέχεται να έχει ξεπεράσει ή να βρίσκεται ήδη στο όριο της φέρουσας ικανότητάς της», όπως αναφέρεται στην έρευνα. Ωστόσο οι ξενοδόχοι αποδίδουν αυτή την τάση στη «χωρίς ποιοτικά κριτήρια εξάπλωση νέων καταλυμάτων», δείχνοντας την αλματώδη αύξηση της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Από την άλλη πλευρά, οι επιστημονικές οργανώσεις και η κοινωνία των πολιτών ζητούν «λόγω της έκρηξης του υπερτουρισμού» ακόμη και ολική ανάσχεση της ξενοδοχειακής κατασκευαστικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως είναι ο αρχαιολογικός χώρος της Ακρόπολης. Ταυτόχρονα ακαδημαϊκοί και επιστήμονες επισημαίνουν ότι η τουριστική ανάπτυξη είναι ευκταία και ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία, αλλά θα πρέπει να απορροφηθεί με ομαλό τρόπο από την πόλη, χωρίς να «διαταράσσει τις περιβαλλοντικές, τις οικονομικές και τις κοινωνικές ισορροπίες της».
Ταυτόχρονα, έρευνες που δείχνουν ότι η ένταση της τουριστικής δραστηριότητας αλλάζει τις αστικές λειτουργίες και δοκιμάζει τις αντοχές της Αθήνας άρχισαν ήδη να δίνουν τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια: «Καταστήματα εξειδικευμένου εμπορίου, με μεγάλο ιστορικό βάθος, βασισμένα σε παραγωγικά δίκτυα, κλείνουν από τις ανισομερείς πιέσεις που ασκούνται στις τοπικές αγορές από την τουριστική δραστηριότητα», αναφέρει μελέτη του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, που πραγματοποίησε η αρχιτέκτονας-μηχανικός Όλγα Μπαλαούρα.
Μέχρι τα τέλη Αυγούστου το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα βγάλει στη διαβούλευση Προεδρικό Διάταγμα για τη φέρουσα ικανότητα. Η φέρουσα ικανότητα θεσμοθετείται για πρώτη φορά με νόμο του 2022 και το Προεδρικό Διάταγμα έρχεται να εφαρμόσει αυτόν το νέο νόμο.
Μέχρι σήμερα η έννοια της φέρουσας ικανότητας έχει τεθεί μόνο μέσα από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες είναι γνωστό ότι έχουν κοπεί αρκετές τουριστικές επενδύσεις στην Αθήνα αλλά και σε νησιά.
Για τον δήμο Αθηναίων, πάλι, όπως αναφέρουν στη LiFO, η έννοια της φέρουσας ικανότητας σε σχέση με τις πολιτικές που υποστηρίζει ότι έχει ενεργοποιήσει έχει δύο σκέλη: το πρώτο αφορά την ενίσχυση της κατοικίας στην πόλη και ειδικά στις περιοχές που έχουν αυξημένη τουριστική δραστηριότητα. Tο δεύτερο σκέλος είναι οι ενέργειες που αφορούν «τη διασφάλιση ότι η τουριστική ανάπτυξη γίνεται με όρους βιωσιμότητας και σεβασμού προς τους ανθρώπους αλλά και το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της πόλης».
Στο ΣτΕ η φέρουσα ικανότητα του Ιερού Βράχου
Προς το παρόν η φέρουσα τουριστική ικανότητα της περιοχής Μακρυγιάννη-Κουκακίου τέθηκε πριν από έναν μήνα και πάλι στην κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με δύο προσφυγές που έχει καταθέσει η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) μαζί με κατοίκους της περιοχής.
Με τις προσφυγές αυτές ζητείται η ακύρωση των εγκρίσεων που έδωσε το υπουργείο Πολιτισμού και εν συνεχεία των οικοδομικών αδειών που έβγαλε ο δήμος Αθηναίων για την κατασκευή επταώροφης ξενοδοχειακής μονάδας πέντε αστέρων στο Κουκάκι. Η ΕΛΛΕΤ και οι κάτοικοι υποστηρίζουν στην προσφυγή τους ότι η χορήγηση των εγκρίσεων «για μία ακόμη θηριώδους κλίμακας ξενοδοχειακή επιχείρηση» έγινε «χωρίς καθόλου προηγουμένως να έχει εξεταστεί η φέρουσα τουριστική ικανότητα της περιοχής Κουκάκι-Μακρυγιάννη», μολονότι «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έκρηξη υπερτουρισμού στην περιοχή». Στην πρώτη προσφυγή ζητείται επίσης ακύρωση του Προεδρικού Διατάγματος που μεριμνά μόνο για τα ύψη, «χωρίς να καθοριστούν περαιτέρω καθόλου οι όροι δόμησης, οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης και οι δραστηριότητες».
Η κούρσα των τουριστικών επενδύσεων
Στην άλλη, παράλληλη πραγματικότητα, η Αθήνα βρίσκεται στο επίκεντρο ενός επενδυτικού πυρετού δημιουργίας νέων ξενοδοχείων. Εκτός από τους εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους, στον διαμοιρασμό της τουριστικής πίτας έχουν πάρει θέση διεθνείς αλυσίδες και επενδυτικά funds. Ταυτόχρονα γιγαντώνεται και η βραχυχρόνια μίσθωση, η οποία έχει περάσει στα χέρια εταιρειών διαχείρισης που εκμεταλλεύονται μαζικά διαμερίσματα κυρίως στο ιστορικό κέντρο της πόλης. H μεγάλη επιχειρηματική μάχη διεθνών τουριστικών κολοσσών δίνεται κυρίως στο κέντρο της Αθήνας και βεβαίως στο παραλιακό μέτωπο.
Oι τουριστικές υποδομές της Αθήνας με αριθμούς
Σύμφωνα με την έκθεση της εταιρείας GBR Consulting, η οποία εκπονήθηκε για λογαριασμό του Ινστιτούτου Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝ-ΣΕΤΕ), στον κεντρικό τομέα της Αθήνας από το 2017 έως το 2022 άνοιξαν 71 νέα ξενοδοχεία και το 83% των ξενοδοχείων αυτών βρίσκεται στο κέντρο της πόλης! Μελέτη του ίδιου φορέα που εκδόθηκε το 2022 καταγράφει ότι την περίοδο 2016-2021 η μεγαλύτερη αύξηση στη δημιουργία ξενοδοχείων καταγράφεται στον κεντρικό τομέα Αθηνών με ποστοστό 24%, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στα δωμάτια των ξενοδοχείων είναι 17%.
Τα ποσοστά αυτά μεταφράζονται σε 281 ξενοδοχεία και 17.543 δωμάτια συνολικά στο κέντρο της πόλης. Η ίδια μελέτη αναφέρει ότι βρίσκονται υπό κατασκευή 2.500 δωμάτια ξενοδοχείων στην Αθήνα και 2.500 δωμάτια επίσης ξενοδοχειακών μονάδων στο Ελληνικό, γεγονός που δείχνει ότι έπεται δυναμική συνέχεια.
Αύξηση κατά 475% των βραχυχρόνιων μισθώσεων
Στην Αθήνα λειτουργούν επίσης 61 μονάδες ενοικιαζόμενων δωματίων συνολικής δυναμικότητας 590 δωματίων. Η ανάπτυξη των συγκεκριμένων τουριστικών καταλυμάτων παρουσιάζει καθίζηση, αφού την τελευταία πενταετία υπάρχει πραγματική έκρηξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Στην έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων καταγράφεται αύξηση κατά 475% στον αριθμό των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης από το 2015 στον κεντρικό δήμο!
Από τον Ιούλιο του 2015, που λειτουργούσαν μόλις 2.116 τέτοιου τύπου καταλύματα, τον Σεπτέμβριο του 2022 ο αριθμός των κατοικιών που νοικιάζονται με βραχυχρόνια μίσθωση εκτινάχθηκε στα 12.165! Τα διαμερίσματα αυτά συσσωρεύονται στον δήμο της Αθήνας: «Εκτείνονται κυρίως στις περιοχές Εμπορικό Τρίγωνο, Κουκάκι-Μακρυγιάννη, Μουσείο-Εξάρχεια, Νεάπολη, Νέος Κόσμος, Αγίου Κωνσταντίνου, Ακρόπολη, Κολωνάκι, Θησείο, Κεραμεικός, Πετράλωνα, Κυψέλη, Σταδίου, Ζάππειο, Γκάζι», αναφέρεται στην έρευνα. Παράλληλα, τα δύο τελευταία χρόνια η βραχυχρόνια μίσθωση παρουσιάζει μια καινούρια πτυχή. Πολυκατοικίες που βρίσκονται κυρίως στο ιστορικό κέντρο έχουν μπει σε καθεστώς βραχυχρόνιας μίσθωσης και νοικιάζονται όλα τα διαμερίσματά τους.
102 οικοδομικές άδειες για νέα ξενοδοχεία
Μια αποτύπωση με αριθμούς των τουριστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας καταγράφεται και στις πρόσφατες προσφυγές που έχει καταθέσει η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Εκεί καταγράφεται ότι «στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας λειτουργούν 3.047 τουριστικά καταλύματα, εκ των οποίων 1.374 βρίσκονται στην περιοχή του Μουσείου της Ακρόπολης, 1.647 στην ευρύτερη περιοχή του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης και 589 στο Κουκάκι. Αφορούν δε από πεντάστερα ξενοδοχεία 300 κλινών έως και κατοικίες που νοικιάζονται στη βραχυχρόνια μίσθωση. Εντός του 2023 και του 2024 αναμένεται να προστεθούν επιπλέον 102 ξενοδοχεία, κάποια εξ αυτών θηριώδους κλίμακας και τεράστιας δυναμικότητας, έως και 1.000 κλινών, στο κέντρο της πόλης, δεδομένου ότι από το 2019 έως σήμερα έχουν εκδοθεί από την πολεοδομία 102 οικοδομικές άδειες για ξενοδοχεία τα οποία δεν έχουν ακόμα κατασκευαστεί».
Ο εκτοπισμός κατοίκων και μικρών επιχειρήσεων
«Την ίδια ώρα, οι κάτοικοι εγκαταλείπουν το κέντρο της πόλης, μην αντέχοντας την κυκλοφοριακή ασφυξία, την ηχητική και περιβαλλοντική ρύπανση και τη δραματική αύξηση των ενοικίων λόγω του ανεξέλεγκτου υπερτουρισμού», λέει η Ειρήνη Φρεζάδου, αρχιτέκτονας-πολεοδόμος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΛΕΤ και σήμερα υποψήφια δημοτική σύμβουλος με τον συνδυασμό «Αθήνα Ψηλά!».
Κάτοικος Μακρυγιάννη και η ίδια, λέει ότι την περιοχή διασχίζουν 100 χιλιάδες τουριστικά λεωφορεία ετησίως για να μεταφέρουν τους επισκέπτες στον Ιερό Βράχο και το Μουσείο της Ακρόπολης. Παρά το γεγονός, όπως υποστηρίζει, ότι στους στόχους του Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας του δήμου Αθηναίων είναι μέχρι το 2026 να ανακηρυχθεί όλο το κέντρο περιοχή περιορισμένης πρόσβασης για τα Ι.Χ. Η Ειρήνη Φρεζάδου υποστηρίζει ότι από την περιοχή δεν εκδιώκονται μόνο οι κάτοικοι αλλά και το λιανεμπόριο: «Ό,τι κλείνει σε ισόγειο κατάστημα, δεν ξανανοίγει. Στη θέση του ανοίγει μπαρ, εστιατόριο ή καφέ. Δεν υπάρχουν πια υδραυλικοί, δεν υπάρχουν μοδίστρες, δεν υπάρχουν καθαριστήρια, ηλεκτρολογεία. Έχουν φύγει σταδιακά λόγω της πίεσης των ενοικίων».
«Η Ακρόπολη με όρους real estate»
Η Ειρήνη Φρεζάδου υποστηρίζει ότι υπάρχουν λύσεις, δείχνοντας το παράδειγμα της Βαρκελώνης: «Η Βαρκελώνη έχει ένα πολύ καλό σχέδιο χρήσεων γης, το PEUAT, το οποίο έχει βραβευτεί από την Ε.Ε. Το PEUAT προβλέπει προστασία της κατοικίας και της υποδομής του ιστορικού κέντρου της Βαρκελώνης. Δεν επιτρέπεται να χτίζονται καθόλου καινούρια ξενοδοχεία. Με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή γίνονται οι αλλαγές στη χρήση γης μετά από πολλή μελέτη και διαδοχικά στάδια εγκρίσεων». Για την Ειρήνη Φρεζάδου υπάρχουν δύο δρόμοι μέσα από τους οποίους μπορούν να δοθούν λύσεις. Η ανάθεση από τον δήμο Αθηναίων εκπόνησης αξιόπιστης μελέτης φέρουσας ικανότητας του ιστορικού κέντρου με ευρωπαϊκούς δείκτες αξιολόγησης και πραγματικά στατιστικά στοιχεία. Πρόκειται, όπως λέει, «για μια ανάγκη άμεση και επιτακτική». Και ισχυρή πολιτική βούληση από τα αρμόδια υπουργεία, η οποία προς το παρόν, όπως υποστηρίζει, δεν υπάρχει: «Δυστυχώς οι αρμόδιοι φορείς, που είναι το υπουργείο Περιβάλλοντος, που είναι υπεύθυνο για τη θέσπιση προστατευτικού θεσμικού πλαισίου (χρήσεις γης και ήπιοι όροι δόμησης), και το υπουργείο Πολιτισμού, που είναι υπεύθυνο για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου των Αθηνών και του μνημείου της Ακρόπολης, αντί να προστατεύουν τη μοναδική αυτή ιστορική περιοχή, λειτουργούν με όρους real estate, παρακάμπτοντας προκλητικά ακόμα και την πλούσια νομολογία του ΣτΕ».
Το gentrification και η ποιότητα ζωής
«Η φέρουσα ικανότητα είναι το ανώτατο ανεκτό όριο φορτίσεων που μπορεί να δεχτεί μια περιοχή» λέει ο Μιλτιάδης Λάζογλου, δρ. χωροτάκτης-πολεοδόμος, στη LiFO. «Όταν οι φορτίσεις αυτές δεν ρυθμιστούν, τότε διαταράσσεται σοβαρά η ισορροπία στο περιβάλλον, στην οικονομία και στην κοινωνία, με αποτέλεσμα να ασκούνται πολλαπλές πιέσεις πρώτα στους κατοίκους και εν συνεχεία στους επισκέπτες της πόλης».
Ο Μιλτιάδης Λάζογλου εξηγεί ότι αυτές οι φορτίσεις, μέσω των οποίων μπορεί να χαθεί αυτή η ισορροπία, σχετίζονται με την πολεοδομική διαχείριση μιας περιοχής, με τη διαχείριση της ενέργειας και των απορριμμάτων, με την ατμοσφαιρική ρύπανση, με το κυκλοφοριακό και γενικότερα με όλα όσα συμπεριλαμβάνονται σε αυτό που ονομάζουμε «καλή ποιότητα ζωής».
Επιμένει, όμως, ότι όταν μιλάμε για φέρουσα ικανότητα «θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι κάτοικοι και η κατοικία. Για τη φέρουσα ικανότητα της Αθήνας, μιας περιοχής με μοναδικά χαρακτηριστικά, όπως λέει, πρέπει να ληφθούν υπόψη η ένταση και η χρήση κάθε δραστηριότητας.
«Είναι ζητούμενο και ευκταίο να έχουμε τουριστική ανάπτυξη. H δραστηριότητα αυτή θα πρέπει όμως να γίνει με τρόπο προγραμματισμένο και οργανωμένο, ώστε να ξέρουμε τι θέλουμε, γιατί το θέλουμε και πού το θέλουμε».
Εξηγεί, ακόμη, ότι όταν αυτή η δραστηριότητα δεν ρυθμίζεται, τότε ξεκινάει μαζί και η διαδικασία αλλοίωσης του χαρακτήρα μιας περιοχής, μέσω της οποίας ασκούνται, εκτός των άλλων, αφόρητες πιέσεις στους κατοίκους και την κατοικία. «Όταν, για παράδειγμα, το κουρείο που θα κλείσει σε μια γειτονιά της Αθήνας θα γίνει καφέ, όταν το σούπερ μάρκετ που θα λειτουργήσει θα είναι προσανατολισμένο στις ανάγκες του επισκέπτη, τότε οι πιέσεις αρχίζουν και κουράζουν τους κατοίκους και διαβρώνουν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής».
Οι πιέσεις αυτές συχνά συνδέονται με το φαινόμενο του εξευγενισμού (gentrification), ένα σύνθετο κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο που παρατηρείται σε γειτονιές οι οποίες συχνά συμπαρασύρουν τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες της περιοχής. Για τον Μ. Λάζογλου ο εξευγενισμός θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία για επανακατοίκηση κάποιων περιοχών του κέντρου. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα στην Αθήνα όπου εμβληματικές γειτονιές, οι οποίες απέτυχαν να προστατέψουν τα μοναδικά χαρακτηριστικά που διέθεταν, μετατράπηκαν σε βιομηχανίες διασκέδασης, με αφόρητες οχλήσεις και πιέσεις για τους κατοίκους.
Ξενοδόχοι: «Αντέχουμε και άλλα ξενοδοχεία, αν μπουν κανόνες»
Στον γενικό προβληματισμό που υπάρχει για τον κίνδυνο αλλοίωσης ιστορικών περιοχών της πόλης λόγω του υπερτουρισμού δεν φαίνεται να διαφωνεί η Λαμπρινή Καρανάσιου-Ζούλοβιτς που είναι πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών/ Αττικής και Αργοσαρωνικού.
«Η Ένωσή μας είναι η πρώτη που προβληματίζεται για αυτό το ζήτημα», λέει στη LiFO. «Εάν θέλουμε να έχουμε τουρισμό εις το διηνεκές, πρώτα από όλα πρέπει να φροντίσουμε τους κατοίκους, το εμπόριο και την επιχειρηματικότητα της πόλης, που πρέπει να μείνει ζωντανή».
«Εάν λείψει το μαγαζάκι στη γωνία», όπως λέει, «εάν λείψει η Αιόλου όπως την ξέρουμε, αν λείψει αυτό που λέμε ότι είναι η Αθήνα, τότε δεν θα έχουμε τίποτα. Μια πόλη μόνο με ξενοδοχεία, μια πόλη με διεθνείς αλυσίδες φαγητών, μια πόλη στην οποία δεν θα διατηρηθεί αυτό που βλέπουμε σήμερα προφανώς δεν είναι η στόχευσή μας».
Η Λαμπρινή Καρανάσιου-Ζούλοβιτς μας λέει ότι η φέρουσα τουριστική ικανότητα της Αθήνας είναι μια περίπλοκη και πολυδιάστατη έννοια, η οποία αποτελεί συνάρτηση πολλών πραγμάτων: «Η φέρουσα ικανότητα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση και με τις υποδομές που δημιουργούνται και που πρέπει να έχει η Αθήνα», γι' αυτό και «απαιτείται στρατηγική και συντονισμός επιχειρηματικών δυνάμεων και κρατικών παρεμβάσεων για να διατηρηθεί η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος, που είναι εξαιρετικά ευαίσθητο», λέει.
Η ίδια υποστηρίζει ότι «προφανώς και αντέχουμε και άλλα ξενοδοχεία», αλλά πρέπει να μπουν κανόνες, όπως εξηγεί, για να «υπάρχουν ποιοτικές τουριστικές υποδομές και καταλύματα που δεν θα επιβαρύνουν τη φέρουσα ικανότητα της πόλης». Η Λαμπρινή Καρανάσιου-Ζούλοβιτς παραδέχεται αυτό που βλέπουμε όλοι. Ότι «στην Αθήνα δεν πέφτει καρφίτσα». Διευκρινίζει ωστόσο ότι όλες αυτές οι ροές δεν διοχετεύονται στα ξενοδοχεία: «Σήμερα υπάρχουν ολόκληρες πολυκατοικίες στην Αθήνα που διατίθενται στη βραχυχρόνια μίσθωση. Δεν είμαστε εναντίον της βραχυχρόνιας μίσθωσης, μπορούμε να συνυπάρξουμε, εφόσον όμως λειτουργεί με όρους νομιμότητας».
Επιβεβαιώνει το υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον. «Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν και άλλα περιθώρια τουριστικής ανάπτυξης στην Αθήνα, αρκεί αυτή να συνοδευτεί με υποδομές και δίκτυα συγκοινωνιακά, οδικά κ.λπ.». Στην ερώτησή μας για το αν και πότε θα χρειαστεί να μπει ένα φρένο, αναφέρει ότι η Ένωση κάνει συχνά έρευνες και μελέτες και κρούει το καμπανάκι του κινδύνου όποτε και αν χρειάζεται στους αρμόδιους φορείς και την πολιτεία.
Μια τουριστική βιομηχανία στο κέντρο της Αθήνας
Στην Αθήνα, εκτός από τα νέα ξενοδοχεία, εξίσου δυναμικά αναπτύσσεται και η βραχυχρόνια μίσθωση, η οποία πλέον έχει ξεφύγει από τους προσωπικούς πειραματισμούς κάποιων ιδιοκτητών που ξεκίνησαν το 2010 να νοικιάζουν τα άδεια τους διαμερίσματα. Τα περισσότερα ακίνητα που μπαίνουν στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες τα διαχειρίζονται εταιρείες και η υπηρεσία της βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει εξελιχθεί σε μια νέα αναδυόμενη βιομηχανία τουρισμού. Παράλληλα, εκτός από τα μεμονωμένα διαμερίσματα, στο κέντρο της Αθήνας υπάρχουν πια ολόκληρες πολυκατοικίες που έχουν μπει στο καθεστώς της βραχυχρόνιας μίσθωσης, στις οποίες νοικιάζονται όλα ανεξαιρέτως τα διαμερίσματα. Η πλειοψηφία τους βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο.
Πόσες είναι αυτές; Κανείς δεν ξέρει. Ακόμη και ο Σύνδεσμος Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων «Stama» δεν μπορεί να προσδιορίσει το ακριβές νούμερο, όπως αναφέρουν στη LiFO. Ωστόσο, όπως εξηγούν, «η λειτουργία τους είναι 100% νόμιμη. Αρκεί να μην υπάρχει reception, να μην παρέχεται καθαρισμός στη διάρκεια της διαμονής και άλλες υπηρεσίες, όπως είναι το φαγητό», μας λένε.
Καθώς η βραχυχρόνια μίσθωση βρίσκεται στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης για την αλλοίωση που έχει επιφέρει στον χαρακτήρα ολόκληρων περιοχών αλλά και για την εκτόξευση των ενοικίων, η LiFO αναζήτησε απαντήσεις και από τους εκπροσώπους της συγκεκριμένης τουριστικής υπηρεσίας: «Η ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Η τεράστια χρησιμότητά της για τις οικονομίες και τις κοινωνίες των τουριστικών χωρών δεν αμφισβητείται παρά μόνον από όσους έχουν συμφέρον στη συνέχιση της μονοπώλησης των εσόδων από τον τουρισμό» λέει ο Νάσος Γαβαλάς, πρόεδρος της Stama. Υποστηρίζει ότι «η αύξηση του αριθμού των τουριστών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια οφείλεται κυριολεκτικά στην άνθηση αυτής της δραστηριότητας, σε συνδυασμό και με την οικονομική κρίση, αλλά και με τις δυνατότητες μεσολάβησης που έχουν οι παγκόσμιες ηλεκτρονικές πλατφόρμες». Για την εκτόξευση των ενοικίων λόγω της μειωμένης προσφοράς ακινήτων στο κέντρο της πόλης, ο Ν. Γαβαλάς προβάλλει επίσης το δικό του επιχείρημα: «Η βραχυχρόνια μίσθωση δεν ευθύνεται για τη μείωση της προσφοράς μισθωμένης στέγης κύριας κατοικίας, αλλά κυρίως η παλαίωση του κτιριακού δυναμικού της χώρας και η οικονομική αδυναμία των εκμισθωτών να το εκσυγχρονίσουν».
«Αθήνα: Μια υπέροχη πόλη χωρίς κατοίκους»
Η LiFO ρώτησε τον Δημήτρη Μέλισσα, καθηγητή του ΕΜΠ με ειδίκευση στο Δίκαιο Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, για την κυριαρχία της βραχυχρόνιας μίσθωσης, με την οποία ο ίδιος έχει αποκτήσει μια ειδική σχέση. Έχει ερευνήσει το θέμα και πρόσφατα έγραψε ένα βιβλίο για την πολεοδομική αντιμετώπιση του φαινομένου. Εξηγεί στη LiFO την αδήριτη αναγκαιότητα να ρυθμιστεί η επιχειρηματική δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Αθήνα και να περιοριστεί σε συγκεκριμένες περιοχές, γιατί είναι πια ορατός ο κίνδυνος, όπως λέει, «να πάψουν ολόκληρες γειτονιές να είναι τόποι κατοικίας»: «Θα χρησιμοποιήσω μια φράση του Josef Bohigas, γενικού διευθυντή των Οργανισμών Αστικής Ανάπτυξης και Αστικής Οικολογίας της Βαρκελώνης, με την οποία συμφωνώ. Πριν από μερικούς μήνες, σε μια διάλεξη στο ΕΜΠ, ανέφερε ότι "η Αθήνα είναι μια υπέροχη πόλη, αλλά σου δίνει την εντύπωση ότι κανείς δεν ζει μόνιμα στο κέντρο της"».
Για τον Δημήτρη Μέλισσα, «η μετατροπή της κατοικίας σε επενδυτικό αγαθό, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερτουρισμού, δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στην εξεύρεση κατοικίας και έχει οδηγήσει σε κοινωνικές συγκρούσεις».
Όσο για την πολεοδομική αντιμετώπιση του ζητήματος, ο καθηγητής του ΕΜΠ μιλάει για «απραξία της ελληνικής πολιτείας ως προς την κυριαρχία της βραχυχρόνιας μίσθωσης στον αστικό ιστό της Αθήνας». Ακόμη και στις περιπτώσεις περιοχών «στις οποίες το πολεοδομικό καθεστώς προβλέπει ειδικά διατάγματα χρήσεων γης, ή χρήσεις αμιγούς ή γενικής κατοικίας». Βεβαίως, η έλλειψη προσήλωσης στους πολεοδομικούς νόμους δεν εκπλήσσει, όπως μας λέει:
«Το πολεοδομικό δίκαιο της χώρας περιλαμβάνει πάρα πολλές παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις και είναι το δίκαιο με τη μικρότερη εφαρμογή». Ακόμη και στην περιοχή της Πλάκας, που είναι περιοχή αποκλειστικής κατοικίας με ειδικό διάταγμα, καθώς το εμπόριο επιτρέπεται να αναπτυχθεί σε συγκεκριμένους δρόμους, «η βραχυχρόνια μίσθωση έρχεται να ανατρέψει αυτή την ισορροπία», υποστηρίζει.
Οι κορεσμένοι τουριστικοί δείκτες της Αθήνας
Παρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή ως μετρήσιμο μέγεθος, υπάρχουν δείκτες που δείχνουν την τουριστική κόπωση και πίεση της πόλης. Στην έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων και της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών/ Αττικής και Αργοσαρωνικού για τη φέρουσα ικανότητα τουριστικής ανάπτυξης στην περιοχή της Αθήνας καταγράφεται ότι «η τουριστική πίεση που δέχεται η περιοχή της Αθήνας είναι πολλαπλάσια αυτής που δέχονται κατεξοχήν τουριστικοί προορισμοί της χώρας». Αναφέρεται ακόμη ότι οι δείκτες φέρουσας ικανότητας «έχουν επιδεινωθεί, γεγονός που δείχνει μια τάση κορεσμού στην Αθήνα».
Στην έρευνα χρησιμοποιούνται τρεις δείκτες. Ο Δείκτης Τουριστικής Λειτουργίας, με τον οποίο μετρήθηκε η τουριστική ανάπτυξη βάσει των κλινών που λειτουργούν σε σχέση με τον πληθυσμό της περιοχής. Ο Δείκτης Τουριστικής Πυκνότητας, που μέτρησε την τουριστική ανάπτυξη βάσει των διανυκτερεύσεων που πραγματοποιούνται σε σχέση με την έκταση της περιοχής, και ο Δείκτης Τουριστικής Έντασης, που μέτρησε την τουριστική ανάπτυξη βάσει των αφίξεων που πραγματοποιούνται σε σχέση με τον πληθυσμό της υπό εξέταση περιοχής και εν προκειμένω της Αθήνας.
Από τις μετρήσεις καταγράφηκε ότι «η τουριστική πίεση που δέχεται η περιοχή της Αθήνας είναι πολλαπλάσια αυτής που δέχονται κατεξοχήν τουριστικοί προορισμοί της χώρας». Γιατί, βάσει των ευρημάτων, «πραγματοποιούνται εξαιρετικά πολλές διανυκτερεύσεις σε μια σχετικά μικρή γεωγραφική περιοχή». Ειδικότερα, με έτος αναφοράς το 2019 και βάσει στατιστικών που αφορούν τα ξενοδοχειακά καταλύματα, ο δείκτης τουριστικής πυκνότητας στην επικράτεια είναι 226,7, ενώ για την Αθήνα είναι 20.483, δηλαδή υπερπολλαπλάσιος. Όταν στην εξίσωση των μετρήσεων μπαίνουν η βραχυχρόνια μίσθωση αλλά και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, ο δείκτης τουριστικής πυκνότητας ανεβαίνει για την Αθήνα στο 26.688. Η συμβολή της βραχυχρόνιας μίσθωσης και των ενοικιαζόμενων δωματίων ανέρχεται, όσον αφορά την τουριστική πυκνότητα, στο 23%, ενώ αντιστοίχως των ξενοδοχείων στο 77%.
Απαιτείται ανανέωση του τουριστικού προϊόντος
Στην έρευνα υπογραμμίζεται ότι είναι δυνατόν να υπάρχει υποεκτίμηση της πραγματικής συμβολής των ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων και δωματίων στους δείκτες που καταγράφουν τόσο την πυκνότητα όσο και την τουριστική ένταση. Ο λόγος είναι ότι οι δύο δείκτες εκτιμώνται βάσει των αφίξεων και των διανυκτερεύσεων στα μη ξενοδοχειακά καταλύματα, για τις οποίες τα νούμερα δεν είναι απόλυτα ασφαλή. Στα συμπεράσματα της έρευνας καταγράφεται ότι «το μοντέλο της τουριστικής ανάπτυξης της χώρας έχει εισέλθει στο στάδιο της ωρίμανσης». Αναφέρεται ακόμη ότι «απαιτείται ανανέωση του τουριστικού προϊόντος ώστε να αποφευχθεί ο κορεσμός και η παρακμή».
Όσον αφορά τα αίτια της επιδείνωσης των δεικτών, η έρευνα τα εντοπίζει στη ραγδαία αύξηση της ζήτησης σε καταλύματα η οποία καλύφθηκε από τη βραχυχρόνια μίσθωση: «Οι ξενοδοχειακές μονάδες που λειτουργούν στην Αθήνα κατά την περίοδο 2015-2021 έχουν αυξηθεί κατά περίπου 25%, ενώ η αύξηση των καταλυμάτων στην περιοχή της Αθήνας τα τελευταία χρόνια οφείλεται κατά συντριπτικό ποσοστό στην αύξηση των καταλυμάτων τύπου Airbnb, τα οποία πλέον προσφέρουν πάνω από το 40% των διαθέσιμων κλινών στην Αθήνα».
Τι κάνει ο δήμος της Αθήνας
Σ' αυτό το τοπίο, όπου συγκρούονται απόψεις, πολιτικές και επιχειρηματικά συμφέροντα με επίκεντρο την τουριστική ανάπτυξη στον κεντρικό δήμο, η LiFO ρώτησε τον δήμο Αθηναίων αν και πώς σκοπεύει να διερευνήσει τις αντοχές της πόλης απέναντι στην τουριστική πίεση και τι πολιτικές ασκεί για να αποσυμπιέσει την κατάσταση.Ο δήμος Αθηναίων παρέθεσε έναν μακρύ κατάλογο παρεμβάσεων, αρκετές από τις οποίες είναι αλήθεια ότι παραμένουν ακόμη σχέδια και προτάσεις.
Στις προτεραιότητες του δήμου είναι η ενίσχυση της κατοικίας, που αποτελεί και την πρώτη δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση του υπερτουρισμού. Το μέτρο που έχει να παρουσιάσει ο δήμος αυτήν τη στιγμή είναι το πρόγραμμα «Κάλυψη», που αφορά τη δωρεάν στέγαση ευάλωτων νέων σε 257 ιδιωτικές κατοικίες. Μέσω του προγράμματος, ο δήμος Αθηναίων καλύπτει για τρία χρόνια το κόστος μίσθωσης ιδιωτικών κατοικιών για νέους ηλικίας 25-39 ετών οι οποίοι δεν διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία. «Στόχος για την επόμενη περίοδο είναι οι ωφελούμενοι από τα προγράμματα για προσιτή, ενεργειακά αποδοτική, σύγχρονη κατοικία να φτάσουν στις 3.000, μετριάζοντας τις ασύμμετρες πιέσεις που δέχονται οι ευάλωτοι συμπολίτες μας από τη μεγάλη αύξηση των ενοικίων στην Αθήνα».
Επιπλέον του προγράμματος «Κάλυψη», ο δήμος υποστηρίζει ότι «ο στόχος θα επιτευχθεί μέσω της επιδότησης της ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών με αντάλλαγμα τη μίσθωση σε χαμηλότερη τιμή από τον μέσο όρο της ελεύθερης αγοράς και παράλληλα μέσα από την κοινωνική αντιπαροχή και χρήση αναξιοποίητων ακινήτων του δήμου».
Στην ίδια δέσμη μέτρων ο δήμος Αθηναίων εντάσσει και την αναβάθμιση των σχολικών ομάδων, των ανοιχτών χώρων άθλησης και των παιδικών χαρών: «Αυτήν τη στιγμή υλοποιείται νέα παιδική χαρά στο πάρκο Ραγκαβά στην Πλάκα, που είναι η πλέον τουριστική περιοχή της πόλης», λένε από τον δήμο.
Τα υπόλοιπα μέτρα που θα εφαρμόσει για την ενίσχυση της κατοικίας είναι η αυστηροποίηση και η εντατικοποίηση των ελέγχων για θέματα ηχορύπανσης και κατάληψης δημόσιου χώρου. Θα προχωρήσει επίσης σε νέα στοχευμένα κυκλοφοριακά μέτρα, όπως η επέκταση της ελεγχόμενης στάθμευσης με προτεραιότητα στη στάθμευση των μόνιμων κατοίκων και η σήμανση θέσεων για τη στάση τουριστικών λεωφορείων.
Σε επίπεδο προτάσεων και πάλι, ο δήμος Αθηναίων λέει στη LiFO ότι θα ενεργοποιήσει «τον καινοτόμο θεσμό του γραφείου γειτονιάς που θα λειτουργεί υπό τη διεύθυνση των Τοπικών Συμβουλίων. Τα Γραφεία Γειτονιάς θα συντονίζουν, θα συν-σχεδιάζουν με πολίτες, επιχειρήσεις και τοπικούς παράγοντες, θα αξιολογούν και θα οδηγούν στην υλοποίηση έργα, δράσεις και τοπικά προγράμματα αναβάθμισης του δημόσιου χώρου, δημιουργίας αστικών υποδομών, κοινωνικής συμπερίληψης».
Ο δήμος Αθηναίων έχει και έναν δεύτερο άξονα προτεραιοτήτων που αφορά «το ζήτημα της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης». Όλα τα μέτρα που προτείνει ακόμη δεν έχουν υλοποιηθεί. Για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ο δήμος Αθηναίων επιμένει να δοθεί η αρμοδιότητα για τη ρύθμιση του ζητήματος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εφόσον συμβεί αυτό, λένε από τον δήμο, «θα υπάρξει δυνατότητα να περιοριστεί το φαινόμενο σε κορεσμένες περιοχές όπως το Κουκάκι, ή να δοθούν κίνητρα για αύξηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας σε περιοχές όπου σήμερα υπάρχουν πολλά κενά διαμερίσματα και να αποτελέσει κίνητρο για την ανακαίνισή τους». Υποστηρίζει ακόμη ότι θα προχωρήσει «στη χάραξη πολιτικών και παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των φαινομένων υπερ-τουρισμού που παρατηρείται σε σημεία της πόλης κατά της περιόδους αιχμής, μέσα από τη διεύρυνση της τουριστικής περιόδου, τον εμπλουτισμό του διαθέσιμου προϊόντος και την ορθότερη διαχείριση ροών επισκεπτών». Θα υπάρξει ακόμη «ολιστική ρύθμιση πλαισίου κυκλοφορίας και στάθμευσης τουριστικών λεωφορείων».
Τέλος, θα προχωρήσει στην «ενίσχυση μεικτών χρήσεων, που μεταξύ άλλων σημαίνει επικαιροποίηση και εξορθολογισμό χρήσεων γης σε περιοχές όπου απειλείται η κατοικία, μέσω εκπόνησης Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων. Ενώ, σε συνεργασία με το ΥΠΠΟ, θα προωθήσει χρονικές ζώνες επίσκεψης στα σημαντικά μνημεία της πόλης ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός».
Στη διαβούλευση Προεδρικό Διάταγμα για τη φέρουσα ικανότητα
Μέχρι το τέλος Αυγούστου το υπουργείο Περιβάλλοντος θα βγάλει στη δημόσια διαβούλευση το κείμενο Προεδρικού Διατάγματος για τη φέρουσα ικανότητα. Η έννοια της φέρουσας ικανότητας, αν και απασχολεί την επιστημονική κοινότητα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, εισάγεται στην ελληνική νομοθεσία με νόμο το 2022, κατ' εξουσιοδότηση του οποίου θα εκδοθεί και το συγκεκριμένο Προεδρικό Διάταγμα.
Η ανάγκη υπολογισμού της φέρουσας ικανότητας έχει προκύψει από πλήθος αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο κατά καιρούς έχει κόψει πολλές τουριστικές επενδύσεις επειδή δεν υπολογίστηκαν οι αντοχές των περιοχών στις οποίες προγραμματίστηκαν να υλοποιηθούν.
Αρχιτέκτονες με μεγάλη εμπειρία εξηγούν στη LiFO ότι «ουσιαστικά το υπουργείο θέλει να παρακάμψει τις αντιρρήσεις του ΣτΕ, παρουσιάζοντας για τις επενδύσεις μια μελέτη φέρουσας ικανότητας», αν και έχει γραφεί ότι τη μελέτη φέρουσας ικανότητας θα την κάνει ο ίδιος ο επενδυτής και θα ενσωματώνεται στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης μιας επένδυσης, δηλαδή στη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, τη ΣΜΠΕ, όπως συχνά αναφέρεται για λόγους συντομίας.
Από το υπουργείο Περιβάλλοντος ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι θα είναι μια ξεχωριστή μελέτη που θα βγαίνει στη διαδικασία διαβούλευσης μαζί με τη ΣΜΠΕ: «Θα είναι ένα αυτοτελές τεύχος. Απλώς η διαδικασία δημοσιότητας θα γίνεται μέσα από τη ΣΜΠΕ. Την εκπόνηση της μελέτης φέρουσας ικανότητας θα την κάνει η εκάστοτε αρχή σχεδιασμού σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει από την περιβαλλοντική νομοθεσία», επιμένουν.
Αποσπασματική προσπάθεια
Οι ίδιοι αρχιτέκτονες αναφέρουν ότι η προσπάθεια που γίνεται είναι εκ προοιμίου αποσπασματική: «Η φέρουσα ικανότητα δεν μπορεί να εξετάζεται ανά έργο. Θα πρέπει να υπάρχει μια συνολική μελέτη φέρουσας ικανότητας. Και βάσει αυτής της μελέτης να δίνονται οι άδειες για τις επενδύσεις και τα έργα. Θα συζητήσεις φέρουσα ικανότητα με βάση μια επένδυση στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη; Δεν γίνεται, αφού και στα δύο νησιά η φέρουσα ικανότητα έχει εξαντληθεί. Η φέρουσα ικανότητα πρώτα από όλα είναι πολιτική βούληση για έναν τόπο. Έτσι όπως το κάνουν στο ΥΠΕΝ, είναι σαν να θέλουμε να δούμε αν χωράει ακόμη ένα πιάτο το τραπέζι. Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό. Το ζήτημα είναι τι έχεις σκοπό να σερβίρεις από την αρχή», λένε.
Τουριστικές επενδύσεις χωρίς κοινωνική και οικονομική ισότητα
«Η συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνονται οι μελέτες της φέρουσας ικανότητας και από ποιον οδηγεί στην ανάγκη της σύνδεσης των μελετών αυτών με τα υπό εκπόνηση Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια», υποστηρίζει ο Γιάννης Σπιλάνης, καθηγητής, διευθυντής στο Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η δημιουργία των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων θεσμοθετήθηκε το 2016 και ξεκίνησαν να υλοποιούνται το 2021. Με τα 230 τοπικά και ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια τα οποία χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, στόχος είναι να αποκτήσει η χώρα βιώσιμη χωρική ανάπτυξη. Με την ολοκλήρωσή τους θα καθοριστούν χρήσεις γης, όροι και περιορισμοί δόμησης, περιοχές προστασίας αλλά και σημεία ανάπτυξης επενδυτικών δραστηριοτήτων.
Ο Γιάννης Σπιλάνης όμως βλέπει ότι τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια δεν θα υποστηρίξουν όλες τις διαστάσεις του νόμου βάσει του οποίου θεσμοθετήθηκαν. Υποστηρίζει ότι μια σειρά σημαντικών προβλέψεων του νόμου δεν υπάρχει στις τεχνικές προδιαγραφές των σχεδίων αυτών. Ο καθηγητής μάς παραθέτει κάποιες από τις αυτές τις διαστάσεις που λείπουν από τα σχέδια: «Είναι η προστασία των διαθέσιμων πολιτιστικών και φυσικών πόρων. Είναι η διαχείριση της γης ως φυσικού πόρου με φειδώ, με επεκτάσεις των σχεδίων των πόλεων μόνον όπου αυτό δικαιολογείται από τον παρατηρούμενο ή αναμενόμενο λόγω των πληθυσμιακών τάσεων κορεσμό τους», λέει.
Για να γίνει η αξιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψη και τις παραπάνω αρχές που δεν συμπεριλήφθηκαν, ο καθηγητής υποστηρίζει ότι θα πρέπει να διευρυνθούν οι τεχνικές προδιαγραφές των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων, βάσει των οποίων γίνεται η αξιολόγηση της υπάρχουσας κατάστασης, καθώς επίσης και των σεναρίων.
Ο Γιάννης Σπιλάνης αναρωτιέται «πώς θα δώσεις δυνατότητα νέων κατασκευών σε τόπους που έχουν υπερβεί ήδη τη φέρουσα ικανότητά τους, σε ό,τι αφορά τους φυσικούς πόρους, στην αντοχή της κοινωνίας σε ηχορύπανση και συνωστισμό, στην ευθραυστότητα που προκαλεί η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού». Κατά την άποψή του, «οι προδιαγραφές της μελέτης όπως αναλύονται στο κείμενο των τεχνικών προδιαγραφών των ΤΠΣ που εξέδωσε το ΥΠΕΝ καταστρατηγούν τις αρχές του νόμου. Προτάσσουν αμιγώς χωροταξικά θέματα και δεν αναφέρουν ρητά ούτε τα θέματα περιβάλλοντος, ούτε τα θέματα κοινωνικής ισότητας, ούτε τα θέματα οικονομικής βιωσιμότητας».
Κανείς δεν αμφισβητεί τη μεγάλη συνεισφορά του τουριστικού κλάδου στην εθνική οικονομία της χώρας. Όπως φάνηκε από την έρευνα, το τουριστικό μοντέλο απαιτεί πολυδιάστατες πολιτικές που θα έχουν στο επίκεντρο την αειφορία και τη βιωσιμότητα. Για την Αθήνα το στοίχημα είναι μεγάλο: η ξέφρενη κούρσα της τουριστικής ανάπτυξης να μην έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την κοινωνία και την περιβαλλοντική ισορροπία της πόλης.