Ατελείωτες ουρές στην είσοδο της Ακρόπολης, παρκαρισμένα πούλμαν στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κατάληψη λωρίδων σε κεντρικά σημεία όπως η πλατεία Συντάγματος από μεγάλα ξενοδοχεία, κυκλοφοριακή συμφόρηση, πλήθη τουριστών με μια βαλίτσα στο χέρι, οικοδομικός οργασμός, ραγδαία αύξηση στη ζήτηση καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, υψηλά ντεσιμπέλ το βράδυ, ηχορρύπανση γενικά. Αυτές είναι μερικές απ’ τις εικόνες που κυριαρχούν σήμερα στην αθηναϊκή πραγματικότητα.
Η αυξανόμενη ανάγκη της πόλης να προσφέρει στον σύγχρονο ταξιδιώτη αυθεντικές εμπειρίες και τη δυνατότητα να αφουγκραστεί την πόλη έχει επηρεάσει κομβικά τη σύνθεση και την αστική γεωγραφία αρκετών περιοχών, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία τους. Προφανώς, η υπέρμετρη αύξηση του τουρισμού στην Αθήνα έχει ευεργετικά αποτελέσματα για την οικονομία, αλλά όταν αυτό γίνεται χωρίς όρια, αυστηρά πλαίσια, προϋποθέσεις, κανόνες και σχεδιασμό, ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι, προκαλούνται παράπλευρες απώλειες.
Λόγω έλλειψης σωστών υποδομών όλο το κέντρο έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο «ψητοπωλείο» με φουγάρα που βγάζουν καπνούς και μυρωδιές προς κάθε κατεύθυνση. Ακούω τους καταστηματάρχες να διαμαρτύρονται για τουρίστες χαμηλού budget. Μήπως παίρνουμε αυτό που προσφέρουμε;
Κάτοικοι που ζουν στη σκιά της Ακρόπολης, όπως η Νόνη Στεριώτη, τονίζουν ότι ο υπερτουρισμός έχει μετατρέψει την Αθήνα σ’ ένα απέραντο ξενοδοχείο. «Καταρχάς, ένα από τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τουρίστες της Αθήνας είναι η έλλειψη πεζοδρομίων, καθότι παντού υπάρχουν τραπεζοκαθίσματα, τεράστια φορτηγά που εκφορτώνουν όλο το 24ωρο, μαύρα βανάκια που μεταφέρουν τους ίδιους και αμέτρητα αυτοκίνητα παρκαρισμένα παράνομα. Και μέσα σε αυτό το χάος, γκρουπάκια τουριστών με ποδήλατα και πατίνια, που πηγαίνουν αντίθετα στο ρεύμα. Φυσικά, ως κάτοικος της Πλάκας καθημερινά υφίσταμαι την αφόρητη ηχορρύπανση από τις ταράτσες των ξενοδοχείων και τα υπαίθρια μπαράκια. Να πούμε ότι το 30% των τουριστών που διανυκτερεύει στο κέντρο της Αθήνας, σύμφωνα με τις κριτικές που γράφουν στις τουριστικές πλατφόρμες, ενοχλείται από τον θόρυβο και τη δυνατή μουσική από διάφορα παράνομα ηχεία. Τέλος, λόγω έλλειψης σωστών υποδομών όλο το κέντρο έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο "ψητοπωλείο" με φουγάρα που βγάζουν καπνούς και μυρωδιές προς κάθε κατεύθυνση. Ακούω τους καταστηματάρχες να διαμαρτύρονται για τουρίστες χαμηλού budget. Μήπως παίρνουμε αυτό που προσφέρουμε;»
Αν μιλήσεις με κατοίκους της Πλάκας και του Κουκακίου, θα σου πουν για το δυσεπίλυτο πρόβλημα της οδού Μισαραλιώτου με τα πολυάριθμα πούλμαν που αναγκάζονται να διασχίσουν έναν μικρό δρόμο, δημιουργώντας κομφούζιο. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, υπολογίζεται ότι ετησίως πολλές χιλιάδες τουριστικά λεωφορεία μεταφέρουν τους περίπου 3.000.000 επισκέπτες στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, περνώντας ή σταθμεύοντας σε συγκεκριμένους δρόμους, ενώ σχεδόν 1.500.000 τουρίστες πηγαίνουν στο Μουσείο της Ακρόπολης. Απόρροια αυτού είναι όχι μόνο η ηχητική αλλά και η περιβαλλοντική ρύπανση, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι περίοικοι να μην μπορούν να ανοίξουν καν τα παράθυρα. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο δήμος Αθηναίων προχώρησε, για πρώτη φορά, στον καθορισμό και τη σήμανση χώρων στάσης και στάθμευσης των τουριστικών λεωφορείων με στόχο την εύρυθμη λειτουργία, την αποσυμφόρηση κεντρικών οδικών αρτηριών, την εξυπηρέτηση των επαγγελματιών του κλάδου αλλά και τη διευκόλυνση των χιλιάδων επισκεπτών της πόλης.
Ο Στέλιος Κόης είναι ένας καταξιωμένος αρχιτέκτονας ο οποίος ζει και εργάζεται στο κέντρο της πρωτεύουσας και στη συζήτησή εξηγεί γιατί δεν απέχουμε πολύ από το παράδειγμα της Βενετίας. «Είμαι Αθηναίος πολίτης, κάτοικος Πλάκας, κι αυτό που βιώνω στη γειτονιά μου δεν θα το χαρακτήριζα ανάπτυξη όσο ολοκληρωτική εμπορευματοποίηση. Ο πολεοδομικός ιστός της Αθήνας αλλάζει ραγδαία κλίμακα σε βάρος κατοίκων και μικροεμπόρων που αγανακτούν με τον ευτελισμό της ποιότητας της ζωής τους ή αφανίζονται οικονομικά μέσα στο νέο περιβάλλον της τουριστικής υπερεκμετάλλευσης που έχει μετατρέψει τις συνοικίες της Αθήνας σε τουριστικά γκέτο. Το ευκαιριακό, το μαζικό, το γρήγορο, κυριαρχεί στην Αθήνα σήμερα. Η ανάπτυξη καλπάζει χωρίς όρια και ασυναίσθητα.
Δεν απέχουμε πολύ από το μοντέλο της Βενετίας, μιας πόλης που ξεπουλούσε τη ρομαντική της γοητεία στον υψηλότερο κάθε φορά πλειοδότη κι έτσι κατάντησε playground πολυεκατομμυριούχων Ευρωπαίων και Ρώσων. Κι εκεί, όπως εδώ, τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί σε επίπεδα που κανένας ντόπιος δεν αντέχει, η ποιότητα στις υπηρεσίες, το φαγητό ή τις τέχνες σπανίζει και κοστίζει ακριβά, η διόγκωση της τουριστικής κίνησης πιέζει αφόρητα τις υποδομές της πόλης και ο εξευγενισμός, το περίφημο gentrification, μεμονωμένων κτιρίων ή και ολόκληρων περιοχών έχει αλλάξει την ανθρωπογεωγραφία της πόλης.
Αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα στα χρόνια μετά την οικονομική κρίση αντιβαίνει σε κάθε έννοια αειφορίας, αν αυτή την ορίσουμε ως ηθική αρχή που υλοποιείται μέσα από τη δημοκρατία και τον κοινωνικό έλεγχο. Η ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνία δεν επιδιώχθηκε ποτέ. Μόνο η οικονομία προτάσσεται, για να καλύψει άμεσες ανάγκες, αφήνοντας το περιβάλλον και την κοινωνία να υποχωρούν. Έτσι, όμως, δεν υπονομεύεται η δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες;»
Όσον αφορά τους τρόπους επίλυσης των προβλημάτων αυτών, ο Στέλιος Κόης απαντά: «Επείγει μια αλλαγή σε ήθος, αντιλήψεις και πρακτικές. Θα έλεγα και μια πρωτοβουλία των κατοίκων να κρατήσουν την πόλη τους ζωντανή. Προσωπικά, με πληγώνει ιδιαίτερα να βλέπω τη φυσιογνωμία νεότερων μνημείων αρχιτεκτονικής να αλλοιώνεται στο όνομα της ανάπτυξης. Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση του "Αναπαυτηρίου" του Δημήτρη Πικιώνη στον λόφο του Φιλοπάππου. Το μοναδικό αυτό κτίσμα-πέργκολα, ένα διαχρονικό δείγμα φωτισμένης ελληνικότητας που ο μοντερνιστής αρχιτέκτονας ενσωμάτωσε στο αστικό τοπίο ως έναν τόπο στοχασμού και γαλήνης, θα "αξιοποιηθεί" (αλίμονο!) μέσω μακροχρόνιας επινοικίασης σε ιδιωτική εταιρεία για να λειτουργήσει ως τόπος εστίασης. Ποιος οραματίστηκε αυτήν τη χρήση άραγε; Θέλουμε την Αθήνα ως έναν παγκόσμιο τόπο αναψυχής ή ως μια πόλη βιώσιμη για τους κατοίκους της; Ας το αναλογιστεί η πολιτεία κι ας το διαχειριστεί άμεσα με ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, με αντίβαρο στον κυνισμό της κερδοφορίας τον πολιτισμό».
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η μέση πληρότητα του Μαΐου του 2023 άγγιξε το 88,5% –αρκετά βελτιωμένος συγκριτικά με πέρυσι, που έφτασε το 82%– και κινήθηκε σε επίπεδα αντίστοιχα του 2019 (88,2%). Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ομότιμος καθηγητής στην ΑΣΚΤ και καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας. Όταν τον ρωτώ αν αντέχει η Αθήνα τον υπερτουρισμό, υποστηρίζει: «Η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση: φυσικά όχι, όπως κάθε πόλη που αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, το οποίο παρουσιάζεται διεθνώς με διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε προορισμού, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει βρει τη λύση ή αποτελεσματική διαχείριση. Πώς εκδηλώνεται; Με την αισθητή πτώση της ποιότητας ζωής των μόνιμων κατοίκων και την αλλοίωση της ποιότητας της εμπειρίας των τουριστών, τόσο ώστε ο τόπος να χάνει τα όποια χαρακτηριστικά αυθεντικότητας. Τα ταξίδια έχουν αυξηθεί και θα συνεχίσουν να αυξάνονται, καθώς η ανάγκη της γνωριμίας και της ανταλλαγής συνοδεύει την ανθρώπινη φύση.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι τα ταξίδια πλέον είναι εύκολα και σύντομα, γιατί πραγματοποιούνται κυρίως με το αεροπλάνο και γιατί ικανοποιούν ανάγκες μιας εξαιρετικά ολιγοήμερης τουριστικής εμπειρίας. Κάθε πόλη έχει μια λίγο-πολύ συγκεκριμένη τουριστική χωρητικότητα, ανάλογα με τα φυσικά χαρακτηριστικά της. Η Αθήνα είναι μια μητρόπολη και θεωρητικά οι αντοχές της στις τουριστικές ροές είναι μεγαλύτερες από εκείνες π.χ. της Φλωρεντίας. Ωστόσο, και στην ελληνική πρωτεύουσα τα σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά στο κέντρο της πόλης, ενώ θα ήταν εύστοχη μια επιχείρηση αποκέντρωσης του τουριστικού προϊόντος, ξεκινώντας καταρχάς από την ίδια τη διαμονή.
Ο αντίλογος σε οποιαδήποτε προσπάθεια ρύθμισης είναι τα γενικότερα οικονομικά οφέλη, οι θέσεις εργασίας, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της ιδιοκτησίας (Airbnb) κ.λπ. Η συζήτηση είναι παλιά και η παγίδα γνωστή· στην πραγματικότητα αφορά το ιδιωτικό συμφέρον έναντι του κοινού καλού. Το ερώτημα δεν είναι πόσο τουρισμό αντέχει η Αθήνα αλλά τι πόλη-πρωτεύουσα σχεδιάζουμε να έχουμε σε είκοσι χρόνια από τώρα. Η κεντρική διοίκηση και η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλουν να έχουν ένα όραμα πόλης μέσα στο οποίο εντάσσεται και η τουριστική δραστηριότητα, στο ποσοστό που της αναλογεί. Η ανεξέλεγκτη μετατροπή αθηναϊκών κτιρίων σε ξενοδοχεία με την παράλληλη αγνόηση π.χ. του στεγαστικού προβλήματος στην πρωτεύουσα είναι κρίσιμο λάθος. Δεν μπορεί όλα να επαφίενται στις πάντα βουλιμικές διαθέσεις της ελεύθερης αγοράς. Ρύθμιση χρήσεων απαιτείται για κατοικία, εργασία, περιοδική –τουριστική– κατοίκηση και επίσης αποθάρρυνση (έλεγχος αδειών) του υπερβολικού αριθμού εμπορικών δραστηριοτήτων σχετικών με το τουριστικό προϊόν. Γιατί υπάρχει και η πιθανότητα κάποια μέρα το προϊόν να λήξει και να βρεθούμε μπροστά στην πόλη-φάντασμα του undertourism».
Το κέντρο μεταμορφώνεται, σταδιακά, σ’ ένα απέραντο ξενοδοχείο, με πολλά εγκαταλελειμμένα κτίρια να αναβιώνουν μέσω της νέας χρήσης τους. Παράλληλα, για χάρη και των τουριστών, διάφορα χρήσιμα και άχρηστα έργα –άλλα οργανωμένα και άλλα ασυντόνιστα–, προγραμματίζονται, ξεκινούν, ολοκληρώνονται, μένουν στη μέση ή δεν λένε να τελειώσουν.
Την ίδια στιγμή, για να έχουμε μια πλήρη εικόνα των τουριστικών αφίξεων, να θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου οι διεθνείς αφίξεις στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο, ενώ φέτος η Αθήνα συμπεριλαμβάνεται ήδη στο top 10 των δημοφιλέστερων ευρωπαϊκών πόλεων για βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb.
Από την πλευρά της η Μυρτώ Κιούρτη, αρχιτέκτονας και διδάκτορας του ΕΜΠ, επιχειρεί μια πρόβλεψη για το μέλλον, λέγοντας: «Είμαστε στο έτος 2050. Στις σχολές Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας διεθνώς η Αθήνα διδάσκεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα πόλης που δεν κατάφερε να διαχειριστεί τα κατακλυσμιαία φαινόμενα που προκλήθηκαν από τη νέα, υπερμεγέθη, παγκόσμια μεσαία τάξη. Η Ελλάδα, χώρα μικρή, που αντλούσε παραδοσιακά μεγάλα κεφάλαια από τον τουρισμό, δεν αποκωδικοποίησε έγκαιρα το ότι εκατομμύρια πολίτες αναπτυσσόμενων χωρών, αντί των χιλιάδων Ευρωπαίων και Αμερικανών, θα διεκδικούσαν κάποια στιγμή στις αρχές του 21ου αιώνα το δικαίωμα του “να πάω κι εγώ στην Αθήνα”.
Με ξενοδοχεία παντού και τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης των τουριστών να έχουν αποδιώξει κάθε άλλη δραστηριότητα, όπως και όλους τους Αθηναίους, η Αθήνα κατέρρευσε ως πόλη και μετεξελίχθηκε σε ένα τεράστιο resort το οποίο διαχειρίζονταν παγκόσμια funds. Η πόλη έμεινε γνωστή ως “ευρωπαϊκό Las Vegas” ή “αρχαιοελληνική Disneyland”, ενώ το πολεοδομικό αυτό φαινόμενο καταγράφηκε στη διεθνή βιβλιογραφία ως “τουριστική άλωση της πόλης”.
Η μοντέρνα Αθήνα είχε ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και ζωντάνια λόγω της μείξης των χρήσεων που είχε κατακτήσει και κυρίως χάρη στους Αθηναίους που την κατοικούσαν με τρόπο μοναδικό. Γι’ αυτό άλλωστε είχε τραβήξει το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Μην προλαβαίνοντας να αντιδράσει στις πληθυσμιακές πιέσεις έχασε την ταυτότητά της κι έτσι δεν κατόρθωσε να προσχωρήσει στο λεγόμενο “τρίτο κύμα ταξιδιωτικής εμπειρίας” που διαμορφώθηκε ως αντίδραση στην άκρατη μαζικοποίηση του τουρισμού στα μέσα του 21ου αιώνα.
Οι μετανεωτερικοί ταξιδιώτες που εκ πεποιθήσεως δεν αυτοχαρακτηρίζονται ως τουρίστες γιατί ταξιδεύουν προκειμένου να συνδεθούν ψυχικά με μια άλλη κοινωνία και όχι απλώς να φωτογραφηθούν μέσα σε ένα τουριστικό σκηνικό δεν επιλέγουν ποτέ την Αθήνα, μια πόλη που έχει ταυτιστεί στη συνείδησή τους με τουριστική φάμπρικα. Την πόλη, αντίθετα, επιλέγουν εκατομμύρια λιγότερο μορφωμένων ανθρώπων που ακολουθούν τυφλά πληρωμένες διαφημίσεις, σχεδιασμένες με τεχνητή νοημοσύνη, και περνάνε από πόλη σε πόλη χωρίς καμία ψυχική αλληλεπίδραση, βάζοντας απλώς το τικ στο check list τους: “Έχω πάει και στην Αθήνα”».
Για τον αρχιτέκτονα και επίκουρο καθηγητή του τμήματος Αρχιτεκτόνων - Μηχανικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Πάνο Εξαρχόπουλο, το θέμα αυτό είναι πολύπλευρο και ερμηνευτικά πολυεπίπεδο. «Όσον αφορά τον τουρισμό, παρατηρούμε μια πορεία από την ήπια αξιοποίηση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην απόλυτη εμπορευματοποίηση και την μετάλλαξή του σε επικερδέστατο τομέα του επιχειρείν. Όσον αφορά τις διακοπές, μια πορεία από την παροδική αποδέσμευση από τον αστικό τρόπο διαβίωσης και τη λυτρωτική καταφυγή στην ανεπιτήδευτη ομορφιά της φύσης στην ενσωμάτωση σε ένα κατ’ επίφαση ηδονιστικό, τεχνητό σκηνικό, με το ανάλογο τίμημα.
Από τον φιλοπερίεργο ταξιδευτή-περιηγητή με το πάθος της ανακάλυψης περνάμε στον νευρωτικό κυνηγό και καταναλωτή των προσφερόμενων "υψηλού επιπέδου" τουριστικών υπηρεσιών· από την αμόλυντη διατήρησή του τοπίου στις ευφάνταστες καταπατήσεις του, στις φωτοβολταϊκές "καλλιέργειες", τις ανεμογεννήτριες, τις τρέχουσες τρωγλοδυτικές οικήσεις του.
Από τον μοναχικό ταξιδιώτη ή τις μικρές παρέες με τα σακίδια στα αδηφάγα πλήθη των κρουαζιερόπλοιων, στα πακέτα με τις ελεγχόμενες μετακινήσεις, τις ατέλειωτες πυρακτωμένες ουρές για την Ακρόπολη· από την εύρωστη αλλά και ευγενή αρχιτεκτονική των ξενοδοχειακών μονάδων του ’60 και ’70 στα "rooms to let", στα boutique και luxury hotels, στα Αirbnb παντού στη χώρα».
Για την περίπτωση της Αθήνας θα πει: «Εδώ και κάποια χρόνια, η πρωτεύουσα, από περιστασιακή στάση για την τυπική επίσκεψη στην Ακρόπολη (και κατευθείαν στο λιμάνι για τα νησιά) έχει μετατραπεί σε τόπο πολυήμερης παραμονής πλήθους επισκεπτών. Δεν είναι μόνο η Ακρόπολη πια, είναι και η διασκέδαση, τα μπαράκια, οι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, ακόμα και τα "εξωτικά" Εξάρχεια. Για να είμαστε ακριβείς, ένα μικρό τμήμα της πόλης, το λεγόμενο "κέντρο", είναι αυτό που συγκεντρώνει και μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Το κέντρο μεταμορφώνεται, σταδιακά, σ’ ένα απέραντο ξενοδοχείο, με πολλά εγκαταλελειμμένα κτίρια να αναβιώνουν μέσω της νέας χρήσης τους.
Παράλληλα, για χάρη και των τουριστών, διάφορα χρήσιμα και άχρηστα έργα –άλλα οργανωμένα και άλλα ασυντόνιστα– προγραμματίζονται, ξεκινούν, ολοκληρώνονται, μένουν στη μέση ή δεν λένε να τελειώσουν. Η κερδοσκοπία και η αισχροκέρδεια καλπάζουν. Όσο και αν αυτοπροβαλλόμαστε ως ελκυστικός επενδυτικός τουριστικός προορισμός, φαινόμενα όπως η κοινωνική ανισότητα, οι άστεγοι, οι εξαρτημένοι, το κυκλοφοριακό, οι λιγοστοί ελεύθεροι χώροι, η ανεπαρκής συντήρηση του αστικού εξοπλισμού, των πεζοδρομίων κ.ά. είναι διαρκή προβλήματα της πόλης και δεν αφορούν αποκλειστικά στο κέντρο της. Δεν ξέρω, λοιπόν, αν αντέχει τον υπερτουρισμό η Αθήνα, σίγουρα, όμως, δεν αντέχουμε μια Αθήνα που μόνη της έγνοια είναι ο τουρισμός».
Πριν από λίγες μέρες, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με τις ουρές των τουριστών, ανακοίνωσε τη δημιουργία συστήματος ζωνών επισκεψιμότητας στην Ακρόπολη. Συγχρόνως, σημείωσε ότι η επισκεψιμότητα στον Ιερό Βράχο έχει αυξηθεί κατά 80% σε σχέση με το 2019 την αντίστοιχη περίοδο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μεγάλη συμφόρηση.
Η αρχιτέκτονας Ηώ Καρύδη επισημαίνει: «Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να προσδιορίσουμε ποια είναι η Αθήνα (υποδοχέας που καλείται να διαχειριστεί το φαινόμενο της αθρόας τουριστικής ζήτησης;) και τι είδους φαινόμενο είναι ο υπερτουρισμός σε επίπεδο χώρου και χρόνου. Διότι η Αθήνα-υποδοχέας του μαζικού φαινομένου παραμένει μια πολύ εκλεκτική ζώνη γύρω από την Ακρόπολη, το ιστορικό κέντρο της πόλης και τις συνοικίες άμεσης επιρροής τους με μικρή, μέχρι στιγμής, διάχυση σε άλλα σημεία ενδιαφέροντος της πόλης. Για τα διαχρονικά hot spots, λοιπόν, οι εξαγγελθείσες πολιτικές του τουρισμού και του πολιτισμού σιγοντάρουν τα υψηλά νούμερα επισκεψιμότητας.
Πρόσφατα εξαγγέλθηκαν προτάσεις για βελτίωση της προσπελασιμότητας στην Ακρόπολη: σκίαστρα, μηχανήματα-πωλητές νερού, επαναφορά της ρωμαϊκής σκάλας στα Προπύλαια, έλεγχος και περιορισμός της χρονικής παραμονής εντός του ιερού βράχου, προτάσεις χειρισμού του πλήθους με ποσοτικά κριτήρια, λιγότερος χρόνος παραμονής, περισσότεροι επισκέπτες, συμπίεση της εμπειρίας του τόπου και της καθημερινής διαβίωσης σε αυτόν.
Τι γίνεται πέριξ και εκτός των αρχαιολογικών χώρων; Στις ώρες αιχμής τα τουριστικά λεωφορεία παρουσιάζουν υψηλότερη κυκλοφοριακή συχνότητα από την αστική συγκοινωνία. Οι αρτηρίες κλατάρουν. Ουδέποτε μετρήθηκαν οι αέριοι ρύποι από τα εν αναμονή τουριστικά λεωφορεία και πούλμαν που παρκάρουν στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Η πόλη γίνεται ένας στενός διάδρομος προδιαγεγραμμένης πορείας ανάμεσα σε τραπεζοκαθίσματα που φορτώνουν τον ιστό.
Οι εικόνες είναι οικείες για τους πολίτες που υπομένουν. Άλλες πόλεις με αντίστοιχη ή μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, όπως η Βενετία ή η Φλωρεντία, αρχίζουν να λαμβάνουν διαφορετικά μέτρα που εξισορροπούν τη φέρουσα ικανότητα με τις αρχές της βιώσιμης πόλης και μοντέλα βιώσιμου τουρισμού που δίνουν έμφαση στην ποιότητα αντί για την ποσότητα».
Μπορεί, λοιπόν, να διατηρηθεί μια ισορροπία στον δημόσιο χώρο; Θα μπει όριο στον υπερτουρισμό της Αθήνας; Θα υπάρξουν ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια αλλά και προστασία του δικαιώματος της κατοικίας; Το βέβαιο είναι ότι η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει άμεσα.