Ψάχνοντας στα χαρτιά μου ανακάλυψα μια συνέντευξη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, για την οποία δεν έγινε λόγος στο συνολικό κείμενο που ανέβηκε στο LIFO.gr, πριν από λίγες μέρες (17 Δεκεμβρίου). Αν και έδωσα στίγμα, σκανάροντας ένα ανέκδοτο τραγούδι της, χαρισμένο από την ίδια στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ, προτίμησα (αυτήν τη συνέντευξη) να την παρουσιάσω σε ξεχωριστό άρθρο, επειδή, αν και μικρή, είναι ολοκληρωμένη.
Θέλω να πω πως διαφαίνονται σ' αυτήν πολλές ποιότητες από τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση της Παπαγιαννοπούλου, όπως διαγράφεται και κάτι άλλο, που, προσωπικά, θα το χαρακτήριζα εξίσου εκπληκτικό. Και αναφέρομαι στο πόσο καλά ενημερωμένη ήταν για τα καλλιτεχνικά του καιρού της η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου σ' εκείνη την προχωρημένη ηλικία (ήταν 77 ετών, την εποχή της συνέντευξης), ούσα όχι καλά στην υγεία της.
Ισχυρές απόψεις από τη σπουδαία στιχουργό, για ό,τι λέει, και που αν τα καλοεξετάσεις και τα ψάξεις θα δεις πως είχε δίκιο σχεδόν σε όλα ή μάλλον σε όλα (με βάση τα τότε δεδομένα).
Η συνέντευξη προοριζόταν για το εβδομαδιαίο εικονογραφημένο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ και είχε δημοσιευθεί στο τεύχος #107, που κυκλοφόρησε την εβδομάδα 21-28 Αυγούστου 1970.
Ο στίχος, και ειδικότερα στο «λαϊκό» και γενικότερα στο σύνολο του τραγουδιού μας, εκείνη την εποχή, στις αρχές του '70, άρχιζε να απασχολεί ευρύτερα την πιο νέα γενιά, τους πρώτους μελετητές αν θέλετε, οι οποίοι ανακαλύπτουν σταδιακά την αξία και τη σημασία του.
Το κείμενο είχε κόνσεπτ. Η συντάκτρια του περιοδικού Μαργαρίτα Μανασίδου είχε ασχοληθεί με το στίχο στο «λαϊκό τραγούδι», και γι' αυτό στο ίδιο δισέλιδο είχε και μια συνέντευξη του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Η Παπαγιαννοπούλου αντιπροσώπευε την «παλαιά γενιά» (όπως είπαμε ήταν τότε 77 ετών), ενώ ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τη «νέα» (ήταν τότε στα 35 του).
Η Μανασίδου μπορεί να είχε και να έδειχνε ένα κάποιο ενδιαφέρον γι' αυτά τα θέματα (έναν χρόνο αργότερα θα συνομιλούσε και με τον Μάρκο Βαμβακάρη), όμως στη συγκεκριμένη συνέντευξη φαίνεται πως πήγε σχετικά απροετοίμαστη, χάνοντας την ευκαιρία να αποσπάσει πολλές κουβέντες από την ηλικιωμένη και ταλαιπωρημένη Παπαγιαννοπούλου, η οποία είχε όρεξη να μιλήσει!
Ο στίχος, και ειδικότερα στο «λαϊκό» και γενικότερα στο σύνολο του τραγουδιού μας, εκείνη την εποχή, στις αρχές του '70, άρχιζε να απασχολεί ευρύτερα την πιο νέα γενιά, τους πρώτους μελετητές αν θέλετε, οι οποίοι ανακαλύπτουν σταδιακά την αξία και τη σημασία του.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1971, θα κυκλοφορούσε, για παράδειγμα, η μελέτη του γνωστού θεατρικού συγγραφέα, ποιητή, σεναριογράφου και στιχουργού Γιάννη Κακουλίδη (1946-2015) «Το Ελληνικό Τραγούδι» [Εκδόσεις Περγαμηνή], ένα πολυσέλιδο βιβλίο και με μορφολογικές και άλλου τύπου παρατηρήσεις για τους στίχους στα τραγούδια μας (δημοτικό, ρεμπέτικο, λαϊκό, ελαφρό, ποίηση που έγινε τραγούδι, νέο κύμα, ροκ κ.λπ.), αλλά και με καταγραφή στίχων δεκάδων στιχουργών, ακόμη και απαγορευμένων (όπως ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, που ανθολογείται και με στίχους του ή ο Γιάννης Νεγρεπόντης με τα δικά του «Νέγρικα», που τότε δεν είχαν ακόμη δισκογραφηθεί).
Ανάμεσα στους στιχουργούς που είχε επιλέξει ο Κακουλίδης θέση είχε βεβαίως και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, και μάλιστα με στίχους τεράστιων επιτυχιών, που τους είχε κάνει τραγούδια ο Βασίλης Τσιτσάνης κ.ά. Τότε όμως κανείς δεν διέψευδε τη Γριά – πως ο τάδε ή ο δείνα στίχος δεν ήταν δικός της. Αυτά άρχισαν μερικά χρόνια αργότερα. Μετά τον θάνατό της...
Να μην μακρηγορήσω άλλο – αν και θα έπρεπε ίσως να εξηγήσω μερικά απ' αυτά που λέει η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στη συνέντευξή της (για τη Βίκυ Μοσχολιού ας πούμε). Τέλος πάντων...
Να η εισαγωγή της Μαργαρίτας Μανασίδου και η συνέντευξη κατόπιν, με τις απολύτως απαραίτητες (δικές μου) προσαρμογές και επεξηγήσεις.
Με έβλεπε με εκείνα τα μάτια της που είδαν πολλά, πάρα πολλά, και γι' αυτό είναι άλλοτε κοροϊδευτικά και άλλοτε τρομαγμένα. Ύψωνε τον μακρύ, υπερήφανο λαιμό της σαν πουλί αιφνιδιασμένο από κάποιο θόρυβο, και το αεικίνητο κεφάλι της –κεφάλι καλλονής– έμοιαζε να θέλει να πετάξει, να απαλλαγεί από την αναγκαστική ακινησία του κορμιού της.
Με δέχτηκε στο κρεβάτι της, εκεί όπου τα βρογχικά την έχουν καθηλώσει εδώ και πολύ καιρό. Δεν σταμάτησε να μιλάει μ' εκείνη την γοητευτική μπάσα φωνή της, χρωματίζοντας τα λόγια της σαν να ήταν μπαλάντες και τραγούδια.
Τι μπορείς τώρα να ζητήσεις σε μια συνέντευξη από τη γυναίκα αυτή, που, στα 75 της χρόνια (σ.σ. στα 77 της), ο πόνος τής ξερίζωσε τα σωθικά (με τον χαμό της κόρης της), που πάλεψε μαζί του και τον έκανε τραγούδι – το υπέροχο εκείνο τραγούδι της «Δυο πόρτες έχει η ζωή»; (σ.σ. δεν ισχύει αυτό, το τραγούδι βγήκε ένα χρόνο πριν τον θάνατο της κόρης της)
Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του!
Σπάνια μια συνέντευξη χρειάσθηκε τόσο λίγες ερωτήσεις, όσες αυτή εδώ με την κυρία Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ο μακρύς, απογυμνωτικός μονόλογός της μιλάει μόνος του, αποκαλύπτοντας μια προσωπικότητα συγκινητική και απλησίαστη, απρόβλεπτη και πλούσια.
— Η εταιρεία δίσκων με την οποία είχατε υπογράψει συμβόλαιο (σ.σ. μάλλον στην Columbia αναφέρεται) δεν δέχεται τώρα τους στίχους σας, και συγχρόνως σας απαγορεύουν τη συνεργασία με άλλη εταιρεία...
Έξι μήνες έχουν να ακουσθούν τα τραγούδια μου. Μπήκα στον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού με τα «Καβουράκια» και φεύγω με το «Όνειρο απατηλό». Όλοι εμείς που ασχολούμαστε με το τραγούδι είμαστε δέσμιοι των εμπόρων. Ο Σωκράτης όλους αυτούς τους κατέτασσε στην τελευταία τάξη. Αυτοί μας υψώνουν και οι ίδιοι μας ρίχνουν στα τάρταρα της ανυπαρξίας. Είμαι 75 ετών και όχι 80 όπως πιστεύουν μερικοί, είμαι άρρωστη και ανήμπορη να τα βάλω μαζί τους, μα ένα μονάχα τους λέω: το πνεύμα δεν φυλακίζεται, δεν δεσμεύεται!
— Εξακολουθείτε λοιπόν και τώρα να γράφετε;
Και βέβαια γράφω. Αν είμαι ζωντανή ακόμη μετά από δυο χρόνια που λήγει το συμβόλαιό μου θα δώσω τους στίχους μου σε άλλες εταιρείες. Αλλιώς θα αναλάβει ο εγγονός μου την έκδοσή τους. Πάντως, μια συμβουλή έχω να δώσω στους νέους στιχουργούς. Όχι συμβόλαια με εταιρείες!
— Θυμίστε μας σας παρακαλώ μερικά τραγούδια σας...
Ναι παιδάκι μου να σου θυμίσω: «Τα καβουράκια», «Πήρα την στράτα κι έρχομαι», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Ηλιοβασιλέματα», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Περασμένες μου αγάπες», «Είμαι αητός χωρίς φτερά» και πολλά άλλα... πού να τα γράφετε όλα;
— Αρχίσατε πριν 20 χρόνια να γράφετε τους στίχους σας, δηλαδή σχετικά αργά...
Ναι, μα τότε νόμιζα πως το λαϊκό τραγούδι είναι χαμηλά. Τώρα συγχαίρω τον Δήμο Μούτση που έβαλε το μπουζούκι και το τσίμπαλο στο αρχαίο θέατρο... Μπράβο του! (σ.σ. αναφέρεται στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Νεφέλαι» του Αριστοφάνη, που είχε ανεβεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, τον Ιούνιο του 1970, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και με μουσική Δήμου Μούτση). Το μπουζούκι είναι πάντα πρώτο. Προέρχεται από τους Βυζαντινούς. Μα τώρα όσο πάει και νοθεύεται (σ.σ. υπαινισσόταν το ελαφρολαϊκό, που έπαιρνε κεφάλι).
— Ίσως γιατί δεν μπορούν...
Το λαϊκό τραγούδι είναι δύσκολο και αμείλικτο. Θέλει ρωμαλεότητα και λεβεντιά. Για να γράψεις λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπεις στην ψυχή του λαού, να του την πάρεις, και μαζί να του πάρεις και την καρδιά του!
— Ακούτε την μελωδία, πριν αρχίσετε να γράφετε τους στίχους σας; Σας εμπνέει η μουσική;
Δεν μπορώ να γράψω, όταν μου δώσουν την μουσική. Γράφω πρώτα τους στίχους. Όταν ο συνθέτης κατορθώσει να μπει στο πετσί τού στιχουργού δημιουργείται μια επιτυχία. Είναι λάθος να γράφεται πρώτα η μουσική. Δεσμεύεται ο στιχουργός και το τραγούδι βγαίνει όπως-όπως. Εξάλλου, όλα τα μεγάλα αριστουργήματα της μουσικής γράφτηκαν πάνω στα λιμπρέτα.
— Έχετε τη γνώμη πως το τραγούδι κάνει τον τραγουδιστή;
Φυσικά. Πού είναι τώρα η Μοσχολιού, αυτή η γνήσια λαϊκή φωνή; Με τα τραγουδάκια που την βάζουν να τραγουδάει θα την εξαφανίσουν σιγά-σιγά (σ.σ. βέβαια η Μοσχολιού δεν εξαφανίστηκε, γιατί έκανε τη σωστή κίνηση να στρίψει προς το «έντεχνο», λέγοντας τραγούδια των Μούτση, Μαρκόπουλου, Σπανού, Ξαρχάκου κ.ά.). Μοσχολιού ήταν η «πέτρα» (σ.σ. «Χάθηκε το φεγγάρι» των Στ. Ξαρχάκου-Βαγγέλη Γκούφα, «του ήλιου σβήστηκε το φως / εχάθη το φεγγάρι») και όλα όσα τραγούδησε με τον Ξαρχάκο και τον Καλδάρα. Την θυμάστε; Και σας ρωτώ. Την αναγνωρίζετε σήμερα;
— Ποιοι τραγουδιστές σας συγκινούν τώρα;
Μια Ρίτα Σακελλαρίου (σ.σ. το «μια» σημαίνει πως την είχε ανακαλύψει εκείνη την εποχή με το «Κάθε ηλιοβασίλεμα»), ο Νταλάρας, ο Βιολάρης, ο Πουλόπουλος, ο Βοσκόπουλος! Τι καλλιτέχνης αυτό το παιδί! Δίκαια πλούτισε. Μάλιστα! (σ.σ. αυτά πριν ο Βοσκόπουλος στρίψει προς το ελαφρολαϊκό).
— Σας συγκινεί το ότι είστε η πρώτη, η μεγαλύτερη στιχουργός;
Δεν είμαι εγώ η πρώτη. Πρώτος είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και σ' αυτόν βλέπω την διαιώνιση του λαϊκού τραγουδιού! (σ.σ. μεγάλη κουβέντα, ειπωμένη με απλοχεριά και γενναιοδωρία, από μία ατρόμητη γυναίκα!).
— Και το Νέο Κύμα;
Μα τι ωραία πράγματα που γράφουν αυτά τα παιδιά! Γράφουν μεγάλα πράγματα, αλήθεια! Δυστυχώς δεν έχουν απήχηση... τουλάχιστον τόση, όση τους αξίζει. Ο Κώστας Χατζής για παράδειγμα είναι κάτι που θ' αργήσει να ξαναφανεί (σ.σ. δεν ξαναφάνηκε). Κι εκείνος ο Γιώργος Μαρίνος, τι φαινόμενο! (όντως!).
[σ.σ. Και ο Χατζής και ο Μαρίνος ήταν τραγουδιστές των μπουάτ, και γι' αυτό η Παπαγιαννοπούλου τους αναφέρει σε σχέση με το Νέο Κύμα]
— Για τον εαυτό σας κυρία Παπαγιαννοπούλου δεν θα μας πείτε κάτι;
Τι να σας πω εγώ; Μιλάνε τα τραγούδια μου.
— Πού λέτε ότι οφείλεται η επιτυχία σας και η απήχησή τους;
Μα στην ειλικρίνεια, στην φυσικότητα με την οποία τα έγραψα.
— Και... πόσους μήνες χρειάζεστε για ένα σας τραγούδι;
Συνήθως τα γράφω σε μια μέρα!
Μα γιατί ετοιμάζεσαι να φύγεις παιδάκι μου; Κάτσε, θέλω να μιλώ, δεν έρχεται τώρα πολύς κόσμος να με δει.
Και κάθισα. Μου πρόσφερε παγωτό, γλυκά και λυπόταν που δεν είχε άλλα τόσα να μου προσφέρει. Πριν φύγω της έκανα μια ερώτηση ακόμη...
— Τι νομίζετε κυρία Παπαγιαννοπούλου πως υπάρχει πέρα από την ανάμνηση στη ζωή;
Αλίμονο στον άνθρωπο που ζει με αναμνήσεις. Είναι σωστός θάνατος, όταν θυμάσαι τις ευχάριστες μέρες που δεν θα ξανάρθουν.
«Αχ και να είχα τα νιάτα σας», είπε, και μου έδωσε το χέρι ευχαριστώντας με για τη συντροφιά. Ψιθύρισα ένα αδέξιο «καληνύχτα».
σχόλια