Δεν έχει κανένα νόημα να δούμε τον Νικολά Σαρκοζί υπό το πρίσμα του «Έλληνα παππού του», όπως μας είχε φορεθεί εδώ τότε, ή υπό εκείνο της σαπουνοπερικής ιδιωτικής του ζωής με την Κάρλα Μπρούνι, τις πρώην του, τις περιουσιακές διαμάχες των παιδιών του κ.λπ., κ.λπ.
Θα τα δούμε κι αυτά βέβαια –όλα μια εικόνα της εποχής είναι, κι όλα μιλάνε εύγλωττα για τις τάσεις και τους τροπισμούς αυτής της εποχής–, όμως αυτό που επείγει να εξετάσουμε εν έτει 2023, και συγκεκριμένα θα λέγαμε εδώ στην Ελλάδα, είναι το σημαινόμενο Νικολά Σαρκοζί, η λειτουργία του, ο καίριος ιστορικός ρόλος που επιτέλεσε κατά την κρίσιμη δεκαετία 2002-2012, δεκαετία πολλαπλών μετασχηματισμών, του κεφαλαίου, της αστικής δημοκρατίας, της δεξιάς. Τι σήμανε το όνομα αυτό, ποια σελίδα γύρισε, ποιου νέου κυρίαρχου πολιτικού παραδείγματος έθεσε τα θεμέλια; Σε μεγάλο βαθμό: πώς φτάσαμε ως εδώ;
Όταν εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 2007, καθώς και σε όλη την αμέσως προηγούμενη περίοδο της μετεωρικής του ανόδου, όσοι βρισκόμασταν στη Γαλλία και παρακολουθούσαμε τα πράγματα με προσοχή ήμασταν πεπεισμένοι ότι ο Σαρκοζί θα άφηνε εποχή. Ότι θα εξέτιε δύο πλήρεις πενταετείς θητείες (το όριο που ορίζει το γαλλικό σύνταγμα), κι ότι οι δομικές υπερφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που θα επέβαλε στη Γαλλία θα άλλαζαν ριζικά τη χώρα, ότι θα την απο-λατινοποιούσαν, θα την πήγαιναν στις όχθες της Αγγλοσαξωνίας (τον ονόμαζαν, τότε, «Sarko l’Américain», κι ο ίδιος το δεχόταν ευχαρίστως, βγαίνοντας για τζόγκινγκ με μπλουζάκι NYPD), κι ότι ο «σαρκοζισμός» θα αποκαθήλωνε οριστικά την πολιτική και πολιτισμική κληρονομιά του ’60-’70, αφήνοντας πίσω του μια κοινωνία μεταμορφωμένη, αγνώριστη. Relooking radical, που λένε και στο Παρίσι.
Ο Νικολά Σαρκοζί έχασε μεν τις επόμενες εκλογές, αυτές του ’12, αφού είχε καταφέρει να ενσαρκώσει κάτι το σχεδόν ειδεχθές και να συνασπίσει εναντίον του πλατιά λαϊκά στρώματα, ο σαρκοζισμός όμως επιβίωσε, έκανε μεταστάσεις σε όλο το φάσμα της αστικής σκακιέρας, απ’ την κεντροαριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, και στην ουσία μετουσιώθηκε –ιδίως όσον αφορά τον διαρκή κοινωνικό τσαμπουκά– στο πρόσωπο του Εμανουέλ Μακρόν.
Είχαμε δίκιο μόνο εν μέρει. Ο Νικολά Σαρκοζί έχασε μεν τις επόμενες εκλογές, αυτές του ’12, αφού είχε καταφέρει να ενσαρκώσει κάτι το σχεδόν ειδεχθές και να συνασπίσει εναντίον του πλατιά λαϊκά στρώματα, ο σαρκοζισμός όμως επιβίωσε, έκανε μεταστάσεις σε όλο το φάσμα της αστικής σκακιέρας, απ’ την κεντροαριστερά μέχρι την άκρα δεξιά, και στην ουσία μετουσιώθηκε –ιδίως όσον αφορά τον διαρκή κοινωνικό τσαμπουκά– στο πρόσωπο του Εμανουέλ Μακρόν.
Ο σαρκοζισμός είναι το σύντομο πρώτο ημίχρονο του μακρονισμού για τη Γαλλία, ναι· υπήρξε όμως και η πρόβα τζενεράλε της αφομοίωσης της άκρας δεξιάς από την παραδοσιακή δεξιά σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, τόσο σε επίπεδο ιδεών όσο και σε επίπεδο πραγματικής επιχειρησιακής στελέχωσης. Ας δούμε λοιπόν ποιος είναι ο άνθρωπος που προσδιόρισε το μακρόσυρτο και πολυδιάστατο υπερδεξιό momentum που διανύουμε σήμερα.
O Nicolas Paul Stéphan Sarközy de Nagy-Bocsa γεννιέται το 1955 σε ένα άνετο και πλούσιο σπίτι στο Παρίσι. Βρισκόμαστε στην καρδιά του Πολέμου της Αλγερίας, η Ινδοκίνα έχει χαθεί για πάντα, η Τυνησία αποκτά σιγά σιγά την ανεξαρτησία της, η κεντρώα κυβέρνηση του Μεντές-Φρανς καταρρέει και μαζί της, σύντομα, η ίδια η Δ' Γαλλική Δημοκρατία.
Το πρόσωπο της χώρας αλλάζει άρδην, αλλάζει μέρα με τη μέρα και αλλάζει για πάντα. Ο μικρός Νικολά, όμως, μεγαλώνει σε ένα προστατευμένο και κοινωνικά αδιατάρακτο περιβάλλον· ένα περιβάλλον που, από την ίδια του την ιστορία και το ταξικό αποτύπωμα, με τρόπο απολύτως «φυσιολογικό», σχεδόν ντετερμινιστικά, θρέφει μια στιβαρή απέχθεια προς τη νέα Γαλλία: αυτήν της σταδιακής απο-αποικιοποίησης, του άτυπου κοινωνικού συμβιβασμού μεταξύ της λαϊκής δεξιάς του Ντε Γκολ και του τότε ακόμη πολύ ισχυρού γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (με τη μηδενική ανεργία, τις παροχές και τα επιδόματα, τα κρατικά μονοπώλια), τη Γαλλία που βγαίνει απ’ το ΝΑΤΟ, τη Γαλλία της νέας κριτικής σκέψης, του Νέου Μυθιστορήματος, της Nouvelle Vague. Της ασύλληπτης αυτής τρικολόρ μεταπολεμικής πτήσης που βρίσκει, πράγματι, το κοινωνικοπολιτικό της απόγειο στον γαλλικό Μάη του '68.
Το οικογενειακό πεντιγκρί έχει ως εξής: από την ουγγρική πλευρά, αυτή του πατέρα του, Παλ Σαρκοζί, υπάρχει ένα παλιό κάστρο στο Ζολνόκ και κάτι δευτεροκλασάτοι τίτλοι ευγενείας (armalisták) που κρατάνε από τον 17ο αιώνα δίνοντάς σου απλώς το δικαίωμα να φέρεις το όνομα του τόπου σου, στη δική μας περίπτωση του Sárköz – παίζει ρόλο αυτο το «δευτεροκλασάτοι», το συγκρατούμε. Μετά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στην Ουγγαρία, η οικογένεια χάνει και το κάστρο και τους τίτλους, κι ύστερα από μια περιπετειώδη περιπλάνηση στην Αυστρία και τη Γερμανία φτάνει στη Γαλλία, όπου ο Παλ κατατάσσεται για πέντε χρόνια στη Λεγεώνα των Ξένων. Λόγω μιας ασθένειας, όμως, κρίνεται μη μάχιμος για το μέτωπο της Ινδοκίνας κι έτσι αποστρατεύεται το ’48 στη Μασσαλία.
Η μητέρα του, Αντρέ Μαλάχ (εδώ είναι και το Greek connection), είναι μισή Γαλλίδα απ’ τη Λιόν και μισή Σεφαραδίτισσα απ’ τη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρα του πατέρα της, Ααρών Μπένεντικτ Μαλάχ. Ο τελευταίος, γιος μεγάλου κοσμηματοπώλη της Κωνσταντινούπολης, αφήνει για πάντα πίσω του την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1913, και μετοικεί στο Παρίσι, όπου θα γνωρίσει τη Γαλλίδα γιαγιά του Νικολά, Αντέλ Μπουβιέ, για τα μάτια της οποίας και θα ασπαστεί τον καθολικισμό.
Το ’49, ο Παλ ανεβαίνει στο Παρίσι μετά την αποστράτευσή του, γίνεται διαφημιστής και γνωρίζει την Αντρέ, τότε φοιτήτρια Νομικής (με σοβαρή περιουσία). Απ’ τον γάμο τους, το επόμενο έτος, θα προκύψουν τρία αγόρια: ο Γκιγιόμ, μελλοντικός επιχειρηματίας και αντιπρόεδρος του γαλλικού ΣΕΒ, ο Νικολά και ο Φρανσουά, μεγαλογιατρός, στέλεχος φαρμακευτικών τραστ και εν τέλει πρόεδρος της γιγαντιαίας Publicis Healthcare.
To ’59 που γεννιέται ο μικρότερος γιος, ο Παλ εγκαταλείπει το σπίτι και το ζεύγος χωρίζει. Η Αντρέ μετακομίζει στο σπίτι του πατέρα της, και ο Μπένεντικτ Μαλάχ γίνεται η νέα πατρική φιγούρα των αγοριών μέχρι τον θάνατό του, το ’73, οπότε και η οικογένεια μετακομίζει στο μεγαλοαστικό Νεϊγί, επαναπροσεγγίζοντας τον Παλ που πλέον μένει εκεί. Εν τω μεταξύ, ο Παλ έχει παντρευτεί και χωρίσει άλλες τρεις φορές.
Ένα απ’ τα νεότερα παιδιά του, ο Ολιβιέ Σαρκοζί, θα γίνει διευθυντής του διεθνούς επενδυτικού κολοσσού Carlyle Group. Καθένας απ’ τους γιους του Παλ πρόκειται στη ζωή του να παντρευτεί και να χωρίσει πολλές φορές, να ξαναπαντρευτεί γυναίκες που έχουν παιδιά από προηγούμενους γάμους, σε βαθμό που μετά από λίγο είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις το περίπλοκο φράκταλ των ετεροθαλών αδελφών, ανιψιών, μπατζανάκηδων, νονών και κουμπάρων.
Σε κάθε νέα σχέση υπάρχει κι ένα μεγάλο περιουσιακό διακύβευμα, σε κάθε γέννηση και η δικαιωματική πεποίθηση της αλματώδους κοινωνικής καταξίωσης και εδραίωσης σε υψηλό κλιμάκιο οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Δεν τα λέμε αυτά για να σκιαγραφήσουμε σε κουτσομπολίστικο επίπεδο το «dynasty» Σαρκοζί – τουναντίον. Είναι κρίσιμο ζήτημα να αποδοθεί πιστά το συγκεκριμένο αυτό περιβάλλον ως η δεδομένη αξιακή πραγματικότητα μέσα στην οποία γαλουχείται ο Νικολά Σαρκοζί, διαμορφώνοντας εικόνα τού τι είναι η κοινωνία και ο κόσμος· είναι κρίσιμο καθώς ο ίδιος θα αποτελέσει το τέλειο προϊόν, το απαύγασμα, αυτών των ιδιαίτερων και πολύ δυναμικών συσχετισμών.
Εν έτει 1968, οι Σαρκοζί θα παρακολουθήσουν φρικαρισμένοι τα γεγονότα του Μάη από την τηλεόραση, θα αγανακτήσουν με τις «ζημιές» στη Σορβόνη και το Καρτιέ Λατέν, με την ακύρωση του Φεστιβάλ των Καννών από τους Γκοντάρ, Τριφό, Λουί Μαλ και Σία, και θα αρχίσουν να χτίζουν μέσα τους το αφήγημα του αθεράπευτου γαλατικού κωλοχανείου και της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς.
Κι όταν λίγα χρόνια αργότερα, το ’73, ο δεκαοκτάχρονος πλέον Νικολά θα μπει στη Νομική στη Ναντέρ, μέσα στο στόμα του κόκκινου λύκου (εκεί όπου ξεκίνησαν τα γεγονότα του ’68, και όπου οι αφίσες του Μάο στους διαδρόμους έχουν κατέβει μόνο για να ανέβουν αυτές του Προυντόν), αυτός εντάσσεται στις γραμμές της δεξιάς φοιτητικής νεολαίας UJP, ξεχωρίζοντας αμέσως για την πυγμή και το απαράμιλλο λέγειν του. Είναι ένα όπλο που διαθέτει από νωρίς και που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Αντίθετα, θα το δουλέψει, θα το εξελίξει, θα το πάει σε τρομερά ύψη, φτάνοντας στα βαρέα βάρη ρητορικής της τριακονταετίας, παρέα με τον πατέρα Λεπέν, τον Μελανσόν, κι έναν-δυο άλλους. Στην κλασική δεξιά, παίζει μόνος του.
Στις εκλογές του ’74 στηρίζει τον γκολικό Σαμπάν-Ντελμάς, που όμως θα χάσει το ενδο-δεξιό ντέρμπι στον πρώτο γύρο απ’ τον Ζισκάρ ντ’ Eστέν. Παίρνει πτυχίο το ’78, με μέτριο βαθμό, και γράφεται στην περίφημη Sciences Po (Σχολή Πολιτικών Επιστημών), απ’ την οποία όμως βγαίνει το ’81 χωρίς νέο πτυχίο, παρά τις άριστες επιδόσεις του στα περισσότερα μαθήματα, λόγω χαμηλής βαθμολογίας στα αγγλικά.
Έχει, στο μεταξύ, ήδη γίνει δημοτικός σύμβουλος στο Νεϊγί, και υπηρετήσει το στρατιωτικό του (σε αεροπορική βάση στο Παρίσι, μακριά απ’ τους στρατώνες), ώστε να μπορεί να κατέχει δημόσια αξιώματα. Στη βάση του Μπαλάρ, προτιμάει την τρίωρη πρωινή λάντζα για να μείνει μακριά απ’ τα γυμνάσια και, παρά το «y» στο τέλος του ονόματός του, καταφέρνει να πείσει τους υπόλοιπους φαντάρους ότι είναι Κορσικανός για να μην του κάνουν καψόνια (με τους Κορσικανούς δεν παίζουμε).
Δύο χρόνια αργότερα, με τον αιφνίδιο θάνατο του δημάρχου του Νεϊγί, ο Σαρκοζί βγαίνει μπροστά: μαχαιρώνει πισώπλατα την τελευταία στιγμή τον κουμπάρο στον πρώτο του γάμο και πολιτικό του μέντορα, Σαρλ Πασκουά, που προοριζόταν για διάδοχος, κάνει ξεχωριστή καμπάνια στο δημοτικό συμβούλιο, και κερδίζει. Στα 28 του χρόνια, είναι ξαφνικά δήμαρχος (με πολύ διευρυμένες αρμοδιότητες) του πλουσιότερου δήμου της Γαλλίας.
Το Νεϊγί πρόκειται να γίνει το κάστρο του, το κομματικό και ιδεολογικό φρούριο απ’ τις επάλξεις του οποίου, αργά και μεθοδικά, θα κατακτήσει τη χώρα. Η δε προδοσία του Πασκουά το ’83 πρόκειται να είναι η πρώτη μιας μεγάλης σειράς από προδοσίες μέσα στο ίδιο του το στρατόπεδο. Το ταλέντο του θα εντοπιστεί από νωρίς, τόσο απ’ τον Σιράκ όσο κι απ’ τον Μπαλαντίρ, τα δύο μεγάλα κεφάλια του γκολισμού, με τους οποίους αρχικά θα δεθεί με στενή φιλία, προτού τους προδώσει διαδοχικά, τον Σιράκ μάλιστα δύο φορές, ενδυναμώνοντας κάθε φορά τη θέση και την επιρροή του.
Είναι η εποχή που η δεξιά έχει ακόμα την πολυτέλεια να είναι διασπασμένη, να κατεβαίνει με δύο και τρεις υποψηφίους, να έχει διαφορετικές προσεγγίσεις – κοινωνική, κεντρώα, φιλελεύθερη... Είμαστε πριν το ευρώ, πριν τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης, του διαρκούς «There Is No Alternative», και κυρίως πριν τη γιγάντωση της άκρας δεξιάς, πριν το γκόλεμ Λεπέν σηκώσει οριστικά το εκλογικό του ανάστημα πάνω απ’ το 15% (στις προεδρικές του ’95) και γίνει κεντρικός παράγοντας του δημόσιου λόγου, επαναπροσδιορίζοντας, μεταξύ άλλων, την ατζέντα και τον χαρακτήρα της ίδιας της δεξιάς. Ναι μεν το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο έχει προ πολλού διαρρηχθεί, όμως απομένουν κάποια συμβολικά στεγανά: ο Β΄ Παγκόσμιος και τα (πολύ γαλλικά) φαντάσματά του είναι ακόμη κοντά, κι ακόμη πιο κοντά η δυναμική του Μάη του '68.
Πριν φτάσουμε όμως εκεί, στο σημείο δηλαδή που ο Σαρκοζί πρώτος θα διανοηθεί να ενσωματώσει συστηματικά την άκρα δεξιά, ας σταθούμε σε ένα συγκεκριμένο επεισόδιο που συνέβη πίσω στο Νεϊγί, και που εκτίναξε απ’ τη μια μέρα στην άλλη τη δημοφιλία του στα μάτια κάθε τακτοποιημένου νοικοκυριού της Γαλλίας που είχε ανοιχτή τηλεόραση στο σαλόνι του.
Το 1993, ο Μιτεράν και ο μιτερανισμός πνέουν τα λοίσθια. Οι σοσιαλιστές έχουν χάσει τις βουλευτικές, πρωθυπουργός είναι ο Μπαλαντίρ και δεξί του χέρι ο Σαρκοζί ως υπουργός Οικονομικών και κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ταυτόχρονα, εξακολουθεί να είναι δήμαρχος του Νεϊγί – στη Γαλλία γίνεται αυτό. Ένα κρύο ανοιξιάτικο πρωινό, στις 9 π.μ., άνδρας ντυμένος στα μαύρα και φορώντας κράνος μηχανής μπουκάρει σε τάξη τοπικού νηπιαγωγείου και θέτει σε ομηρία 21 παιδιά και τη δασκάλα τους. Έχει μαζί του ένα πιστόλι κρότου (μη φονικό), εκρηκτικά και πυροκροτητή – αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι δεν ήταν συνδεδεμένα. Δεν μιλάει, μόνο δίνει δακτυλογραφημένα μηνύματα ώστε να μην αναγνωριστεί. Ζητάει 100 εκατομμύρια φράγκα (15 εκατ. ευρώ) και «ένα γρήγορο αυτοκίνητο» για να διαφύγει.
Μία ώρα αργότερα, τα γαλλικά Μέσα μεταδίδουν ήδη τα τεκταινόμενα σε απευθείας μετάδοση απ’ τον περίβολο του νηπιαγωγείου, με ακροβολισμένα δημοσιογραφικά βανάκια δίπλα στα περιπολικά αλά αμερικάνικα, χωρίς κανείς να ξέρει πώς διέρρευσε τόσο γρήγορα η πληροφορία. Και το ίδιο απόγευμα, εντελώς αναπάντεχα και κατά παράβαση κάθε πρωτοκόλλου, ο δήμαρχος Σαρκοζί εμφανίζεται επιτόπου με σηκωμένα μανίκια και επιβάλλεται ως μόνος διαπραγματευτής με τον απαγωγέα. Ο τελευταίος αρχίζει να απελευθερώνει παιδιά ανά τετράδες. Κι ο Σαρκοζί τραβάει όλες τις κάμερες πάνω του μπαινοβγαίνοντας εφτά φορές (!) στο κτίριο, απ’ τις οποίες στις τέσσερις βγαίνει κρατώντας κι από ένα παιδί στην αγκαλιά του.
Την εβδομάδα εκείνη, εγώ, 15 χρονών, επίσης ενάντια σε κάθε πρωτόκολλο, επισκέπτομαι τον αδελφό μου που σπουδάζει στο Παρίσι. Είμαστε στο λόμπι του αξέχαστου Hotel Carltons (μαϊμού Carlton με λαϊκά άτομα, κάπου στο Μπαρμπές), αυτός απ’ τη μέσα πλευρά της ρεσεψιόν (γιατί δουλεύει ρεσεψιονίστας), εγώ απ’ την έξω (γιατί έχω πάει να την αράξουμε μαζί), και βλέπουμε παρέα με άλλους απίθανους το όλο έργο στην τηλεόραση.
Οι πάντες, θαμώνες και προσωπικό, είναι σε έκσταση με τη μαγκιά του Σαρκό. Κι όταν, δύο ατέλειωτες μέρες μετά, τελικά ο απαγωγέας λιποθυμήσει απ’ την κούραση και οι ειδικές δυνάμεις μπουν και τον καθαρίσουν στον ύπνο του (εντελώς παράτυπα), ο Ν.Σ. έχει πλέον μετατραπεί από βαρετός square conservative με μοβ γραβάτες τραπεζοϋπαλλήλου σε πανεθνικό Τσακ Νόρις που δεν κοιμάται ποτέ: περιμένει. Είναι η πρώτη φορά που ακούω το όνομά του, και ήδη ξέρω ότι κάποτε στο μέλλον θα το ακούω δέκα φορές τη μέρα.
Άλμα στο μέλλον λοιπόν. Απρίλιος 2006. Η παγκοσμιοποίηση είναι γεγονός, το Μάαστριχτ, η Ευρωζώνη, το «War on Terror», όλα αυτά. Ο Σαρκοζί, χωρισμένος και ξαναπαντρεμένος με τη Σεσιλιά Σιγκανέρ-Αλμπενίθ (της οποίας υπήρξε, λίγα χρόνια νωρίτερα, κουμπάρος στον πρώτο της γάμο με έναν φίλο του, και την οποία τώρα παντρεύεται με κουμπάρο τον πιο πλούσιο άνθρωπο της Ευρώπης, Μπερνάν Αρνό), είναι μισό βήμα πριν την απόλυτη συγκέντρωση όλων των εξουσιών. Υπουργός Εσωτερικών υπό τον Πρόεδρο Σιράκ, πρόεδρος του δεξιού κόμματος, υπερδημοφιλής σε κάθε αστικό ακροατήριο, οδοστρωτήρας μπροστά τις κάμερες, νομικός σύμβουλος προσωπικοτήτων επιπέδου Μπερλουσκόνι και Λαγκαρντέρ (μεγιστάνας του Τύπου, διευθυντής της LVMH, του ιδιωτικοποιημένου γαλλικού ΟΤΕ, κ.ά.).
Μόνο του εμπόδιο, ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν, που ο Σιράκ προορίζει για διάδοχο, και που φέρει ακόμα τις ηρωικές δάφνες της γαλλικής εξαίρεσης από την εισβολή στο Ιράκ, με εκείνον τον μνημειώδη του λόγο στα Ηνωμένα Έθνη απέναντι στον Πάουελ τρία χρόνια νωρίτερα. Είναι η τελευταία όρθια κολόνα του γκολισμού, είναι πατρίκιος, ψηλός, ωραίος, έκανε το στρατιωτικό του σε αεροπλανοφόρο και είναι απόφοιτος της ΕΝΑ, της ασύλληπτα ελιτίστικης Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης που παρήγαγε όλη την υψηλή γαλλική νομενκλατούρα του Μεταπολέμου. Είναι, κοντολογίς, ό,τι δεν είναι ο Σαρκοζί, που ούτε τη Sciences Po δεν έβγαλε, ο μαύρος, και αντ’ αυτού φοράει Ρόλεξ.
Η Γαλλία συγκλονίζεται απ’ τη μεγάλη φοιτητική κινητοποίηση ενάντια στο CPE («Συμβόλαιο Πρώτης Πρόσληψης») που, στην ουσία, ρίχνει τον μισθό των εικοσάρηδων στα τάρταρα και δίνει δικαίωμα απόλυσης χωρίς αιτιολόγηση ή αποζημίωση. Ένα εκατομμύριο νεολαίοι στον δρόμο, πορείες, καταλήψεις.
Ο Σαρκό έχει αναλάβει την τήρηση της δημόσιας τάξης, αλλά, όπως διαπιστώνουμε επιτόπου με τον φίλο Δ. Κουσουρή στην κινητοποίηση της Σορβόνης, αυτό που εφαρμόζεται είναι μια στρατηγική παρατεταμένης έντασης και σαπίλας, με ΜΑΤ παντού, σε κάθε σχολή, ακολουθούμενα πάντα από κάμερες δημοσιογράφων, αλλά σιγά-σιγά, σχολή-σχολή, σε στυλ ντόμινο. Μια πατενταρισμένη συνθήκη, φτιαγμένη για να βγάλει μεν την εικόνα της τάξης αλλά να προξενήσει μαζί και αγανάκτηση· μελετημένη έτσι ώστε να δώσει υπόσταση στο υπουργείο Εσωτερικών, και ταυτόχρονα να φθείρει το κοινωνικό υπόβαθρο της κυβέρνησης στα μάτια του τυπικού της ακροατηρίου. Το CPE αποσύρεται, και τη νύφη της ταπεινωμένης δεξιάς πληρώνει ο πρωθυπουργός, δηλαδή ο Βιλπέν, που ο Σιράκ θα αντικαταστήσει, με ποιον; Με τον πανίσχυρο Σαρκοζί. Έναν χρόνο αργότερα, θα είναι και Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Ο επαναπατρισμός της άκρας στη δεξιά δεν θα συμβεί μόνο σε επίπεδο γοητευμένων ψηφοφόρων. Το νέο, στιβαρό ιδεολόγημα της σαρκοζικής διακυβέρνησης προβλέπει μια μεγάλη μετακίνηση της θέσης του κράτους: μηδαμινό στην οικονομία και άπειρο στην καταστολή.
Σε όλη την προεκλογική καμπάνια θα παίξει στο διαπασών, και με σπουδαία σκηνική παρουσία, το χαρτί της «ασφάλειας». Έχουν προηγηθεί και οι ταραχές στα λαϊκά προάστια, με τους στοιβαγμένους πληθυσμούς των μεταναστών –ιδίως τους Άραβες– να έχουν δαιμονοποιηθεί σε βαθμό «εσωτερικού εχθρού», και τον Σαρκό να υποδύεται τον Λεπέν καλύτερα κι απ’ τον ίδιο τον Λεπέν, να επισκέπτεται τις «γειτονιές» συνοδεία εκατοντάδων ένστολων (και πάντοτε με κάμερες), φωνάζοντας με μικρόφωνο ότι εμείς θα καθαρίσουμε αυτά τα αποβράσματα (racaille), «θα τα καθαρίσουμε με Kärcher» (δηλαδή με υψηλή πίεση νερού). Παίρνει τις εκλογές του ’07 περπατώντας, με τους μισούς λεπενικούς να τον ψηφίζουν απ’ τον πρώτο γύρο.
Ο επαναπατρισμός, όμως, της άκρας στη δεξιά δεν θα συμβεί μόνο σε επίπεδο γοητευμένων ψηφοφόρων. Το νέο, στιβαρό ιδεολόγημα της σαρκοζικής διακυβέρνησης προβλέπει μια μεγάλη μετακίνηση της θέσης του κράτους: μηδαμινό στην οικονομία και άπειρο στην καταστολή. Το χάσμα θα καλύψουν στιβαρά σύμβολα. Εθνική ταυτότητα, στολές, λατρεία του πλούτου, αμερικανοποίηση. Και το πρόγραμμα αυτό, βαρύ, σύνθετο, βίαιο, δεν μπορεί να το τρέξει το κλασικό προσωπικό της λαϊκής δεξιάς.
Είναι η στιγμή της αλήθειας. Showdown: Μπρις Ορτεφέ, αρχισύμβουλος κατά την προεκλογική περίοδο, νονός του ενός από τους τρεις γιους του Σαρκοζί και παλιός της ακροδεξιάς οργάνωσης GUD (Groupe Union Défense) με σήμα τον κελτικό σταυρό· τοποθετείται υπουργός Μετανάστευσης, Ενσωμάτωσης και Εθνικής Ταυτότητας. Πατρίκ Ντεβετζιάν, παλιός της παρακρατικής Occident (που απηύθηνε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους Έλληνες πραξικοπηματίες το ’67, ενώ το ’68 κηρύχθηκε παράνομη για εμπρησμούς βιβλιοπωλείων)· χρίζεται γενικός γραμματέας του κόμματος. Κλοντ Γκεάν, πρώην διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας και της Αντιτρομοκρατικής· τοποθετείται υπουργός Εσωτερικών χωρίς να έχει κατέβει ποτέ σε εκλογές.
Από την Occident και τη GUD είχαν περάσει και οι Ερβέ Νοβελί (γενικός γραμματέας Τουρισμού), Ζεράρ Λονγκέ (γερουσιαστής), και πολλοί άλλοι. Ανεκδοτικά αναφέρουμε ότι, μέσα στον ορυμαγδό διορισμών και τοποθετήσεων του 2007, όπου δεν είχες τι να πρωτοπείς και τι να πρωτοσχολιάσεις, ο Σαρκοζί βάζει και τον 23χρονο (!) γιο του, Ζαν Σαρκοζί (τον βαφτισιμιό του Ορτεφέ), επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης της Défense (το γαλλικό οικονομικό City) – θέση που ο τελευταίος αναγκάστηκε να αρνηθεί έπειτα από αντιδράσεις του διοικητικού συμβουλίου.
Η πενταετία 2007-2012 θα είναι σοκ και δέος, γεμάτη κοινωνικό αυταρχισμό, ταπείνωση αντιπάλων, στιγματισμό των φτωχών, έλεγχο των ΜΜΕ, ελαστικοποίηση ωραρίων, ιδιωτικοποιήσεις. Και, παρόλο που το πολιτικό του σύνθημα είναι το πολύ thirties «η Γαλλία που ξυπνάει νωρίς», ο ίδιος εμφανίζεται διαρκώς μαυρισμένος, σε comedown υπερένταση, και συχνά σε πολυτελείς διακοπές όπως εκείνες στο Λούξορ με την Κάρλα Μπρούνι.
Διότι, ναι, κάπου μέσα σ’ όλα αυτά, έχει χωρίσει με τη Σεσιλιά και έχει γνωρίσει σε δείπνο το πάλαι ποτέ supermodel και, κυρίως, γόνο της οικογένειας μεγαλοβιομηχάνων Μπρούνι-Τεντέσκι, την οποία και παντρεύεται δυο μήνες αργότερα. Οι συχνές φωτογραφίσεις τους στο «Paris Match», η διαρκής προβολή της «ιστορίας» τους στις μεσημβρινές ζώνες και στα περιοδικά ποικίλης ύλης, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός απο-πολιτικοποιημένου μπούσουλα προς νέα κοινωνικά πρότυπα, που ταιριάζει γάντι στη σαρκοζική, χρηματο-οικονομικού τύπου διακυβέρνηση της Γαλλίας.
Ένα ιδιάζον γαλλο-γιάπικο cult-of-personality που αρέσει σε πολλούς, που θα θρέψει μια ολόκληρη νέα γενιά διαχειριστών της εξουσίας (το 2017, ο Μακρόν θα αποκαλέσει τη Γαλλία «start-up nation»), μα που τελικά θα του κοστίσει, θα τον φθείρει και θα τον αποκαθηλώσει στα μάτια του γαλλικού λαού.
Αυτό που θα απορριφθεί, το 2012 που χάνει τις εκλογές (και μένει έκθετος στα σκάνδαλα της θητείας του που αρχίζουν να σκάνε το ένα μετά το άλλο), είναι το συγκεκριμένο ύφος μπαρόκ ποζεριάς, το σύμπλεγμα του αήττητου λεφτά που κουβαλάει απ’ την ουγγρική του δευτεροκλασάτη αριστοκρατία, απ’ τις έτσι κι έτσι σπουδές, απ’ τη διαρκή του ανάγκη να αποδείξει ποιος είναι, που θα υπερκεράσει τα αδιαμφισβήτητα ταλέντα του και τελικά θα τον κάψει.
Το ιστορικό του διάβημα, όμως, το πολιτικό υπόδειγμα ενός μείγματος οικονομικού φιλελευθερισμού και κοινωνικού αυταρχισμού, η οργανική ανατροφοδότηση του ενός απ’ τον άλλο, το ξεπέρασμα του ακροδεξιού ταμπού σε μαζική κλίμακα, ξεπέρασμα στο οποίο αυτός πρώτος προέβη (και μάλιστα πριν το κραχ του ’08), το προοίμιο στη θεωρία της «πληθυσμιακής αντικατάστασης», όλα αυτά θα θριαμβεύσουν.
Τότε είναι που θα αρχίσει να βρέχει συνεργασίες δεξιάς-ακροδεξιάς στην Ευρώπη, τότε είναι που ακόμα και το κέντρο θα ευθυγραμμιστεί στο νέο αυτό υπόδειγμα. Το χρήσιμο συμπέρασμα που θα βγει από και για τη νέα δεξιά, είναι ότι, απλώς, πρέπει να την τρέχει κάποιος άοσμος, κάποιος καθαρός, στα όρια του αόρατου. Ένας σιδερωμένος Manchurian Candidate, ένα τεχνοκρατικό προϊόν χωρίς δεσμούς με την πραγματικότητα, χωρίς παρελθόν και μέλλον.
Ο Νικολά Σαρκοζί βρίσκεται από το 2012 στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης για τουλάχιστον έξι διαφορετικές υποθέσεις. Ότι πήρε λεφτά απ’ τον Καντάφι (του οποίου αργότερα ίσως οργάνωσε την πτώση), ότι διεξήγαγε παράνομες έρευνες με τον προϋπολογισμό και τον μηχανισμό της Προεδρίας, ότι δωροδόκησε εισαγγελείς, και πολλά άλλα.
Είναι η πρώτη φορά που ένας Πρόεδρος της Γαλλίας σύρεται σε δίκη για υπέρβαση δαπανών και διαφθορά (ο Σιράκ, παρά τις άπειρες υποθέσεις του, δεν βρέθηκε ποτέ στο εδώλιο). Και η απολύτως πρώτη που καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης χωρίς αναστολή, ποινή που εκτίει σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονικό βραχιολάκι.