Στην Καλιφόρνια είναι 11 το πρωί και ο ήλιος φωτίζει το δωμάτιο όπου βρίσκεται ο Εντουάρ Λουί, αγουροξυπνημένος και ηλιοκαμένος. Ζητάει συγγνώμη για την εμφάνισή του ‒ μόλις έχει κάνει ντους και προσπαθεί να στρώσει το μαλλί του, που αρνείται να τον υπακούσει. Διορθώνει τον ήχο στο Skype, αλλάζοντας μικρόφωνο και ακουστικά, και αστειεύεται ότι έχει «παλιά τεχνολογία στο κινητό, από τον αρχαίο κόσμο».
Είναι συμπαθητική φυσιογνωμία, χαμογελαστός και με μια χαριτωμένη αμηχανία στην αρχή, αλλά σύντομα γίνεται «χείμαρρος», με τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα του με ρυθμό πολυβόλου. Το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι όταν τον βλέπω στην οθόνη είναι πώς κάποιος που φαίνεται τόσο πιτσιρικάς μπορεί να θεωρείται αυτήν τη στιγμή ένας από τους πιο σημαντικούς νέους συγγραφείς παγκοσμίως, και μάλιστα αυτός που ανανέωσε ένα ολόκληρο είδος, τη βιογραφία.
Το πρώτο του βιβλίο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, που είναι και η αφορμή γι' αυτήν τη συνέντευξη, ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ μεταφρασμένο σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες, είναι συγκλονιστικό. Δικαιολογημένα διαβάστηκε πολύ, συζητήθηκε ακόμα περισσότερο και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις τα τελευταία τρία χρόνια: έχει μια έντονα αυτοβιογραφική αφήγηση τόσο φορτισμένη και βίαιη, ώστε εύκολα μπορείς να την αμφισβητήσεις.
Η βία ήταν το πρώτο πτυχίο μου, κατά κάποιον τρόπο. Και γι' αυτούς τους ανθρώπους γράφω, που γεννήθηκαν μέσα στη βία, που τους αποκαλούν «πούστηδες», «αράπηδες», «Εβραίους», γράφω για γυναίκες, για φτωχούς. Ξέρω ότι πολλοί από τους ανθρώπους για τους οποίους γράφω δεν θα έδιναν τη συγκατάθεσή τους για κάτι τέτοιο. Δεν θα το μάθαιναν κιόλας.
Στο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ περιγράφει με ωμό τρόπο πώς είναι να μεγαλώνεις στα τέλη της δεκαετίας του '90 ως γκέι και σε συνθήκες εκφοβισμού ‒σχεδόν από κάθε πλευρά, σχολείο και σπίτι‒ σε μια πάμφτωχη οικογένεια της εργατικής τάξης σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας, όπου η ανεργία και η αμορφωσιά εξαθλιώνουν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην άκρα δεξιά (οι αγράμματοι γονείς του ψηφίζουν το Εθνικό Μέτωπο).
Ο κόσμος του, το χωριό, το σχολείο, η οικογένεια, είναι ένας κόσμος βίας και αποκλεισμού που ο Εντύ βιώνει ακόμα πιο τραυματικά επειδή είναι διαφορετικός. Η περιγραφή της κατάστασης που βίωσε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια θεωρήθηκε τόσο εξωφρενική από τον πρώτο εκδότη που πήρε το βιβλίο στα χέρια του στο Παρίσι που αρνήθηκε να το εκδώσει επειδή «κανείς δεν θα πίστευε ότι υπάρχουν άνθρωποι στη Γαλλία που είναι τόσο φτωχοί».
Ο Εντύ Μπελγκέλ, που μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς βιβλία και πρώτη φορά διάβασε λογοτεχνία στα 17 του, κατάφερε να σπουδάσει Κοινωνικές Επιστήμες και φιλοσοφία στην École Normale και με το πρώτο βιβλίο του κατόρθωσε να δώσει φωνή στην εργατική τάξη και να αναγεννήσει το είδος της αυτοβιογραφίας, τοποθετώντας τη σε μια νέα εποχή με έναν τρόπο που έλειπε από τη λογοτεχνία, με ειλικρίνεια και ρεαλισμό τόσο άγριο και ωμό που σε κάνουν να αισθανθείς άβολα. Το Εντύ Μπελγκέλ είναι το όνομα με το οποίο γεννήθηκε το 1992, σήμερα το έχει αλλάξει επίσημα σε Εντουάρ Λουί.
«Υποθέτω ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες μεγαλώνει ένα παιδί σαν κι εμένα, διαφορετικό, είναι ίδιες σε κάθε μέρος του κόσμου» λέει σοβαρός, ενώ ενθουσιάζεται όταν του δείχνω το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του.
— Πότε άρχισες να γράφεις;
Για πρώτη φορά άρχισα να γράφω στα 18. Μετακόμισα στο Παρίσι για να σπουδάσω Φιλοσοφία και Κοινωνιολογία και εκεί άρχισα να έρχομαι αντιμέτωπος με τη λογοτεχνία, το σινεμά, την κουλτούρα γενικότερα. Βέβαια, πουθενά, ούτε σε βιβλίο ούτε σε ταινία, δεν βρήκα τους ανθρώπους της παιδικής μου ηλικίας, π.χ. τη μάνα μου, την αδελφή μου, τον πατέρα μου. Δεν έβλεπα αυτού του είδους τη φτώχεια, αυτό τον αποκλεισμό που ήταν διάχυτος στη γενέτειρά μου και παντού αλλού, στην Ελλάδα, στο Τέξας, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Μαλαισία, όπου κι αν πας, σε κάθε σημείο του κόσμου. Άρχισα να γράφω εξαιτίας αυτής της έλλειψης, επειδή η λογοτεχνία απέκλειε ανθρώπους όπως αυτοί με τους οποίους έζησα μικρός. Ξεκίνησα, λοιπόν, να γράφω για όλα αυτά που δεν έβρισκα στα βιβλία. Οι συγγραφείς που διάβαζα τότε με ώθησαν να γράψω κόντρα στη λογοτεχνία, σαν να έπαιρνα ένα είδος εκδίκησης επειδή έβλεπα ότι περιφρονούσε αυτούς τους ανθρώπους, αυτή την πραγματικότητα κι αυτήν τη φτώχεια.
— Σε ποιον απευθυνόσουν όταν άρχισες να γράφεις αυτό το βιβλίο; Ποιο κοινό είχες στο μυαλό σου;
Γράφω για τους ανθρώπους που υποφέρουν. Είναι το μόνο πράγμα που με ενδιαφέρει, γιατί ο κόσμος όπου ζούμε τους κάνει διαφορετικούς. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν μεγάλη πλειονότητα γύρω μας, δεν είναι μειονότητα. Το βιβλίο αρχίζει μ' εμένα στον διάδρομο του σχολείου, όπου δύο τύποι με βασανίζουν. Είμαι 10 ή 11 χρονών και με λένε «πούστη», κι αυτή η προσβολή, αυτή η λέξη γίνεται «εγώ», από τη βία γεννήθηκα. Η βία ήταν το πρώτο πτυχίο μου, κατά κάποιον τρόπο. Και γι' αυτούς τους ανθρώπους γράφω, που γεννήθηκαν μέσα στη βία, που τους αποκαλούν «πούστηδες», «αράπηδες», «Εβραίους», γράφω για γυναίκες, για φτωχούς. Ξέρω ότι πολλοί από τους ανθρώπους για τους οποίους γράφω δεν θα έδιναν τη συγκατάθεσή τους για κάτι τέτοιο. Δεν θα το μάθαιναν κιόλας ‒κι αυτό είναι ένα παράδοξο‒, γιατί η λογοτεχνία δεν διαβάζεται πάντα από τους ανθρώπους που θέλεις. Σκεφτόμουν ότι γράφω για να υπερασπιστώ κάποιον σαν τη μητέρα μου, να πολεμήσω γι' αυτή, αλλά η μητέρα μου ποτέ δεν θα διαβάσει το βιβλίο γιατί δεν πήγε στο σχολείο, δεν σπούδασε, δεν είχε την ευκαιρία να μάθει να διαβάζει γιατί δεν είχε χρόνο. Έπρεπε να αγωνιστεί για να επιβιώσει. Δούλευε από μικρή, μετά έκανε οικογένεια. Ήταν πάντα κουρασμένη. Ξεχνάμε ότι το διάβασμα απαιτεί ειδική εξάσκηση, θέλει εκπαίδευση και χρόνο, και ο χρόνος δεν είναι προσόν της εργατικής τάξης. Γράφω για τους ανθρώπους που δεν πρόκειται να με διαβάσουν. Αυτό σκέφτηκα κι ευχόμουν η μάνα μου να πάρει το βιβλίο, ακόμα κι αν δεν το διαβάσει.
— Δεν της το διάβασε κανείς;
Όχι, δεν ξέρει ακριβώς τι γράφω, αλλά δεν της αρέσει (γελάει).
— Μπορούν οι δικοί σου να αντιληφθούν ποιος είσαι τώρα, ότι έχουν έναν γιο διάσημο;
Η μάνα μου ξέρει ότι είμαι δημόσιο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα δεν της αρέσουν όσα γράφω στα βιβλία μου, επειδή μιλάω γι' αυτό το περιβάλλον απίστευτης φτώχειας, γι' αυτή την αποκλεισμένη περιοχή, την αποκλεισμένη κοινωνική τάξη. Δεν θέλει οι άλλοι να ξέρουν ότι είναι φτωχή. Όταν έμαθε τι γράφω στο βιβλίο καβγαδίσαμε πολύ, θύμωσε μαζί μου. Βγήκε στην τηλεόραση κι έλεγε «ο γιος μου είναι ψεύτης, όλα είναι ένα ψέμα», ενοχλήθηκε πάρα πολύ, μου έστελνε προσβλητικά μηνύματα στο κινητό. Όταν την είδα και κουβεντιάσαμε με ρώτησε «γιατί είπες ότι είμαστε φτωχοί;» (συγκινείται και η φωνή του σπάει). Πιο πολύ τη σόκαρε που μίλησα για τη φτώχεια, επειδή ντρέπεται γι' αυτήν. Οι ανώτερες τάξεις, η μπουρζουαζία, η κυβέρνηση, την έκαναν να πιστεύει ότι είναι δικό της λάθος η φτώχεια, επειδή δεν δούλευε αρκετά, επειδή δεν μορφώθηκε αρκετά. Την έκαναν να αισθάνεται ντροπή που είναι φτωχή. Εξαιτίας αυτής της ντροπής που κουβαλάει στην πλάτη, δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είναι ακόμα φτωχή. Προτιμάει να πει ψέματα γι' αυτό, κι αυτό ακριβώς είναι ένα πολύ σημαντικό πολιτικό θέμα παγκοσμίως. Γιατί πώς μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο όταν τα άτομα που υποφέρουν ντρέπονται που υποφέρουν; Δεν θέλουν να σταθούν στα πόδια τους και να πουν «υποφέρω», προτιμούν να πουν ψέματα. Προτιμούν να το κρύψουν. Προσπάθησα να εξηγήσω στη μάνα μου ότι δεν πρέπει να αισθάνεται άβολα με την πραγματικότητα και στο βιβλίο, κατά κάποιον τρόπο, έγραψα εναντίον της, ακριβώς γι' αυτή την ντροπή που φέρει.
— Θέλω να μου εξηγήσεις τι σημαίνει το εξής: «Για να γράψεις καλή λογοτεχνία πρέπει να γράψεις εναντίον της».
Όταν σκεφτόμουν τη λογοτεχνία και την κουλτούρα γενικότερα πάντα έρχονταν στο μυαλό μου εκδότες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, επιμελητές, άνθρωποι που δουλεύουν σε αυτούς τους χώρους και θεωρείται ότι βρίσκονται στην καλή πλευρά, επειδή ακριβώς ασχολούνται με τη λογοτεχνία. Νόμιζα ότι πάλευαν εναντίον του συστήματος απλώς και μόνο γι' αυτόν το λόγο, ότι αντιστέκονται στην καταπίεση, ότι είναι μαχητές, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό δεν ισχύει.
Στην Αμερική όπου βρίσκομαι αυτήν τη στιγμή είναι πολύ εμφανής αυτή η παρανόηση. Οι συγγραφείς εδώ εκδίδουν ένα βιβλίο κι έχουν την εντύπωση ότι πολεμούν τον Τραμπ ή ότι μάχονται το σύστημα και τον καπιταλισμό, αλλά δεν αντιλαμβάνονται ότι πολύ συχνά η κουλτούρα και η λογοτεχνία ακολουθούν τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό που ακολουθεί η υπόλοιπη κοινωνία. Οι φτωχοί άνθρωποι είναι αόρατοι στη σύγχρονη λογοτεχνία. Στο παρελθόν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, η αμερικανική λογοτεχνία είχε τον Ουίλιαμ Φόκνερ, την Τόνι Μόρισον, που ζει ακόμα, τον Στάινμπεκ, που αναφέρονταν στους φτωχούς ανθρώπους. Αλλά ο κόσμος αλλάζει, έτσι η λογοτεχνία χρειάστηκε να ανανεωθεί ξανά και ξανά. Δυστυχώς, οι φτωχοί άνθρωποι σήμερα εκπροσωπούνται ελάχιστα στη λογοτεχνία σε σύγκριση με το πόσο εκπροσωπούνται η μπουρζουαζία και η μεσαία τάξη. Αναπαράγεται μια κατάσταση που καθιστά αυτούς τους ανθρώπους αόρατους και απόντες. Η Τόνι Μόρισον άρχισε να γράφει για τους μαύρους επειδή δεν τους έβρισκε στα βιβλία, δεν εκπροσωπούνταν ουσιαστικά στη λογοτεχνία, γιατί ο ίδιος ο χώρος τούς απέκλειε όσο και η υπόλοιπη κοινωνία.
Για μένα, οι καλοί συγγραφείς, αυτοί που θαυμάζω πιο πολύ, είναι αυτοί που προκαλούν, που αναγκάζουν τη λογοτεχνία να συμπεριλάβει ανθρώπινα σώματα και ζωές που απέκλειε στο παρελθόν. Αν θέλεις να είσαι καλός στη λογοτεχνία, πρέπει να είσαι θυμωμένος με αυτήν, πρέπει να ανοίγεις ένα βιβλίο και να σκέφτεσαι τι λείπει. Δεν θα 'πρεπε να ρωτάς «ποιος είναι εδώ» αλλά «ποιος δεν είναι, ποιος λείπει, τι δεν βλέπω». Αν θέλω να γράψω, πρέπει να σκεφτώ ποιος δεν ακούει, ποιος είναι απών; Κάποια πρόσωπα είναι πέρα από την απουσία, επειδή, για να θεωρείται κάποιος απών, πρέπει κάποτε να ήταν παρών, έστω και δυνάμει. Υπ' αυτή την έννοια, κάποιοι άνθρωποι δεν θεωρούνται καν απόντες γιατί δεν τους πιάνει το μυαλό μας. Θαυμάζω αυτό που έκανε ο Αντρέ Ζιντ με τους γκέι και η Τόνι Μόρισον με τους μαύρους ή η Σιμόν ντε Μποβουάρ με τις γυναίκες. Κάπως έτσι άρχισα να γράφω, με σκοπό να αλλάξω τον κόσμο. Είμαι σίγουρος ότι η ζωή μου ως γκέι δεν θα ήταν ίδια χωρίς τον Jaime Cortez, χωρίς το James Baldwin, τον Edmund White, τον Aντρέ Ζιντ.
Θεωρώ τον εαυτό μου ανατρεπτικό στοιχείο. Λειτουργώ περισσότερο υπονομευτικά παρά προκλητικά, επειδή η πρόκληση είναι απλώς ένας τρόπος να πεις αυτά που δεν επιτρέπεται κι εγώ ήθελα να ξεπεράσω τα όρια του επιτρεπτού. Θέλω να εκφράσω το μη αναμενόμενο, να πω αυτά που οι άνθρωποι δεν θέλουν να πω.
— Έχεις προκαλέσει πολλές αντιδράσεις κυρίως στον συντηρητικό χώρο. Θεωρείς τον εαυτό σου προκλητικό;
Θεωρώ τον εαυτό μου ανατρεπτικό στοιχείο. Λειτουργώ περισσότερο υπονομευτικά παρά προκλητικά, επειδή η πρόκληση είναι απλώς ένας τρόπος να πεις αυτά που δεν επιτρέπεται κι εγώ ήθελα να ξεπεράσω τα όρια του επιτρεπτού. Θέλω να εκφράσω το μη αναμενόμενο, να πω αυτά που οι άνθρωποι δεν θέλουν να πω. Και νομίζω ότι το πέτυχα, γιατί έκανα πολλούς εχθρούς στη Γαλλία.
Πιστεύω ότι όταν γράφεις βιβλία, οι πολλοί εχθροί είναι καλό σημάδι. Σημαίνει ότι κάνεις τους ανθρώπους να αισθάνονται άβολα. Γι' αυτό νιώθω πιο περήφανος απ' όλα, γιατί αυτό που ήθελα ήταν να κάνω την άρχουσα τάξη να νιώσει ντροπή. Ήθελα να τους πω «δείτε τι συμβαίνει, εσείς έχετε τη ζωή σας, έχετε τα προνόμιά σας, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, που ζουν διαφορετική ζωή, πολύ πιο δύσκολη ‒ η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο ξάδερφός μου. Τι κάνετε γι' αυτό; Τι δεν κάνετε;». Δεν ήθελα να κάνω διάλογο μαζί τους, ήθελα να παλέψω, να αγωνιστώ εναντίον τους. Δεν ήθελα να ανοίξω διάλογο με την άρχουσα τάξη, ήθελα να την πολεμήσω. Είχα αυτή την ανάγκη, που μου έβγαινε και σωματικά.
Όταν έφτασα στο Παρίσι και άρχισα να σπουδάζω ‒ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που πήγα στο Παρίσι κι εγώ ήμουν ο πρώτος στην οικογένειά μου που σπούδαζε‒ ήρθα σε επαφή με τα παιδιά της αστικής τάξης, των οποίων οι γονείς ήταν δικηγόροι, γιατροί, δημοσιογράφοι, αρχιτέκτονες, ακαδημαϊκοί, που πίστευαν ότι οι ζωή τους ήταν όπως όλων. Δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε παραέξω κι αυτό με έκανε να αισθάνομαι πολύ άσχημα. Είχα την εντύπωση ότι δεν καταλάβαιναν. Νομίζω ότι το σύστημα, η άρχουσα τάξη και οι συζητήσεις στα μέσα έκαναν την εργατική τάξη να ντρέπεται γι' αυτό που ήταν. Οι κυβερνώντες επέτειναν αυτή την κατάσταση. Ήθελα να αντιστρέψω αυτήν τη διαδικασία, ώστε οι άλλοι να αισθάνονται ντροπή επειδή δεν κάνουν τίποτα απολύτως ή, ακόμα χειρότερα, επειδή απλώς αναπαράγουν τον κόσμο όπως είναι.
Όταν μίλησα για τη ζωή του πατέρα μου πήγα πίσω στην παιδική του ηλικία και έψαξα να βρω τι συνέβη και έχασε τη δουλειά του, τι συνέβη με τον πατέρα του. Όταν μιλάω για τη μάνα μου μιλάω για τη ζωή της και κάθε φορά που μιλάω για κάποιον άνθρωπο προσπαθώ να ανασυστήσω την ιστορία του και να εξηγήσω το παρελθόν του, να δείξω πώς η ζωή του καταστράφηκε από τον κόσμο γύρω του. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ έλεγε ότι «η λογοτεχνία δεσμευόταν επειδή έφερνε αντιμέτωπο τον αναγνώστη με την ελευθερία του, με αυτό που κάνει και που δεν κάνει, με τα πάντα». Αλλά δεν θέλω να φέρω τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την ελευθερία του, θελω να του πω «κοίταξε, δεν σου δίνω άλλη επιλογή, πρέπει να κοιτάξεις αυτό που συμβαίνει και πρέπει να ασχοληθείς μαζί του».
— Πόσο μεγάλο όπλο είναι η αλήθεια;
Μεγαλύτερο απ' ό,τι περίμενα, πολύ μεγαλύτερο. Έγραψα ένα βιογραφικό βιβλίο επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Είχα δει τόσο πολλά πράγματα στην παιδική μου ηλικία, τόσο πολλούς ανθρώπους να ζουν με στερήσεις, που δεν το έκανα από επιλογή, ήταν κάτι που μου επιβλήθηκε από τη ζωή μου. Μου φαινόταν σχεδόν αισχρό να γράψω κάτι φανταστικό. Σκεφτόμουν ότι δεν θα μιλούσε ποτέ κανείς για τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, γι' αυτούς τους ανθρώπους, και έπρεπε να το διορθώσω αυτό. Θεώρησα ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Ξέρεις, δοκίμασα να γράψω μυθιστόρημα, αλλά μόλις ολοκλήρωσα την πρώτη γραμμή, ντράπηκα. Εμφανίζονταν στο μυαλό μου τα σώματα όλων των ανθρώπων που γνώριζα από τότε που ήμουν παιδί, ο ξάδερφός μου, που πέθανε στη φυλακή, η μητέρα μου, που ήταν στη «φυλακή» του πατέρα μου, που δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει αυτά που ήθελε να κάνει. Εμφανίζονταν σαν φαντάσματα γύρω μου και μου έλεγαν «δεν μπορείς να γράψεις για τίποτε άλλο, πρέπει να γράψεις για μας».
Από τότε που ήμουν μωρό άκουγα γύρω μου ότι «κανείς δεν μιλάει για μας», «κανείς δεν νοιάζεται», και μου δημιουργήθηκε μια εμμονή, γιατί είναι φρικτό να μην υπάρχεις πουθενά. Αυτά άκουγα συνέχεια. Και οι δύο γονείς μου είναι ακροδεξιοί, γιατί πίστευαν και πιστεύουν ακόμα ότι μόνο αυτοί νοιάζονται για μας. Το βιβλίο μου αποδεικνύει πόσο δυνατή μπορεί να είναι μια βιογραφία, σε πόσο άβολη, πραγματικά, θέση μπορεί να φέρει τους ανθρώπους. Γιατί η αλήθεια είναι ένα εργαλείο σύγκρουσης, αντιπαράθεσης, έχει πολύ μεγάλη πολιτική δύναμη.
Κάποιοι με ικέτευαν να πω ψέματα, ήθελαν να πω ότι είναι φαντασία, με ρώταγαν «είναι και κάπως φανταστική η ιστορία, έτσι;». Τους απαντούσα «όχι» και μου έλεγαν «μα, όταν γράφεις, σίγουρα βάζεις και λίγη φαντασία». Δεν ήταν καθόλου φαντασία, αντιθέτως η λογοτεχνία μπορεί να γίνει ένας πεδίο έκφρασης της αλήθειας. Με τα εργαλεία που σου προσφέρει μπορείς να καταφέρεις περισσότερα απ' ό,τι με μια συζήτηση σαν κι αυτή που κάνουμε, γιατί έχεις χρόνο να απεικονίσεις τα πάντα. Είδα ότι είναι πολύ δυνατή η αλήθεια, γι' αυτό συνέχισα να δουλεύω με αυτήν και στα επόμενα δύο βιβλία μου. Σε αυτήν βασίστηκα και χαίρομαι που κάποιοι άνθρωποι τώρα κάνουν το ίδιο. Παντού στον κόσμο ‒και αυτό είναι πολύ σημαντικό πολιτικά‒ αναπτύσσεται ένα μεγάλο κίνημα συγγραφέων που ασχολούνται με την αλήθεια. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο πολιτικό από την αλήθεια. Τίποτα!
— Γιατί κατά τη γνώμη σου κερδίζει έδαφος συνεχώς η ακροδεξιά; Γιατί ψήφισαν τόσο πολλοί άνθρωποι τη Μαρίν Λεπέν, τον Τραμπ, τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα;
Επειδή υποτίθεται ότι μιλάνε για τους φτωχούς. Η εργατική τάξη είναι ένα δύσκολο πρόβλημα επειδή οι πιο πολλοί που ανήκουν σε αυτήν δεν εργάζονται, όπως ο αδερφός μου και η αδερφή μου. Το γαλλικό κράτος μειώνει συνεχώς τον προϋπολογισμό για την κοινωνική πρόνοια, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα και παντού αλλού. Το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι η πολιτεία δεν δίνει λεφτά σε αυτούς τους ανθρώπους, δεν νοιάζεται γι' αυτούς. Όταν υπάρχει ανεργία, δημιουργούνται ένα σωρό προβλήματα.
Δεν είμαι εμμονικός με τη δουλειά, δεν νομίζω ότι η δουλειά έχει ιδιαίτερη αξία, αλλά οι άνθρωποι από την αριστερά που υποτίθεται ότι έπρεπε να ενδιαφέρονταν και να υπερασπίζονται την εργατική τάξη, σταμάτησαν να μιλάνε εντελώς γι' αυτήν. Την πρόδωσαν ξανά και ξανά. Υποσχέθηκαν να τους αλλάξουν τη ζωή και όταν ήρθαν στην εξουσία έγιναν μέρος του συστήματος, των ανθρώπων που δεν ενδιαφέρονται για την εργατική τάξη. Έτσι, όταν οι άνθρωποι, όπως ο πατέρας και μάνα μου, που ανήκουν στην εργατική τάξη, ψηφίζουν την ακροδεξιά, το κάνουν επειδή υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται γι' αυτούς, μιλάει για αυτούς. Πρόκειται για μια απεγνωσμένη προσπάθεια να υπάρξουν στη φωνή και στα μάτια κάποιου άλλου.
Κάποιος κινηματογραφιστής μού είπε ότι θέλει να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για το Εθνικό Μέτωπο και μου ζήτησε να συνεργαστώ. Συμφώνησα, με τον όρο να το ονομάσουμε «η ιστορία του σοσιαλιστικού κόμματος», παρόλο που θα είναι μια ταινία για το Εθνικό Μέτωπο. Θα επικεντρωθεί μόνο στην αριστερά που περιφρόνησε εντελώς τους φτωχούς και δημιούργησε έναν μεγάλο θυμό. Φυσικά και στην ακροδεξιά υπάρχουν ρατσισμός, ομοφοβία, αντίδραση ενάντια στα δικαιώματα των γυναικών, αλλά απ' όταν ήμουν παιδί αυτό το επιχείρημα δεν ήταν πολύ ισχυρό, γιατί μόνο εκείνη μιλούσε γι' αυτούς και κατά κάποιον τρόπο τους έκανε να νιώθουν «ορατοί». Επομένως, η εργατική τάξη αισθάνεται ότι οι ακροδεξιά ασχολείται μαζί της, ενδιαφέρεται.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν είχαμε ποτέ δυνατή αριστερά που να μπορεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Όταν είσαι στην εξουσία, το πιο εύκολο πράγμα είναι να ξεχάσεις τους φτωχούς και τους αδύναμους. Φτάνοντας στο Παρίσι και συναναστρεφόμενος την μπουρζουαζία, μου ήταν πολύ εύκολο να ξεχάσω τους ανθρώπους από τους οποίους προέρχομαι, όπως κάνουν και οι πιο πολλοί αριστεροί όταν έλθουν στην εξουσία, όπως έγινε στην Eλλάδα. Βγήκαν τάζοντας στους φτωχούς ότι μόλις έρθουν στην εξουσία εκείνοι θα γίνουν ένα «εργαλείο» της και μετά τους αγνόησαν. Οι αριστεροί είναι υπεύθυνοι γι' αυτό που συμβαίνει, αυτούς κατηγορώ. Δεν μπορώ να κατηγορώ πια τον πατέρα μου που ψηφίζει το Εθνικό Μέτωπο.
— Είναι φοβερό αυτό που συνέβη και στην Ελλάδα με τους αριστερούς, γιατί αποκτήσαμε μια καθαρά αριστερή κυβέρνηση και μετά από σχεδόν τρία χρόνια είναι όλοι εναντίον τους.
Το καταλαβαίνω, γιατί ήμουν στ' αλήθεια ενθουσιασμένος με την εξέλιξη στην Ελλάδα. Χάρηκα πολύ όταν ο Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές, άρχισα να ελπίζω και σκεφτόμουν «επιτέλους, κάτι διαφορετικό συμβαίνει!». Μέχρι που σκεφτόμουν να μετακομίσω στην Ελλάδα (γελάει), να ζήσω σε μια χώρα όπου συμβαίνει αυτό που πρέπει. Και μετά, έκαναν τα ίδια που έκανε και το σοσιαλιστικό κόμμα στη Γαλλία.
Η κατάσταση είναι ακριβώς ίδια παντού. Είναι αστείο γιατί στην Αμερική απέναντι από τον Τραμπ ήταν η Χίλαρι Κλίντον που δεν έδινε μία για τους φτωχούς, τόσο μπουρζουάδες όλοι και μέρος του συστήματος. Ως κάποιος που μεγάλωσε σε φτωχικό περιβάλλον, το να βλέπω τη Χίλαρι Κλίντον να μιλάει ήταν κάτι πολύ βίαιο για μένα. Εξέφραζε το σύστημα και καταλαβαίνω τι συνέβη πώς σκέφτηκαν οι Αμερικανοί που δεν την ψήφισαν. Δεν μίλαγε γι' αυτούς.
Χάρηκα πολύ όταν ο Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές, άρχισα να ελπίζω και σκεφτόμουν «επιτέλους, κάτι διαφορετικό συμβαίνει!». Μέχρι που σκεφτόμουν να μετακομίσω στην Ελλάδα (γελάει), να ζήσω σε μια χώρα όπου συμβαίνει αυτό που πρέπει. Και μετά, έκαναν τα ίδια που έκανε και το σοσιαλιστικό κόμμα στη Γαλλία.
— Πόσο γαλλική είναι η λογοτεχνία σου;
Ποτέ δεν αισθάνθηκα Γάλλος. Δεν αισθάνομαι καθόλου Γάλλος από τότε που ήμουν μικρός, δεν πιστεύω στην ιδέα του έθνους. Μπορώ να αισθανθώ ότι ανήκω στην εργατική τάξη, ότι είμαι άντρας, μπορώ να καταλάβω ότι είμαι γκέι, ότι είμαι λευκός, ότι κάποια στοιχεία της ταυτότητά μας μας επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά, αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ Γάλλος. Ξέρεις, όταν τα βιβλία μου άρχισαν να μεταφράζονται και να πηγαίνω σε άλλες χώρες, πολλοί κριτικοί, πολλοί δημοσιογράφοι, μου έλεγαν «τα βιβλία σου είναι η φτώχεια, είναι ο αποκλεισμός, η μιζέρια, η δυστυχία, είναι κόντρα στην ιδέας της Γαλλίας που έχουμε εδώ».
Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα της όμορφης Γαλλίας, μιας χώρας που ευημερεί, με όμορφα χωριά και διάφορα όμορφα τοπία δεν έχει σχέση με αυτό που βίωσα εγώ. Όταν έβλεπα τηλεόραση, άνοιγα την εφημερίδα ή διάβαζα βιβλία που αφορούσαν τη Γαλλία, δεν την αναγνώριζα. Δεν περιέγραφαν το μέρος όπου μεγάλωσα, δεν είχε καμία σχέση μ' αυτό και αναρωτιόμουν «όταν λέμε Γαλλία για ποιο πράγμα μιλάμε, για ποια κοινωνική τάξη, για ποιους ανθρώπους;». Οι άνθρωποι που βλέπουμε και για τους οποίους μιλάμε δεν είναι αυτοί που γνώρισα ως παιδί. Κατά κάποιον τρόπο, μεγάλωσα έξω από τη Γαλλία, δεν μεγάλωσα καν εντός της γαλλικής κοινωνίας. Και όλες οι λογοτεχνικές μου επιρροές ήταν από άλλες χώρες. Οk, φυσικά σε αυτές ανήκουν ο Σατρ και ο Ζενέ, αλλά υπάρχουν και μερικές πολύ σημαντικές που δεν είναι γαλλικές, όπως ο Ουίλιαμ Φόκνερ, η Τόνι Μόρισον, ο Τζέιμς Μπόλντουιν.
— Τι γράφεις αυτήν τη στιγμή;
Γράφω ένα σενάριο. Θέλω να δοκιμάσω άλλους τρόπους γραφής, δεν θέλω να κάνω μία από τα ίδια, δεν θέλω να γίνω υπάλληλος. Δεν θα μου άρεσε να κολλήσω στον συγγραφέα Λουί και να γράψω άλλη μία νουβέλα. Διερευνώ κι άλλους τρόπους ύπαρξης. Μόλις εξέδωσα ένα νέο βιβλίο που επικεντρώνεται στον πατέρα μου και ταξιδεύω κυρίως για να μιλήσω γι' αυτό το βιβλίο. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη γαλλική κοινωνία και τη βία της γαλλικής πολιτικής, είναι πιο πολιτικό από τα άλλα μου βιβλία. Θέλω να βρω όσο πιο πολλούς τρόπους μπορώ να ορθώσω το ανάστημά μου, να αντισταθώ και να κάνω τους ανθρώπους να αισθανθούν άβολα.
— Τι σου δίνει έμπνευση αυτήν τη στιγμή;
Το ίδιο με πριν: η οργή, ο θυμός. Καθημερινά σοκάρομαι όταν βλέπω πόσο λίγο ή καθόλου θυμωμένοι είναι οι πιο πολλοί άνθρωποι. Πόσο βίαιος είναι ο κόσμος μας και πόσο το ξεχνάμε αυτό τις πιο πολλές φορές, παρόλο που το ζούμε κάθε, μα κάθε μέρα. Ακόμα και αν βιώνουμε τη βία στο ίδιο μας σώμα, συμβιβαζόμαστε και λέμε «έτσι είναι η ζωή, έτσι λειτουργούν τα πράγματα». Και δεν τα λέω αυτά ως outsider, ως κάποιος που τα παρακολούθησε από μακριά. Ήμουν ένα γκέι παιδί στο περιβάλλον της εργατικής τάξης και η ομοφυλοφιλία μου με έθεσε εκτός αυτού. Με έκανε να δω όλον αυτό τον μηχανισμό απ' έξω.
Πάντα ήμουν θυμωμένος και ακόμα είμαι, πολύ, όλη την ώρα. Το ξέρω ότι είναι κακό να το λέω, αλλά δεν είναι δικό μου λάθος. Στη Γαλλία κάποιοι με θεωρούν βίαιο, επειδή έχουν συνηθίσει τόσο πολύ στη βία. Προτιμούν να την αφήσουν να αναπαράγεται παρά να την αποδοκιμάσουν. Και όποιος την αποδοκιμάζει είναι βίαιος, όποιος ορθώνει το ανάστημά του και τη φέρνει στην επιφάνεια. Έτσι εμπνέομαι. Περιστατικά σαν του Ζακ Κωστόπουλου στην Ελλάδα με εξαγριώνουν και «σκοτώνουν» την έμπνευσή μου. Μερικές φορές με κουράζει απίστευτα και μόνο να σκέφτομαι που άνθρωποι σαν εμένα, οι γκέι, οι λεσβίες, οι queer, οι τρανς, αλλά και οι γυναίκες, δέχονται συνεχώς επιθέσεις, τους απορρίπτουν, τους σκοτώνουν ‒ και όλο αυτό επί αιώνες.
Κάποιες μέρες νιώθω απόγνωση. Αυτό συμβαίνει παντού στον κόσμο, κάθε στιγμή και σε κάθε περιβάλλον. Ο τρόπος που μιλάνε οι δημοσιογράφοι στη Γαλλία είναι πολλές φορές υποτιμητικός επειδή είμαι γκέι, αν ήμουν στρέιτ δεν θα μιλούσαν το ίδιο. Ίδιος είναι ο τρόπος που μιλούν και για τις γυναίκες, για οποιονδήποτε διαφέρει, γενικά. Μερικές φορές όλο αυτό με εξαντλεί. Νομίζω ότι είναι ώρα να γίνουμε πολιτικά όντα με την ευρεία έννοια και να αντισταθούμε.
Στο πεδίο της λογοτεχνίας υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που κατά το παρελθόν θεωρούσαν τον εαυτό τους αυθεντία και δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με την κοινωνία και τα κοινωνικά θέματα, με τη βία, τις τάξεις και τη φτώχεια, με την σεξουαλικότητα, την ομοφοβία. Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο της Μποβουάρ, του Ζενέ και της Μαργκερίτ Ντιράς υπήρξε στη Γαλλία μια αντίδραση εναντίον αυτών των ανθρώπων που δημιουργήθηκε βασικά από συγγραφείς, κυρίως αριστερούς. Γιατί όσο πιο αριστεροί, τόσο περισσότερο πιστεύουν ότι ήταν καλοί συγγραφείς. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να ασχοληθώ με την κοινωνία στη λογοτεχνία.
Η ακροδεξιά είναι στην εξουσία στο Βέλγιο, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία ‒ κάτι ασύλληπτο. Κερδίζουν όλο και πιο πολλές θέσεις στο Κοινοβούλιο κάθε χρόνο στην Αυστρία, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ, στη Βραζιλία. Ο κόσμος είναι σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση. Ξέρω ότι η λογοτεχνία δεν πρόκειται να την αλλάξει, μόνο όλοι οι άνθρωποι ενωμένοι μπορούν να το κάνουν αυτό. Ωστόσο πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη βλέπουμε μόνο ψήγματα της πραγματικότητας αλλά όλη την αλήθεια. Οι άνθρωποι λένε ότι η ακροδεξιά κερδίζει στη χώρα μου, ότι κερδίζει έδαφος στη γειτονιά μου, ότι η κυβέρνησή μου φέρεται βίαια στους αδύναμους, κι αυτή είναι μια παγκόσμια κατάσταση. Υπάρχουν ακροδεξιοί στους δρόμους που δέρνουν και σκοτώνουν μετανάστες στη Γερμανία, στην Ελλάδα, σκοτώνουν τους γκέι, στέλνουν τους μετανάστες στη Μεσόγειο να πεθάνουν. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ζούμε σε μια πολύ βίαιη και επικίνδυνη εποχή. Αυτό προσπαθώ να δείξω με τα βιβλία μου.
Info:
Τα βιβλία του Εντουάρ Λουί «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» και «Ιστορία της Βίας» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αντίποδες.
O Εντουάρ Λουί θα βρίσκεται την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου, στις 20:00, στο Public Café Συντάγματος, καλεσμένος του IFA, των Εκδόσεων Αντίποδες και των Public.
Μαζί του θα συνομιλήσει ο Δημήτρης Παπανικολάου (αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) και ο Κωστής Καρπόζηλος (ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας), ενώ αποσπάσματα θα διαβάσει ο ηθοποιός, Πολύδωρος Βογιατζής.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 1.11.2018