συνηθίζαν να μένουν πολλή ώρα μαζί συντροφιά ο φίλος ήταν ντυμένος στα μαύρα με ωραίο παράστημα, είπε ο θυρωρός κι η γυναίκα του έλεγε πάντα πως ήσαν καλοί άνθρωποι και τους ενδιέφερε το μαγείρεμα
κι ίσως αυτό να' ταν αλήθεια το προηγούμενο βράδι είχαν κάνει μια σούπα που είχε πετύχει πολύ ήπιαν και λίγη μπύρα κι όλα πήγαν καλά, τα φιλιά, η κουβέρτα και στο τέλος το σκάκι
περνούσαν, λέγαν, μια χαρά η αγάπη τους όμως ελόγχιζε τα στήθη τους σαν το πύο που μάχεται να βγει ο θυρωρός βρήκε το όπλο και το γάντι