Ένας νέος ποιητής που αξίζει
Ονομάζεται β.γ. δελλής
Είναι το πρώτο του βιβλίο. Δεν τον ξέρω. Είναι όνομα αληθινό; Εικοσιέξι ποιήματα, σε ένα οίκο που επίσης δεν ξέρω- ίσως αυτοέκδοση. Δεν ξέρω πώς διαπέρασαν τόση κούραση που αισθάνομαι τον τελευταίο καιρό - με λέξεις σίγουρες και αποφασιστικές πώς δημιούργησαν έναν κόσμο πέρα και πάνω από αυτό που ζούμε, ωστόσο ακριβώς αυτό που ζούμε. Το τελευταίο έχει τίτλο «βιογραφικό σημείωμα», διαφέρει λίγο από τα υπόλοιπα και είναι το εξής.
βιογραφικό σημείωμα
γεννήθηκε στην κεντρική ελλάδα μέσα στη δεκαετία του ’80:
του αρέσουνε οι σάλες ακριβών ξενοδοχείων το χίλτον και
απέναντι ο δρομέας
το γυαλί κ’ η πολυκατοικία του ζενέτου στην ηρώδου του αττικού
η βροχή και οι ομπρέλες του σολ λάιτερ οι καμπαρτίνες και
το κρύο
τα μπαράκια που δεν έχουνε παρέες παρά λίγο ήπιο φως
ούτε φωτεινά πολύ μα ούτε θεοσκότεινα και μελωδίες αμυδρές
του αρέσει το σκοτσέζικο ουίσκι, το ιρλανδέζικο καθόλου
δεν του αρέσουνε τα φίδια κι οι δεκαοχτούρες (παρ' όλο που
συχνά θα τις οικειοποιηθεί) μα του αρέσουνε οι κατσαρίδες
επικήρυγμένες
ειλικρινείς ως προς τ’ ανώφελο της ύπαρξής τους σκοπός κανείς
όπως τα λουλούδια που φυτρώνουν στο τσιμέντο ή
όπως ξεπετάγονται οι ορτανσίες του πηλίου μέσ' από τις πλάκες
δεν του αρέσουν οι σκοποί και τα καινούργια σπίτια
οι βόλτες στη νυχτερινή αθήνα τού αρέσουν και οι βόλτες γενικά
η άνοιξη από τις εποχές γιατί απλώς υπάρχει
γιατί του υπενθυμίζει πόσο άνθρωπος και μόνος είναι και
γιατί το ξέρει και το ξέρει πως δεν γίνεται αλλιώς
το φως της άνοιξης κι οι πασχαλιές της, ο απρίλης δηλαδή
το άρωμά του και το χρώμα βρέφος κρεμασμένο στο βυζί της μάνας
οι ρόγες από στήθη όταν του θυμίζουν δροσερό κεράσι και
τα στήθη όταν μοιάζουνε με ρόδο
τα κορίτσια που σηκώνουνε τα χέρια πάνω απ' το κεφάλι και
τα δάχτυλά τους πλέκουν κότσους στην κορφή ή στον αυχένα και
στο πλάι
τα χέρια τού αρέσουν (προπαντός εκείνα τα χωρίς πολλά φτιασίδια
ακροδάχτυλα)
το δέρμα κι οι στρογγυλεμένοι ώμοι κι οι εκλεπτυσμένες γάμπες η επιφάνεια μιας κοιλιάς ενώ τη συγκλονίζουν αναστεναγμοί και σχηματίζει οροπέδια
και σχηματίζει οροσειρές
και σχηματίζει λόφους
αχ! οι λόφοι και οι κάμποι πίσω απ’ τα παράθυρα αυτοκινήτων
τ' αυτοκίνητα και οι σταθμοί των τρένων αλλά όχι τα ταξίδια και τ' αεροπλάνα
περισσότερο κι από τα πλοία τού αρέσουν τα τσιγάρα και
η μυρουδιά της κάπνας στα υφάσματα
του χρόνου η πατίνα στα κουζινικά στους τοίχους στα κοσμήματα
η γύμνια και οι γάτες όταν ανασαίνουν
τα σεντόνια όταν εϊναι φρέσκα μες στον καύσωνα και
μες στη δρόσο
αλλά ενώ τον αποφεύγουν συστηματικά δεν του αρέσουνε καθόλου
τα κουνούπια (παραπομπή στον μανιφίκ σχολιασμό του βλάντιμιρ
ναμπόκοφ ενσταντανέ σελίδος 187: μίλησε, μνήμη)
η ησυχία της νύχτας και η κυριακάτικη μελαγχολία
η ησυχία της κυριακής κι αυτό το τιποτένιο τίποτα που εγκαθίσταται
σε όλο του το είναι όταν δε συμβαίνει το παραμικρό
οι ψίθυροι του αρέσουν και τα γέλια όταν είναι τρανταχτά
δεν του αρέσουν οι φωνές οι νευρικοί αθρώποι κι η ψιλή κουβέντα
μα του αρέσουν όσοι ονειρεύονται και ύστερα θα του διηγηθούν
τα όνειρά τους (μιας κι αυτός δεν ονειρεύεται συχνά)
οι δρόμοι όταν τους σκεπάζουν δέντρα η σπετσών
τα ζεστά καφέ και τα παγκάκια που κοιτάζουνε στο πουθενά
τα ζαχαροπλαστεία και οι φούρνοι οι φίλοι του γιατί είναι
ολιγαρκείς
του αρέσει ο τιτσιάνο ο βελάσκεθ και ο ρέμπραντ
ο μποτσιόνι ο τζακομέτι κι ο μπονάρ
ο κίρχνερ τού αρέσει ο μανέ κι ο βασιλείου
ο μπέικον ο ρόθκο κι ο μιρό
ο ντιμπιφέ ο κλέε κι ο μαγκρίτ και η ανδρόγυνη φωνή του τσετ
που του θυμίζει ήχο της βροχής στο χώμα όταν έχει ησυχία
ο ζαν πιέρ λεό και τα κλεμμένα του φιλιά και ναι
του αρέσουν τα φιλιά τα χείλη να φιλά στα μάτια (κι' όμως:
φιλιά στα μάτια δεν είναι χωρισμόςΙ)
κ' άμα πέθαινε -να, τώρα δα- φιλώντας σου τα μάτια
τότενες ο θάνατός του θάμοιαζε νερό στο μονοπάτι ενός
σαλιγκαριού
οι μέρες όταν διαδέχονται τις νύχτες
επειδή απλά τους πρέπει