Ο ήλιος του απογεύματος και αυτά που θέλει ο κόσμος
Δίνοντας στο λαό το συγκινητικό πίτουρο που εκλιπαρεί να φάει
Η ΠΙΟ θλιβερή στιγμή ενός δημοσιογράφου είναι όταν καλοπιάνει το δημόσιο αίσθημα με κάτι που εγνωσμένα «μπάζει». Ειδικά όταν καλοπιάνει τα σκυλιά των σόσιαλ.
Πολλοί το κάνουν ανεπίγνωστα. Κάπως συγχωρούνται. Διότι μπορεί μεν ο δημοσιογράφος να μην «γράφει για να αγαπηθεί» (όπως οι συγγραφείς, κατά Μπαρτ) αλλά διότι βιοπορίζεται αποτυπώνοντας την κατάσταση των πραγμάτων – ωστόσο κι αυτός κατά βάθος ψοφάει για χειροκρότημα.
Όμως εκείνος που ξέρει ότι λέει κάτι δημαγωγικό και ανακριβές ―και το ξέρει είτε επειδή μεγαλώνοντας είδε πολλές απατηλές κατασκευές του να καταρρέουν είτε επειδή εμφορείται από την διαύγεια του κυνισμού― αυτός, είναι πολύ δεύτερος. Ειδικά, αν το κάνει συστηματικά. Ειδικά αν το κάνει επιθετικά. Ειδικά αν αυτή είναι η ανάθεση εργασίας του.
Όσο πιο συνειδητά γράφει κάποιος τη δημαγωγική παπάτζα του, τόσο πιο περιχύνεται στο κοινότοπο γραπτό του το σάπιο μέλι της ηθικολογίας. Τα μεγάλα λόγια, οι θούριοι, οι έγνοιες, το τραγικό τρέμουλο, η Ευαισθησία, το Χρέος – ένας μανιχαϊσμός παντός καιρού. Κι όσο τσιμπάει λάικ απ’ το αχανές, μιμητικό κοτέτσι του facebook, τόσο αποχαλινώνεται: τόσο δίνει στο λαό το συγκινητικό πίτουρο που εκλιπαρεί να φάει, για να «νιώσει» και σήμερα.
Τελικά, γίνεται ο βασιλιάς του κοτετσιού. Ανεπαισθήτως όμως έχει κλειστεί κι αυτός μες στο κοτέτσι, από τον κόσμον έξω. Αιχμάλωτος της κατασκευής του. Αν τύχει να πει κάτι αληθινό, μένει ανενεργό, αφλόγιστο, έτσι όπως συμφύρεται δίπλα στα άλλα που λέει κάθε μέρα, μισές αλήθειες, μισά ψέματα, fake news, κατασκευές μιας λογικής δαιμόνιας και μίζερης ταυτόχρονα: φτωχοδιαβόλικης.
Kι αυτή είναι η τιμωρία του: αυτός που επικαλέστηκε τα ύψη, σέρνεται. Και το σουξέ, έτσι όπως ήρθε, φεύγει.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά, δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.