Υπέρ αδυνάτων: πόσο κουραστικοί και ανυπόφοροι είναι όσοι επιδεικνύουν σα μωρά τις «γνώσεις» τους. Μια παλιά στήλη μου στην Ελευθεροτυπία του 1992
'Οταν ήμουν φρέσκος στην Αθήνα, πήγαινα στην όπερα. Δεκαοχτώ χρονών παιδί, καθόμουν στα βελούδα του θεωρείου κι αισθανόμουν ενδιαφέρων. Διάβαζα Μπαρτ, Φερδινάνδο ντε Σοσίρ και Σύγχρονο Κινηματογράφο. Άκουγα Μερεντιθ Μονκ, Τζον Κέιτζ και (με συγκατάβαση) Μπίλι Χολιντέι. Ήμουνα η επιτομή του κουλτουριάρη εξιμπισιονίστ. Είχα μάθει τους πρώτους στίχους του «Προύφροκ» κι όταν η ώρα ήταν πρόσφορη άρχιζα με στοχαστική ματιά: «Let us go then, you and I, when the evening is spread out against the sky...». Αγόραζα ό,τι έβγαινε και το προσέθετα σ’ ένα σωρό από αζήτητα που σκοτείνιασε, σιγά-σιγά, το φοιτητικό μου δωμάτιο και εξολόθρευσε τα ωραία μου μαλλιά. Έπασχα από άγχος κουλτούρας..
Αλλά μετά έλαμψε ο ήλιος του σεξ (κι αργότερα του έρωτα) πάνω απ’ την κλεισούρα της ζωής μου και ισοφάρισα με τα κυβικά που έχω. Πέταξα τη σχολή της Φρανκφούρτης και τις θολούρες τής Rive Gauche, προτίμησα την απόλαυση από την ηδονή του κειμένου, η μουσική έγινε χορός και το χτικιό φίλος. Πού και πού αμαρτάνω ακόμα — υποβάλλω την αύρα μιας ιλιγγιώδους πνευματικότητας που δεν έχω, χρησιμοποιώ δυσνόητη σύνταξη για να τονώσω κάποιο χλομό συνειρμό, αφήνομαι σε πολυγκλότ σνομπισμούς... — αλλά, γενικά, έχω σταματήσει να είμαι ενδιαφέρων. Προτιμώ να μ’ ενδιαφέρουν οι άλλοι.
Φαίνεται όμως ότι κατέχομαι από μια τάση αντιδημοφιλή. Γιατί όλοι γύρω μου καταλαμβάνονται ακόμα απ’ το «φοιτητικό χτικιό».Τελούν σε μια κατάσταση πληροφοριακού πανικού, στην οποία η πνευματική απόλαυση είναι εξόριστη και η αίσθηση της ανεπάρκειας συνθλιπτική.
Θα ήθελα να τους καθησυχάσω. Δεν χάνουν πολλά πράγματα. Τα «γεγονότα» που τους τραβάνε απ’ το μανίκι είναι συνήθως πατάτες που τις σπρώχνει η αγορά - τα ίδια και τα ίδια. Η μηχανή του «θορύβου» τις εκβάλλει κατά χιλιάδες κάθε χρόνο δημιουργώντας γύρω τους την αίσθηση του επείγοντος, το ρίγος του σημαντικού. Το 98% απ’ αυτές ξεχνιέται πριν καν το τέλος της σεζόν κι αφήνει στη συνείδηση το βόμβο μιας μοντέρνας σύγχυσης- αρκεί να δοκιμάσεις μια, για να χορτάσεις απ’ τις υπόλοιπες.
Όσο για την αληθινή κουλτούρα, αυτή ποτέ δεν ακολούθησε τα σκέρτσα κάποιας εποχής. Είναι μια ανακάλυψη προσωπική, γαλήνια, πολύχρονη που ακολουθεί εσωτερικούς ρυθμούς: Πόσα βιβλία είχε στη βιβλιοθήκη του ο Σέξπιρ; Και πόση φιλοσοφία είχε διαβάσει ο Φράνσις Μπέικον;
Υπάρχει βέβαια η τυραννία αυτών «που ξέρουν». Των τύπων με το υψωμένο φρύδι και τη βιβλιογραφία που σέρνεται σαν το σαράκι. Υπάρχουν τα ποιητικά ταγάρια που έχουνε κάνει την ποίηση peep-show σε νεκρόδειπνο. Υπάρχει η αναφορολαγνεία του Βέλτσου και το Top-ten των νέων εκδόσεων. Υπάρχει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (θαυμάσιος κριτικός κατά τα άλλα) που επιπλήττει τους πιτσιρικάδες επειδή ακούνε χέβι μέταλ, αντί να αυτοδιασπώνται με το «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» (σε στίχους δικούς του). Υπάρχουν οι χολερικοί ξερόλες.
Αν τους πτοεί αυτή η εισαγγγελική έπαρση, είναι άξιοι της μοίρας τους. Θα χαραμίσουν όλη τη ζωή τους «για να φορέσουν ένα μονογυάλι». Όμως, μη με υπολογίζουνε στο κλαμπ. Αρνούμαι να είμαι ένοχος επειδή δεν είμαι άλλος. Ουσιαστικά 50 βιβλία έχω διαβάσει και ξαναδιαβάσει και ξαναδιαβάσει στη ζωή μου.
Ε, δεν με νοιάζει! Αρκούμαι στα περιορισμένα data μου —- αυτά που εγώ διάλεξα, και εμένα μου αρέσουν. Ούτε ο πληθωρισμός των «νεωτερισμών» ούτε η απεγνωσμένη αναζήτηση του ωραίου με ανεβάζουν. Σκαλίζω τα ελάχιστα που οικειώθηκα με τον καιρό και αφήνω το ποταμο κουλτούρας να κυλήσει- νευροπαθείς ρεκτες στις όχθες του πλένουν τα πόδια τους, με τρόμο…
Βέλτσο, παραμερίζω να περάσεις.