Στο Φάληρο
Πολυλογία της Αποξένωσης
Η πλήξη ψες μας είχε ξαναφέρει
στο Φάληρο, σε κάποιαν αμμουδιά,
ερωτικό μας άλλοτε λημέρι.
Πιο πέρα, μέσ' στην έρημη βραδυάπιασμένα τρυφερά, χέρι με χέρι,
δυο ερωτεμένα εκάθονταν παιδιά.
Μα εμάς του κάκου ζήταγε η καρδιά
παλιές χαρές στη θύμηση να φέρει.
Κι ως άρχιξε η ψυχρούλα να πληθαίνει
«τι θέμε, μού 'πες, δω, τέτοιον καιρό;»
Κι εφύγαμε κι οι δυο μετανοιωμένοι.
Έκανε, αλήθεια, κρύο τσουχτερό
στ' ακροθαλάσσι τη βραδυάν εκείνη.
Μα το ζευγάρι τ' άλλο είχε απομείνει...
―Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, «Ώρες Αγάπης», Φλάμμα 1934
Η Νύχτα του Αντονιόνι, που ξαναείδα πρόσφατα, μού θύμισε αυτό το σονέτο της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη. Τα νέα παιδιά δεν το ξέρουν, ούτε στη δική μου γενιά είχε πέραση. Αλλά το λάτρευαν οι τωρινοί εσχατόγεροι εν τη ακμή τους. Έμαθα την ύπαρξή του από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, όταν του ζήτησα να μου διαλέξει ένα ποίημα που αγαπά. Έχει όλες τις αρετές της «χαμηλής φωνής», την αστική μελαγχολία που φουσκώνει ανοικονόμητα και γίνεται εντέλει μελαγχολία υπαρξιακή, τα απαραίτητα δειλινά, γενικώς, το ανόρεχτο ζευγάρι (που θα χωρίσει στην επόμενη στροφή ή θα μείνει για πάντα κολλημένο στενάζοντας), ένα είδος αμέριμνης πικρίας και την αβάσταχτη αίσθηση ότι όλα περνούν.
Ναι, μου αρέσει και μένα. Όπως ο Τέλλος Άγρας, ο Λαπαθιώτης, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Γκόλφης και οι ελάσσονες λυρικοί.
Αυτό, όμως, που δεν είχα σκεφτεί είναι ότι η Τριλογία της Αποξένωσης του Αντονιόνι (Η Περιπέτεια, Η Νύχτα, Η Έκλειψη) έχει κάτι πολύ συγγενές με αυτή την ποίηση. Τα χαρακτηρίζει και τα δύο η ίδια Έλλειψη Κέντρου (τόσο στην καλλιτεχνική φόρμα όσο και στη ζωή των χαρακτήρων), πράγμα που τα κάνει να φαίνονται σαν να πλέουν σε μια θάλασσα διαθέσεων―, αποσιωπήσεις, δισταγμοί, αυτοσχεδιασμοί.
Η ζωή δίχως Κέντρο.
Η Έκλειψη.