Τα σκουπίδια της τηλεόρασης και η επικοινωνιακή φούσκα
Διάβασα με αληθινή απόλαυση το βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο». Είναι μια διστακτική αυτοβιογραφία για μια εποχή - την τελευταία καλή εποχή των ελληνικών εφημερίδων. Περιγράφοντας πώς δημιούργησε και διηύθυνε επί 20 χρόνια το πρωτοποριακό ένθετο «Βιβλία» του Βήματος, συνθέτει ένα παζλ συνειρμών, που ενώ κυλάνε αβίαστα και ανάλαφρα έχουν στοχαστική στερεότητα, μέτρο και μέθοδο στην αλύπητη κρίση τους. Έχουν επίσης βαθιά γνώση του βιβλίου και υπέροχα ελληνικά. Είναι ένα υβριδικό είδος αυτό, που προσωπικά με ενθουσιάζει― ίσως εξελιχθεί σε ένα νέο είδος λογοτεχνίας, αφού ούτε σκέτη μαρτυρία είναι ούτε σκέτο δοκίμιο. Διάλεξα ωστόσο σήμερα να αναδημοσιεύσω ένα απόσπασμα που δεν είναι «μικτό» ή υβριδικό: μια καίρια παρατήρησή του για την επικοινωνιακή φούσκα της εποχής μέσα στην οποία κινούνται σχεδόν όλοι πια ― από πολιτικούς μέχρι πολιτιστικούς φορείς. Οι υπογραμμίσεις, δικές μου.
ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ [του ενθέτου Βιβλία, εκείνης της εποχής] εκτιμούσαν τα κείμενα που ακολουθούσαν τους καλύτερους κανόνες της δημοσιογραφικής πρακτικής και εμπειρίας. Θυμάμαι την υποδοχή της συνέντευξης Ρικέρ. Είχαμε συναντηθεί με τον Γάλλο φιλόσοφο στο λόμπι της "Μεγάλης Βρεταννίας" την άνοιξη του 1996. Πρέπει να ήταν μια βροχερή μέρα, επειδή είχα προσπαθήσει να αποτρέψω τον 83χρονο, τότε, φιλόσοφο να φωτογραφηθεί έξω. Εκείνος όμως επέμενε και, τελικά φωτογραφήθηκε από τον φωτογράφο του Βήματος Αντώνη Παπαντωνίου -ειδικευμένο στα πορτρέτα πολιτικών προσωπικοτήτων-, μπροστά στα τσίγκινα παραπετάσματα του εργοταξίου του μετρό στην πλατεία Συντάγματος.
Ανάμεσα στ' άλλα που είχα ρωτήσει τον Ρικέρ, ήταν και για τα σκουπίδια της τηλεόρασης, που τότε, πεντέξι χρόνια μετά την εμφάνιση των ιδιωτικών καναλιών, είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζουν χωματερές. Μου απάντησε ότι δεν τον ενοχλούσαν τα σκουπίδια, αλλά η νομιμοποίησή τους μέσω της τηλεοπτικής παρουσίας τους. Το μείζον, δηλαδή, δεν ήταν τα ίδια τα προϊόντα, αλλά η νομιμοποιητική λειτουργία της τηλεόρασης. Αργότερα το διαπιστώσαμε πολύ καλά αυτό - και το πληρώσαμε, επίσης, πολύ ακριβά. Η νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής στον δημόσιο λόγο συντελέστηκε μέσω της παρουσίασης στελεχών και μελών της στα τοκ σόου τηλεοπτικών δημοσιογράφων που είχαμε συνηθίσει να τους θεωρούμε έγκυρους.
Τα γράμματα και τα τηλεφωνήματα-τα e-mails ήταν ακόμα άγνωστα τότε- που έλαβα, με αφορμή αυτή τη συνέντευξη, έδειχναν ότι οι αναγνώστες αναζητούσαν τρόπους και ερμηνευτικά κλειδιά για να κατανοήσουν τη νέα πραγματικότητα που είχε αρχίσει να δημιουργείται, και ειδικά τη νέα πραγματικότητα των ΜΜΕ.
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, εκείνη την εποχή, ότι λίγα χρόνια αργότερα θα δίναμε μάχη για να πείθουμε ότι είναι αναγκαία για την εφημερίδα μια σελίδα με τη συνέντευξη ενός Ρικέρ. Αντίθετα, το αιτούμενο ήταν πλέον μια μεγάλη συνέντευξη της Στεφανίδου ή της Μενεγάκη, του Αρναούτογλου ή του Λιάγκα -όλοι τους, παρουσιαστές πρωινών εκπομπών για νοικοκυρές-, κατά κανόνα δισέλιδη. Το επιχείρημα ήταν ότι αυτή η συνέντευξη θα δήμοσιευόταν σε σελίδες λάιτ, τηλεοπτικής θεματολογίας. Το σχετικό ένθετο άρχισε να εκδίδεται σε μια εποχή που η εφημερίδα αποθέωνε τους celebrities, καταργώντας το αυτόνομο ένθετο για τα βιβλία, που διηύθυνα, και αντικαθιστώντας το με μερικές σελίδες στο ένθετο του Πολιτισμού. (Ευτυχώς, η περίοδος αυτή ήταν πολύ σύντομη και δεν έχει νόημα να αναφέρω εδώ το όνομα του διευθυντή που κατάργησε τότε το ένθετο των «Βιβλίων». Μεγαλύτερη σημασία είχε η γενικότερη ατμόσφαιρα που το επέτρεφε.)
Το επιχείρημα, που προαναφέραμε, δεν μπορούσε να κρύψει την αδυναμία της εφημερίδας να δει την πραγματικότητα έξω από την,τηλεοπτική λογική και την απατηλή αντίληψη του people - δημοσιογραφικού είδους που το εισήγαγε επιθετικά, και με εμπορική επιτυχία στov έντυπο ημερήσιο Τύπο το δίδυμο Τριανταφυλλόπουλος-Αναστασιάδης, με την εφημερίδα τους Πρώτο Θέμα, το 2005. Επρόκειτο για μια αντίληψη που πολλαπλασιάστηκε και εξαπλώθηκε σαν αμοιβάδα, εξελίχθηκε σε αθεράπευτο καρκίνωμα και είχε ως συνέπεια να ταυτιστεί η δημοσιότητα με τα εξυπνακίστικα σχόλια και τον εντυπωσιασμό. Μια δημοσιότητα που σήμαινε ότι οι πράξεις ενός ανθρώπου κρίνονται βάσει των φημών και όχι το αντίστροφο, όπως θα έλεγε ο Κρίστοφερ Χίτσενς. Έτσι κι αλλιώς, είχαμε ήδη αρχίσει να μπαίνουμε στην εποχή της «φούσκας».
Η ΦΟΥΣΚΑ
Στο επικοινωνιακό περιβάλλον «φούσκας», ακούω μόνο τη δική μου φωνή και τη φωνή των ομοίων μου, πιστεύω αυτό που θέλω να πιστέψω, διατηρώ την άποψή μου, και τη διαδίδω ακόμα κι αν αυτά που υποστηρίζω έχουν καταρριφθεί, έχουν αποδειχτεί ανυπόστατα, ή δεν τεκμηρώνονται με κανένα στοιχείο.
Στη «φούσκα» στηρίζεται σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική επικοινωνία και η προπαγάνδα εναντίον αντιπάλων ή για την εξόντωση αντιπάλων. Τη χρησιμοποίησε πάρα πολύ ο Τραμπ και το επιτελείο του, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα. Η «φούσκα» στηρίζεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε σήμερα τις ειδήσεις- ή ό,τι θεωρούμε ειδήσεις- και στην τεράστια διασπορά των πηγών, εντός και εκτός εισαγωγικών, ακόμα και αν αυτές oι «πηγές» ταυτίζονται με μηχανισμούς προπαγάνδας ή -σε πιο σοφτ εκδοχή- με μηχανισμούς επικοινωνιακης διαχείρισης. Σε αυτή τη διαδικασία, καταλυτικό ρόλο παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτά, η είδηση είναι ένα προϊόν εξαιρετικά πορώδες: δεν υπάρχουν διακριτά όρια μεταξύ είδησης, σχολίου, φήμης, γνώμης, επιθυμίας, ανεκδότου, ενώ οι όροι επίτηδες συσκοτίζονται. Αρκεί μια «δικογραφία» για να σε καταστήσει ένοχο ή να σε στιγματίσει για πάντα.
Η «φούσκα» συνδέεται επίσης με ένα φαινόμενο της επικοινωνίας που το ονομάζουμε «παρακμή της αλήθειας» («truth decay», στα αγγλικά) και όπου αμφισβητούνται ακόμα και οι μαθηματικές μέθοδοι. Φυσικά, οι κατασκευασμένες και ψεύτικες ειδήσεις δεν συνδέονται αποκλειστικά με την εποχή του Ίντερνετ και των νέων μέσων, όπου, ας πούμε, μια Ελληνίδα υπουργός Πολιτισμού μπορεί να ανακοινώσει τον «θάνατο» ενός διάσημου σκηνοθέτη, ενώ ο οποιοσδήποτε μπορεί να ισχυριστεί με πειστικότητα ότι είναι ο πρίγκιπας της Ουαλίας.
Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο, Μπακουνάκης Νίκος Α., Εκδότης: Πόλις, ISBN: 9789604356324, Αριθμός Σελίδων: 356