Θερμοσίφωνο
Ένα κείμενό μου. Ελευθεροτυπία, 1991
Ο ελεήμων (ίσως και πανάχραντος) θεός απλώνει το σκοτάδι του πάνω απ’ την Αθήνα. Στις δυτικές συνοικίες είναι Σάββατο, κάνουν μπάνιο, το πιστολάκι στεγνώνει το αγύριστο κεφάλι της Έρσης, ένα walkman στο δωμάτιο του Μπάμπη (που μετράει τα χιλιάρικά του) παίζει το Suburbia των Pet Shop Boys. Είναι ποιητική σύμπτωση!
Οι κασμιρολινάτσες του κέντρου (media stars, Γυναίκες Ισχυρών Ανδρών, κότες ταχείας αναφλέξεως...) ανεβαίνουν με βήματα αργά, σαν λιτανεία, την ανηφόρα του Ζορζ. Μιλούν για Κούντερα και τεκνά και τις «σκύλες» των αντιπάλων. Ο Θεός είναι μεγάλος, ψιθυρίζουν τα στεγνά μετατσόλια της πλατείας — ρέστα κι απόψε.
Μοναχικοί άντρες καπνίζουν στα παράθυρα, το φως φεύγει αλλά (όπως συμβαίνει πάντα) έρχονται ΤΑ ΦΩΤΑ. Δραστήρια παιδιά κατεβαίνουν τις σκάλες (τα βλέπω!) βάζουν μπρος, στρώνουν το μαλλί στο καθρεφτάκι, ανοίγουν LIFE FM — απόψε γαμάνε.
Στην Τσακάλωφ συναντώ έναν παραλυτικό απ’ το νησί — βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα: Αρμάνι κοστούμι μες στον εσπερινό, σκαρπίνια κι η γραβάτα του ένα έπος μάταιοδοξίας. Διονυσάκη πώς ντύνεσαι έτσι, λέω, γιατί, αιώνια γύφτοι θα ’μαστε, λέει, έννοια σου και τα σάβανα είναι το υπερθετικό των κυριλέδων λέω, αν δεν σ’ αρέσω στρίβε, λέει, κρίμα τα φροντιστήρια της μάνας σου, λέω — και αγοράζω μια μικρή Godiva να πάνε τα φαρμάκια κάτω.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ: Κάνε Θεέ μου να ’ρθουν γρήγορα οι ανοιξιάτικες μπόρες, να κατεβούν οι γαζέλες από τα οροπέδια της
Κένυας, να μάθουν τα μεταμοντέρνα φτωχαδάκια ότι είναι πια μόδα το dirty-chic — ο καθένας ντύνεται όπως θέλει, νεομπίτνικα, ιδιαίτερα, τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια. Κάνε τους να πάρουν τις arrogant μουράκλες τους και τα κοστούμια που έφτυσαν αίμα ν’ αγοράσουν, να πάρουν το στραμπουληγμένο τους μυαλό, την τραυλή τους γλώσσα, τη διπλοφοδραρισμένη τσέπη και την κατατρομαγμένη κοσμικότητά τους απ’ τις υπώρειες των νεόπλουτων — και να γυρίσουνε στην Πίνδο. Πες τους Θεέ μου (όπως είπες στις πόρνες και τους ψευδοπροφήτες της Διαθήκης) ότι, ε, μάγκες, swing your beat και χαλαρώστε, η ζωή είναι μικρή, δεν αξίζει να ζεις το lifestyle κάποιου άλλου γιατί οι πέτρες που πάτησες ξυπόλητος (στην Πίνδο) θυμούνται και φωνάζουν το όνομά σου — ελάτε βρομόπαιδα στην αγκαλιά μου να σας φιλήσω και να σας κάνω ένα φροντιστήριο: Να είστε ο εαυτός σας — άλλωστε η νέα επικυρίαρχη γενιά (και η νέα μισαλλοδοξία) είναι τα τεχνοφρικιά, οι new agers, το off off style — και στις γειτονιές του Λονδίνου οι crusties ζούνε σε εξωφρενικά κοινόβια και οι κυβερνο-γκόθικς αρνούνται να ’χουν ηλεκτρικό στο σπίτι. Πάρ’ τους Θεέ μου κάτω απ’ τη στοργική φτερούγα σου και άντε στο πάρκο να παίξεις — δημιουργήματά σου είναι, μας έπηξες στα αποτυχημένα (γενετικά) πειράματα.
Αμήν και γειά σου.
Πέφτω να κοιμηθώ και τα άστρα συστρέφονται σαν ravers του Βαν Γκογκ. Σήκω μαλάκα, μου λένε. Σηκώνομαι. Έλα στο παράθυρο, μου λένε. Πηγαίνω. Πέσε, μου ψιθυρίζει το Ξίφος του Ωρίωνα. Δε σφάξανε πορνοβοσκέ των οφθαλμών μου!
Αλλά ευκαιρίας δοθείσης κοιτάζω το λεκανοπέδιο — εντάξει, όλα εντάξει είναι: technoravers προσομοιώνονται με ντίσκο- ντίβες, μητέρες αλλάζουν πλευρό στον ύπνο τους και ψελλίζουν τ’ όνομα του ξενύχτη γιου τους (ή κάποιου νοητού γκόμενου), παιδιά στην παραλία κάνουν πάσες, μπάτσοι σώζουν τους δρόμους από την αμαρτία, πολιτικοί συντάκτες γράφουν στα κατάφωτα γραφεία τους συφιλιδικές αναλύσεις για τις εκλογές στη Β' Αθηνών, ποιητές κάνουν ζάπινγκ και η Άνοιξη ανεβαίνει στο ρετιρέ της Μαρίας που κοιμάται και περνάει σαν χάδι από τις αφέλειές της. Χαράζει.
Αυτή η Κυριακή θα ’ναι υπέρλαμπρη.