Στην Τραστέβερε –κάτι ανάλογο με την δική μας Πλάκα-, ανάμεσα στην Piazza in Piscinula και την Piazza del Drago, υπάρχει ένα όμορφο μικρό βιβλιοπωλείο που άνοιξε πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια μια κυρία από τη Νότια Αφρική και σήμερα το τρέχει ο ανιψιός της. Το λένε Open Door Bookshop και είναι ένας μικρός παράδεισος αγγλόφωνων βιβλίων (αλλά και γαλλικών και ιταλικών και ισπανικών), κυρίως παλιών, όπου μπορείς να πετύχεις θησαυρούς. «Μας ενδιαφέρει το ασυνήθιστο και το περίεργο» λένε στο site, «η αναζήτηση βιβλίων είναι για μας ένα κυνήγι θησαυρού ανάμεσα σε παλιά, μεταχειρισμένα ακόμα και καινούργια βιβλία. Και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα περάσει από τα ράφια μας». Ψαχουλεύοντας στις στοίβες βρήκα με τρία ευρώ μια βιογραφία του Μιχαήλ Άγγελου που πουλάνε για 14 σε όλα τα μαγαζιά των μουσείων, μια άθλια μεταφρασμένη αγγλική έκδοση του βιβλίου του Bruno Nardini –που φαντάζομαι ότι είναι το ίδιο κακό και στα ιταλικά- σχεδόν σαν μετάφραση του Google translate.
Η Τραστέβερε, μια μεσαιωνική περιοχή με παλιά σπίτια με ξεθωριασμένα χρώματα και λιθόστρωτους δρόμους, είναι από τα μέρη που προτείνει κάθε οδηγός (είναι σαν να ήρθες στην Αθήνα και να μην πέρασες από το Μοναστηράκι), οπότε είναι φουλ τουριστική. Το όνομά της το πήρε από το λατινικό trans Tiberim, πέρα από τον Τίβερη, και απλώνεται στην ανατολική όχθη, από τη γέφυρα Ponte Sisto μέχρι και την Ponte Garibaldi. Αξίζει να πας μέχρι εκεί με τα πόδια, περπατώντας δίπλα στο ποτάμι και, μόλις περάσεις την πέτρινη γέφυρα Ponte Sisto, να χαθείς στο λαβύρινθο από δρόμους μέχρι την Piazza Santa Maria -η βόλτα αυτή την εποχή είναι υπέροχη. Η Τραστεβέρε κάποτε ήταν μια περιοχή της εργατικής τάξης που τις τελευταίες δεκαετίες «αναβαθμίστηκε» και άρχισε να μαζεύει καλλιτέχνες και διανοούμενους (εδώ έμενε ο Σέρτζιο Λεόνε) και γέμισε τουριστικά μαγαζιά με σουβενίρ. Αν google-άρεις τη λέξη θα βρεις όλα όσα αξίζει να δεις, έχει αμέτρητα μαγαζιά για φαγητό και ποτό και τόσο κόσμο τις νύχτες που σε πιάνει πανικός. Εδώ υπάρχει και το La Renella Bakery που έχει πίτσες και ψωμιά, ciambelle και biscotti και τον Giovanni, έναν πληθωρικό μουσάτο τύπο που είναι σαν φιγούρα από το Game of Thrones και είναι από μόνος του αξιοθέατο. Κατά τ’ άλλα, ενώ είναι μια περιοχή όπου μπορείς να φας καλά, αν ρωτήσεις κάποιον ντόπιο που εμπιστεύεσαι πού να πας για φαΐ, θα σε στείλει στο διπλανό Testaccio, την περιοχή που ήταν παλιά τα σφαγεία και σήμερα είναι γεμάτη από περίφημες τρατορίες. Τα πιο πολλά εστιατόρια είναι κλειστά την Κυριακή, και σε ορισμένα τις καθημερινές η κράτηση είναι απαραίτητη –αλλά μπορείς να την κάνεις ηλεκτρονικά.
Το Flavio al Velavodetto είναι μια osteria (δηλαδή ταβέρνα) που σερβίρει παραδοσιακό ιταλικό φαγητό, πιάτα δημοφιλή στη Ρώμη όπως την pasta cacio e pepe (το λιτό πιάτο με πεκορίνο και πιπέρι), την αυθεντική καρμπονάρα με ριγκατόνι, ουρά βοδιού και tripa alla Romana και τις απίθανες carciofi alla Romana –δηλαδή αγκινάρες βραστές. Έχει και ένα σωρό άλλα που χρειάζεσαι βοήθεια από τους σερβιτόρους για να διαλέξεις –αλλά αν δεν ξέρεις ιταλικά την έβαψες. Ούτε ένας δεν ήξερε αγγλικά για να μας εξηγήσει (στο site, πάντως, υπάρχει και αγγλικό μενού). Το τιραμισού στο τέλος είναι το «διαμάντι» τους και πρέπει να συγκρατηθείς για να μπορέσεις να το απολαύσεις γιατί οι μερίδες είναι μεγάλες και χορταίνεις από τα πρώτα πιάτα (τα ζυμαρικά), όσα πήραμε για «κυρίως» έμειναν άθικτα στο τραπέζι. Είναι απίστευτο το πόσο τρώνε οι Ιταλοί. Την παρέα δίπλα μας -μια ολόκληρη οικογένεια, τρεις γενιές (μπορεί και τέσσερις, γιατί είχε και βρέφη)- τη βρήκαμε καθισμένη να τρώει, παραγγείλαμε, φάγαμε και φεύγοντας τους αφήσαμε εκεί να κάνουν έξτρα παραγγελίες. Όλοι οι άντρες πήραν cacio e pepe και μετά, για κυρίως πιάτο, πατσά.
Πέρσι το Μάρτιο το New York Times magazine στο δισέλιδο αφιέρωμα που είχε κάνει στο μαγαζί χαρακτηρίζει τα ζυμαρικά του ως την «επιτομή των ρωμαϊκών ζυμαρικών». Ρωτάει μάλιστα τον σεφ και ιδιοκτήτη του μαγαζιού Flavio de Maio τι είναι αυτό που κάνει τους ντόπιους να λατρεύουν απλούστατα πιάτα με μακαρόνια όπως το cacio e pepe και το aglio, olio e peperoncino και αυτός απαντάει «η μαγεία του νερού!». «Το συστατικό-κλειδί σε όλα αυτά τα πιάτα είναι το νερό: αν το χρησιμοποιήσεις σωστά, έχεις μια όμορφη σάλτσα, την cremina, πυκνή, γεμάτη και πλούσια, ενώ αν το χρησιμοποιήσεις λάθος έχεις μια στοίβα ζυμαρικών σκεπασμένα από μια νερουλή σάλτσα». Για την καρμπονάρα χρησιμοποιεί χοιρινά μάγουλα και κρόκους αυγών πάνω από χοντρά ριγκατόνι, σε μια από τις καλύτερες version του πιάτου που μπορείς να βρεις στην Ιταλία.
Το βράδυ, μετά τη βόλτα στην φωτισμένη Φοντάνα ντι Τρέβι -που είναι το ίδιο εντυπωσιακή κάθε φορά που φτάνεις στην μικρή πλατεία και την αντικρίζεις- με εκατοντάδες ανθρώπους κάθε ηλικίας με στικ να προσπαθούν να βγάλουν selfie (πού να ήξερε η Ανίτα Έκμπεργκ ότι μετά από 56 χρόνια δεν θα μπορούσε να βουτήξει με τον Μαρτσέλο χωρίς να τους απαθανατίσουν εκατοντάδες τουρίστες και να τους ανεβάσουν σε δεκάδες instagram) πήγαμε για το θρυλικό τιραμισού του Pompi δίπλα στην πιάτσα ντι Σπάνια, ένα μικρό μαγαζί που έχει πουληθεί πια σε Κινέζους αλλά εξακολουθεί να έχει μοναδικό τιραμισού. Ο ιδιοκτήτης του Ρομπέρτο Πόμπι αναγκάστηκε πριν από ενάμιση χρόνο να πουλήσει το κεντρικό μαγαζί που βρίσκεται στην οδό Αλμπαλόνγκα στη συνοικία Σαν Τζοβάνι γιατί του κόστιζε 4 χιλιάδες ευρώ την ημέρα σε πρόστιμα –επειδή ο κόσμος τριπλοπάρκαρε μπροστά του για να πάρει γλυκό. Οι αντιδράσεις των κατοίκων της περιοχής που παραπονούνταν επειδή τους ενοχλούσε η φασαρία και ο κλεισμένος δρόμος και τα πρόστιμα που μοίραζε ο Δήμος στους πελάτες είχαν ρίξει τον τζίρο του στο 50%, έτσι το μαγαζί πέρασε στα χέρια των Κινέζων (πρόσφατα άνοιξαν και ένα στην Κορέα). Το Pompi άνοιξε στις αρχές των ’60s και εξακολουθεί να είναι από τα μαγαζιά που οφείλεις να επισκεφτείς αν βρεθείς στη Ρώμη, κυρίως για το κλασικό τιραμισού του που είναι εξαιρετικό (έχει και με φράουλες, και με φιστίκι και με μπανάνα και διάφορες άλλες γεύσεις αλλά δεν είναι κανένα σαν το αυθεντικό).
Την ημέρα που πήγαμε στο Βατικανό στην βασιλική του Αγίου Πέτρου είχε απογευματινή λιτανεία (ευχέλαιο;) για αγόρια σε εφηβική ηλικία και χιλιάδες παιδιά (αγόρια και κορίτσια) είχαν έρθει να ευλογηθούν, οπότε οι ουρές παντού ήταν ένας εφιάλτης. Για το μουσείο και την Καπέλα Σιξτίνα τα εισιτήρια επιβάλλεται να τα πληρώσεις προκαταβολικά (on line) γιατί γλιτώνεις την τεράστια ουρά που στην καλύτερη των περιπτώσεων έχει αναμονή δύο ώρες. Αν δεν προνοήσεις και πρέπει να περιμένεις, στο Βατικανό δεν σου φτάνει μια ολόκληρη μέρα. Όσο βιαστικά και να δεις τα εκθέματα, χρειάζεσαι χρόνο και υπομονή (παντού προηγούνται τα γκρουπ, κυρίως Άγγλοι και Ασιάτες).
Όσο πιο πολλά γνωρίζεις για την Καπέλα Σιξτίνα, τόσο πιο πολύ εκτιμάς τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου. Κι επειδή το ύψος μέχρι το ταβάνι είναι πολύ μεγάλο και δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις τις απίθανες λεπτομέρειες που συνθέτει το έργο της οροφής, καλό είναι να ξέρεις από πριν τι θα δεις. Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε δουλέψει και ως ανατόμος και ήξερε καλά τα μέρη του ανθρώπινου σώματος, και στην Δημιουργία του Αδάμ το σύμπλεγμα του Θεού με τους αγγέλους έχει το σχήμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, ενώ στο Διαχωρισμό του Φωτός από το Σκοτάδι ο λαιμός του Θεού δείχνει τα μέρη του εγκεφάλου όπως θα τα έβλεπε κάποιος από κάτω. Υπάρχουν πολλά ακόμα στην Καπέλα Σιξτίνα για να θαυμάσεις εκτός από τα φρέσκο της οροφής: ολόκληρη η Δευτέρα Παρουσία στον δυτικό τοίχο, τα έργα του Μποτιτσέλι, του Biagio D’ Antonio, του Rosseli, του Perugino, του Luca Signorelli και του Domenico Ghirlandaio στους γύρω τοίχους. Και, φεύγοντας, αφού χορτάσεις τέχνη του 15ου αιώνα, μην παραλείψεις να επισκεφτείς τις αίθουσες με την σύγχρονη θρησκευτική τέχνη, την κάπα του πάπα και τις ταπισερί που σχεδίασε ο Ματίς, τα έργα των Βαν Γκογκ, Νταλί, Φράνσις Μπέικον, Ροντέν, Γκογκέν, Πικάσο, Καντίνσκι, κι άλλων πολλών, έργα που τα περισσότερα ήταν δωρεά στον πάπα τη δεκαετία του ’60. Έχει αμέτρητα πράγματα να δεις μοιρασμένα σε μουσεία με έργα κάθε περιόδου, μπορείς να μείνεις και να βλέπεις όσο αντέχεις, και όσο νωρίτερα πας το πρωί, τόσο πιο πολλά θα προλάβεις (και πιο πολύ ζαλισμένος θα είσαι φεύγοντας).
Ο καλύτερος τρόπος για να αποχαιρετήσεις το Βατικανό είναι με ένα παγωτό από την Gelateria Oldbridge στην viale dei Bastioni di Michelangelo 5. «Είναι καλύτερα να μην φας καθόλου παγωτό στη Ρώμη, παρά να φας όπου να ’ναι» λένε οι ντόπιοι. Στην τζελατερία Oldbridge γίνεται λαϊκό προσκύνημα από καλόγριες και ακόμα και αν δεν είναι το καλύτερο παγωτό της Ρώμης, αξίζει το 20λεπτο που πρέπει να περιμένεις…
Εκτός από τα γνωστά μουσεία και τα αξιοθέατα που θα επισκεφτείς έτσι κι αλλιώς, σημείωσε και το μουσείο Hendrick Christian Andersen, του Νορβηγού γλύπτη που μετακόμισε στη Ρώμη το 1897 σε μια εκπληκτική βίλα που σήμερα στεγάζει τα 200 τουλάχιστον γλυπτά του, σχέδια, ζωγραφιές που αποτελούν το όραμά του για μια «παγκόσμια πόλη». Η μεγάλη βεράντα του πρώτου ορόφου είναι από τα πιο όμορφα μέρη για να πεις καφέ στη Ρώμη.