Θα δούμε το Μαζί Χωριστά από την Κίνα ως φιλμ έναρξης, τίτλος που συμβολίζει την πόλη που στιγματίστηκε από τη λωρίδα θανάτου και έχει εκπαιδευτεί στη μνήμη. Τον Συγγραφέα Φάντασμα του Πολάνσκι που καταφέρνει να είναι πάντα στη μόδα και στον πόνο. Τον Δολοφόνο μέσα μου του Μάικλ Γουίντερμποτομ, το Caterpillar του Κότζι Γιακαμάτσου. Και φυσικά το Shutter Island του Σκορσέζε με τον Ντι Κάπριο, και πολλές άλλες ταινίες, μαζί με την απαραίτητη περιέργεια: τι θα κάνουν οι Γερμανοί για να γιορτάσουν ένα φεστιβάλ που φημίζεται για τη sotto voce αισθητική του;
Το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου κλείνει τα 60 του χρόνια φέτος και το γιορτάζει γερμανικά: έχει έναν Γερμανό πρόεδρο στην κριτική του επιτροπή, τον Βέρνερ Χέρτσογκ, προβάλλει μια ταινία σταθμό όχι μόνο στον γερμανικό ή τον βωβό αλλά στην ιστορία του σινεμά, το αποκατεστημένο Μετρόπολις του Φριτς Λανγκ, και τιμά ένα σύμβολο το νέου γερμανικού κινηματογράφου, τη Χάνα Σιγκούλα. Η μούσα του Φασμπίντερ (και πρωταγωνίστρια εντελώς διαφορετικού ύφους σκηνοθετών όπως ο Φατίχ Ακίν και ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης) θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το πρόσωπο-κλειδί στη μετάβαση του φεστιβάλ από το προπύργιο του δυτικού κόσμου σε ένα φόρουμ ανοιχτής έκφρασης του πραγματικά, και όχι κατ' ευφημισμόν, όπως τον ονόμαζαν οι σύμμαχοι του δικού μας Μπλοκ, ελεύθερου κόσμου.
Το 1951, ο τότε δήμαρχος Ερνστ Ρόιτερ εγκαινίαζε την πρώτη εκδήλωση στο Titania Palast στην περιοχή Στέγκλιτς, στα ερείπια του μεταπολεμικού Βερολίνου. Με φόντο τον Ψυχρό Πόλεμο, οι σινεφίλ του Ανατολικού Βερολίνου πήγαιναν στις προβολές, αγοράζοντας εκπτωτικά εισιτήρια. Όλα αυτά μέχρι που το Τείχος (της ντροπής κατά τον Βίλι Μπραντ, του αντιφασισμού κατά τους Ανατολικούς) ανεγέρθηκε το 1961 και χώρισε το Βερολίνο, κάνοντας τους ειδικούς να πιστεύουν πως το φεστιβάλ δεν είχε μέλλον. Οι ενισχύσεις από την Αμερική ουσιαστικά έσωσαν έναν θεσμό που ήταν ανέκαθεν φιλικότατος προς το Χόλιγουντ, παρά τις ενδείξεις πως τα αντίστοιχα της Βενετίας και των Καννών παρουσίαζαν τάσεις γονυκλισίας προς τους σταρ και τα κινηματογραφικά οχήματά τους. Εδώ, τα πράγματα άγγιζαν την προπαγάνδα και τον ανοιχτό πόλεμο εναντίον του κομμουνισμού. Ο Χένρι Φόντα και ο Τζέιμς Στιούαρτ ήταν θαμώνες. Συνήθως ρεπουμπλικάνοι όπως ο Γκάρι Κούπερ, η Ρίτα Χέιγουορθ, η Έστερ Γουίλιαμς, ο Κάρι Γκράντ και ο Γουόλτ Ντίσνεϊ έρχονταν τακτικά για να κρατήσουν τη φλόγα ζωντανή και να παραστούν σε πάρτι με οικοδεσπότη τον Άρτουρ Μπράουνερ, έναν άνθρωπο που επέζησε του Ολοκαυτώματος και αμέσως μετά τον πόλεμο έφτιαξε ένα δικό του στούντιο παραγωγής ταινιών. Η βίλα του στην posh γειτονιά του Γκρούνενβαλντ έγινε το άτυπο εορταστικό αρχηγείο του φεστιβάλ τα πρώτα χρόνια. Ο Μπράουνερ ζει ακόμη, είναι 91 και τρελαίνεται να αναπολεί με ζωηράδα τα παλιά ωραία χρόνια, να διηγείται ιστορίες, όπως τη φορά που ο Κάρι Γκραντ δεν έγινε δεκτός σε μια δεξίωση γιατί η οικονόμος του δεν τον αναγνώρισε στο σκοτάδι, ή όταν ξεχώρισε στο πλήθος μια άγνωστη Μεσογειακή καλλονή να καταφθάνει αλά μπρατσέτα με Γερμανό παραγωγό και την πέρασε για βίζιτα (μετά κατάλαβε πως επρόκειτο για τη Σοφία Λόρεν και πως οι προθέσεις της ήταν σοβαρές) και φυσικά να καταριέται τη σοβαροφάνεια των τελευταίων ετών.
Η μεταβατική χρονιά για το φεστιβάλ συνδέεται με έναν Έλληνα. Το 1972, ο αρχιτέκτονας Κώστας Παπαναστασίου άνοιξε την ταβέρνα Terzo Mondo στην οδό Γκρόλμαν. Πολύ γρήγορα άρχισε να μαζεύεται η ιντελιγκέντσια στον τρίτο κόσμο του, που συμβόλιζε τον τρίτο δρόμο σε μια πόλη καταραμένη από έναν πόλεμο και έναν ντροπιαστικό διαχωρισμό. Ο σκηνοθέτης Μπέρναρντ Βίκι, ο Πέτερ Ζάντεκ και ο ηθοποιός Κλάους Μαρία Μπραντάουερ (αργότερα και ο Φασμπίντερ έγραφε σενάρια στα τραπεζάκια της ταβέρνας και συναντιόταν με τους συνεργάτες του εκεί) έπιναν το κρασάκι τους και έτρωγαν ελληνικό φαγητό και σύντομα τους ακολούθησαν και οι πρώτοι Ανατολικογερμανοί κινηματογραφιστές, όταν τελικά τους επιτράπηκε η είσοδος το 1975. Ο Παπαναστασίου πρωταγωνίστησε σε ένα γερμανικό καθημερινό σίριαλ, το εφάμιλλο του αγγλικού Coronation Street με τίτλο Lindenstrasse και παρότι οι σεναριογράφοι της σειράς τον ξεπάστρεψαν νωρίς, κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες της Γερμανίας, στο ρόλο, ποιου άλλου, του ιδιοκτήτη ταβέρνας. Γενειοφόρος και εξαιρετικά κοινωνικός, παίζει ακόμη την κιθάρα του και διηγείται κι αυτός τις δικές του ιστορίες, που δεν είναι λαμπερές σαν κι εκείνες του Μπράουνερ, αλλά σφύζουν από καλλιτεχνικό namedropping, μιας και τα επόμενα χρόνια όλοι οι Έλληνες, από τον Αγγελόπουλο μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη, αισθάνθηκαν την υποχρέωση να επισκεφθούν το μαγαζί του.
σχόλια