Ο Κεν Λόουτς μακαρίζει την τηλεόραση για την καριέρα του! Απίστευτο, βαρέως ειρωνικό, αλλά απολύτως αληθινό. «Στα μέσα της δεκαετίας του '60 το BBC είχε δώσει μικρό, αλλά ζωτικό χώρο σε νέους σεναριογράφους να μεταφέρουν τα plays τους, όπως τα λέγανε, στη μικρή οθόνη» εξηγεί. «Εγώ δεν γράφω, βέβαια, αλλά επωφελήθηκα σκηνοθετώντας έργα συγγραφέων, ειδικά για το κρατικό κανάλι. Ακούγεται αστείο, αλλά πάνω από μισό αιώνα πριν μπορούσαμε να κάνουμε καινούργια πράγματα και να βγούμε, μια φουρνιά δημιουργών, από έναν δίαυλο που δεν ήταν το σινεμά, έτσι ώστε να μεταπηδήσουμε σ' αυτό φυσιολογικά. Τσιμπήσαμε την ευκαιρία και λυπάμαι που οι κινηματογραφιστές που ακολούθησαν αμέσως μετά δεν είχαν τη συγκεκριμένη δυνατότητα. Χάθηκε! Αυτή η ανεκδοτολογική λεπτομέρεια απαντά στο ερώτημα για το αν έχουμε δυσχέρεια στην ανεύρεση πόρων. Η πορεία προδιαγράφηκε με κάποιον τρόπο από την καλή μας τηλεοπτική μαρτυρία και συνεχίσαμε να βρίσκουμε χρήματα για να γυρίζουμε ταινίες, με την προϋπόθεση, βέβαια, να μη γυρίζουμε σκουπίδια!»
Η συνέχεια είναι γνωστή. Από το Poor Cow μέχρι σήμερα, ο 83χρονος Βρετανός σκηνοθέτης των δύο Palme d'Or υπηρετεί με αξιοζήλευτη, σχεδόν ετήσια συνέπεια το δικό του ιδίωμα, ένα πολιτικοποιημένο μελόδραμα με ήρωες προλετάριους σε δυσχέρεια, ασκώντας δριμεία κριτική στον κρατικό αυταρχισμό και στον ασύδοτο καπιταλισμό. «Είναι θέμα επιλογής του καθενός» υποστηρίζει για το είδος κινηματογράφου που ένας σκηνοθέτης με κοινωνική συνείδηση καλείται να χρησιμοποιήσει. «Άλλοι φτιάχνουν μανιφέστα, κινηματογραφικές μπροσούρες ή ντοκιμαντέρ. Εμένα ανέκαθεν μου άρεσε το δράμα. Οι ιστορίες. Ο Σαίξπηρ πάνω απ' όλους. Αλλά και οι Ιταλοί νεορεαλιστές της δεκαετίας του '50 και μετά το '60. Το νέο κύμα του τσέχικου σινεμά...».
Άλλοι φτιάχνουν μανιφέστα, κινηματογραφικές μπροσούρες ή ντοκιμαντέρ. Εμένα ανέκαθεν μου άρεσε το δράμα. Οι ιστορίες. Ο Σαίξπηρ πάνω απ' όλους. Αλλά και οι Ιταλοί νεορεαλιστές της δεκαετίας του '50 και μετά το '60. Το νέο κύμα του τσέχικου σινεμά...
Στο Δυστυχώς, απουσιάζατε ένα ζευγάρι με δύο παιδιά νομίζει πως βρήκε τη χρυσή ευκαιρία να συντηρήσει το σπιτικό του με έναν νέο τύπο εργασίας, αλλά γρήγορα η ελπίδα δίνει τη θέση της στην αφόρητη πίεση και στο οικογενειακό αδιέξοδο. Ο πρωταγωνιστής γίνεται αυτοαπασχολούμενος συνεταίρος σε μια καθωσπρέπει εταιρεία παράδοσης δεμάτων και ο εποχούμενος ντελιβεράς ανακαλύπτει πως στο περιθώριο της καινοφανούς επιχειρηματικής λογικής τα δικαιώματά του δεν είναι περιορισμένα αλλά μηδενισμένα από τον ανταγωνισμό.
«Θέλαμε εδώ και χρόνια να κάνουμε μια ταινία, ο σεναριογράφος μου, ο Πολ Λάβερτι, κι εγώ με θέμα την κατάρρευση της ασφάλειας στην εργασία. Χάθηκε ο σωστός μισθός, ο ικανός να ταΐσει τα στόματα μιας οικογένειας. Πολύ δύσκολα πείσαμε κάποιους οδηγούς οχημάτων παράδοσης δεμάτων να μας μιλήσουν. Φοβούνταν. Όχι ακριβώς μη χάσουν τη δουλειά τους, όπως συνέβαινε παλιά, αλλά αυτό το "μυθικό συμβόλαιο", που υποτίθεται πως τους δίνει μερίδιο στα κέρδη, αλλά δεν τους καλύπτει σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της καθημερινή τους εργασία.
Η κατάσταση χειροτερεύει εξαιτίας του ανταγωνισμού. Από τη στιγμή που κάποια εταιρεία μειώσει το κόστος, και κυρίως το κόστος εργασίας, οι άλλες μοιραία θα ακολουθήσουν το φτηνότερο μοντέλο για να επιβιώσουν. Συνεπώς, το τίμημα καλείται να πληρώσει η νέα κάστα των αυτοαπασχολούμενων εργατών. Γίνονται υπεύθυνοι για ζημιές των φορτηγών, αν πρέπει να λείψουν για προσωπικούς λόγους ή για πρόβλημα υγείας οφείλουν να βρουν αντικαταστάτη, δεν δικαιούνται αργίες ή ρεπό. Δυστυχώς, αυτό είναι το μοντέλο εργασίας που επιζητεί η ελεύθερη αγορά».
Το «Δυστυχώς, απουσιάζατε» κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες στις 7/11.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια