Δεν έμεινα αποσβολωμένος από το Seven. Η ύποπτη απουσία της Γκουίνεθ Πάλτροου με ψύλλιασε, άσε που, μαζί με τους καθ' όλα άψογους Συνήθεις Υπόπτους, τελικά προϋπάντησε το είδος των εξυπνακίστικων θρίλερ. Το Game ήταν ένα εντυπωσιακό λούνα παρκ, αλλά κι αυτό μου φάνηκε πολύ καλό για το περίπου τίποτα. Αλλά το Fight Club έστειλε την τεχνική δεξιότητα του Ντέιβιντ Φίντσερ σε άλλο επίπεδο. Ήταν σίγουρα η πιο «καυτή» ταινία πριν σκάσει το 1999 και παραμένει σφηνωμένη στη γενιά που την είδε στην κρίσιμη προεφηβεία – αν, βέβαια, δεν είχε παραδοθεί αμαχητί στην παραδίπλα γειτονιά του Matrix των δύο χαπιών. Ωστόσο, η υποδοχή της ταινίας στην παγκόσμια πρεμιέρα της στη Βενετία δεν ήταν καθόλου ρόδινη.
Πρώτα συνάντησα τους ηθοποιούς στις συνεντεύξεις στο Εξέλσιορ, το αποκαλόκαιρο του '99. Ο Μπραντ Πιτ άρχισε να με ρωτάει αν είμαστε όλοι καλά στην Ελλάδα, πώς τα πάει η οικογένεια και οι συγγενείς, με πραγματικό νοιάξιμο. Δεν κατάλαβα στην αρχή – «τι ευγένεια» είπα. Μετά θυμήθηκα πως με την Τζένιφερ Άνιστον –πάνε τόσα χρόνια, ε!– στο πλευρό του τα τηλέφωνα πήραν φωτιά εκείνον τον Σεπτέμβριο του μεγάλου σεισμού της Αθήνας. «Δύσκολα γενικώς, αλλά καλά ειδικώς» του απάντησα. Ο Έντουαρντ Νόρτον χαμογελούσε αμήχανα δίπλα του και δεν συγκράτησα τίποτε άλλο από την κουβέντα μας, γιατί σημασία είχε τι έλεγε ή, μάλλον, πώς ένιωθε ο Ντέιβιντ Φίντσερ – χάλια. Σερνόταν! Είχα μπροστά μου έναν cocky σκηνοθέτη που εξέπεμπε κούραση και ήττα.
Γύρισε τα τυπικά του έργα και τις ωραίες ταινίες του. Χρήματα έβγαλε, το δίχως άλλο. Και διατήρησε την υγεία του, έχοντας κληροδοτήσει τον σπόρο του Fight Club, για την υστεροφημία του.
Βρισκόταν στην αρχή μιας λαμπρής καριέρας και διαισθανόταν πως κατέρρεε ο κόσμος του σαν τους ουρανοξύστες στην τελευταία σκηνή του Fight Club, πως ακόμα και το μυημένο κοινό στην Ευρώπη δεν πήρε πρέφα τι ήθελε να κάνει, αναλαμβάνοντας να μεταφέρει στην οθόνη το βιβλίο του Τσακ Πάλανιουκ. Η Fox πολέμησε το όραμά του. Σκέφτηκαν σοβαρά να το καταχωνιάσουν, πετώντας 70 εκατομμύρια. Προφανώς και ενοχλήθηκαν.
Βία, αίμα και, κυρίως, κάτι άβολο σε όλα τα καρέ, τα φανερά και τα subliminal, τα κρυμμένα που ψάχναμε στο DVD και τώρα εύκολα στον υπολογιστή. Κάποιοι κριτικοί τον αποκάλεσαν «φασίστα», σε μερικούς άρεσε πολύ, αλλά σίγησαν, ώσπου χρόνια αργότερα πλήθυναν στη φάση της επανεκτίμησης. Μάλιστα, κάποιος στην Ελλάδα, αδυνατώντας να βρει κάτι καλύτερο, έγραψε το ιστορικό «Ωραίοι ήχοι», αναφερόμενος ευπειθώς, ως συνήθως, στα Όσκαρ που του έδωσαν μόνο μία υποψηφιότητα, στην ηχητική κατηγορία!
«Με λυπεί πραγματικά που οι αντιδράσεις γύρω από την ταινία επικεντρώνονται στη βία. Το θεωρώ μάταιο να δικαιολογηθώ, το Fight Club πραγματεύεται ακριβώς το αντίθετο. Είναι τόσο κρίμα» έλεγε ο Φίντσερ, χυμένος σε έναν καναπέ. Ήταν η ταινία καμπής για εκείνον, ένα κυνικό «εύρηκα» για τη συνέχεια της καριέρας του. Ανεξάρτητα από πρότζεκτ και θέμα, έκτοτε ο Φίντσερ πήρε μια ασφαλή απόσταση, για να μη χολοσκάσει ή, όπως λένε οι μαρτυρίες, για να μη χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο όταν έβγαινε από τα meetings με τους διευθυντές των στούντιο στα παζάρια για την τελική μορφή του Fight Club. Δεν του βγήκε σε κακό η τακτική. Γύρισε τα τυπικά του έργα και τις ωραίες ταινίες του. Χρήματα έβγαλε, το δίχως άλλο. Και διατήρησε την υγεία του, έχοντας κληροδοτήσει τον σπόρο του Fight Club, για την υστεροφημία του.
Εν προκειμένω, το Fight Club, που πόλωσε τους κριτικούς και ξένισε το κοινό που πήγε να δει κάτι συνηθισμένο, στάθηκε γερά στα χρόνια. Με τον Νόρτον και την υπέροχη Έλενα Μπόναμ Κάρτερ πιασμένους από το χέρι στο φινάλε, η ταινία είναι μια παραληρηματική ciné-selfie (με το είδωλο προσωποποιημένο στο γραμμωμένο κορμί και το σμιλεμένο πρόσωπο του Μπραντ Πιτ) που μιλάει για την αδυναμία ουσιαστικής επαφής, με ήρωα έναν άνδρα με μπερδεμένους ρόλους, αγοραστή, αλλά όχι εραστή, τυπικό και φοβισμένο, συναισθηματικά ευνουχισμένο και αστικά τακτοποιημένο.
Στο μεταξύ, η ταινία ξεσκίζει κανονικά και εμφατικά τον υλισμό, και μάλιστα ο αυτουργός είναι ο ίδιος ο Φίντσερ στην πιο σατιρική του ταινία, με δεδομένο πως ξεκίνησε από τη διαφήμιση και τη χρησιμοποίησε, όπως πολύ αργότερα ο Λάνθιμος, για να στρώσει την οπτική του αφήγηση και να την πιλοτάρει κατά το δοκούν, ανάλογα με το θέμα που τον ενδιέφερε κάθε φορά.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO