Όταν σπούδαζα στο Παρίσι, διέσχιζα καθημερινά την οδό Rambuteau, από την αίθουσα που τώρα ανήκει στον παραγωγό Μαρίν Καρμίτς, και ανάμεσα στα μαγαζιά με τις αφίσες του ειρωνικά χαμογελαστού Μίκι Ρουρκ στις ποζάτες δόξες του και του επικά κενού Κριστόφ Λαμπέρ (στα τέλη των '80s οι Γάλλοι δεν ήταν και τόσο ρεσερσέ στα είδωλά τους) χάζευα τα προσεχώς.
Το μάτι μου πάντα έπεφτε σε έναν παράξενο τίτλο. Το Χρονικό της Άννα Μαγκνταλένα Μπαχ. Των Ζαν-Μαρί Στρομπ και Ντανιέλ Ουιγιέ. Του 1968. Με ύμνους από κριτικούς και θεωρητικούς να το συνοδεύουν στα σεμνά lobby cards. Το έπαιζε κάθε Κυριακή, στις 12 το μεσημέρι, και μόνο τότε.
Καθόλου συνηθισμένος σε ειδικά ωράρια, το ανέβαλλα συστηματικά. Ώσπου έναν μήνα πριν τα μαζέψω και φύγω από την πόλη, με την ταινία σταθερή στο ραντεβού της, μπήκα από περιέργεια στη μικρή σάλα.
Πίστευα πως είμαι ανθεκτικός σινεφίλ και στην προ ψηφιακού κατακλυσμού υπερφίαλη νεότητά μου νόμιζα πως θα το χειριζόμουν.
Ειλικρινά, δεν ήξερα τι έβλεπα, πώς το έκαναν, γιατί και, τελικά, ποιοι είναι αυτοί οι δύο κινηματογραφιστές που καταπιάστηκαν με το πλαστό ημερολόγιο της δεύτερης συζύγου του μεγάλου Γερμανού συνθέτη. Δεν είχε εφέ, κόλπα, εντυπωσιασμούς. Μόνο υπέροχη μουσική και αυστηρή αφήγηση.
Μετά από τόσους Χριστούς από τη Ναζαρέτ και Μαγδαληνές που έχω δει, θυμήθηκα την περίπτωση μιας υποστηρικτικής, σχεδόν αόρατης γυναίκας, μιας πιο προνομιούχου Μαγδαληνής, η οποία δεν έκανε ποτέ τη μεγάλη καριέρα της σοπράνο που πιθανώς ονειρευόταν, αλλά υπηρέτησε έναν εμπνευσμένο καλλιτέχνη, έκανε 13 παιδιά μαζί του και δεν άφησε δικό της αποτύπωμα, παρά μόνο ένα ημερολόγιο, που κι αυτό ήταν ψεύτικο.
Την επομένη μπήκα στο Beaubourg, στη βιβλιοθήκη που είχε σταθεί βράχος σε κάθε ανασκαφή γνώσης που είχα επιχειρήσει, και προσπάθησα να μάθω τα πάντα γι' αυτούς.
Γεννήθηκαν στη Γαλλία, γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν φοιτήτρια κι εκείνος έγραφε για τα «Cahiers du Cinéma», μετακόμισαν στη Γερμανία για να αποφύγει ο Στρομπ τη στρατιωτική θητεία και μετά από μια σύντομη μαθητεία δίπλα στον Ζακ Ριβέτ έκαναν ταινίες που βασίζονταν σε ασυνήθιστες πηγές.
Το βάρος της σκηνοθεσίας καθαυτήν αναλάμβανε ο Στρομπ, η Ουιγιέ ασχολούνταν περισσότερο με την παραγωγή και το μοντάζ και όλα τα υπόλοιπα, τις πρόβες και την προετοιμασία τα μοιράζονταν – ο Πέδρο Κόστα έχει απαθανατίσει τη σιαμαία συνεργασία τους σε ένα ντοκιμαντέρ με τη μορφή του making of της ταινίας τους Sicilia!.
Το Χρονικό της Άννα Μαγκνταλένα Μπαχ ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους και παραμένει η πιο γνωστή και λιγότερο δύσβατη.
Μοιάζει με ιδιότυπο, ανάδελφο μιούζικαλ εποχής, ηχογραφημένο με σύγχρονο ήχο από τη ζωντανή εκτέλεση στο φιλμ χωρίς παρέμβαση στο στούντιο, μια τεχνική σπανιότατη και εξαιρετικά δύσκολη, που απαιτεί δουλειά, ακρίβεια, επαγγελματισμό, ταλέντο.
Η εμμονή στη λεπτομέρειά του είναι μοναδική: τηρεί τη χρονολογική σειρά των έργων του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ξεκινώντας από ένα βραδεμβούργιο κονσέρτο και συνεχίζοντας με σονάτες, καντάτες, πρελούδια και ορατόρια.
Τον συνθέτη υποδύεται ο πιανίστας, με ειδίκευση στο αρπίχορδο, και θεωρητικός Γκούσταβ Λέονχαρτ, μεταμφιεσμένος, όπως όλοι οι «ερμηνευτές».
Δεν είναι θέατρο, ούτε ντοκιμαντέρ. Δεν προορίζεται για μουσειακή ή αρχειακή χρήση. Μυθοπλασία σίγουρα, όχι όμως στον βαθμό και τη δομή που αντιλαμβανόμαστε από τις κλασικές τρεις πράξεις μιας φαινομενικά αντικειμενικής βιογραφίας, η οποία ωστόσο δεν φιλοδοξεί να ασχοληθεί με τη ζωή ενός μάλλον βαρετού ανθρώπου που συνέθετε θεσπέσια.
Η αίσθηση είναι μοναδική: παρά την έλλειψη δραματικότητας, του κινηματογραφικού artifice, όπως το γνωρίζουμε από τη συντριπτική πλειονότητα των μουσικών βιογραφιών (ή, μάλλον, χάρη σε αυτή την καθαρότητα της αναπαράστασης), η πιστότητα γίνεται η πειστικότερη δυνατή μετουσίωση, μια de facto μεταφορά στη συγκεκριμένη εποχή. Χωρίς συγκινήσεις και ευτυχή φινάλε, ανατροπές και αφήγηση που διακόπτεται από τραγούδια και νούμερα.
Τη δεύτερη φορά που είδα το Χρονικό, ελάχιστη σημασία έδωσα στον υποκρουσιακό μονόλογο της Μαγδαληνής του Μπαχ, γιατί κόλλησα με την ίδια την υπέροχη μουσική.
Το έγγραφο χρονικό της δεύτερης συζύγου, που, όπως αποδείχτηκε ιστορικά, ήταν πλαστό και το σκάρωσε το 1925 η Βρετανίδα συγγραφέας Έστερ Μέινελ, χρησιμεύει απλώς ως η αφορμή για την ταινία.
Ο δικός μου συνειρμός είναι άσχετος και καθαρά πασχαλινός. Μετά από τόσους Χριστούς από τη Ναζαρέτ και Μαγδαληνές που έχω δει, θυμήθηκα την περίπτωση μιας υποστηρικτικής, σχεδόν αόρατης γυναίκας, μιας πιο προνομιούχου Μαγδαληνής, η οποία δεν έκανε ποτέ τη μεγάλη καριέρα της σοπράνο που πιθανώς ονειρευόταν, αλλά υπηρέτησε έναν εμπνευσμένο καλλιτέχνη, έκανε 13 παιδιά μαζί του και δεν άφησε δικό της αποτύπωμα, παρά μόνο ένα ημερολόγιο, που κι αυτό ήταν ψεύτικο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 19.4.2019
σχόλια