Ο Παρκ Τσαν Γουκ έφτασε μια ανάσα από τον Φοίνικα το 2003 με το Oldboy, αλλά ο πρόεδρος και δηλωμένος οπαδός του Κουέντιν Ταραντίνο και η επιτροπή του προτίμησαν τον Μάικλ Μουρ και το Fahrenheit 9/11. Φέτος η Κορέα κερδίζει για πρώτη φορά το κορυφαίο βραβείο του φεστιβάλ με μια συναρπαστική δραματική σάτιρα, το Parasite, από έναν καταξιωμένο, καλλιτεχνικά θαρραλέο και εμπορικά πολύ επιτυχημένο σκηνοθέτη που χειρίζεται mood και χαρακτήρες με μαεστρία και ποικιλία.
Ο Μπονγκ Τζουν Χο γεννήθηκε στην Νταεγού, προέρχεται από φιλότεχνη οικογένεια, θαύμαζε τον Χου Χσιάο Χσιεν, τον Έντουαρντ Γιανγκ και τον Σοχέι Ιμαμούρα στα νεανικά του χρόνια και έγινε γνωστός εκτός Κορέας με τον εντυπωσιακό τρόμο του Host και τη δεξιοτεχνική φαντασία του Snowpiercer, που είχε κάνει πρεμιέρα με φρενίτιδα για τους φανατικούς που δεν έβρισκαν εισιτήριο στη μοναδική προβολή στο Panorama Special του Φεστιβάλ Βερολίνου. Πρόπερσι ήρθε στις Κάννες με το Okja, και πάλι με την Τίλντα Σουίντον, αλλά δεν έκανε αίσθηση.
Το Parasite είναι η ιστορία μιας άπορης τετραμελούς οικογένειας που μπαίνει με ψέματα σε ένα πλουσιόσπιτο, υπηρετώντας σε ισάριθμα οικιακά πόστα ένα ανδρόγυνο και τον ανήλικο γιο τους. Ο μπαμπάς οδηγεί, η μητέρα μαγειρεύει, ο γιος διδάσκει και η κόρη ψυχαναλύει. Τα οικονομικώς άνετα αφεντικά τούς πιστεύουν με ευγνωμοσύνη. Οι προηγούμενοι «υπηρέτες» εκδιώκονται με σχετικό δόλο. Ωστόσο, ο ένοικος του μυστικού υπογείου της έπαυλης δυναμιτίζει το κόλπο και οι φτωχοδιάβολοι που δεν παριστάνουν ακριβώς κάποιους άλλους, αλλά δεν έχουν διαφορετικό τρόπο να βρουν εργασία, τα βρίσκουν σκούρα από τη μία στιγμή στην άλλη – όσο smooth είναι η εισβολή τους τόσο άτσαλη και αιματοβαμμένη γίνεται η ηρωική τους έξοδος από την πολυτελή παγίδα που έστησαν μόνοι τους.
Ο Ντέιβιντ Έγκερς έφτιαξε το όνομά του με το «Witch», αλλά εδώ απογειώνεται με ένα κολασμένο ντελίριο τρέλας και παράνοιας, γεμάτο μυθολογικές και λογοτεχνικές αναφορές, τερτίπια του μυαλού και παιχνίδια εξουσίας, γοργόνες και εφιάλτες, ιδρώτα και θάνατο.
Ο Χο ενορχηστρώνει μια καταπληκτική κλιμάκωση καταστάσεων, κρατώντας τον απόλυτο σκηνοθετικό έλεγχο. Η ταινία του, ποτισμένη με το γνωστό μαύρο χιούμορ, ωρολογιακά μετρημένη και με αιχμή του δόρατος τον μόνιμο πρωταγωνιστή του Σονγκ Κανγκ Χο, είναι μια ταξική παραβολή σε μια χώρα διαφημισμένης ευημερίας, θεαματικά αντίθετη σε στυλ και χειρισμό από τον περσινό Χρυσό Φοίνικα του Χιροκάζου Κορεέντα, το Shoplifters, με ήρωες ανθρώπινα παράσιτα που ανασύρονται από την αφάνεια και το χαμόσπιτό τους όπως-όπως για μια προσωρινή θέση στον ήλιο. Σε μια επιτροπή με σκηνοθέτες με έντονη υπογραφή, όπως ο Ινιάριτου, ο Λάνθιμος και η Ράιχαρτ, το fun σινεμά με νόημα του Μπονγκ Τζουν Χο αποδείχτηκε πως δεν θα περνούσε καθόλου απαρατήρητο.
Μετά τον Χρυσό Φοίνικα του Θόδωρου Αγγελόπουλου ήρθε η σειρά του Βασίλη Κεκάτου για τον δικό του, στην κατηγορία των ταινιών μικρού μήκους –συν έναν δεύτερο, αν και ανεπίσημο, το Queer Palm– για την τρυφερή, ευαίσθητη σπουδή του πάνω στη μοναξιά και το πλησίασμα, το Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό κι εμάς, βασισμένο σε οικογενειακά βιώματα. Σε αυτό το 8λεπτο κομψοτέχνημα που γυρίστηκε σε δύο βραδιές σε ένα απομακρυσμένο βενζινάδικο, δύο νέοι άνδρες, ένας περαστικός κι ένας άλλος, που δείχνει να έχει ξεμείνει, παζαρεύουν τα 22,50 ευρώ που στοιχίζει η επιστροφή.
Το τι διαμείβεται ανάμεσα στις γραμμές και τα λόγια τους έχει μια βαρύνουσα και ταυτόχρονα παιγνιώδη σπουδαιότητα και αυτό που καταφέρνει ο Έλληνας σκηνοθέτης, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του και τη διοργάνωση των θερινών προβολών στις παραλίες της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κεφαλονιάς, είναι η αβίαστη μετατροπή μιας λανθάνουσας, macho επιθετικότητας σε ουσιαστική κατανόηση. Το φινάλε πάνω στη μηχανή, αξέχαστο, δίνει νέα διάσταση στους νυχτερινούς δρόμους της αγάπης. Ανυπομονούμε για τη συνέχεια του Έλληνα σκηνοθέτη, που ενδεχομένως να είναι η διεύρυνση του ίδιου θέματος σε μεγάλου μήκους.
Όλοι όσοι είδαν με ιδιαίτερο κόπο (γιατί οι ουρές έφταναν τα 300 μέτρα από τις δύο πλευρές της εισόδου της αίθουσας Croisette) το Lighthouse δεν κατάλαβαν για ποιον λόγο ο Τιερί Φρεμό και η παρέα του, που προφανώς το είχαν δει στην προκριματική διαδικασία, το απέρριψαν από το επίσημο διαγωνιστικό και συμπεριλήφθηκε στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών. Ήταν η ταινία που εξερράγη και συζητήθηκε όσο καμία άλλη στο ευρύτερο πλαίσιο του φεστιβάλ, με εξαίρεση την περίπτωση Ταραντίνο, αλλά με bonus το στοιχείο της έκπληξης και της πρωτοτυπίας.
Ο Ντέιβιντ Έγκερς έφτιαξε το όνομά του με το Witch, αλλά εδώ απογειώνεται με ένα κολασμένο ντελίριο τρέλας και παράνοιας, γεμάτο μυθολογικές και λογοτεχνικές αναφορές, τερτίπια του μυαλού και παιχνίδια εξουσίας, γοργόνες και εφιάλτες, ιδρώτα και θάνατο. Ασπρόμαυρο, σχεδόν τετράγωνο, γυρισμένο σε 35άρι φιλμ, το φαντασματικό horror του 36χρονου σκηνοθέτη λειτουργεί και ως θεατρικό δωματίου, με τους δύο φαροφύλακες, εξαίσια ερμηνευμένους από τον Γουίλεμ Νταφόου και τον Ρόμπερτ Πάτινσον, εγκλωβισμένους σε ένα σισύφειο κυνήγι με τον χρόνο και την άγρια φύση, καθώς και ως κατάβαση στον Άδη, χωρίς επιστροφή.
Εικαστικά, το κιαροσκούρο του Έγκερς προσθέτει συνεχώς ατμόσφαιρα στη μινιμαλιστική πλοκή, την ίδια στιγμή που ο πεισματάρης, σαδιστής Νταφόου προκαλεί τον νεαρό βοηθό του σε μια εξέλιξη ανοιχτή και ανατρεπτική. Ο Φάρος τιμήθηκε με το βραβείο Fipresci για τα παράλληλα τμήματα, η εταιρεία παραγωγής Α24 σκοράρει για πρώτη φορά στις Κάννες και βάζει πλώρη για μια σεζόν με έξτρα βραβεία και εμείς είδαμε μία από τις καλύτερες ταινίες ever στις Κάννες, που δεν μπόρεσαν να συναγωνιστούν για τον Χρυσό Φοίνικα προφανώς από μια χρόνια anti-genre εμμονή.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO