• Βενετία λοιπόν. Το σκηνικό δεν λέει να αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Σκαλωσιές και εργοτάξια, μια ασταμάτητη διαδικασία ανέγερσης του Γεφυριού της Άρτας, που θα είναι, όπως υποστηρίζουν οι Βενετσιάνοι, το νέο «παλάτι του σινεμά» εδώ στο Λίντο, ένα σύμπλεγμα αρχιτεκτονικής, που θα ενοποιεί τους χώρους και θα διευκολύνει τους φεστιβαλιστές, δίνοντας παράλληλα μια λαμπερή στέγη στο πιο παλιό φεστιβάλ του κόσμου. Ενοχλημένος από την πιεστική παρουσία της αστυνομίας και τη στενότητα χώρου λόγω έργων, ευχαριστήθηκα περισσότερο απέναντι από το νησάκι, στα Giardini και στην Arsenale, στις άνετες εγκαταστάσεις της Μπιενάλε. Με εντυπωσίασαν οι μαύρες σημαίες της Γαλλίας, η πολυσυλλεκτική έκθεση με θέμα τη νίκη στο ρωσικό περίπτερο, το πτώμα στην πισίνα αλά Λεωφόρος της Δύσης -των Δανών αν δεν απατώμαι- τα βραβευμένα κεφάλια και χέρια του Νάουμαν που εκπροσώπησαν τους Αμερικανούς, αλλά και το μέτριο βίντεο του Στιβ Μακουίν (επίσημη συμμετοχή της Βρετανίας) του Hunger, που ασχολήθηκε με το παρασκήνιο της έκθεσης, χειμωνιάτικα, ποιητικά, αλλά αδιάφορα.
• Για να είμαι ειλικρινής, με προβλημάτισαν περισσότερο από τις ταινίες που είδα στη Μόστρα μέχρι στιγμής. Όχι πως δεν υπήρχαν αφορμές. Το The Road, αναμενόμενο εξ αναβολής από πέρυσι, είχε όλα τα συστατικά μιας σύγχρονης μπεκετικής τραγωδίας, χωρίς εφετζίδικες φανφάρες και περιττά τερτίπια. Αλλά, παρά το υπαρξιακό υπόβαθρο ενός Κόρμακ Μακάρθι, φάνταζε άδειο και λίγο, δίνοντας έμφαση στην πορεία και όχι στα βασικά «γιατί» που γεννάει στην ανθρώπινη ψυχή ένας πυρηνικός όλεθρος που εξαφανίζει το γένος μας. Σε άλλη κλίμακα, το Μπααρία του Τζιουζέπε Τορνατόρε μάς μεταφέρει σε μια μικρογραφία της πολιτικής ιστορίας της Ιταλίας, σε ένα χωριό της Σικελίας. Αν και δηλωμένος αριστερός, ο Τορνατόρε χρηματοδοτήθηκε από την Medusa Films, συμφερόντων Μπερλουσκόνι, μια εταιρεία που τρώει γιούχα κάθε φορά που εμφανίζεται στις οθόνες του Φεστιβάλ της Βενετίας. Ο Καβαλιέρε έφτασε στο σημείο να γίνει κριτικός κινηματογράφου και να αποφανθεί πως το φιλμ είναι αριστούργημα - το ίδιο υποστήριξε και ο γιος του, αν και στη συνέχεια παραδέχτηκε πως δεν το είχε δει ακόμη! Το βασικό πρόβλημα της ταινίας είναι πως η φιλοδοξία του υλικού της την κάνει busy, από το εξοντωτικό μοντάζ, τους άπειρους χαρακτήρες, τη φολκλόρ διάθεση και την ασταμάτητη μουσική του μαέστρου Μορικόνε. Ένα πουσαρισμένο λαχάνιασμα με μερικές έξοχες σκηνές - αλίμονο, ο Τορνατόρε στήνει και ανυψώνει μοναδικά όταν θέλει.
• Από το γνωστό παρεάκι της Συμμορίας των 11, των 12, των 13, ήρθαν δυο ταινίες, προβληματικές κι αυτές, αν και με αρετές. Το Informant του Σόντερμπεργκ είναι μια πολυλογάδικη κομεντί, με ήρωα ένα στέλεχος εταιρείας που είναι παθολογικός ψεύτης. Ο Ματ Ντέιμον παίζει, όπως πάντα, τρομερά την tabula rasa, και μαυρίζει διορθωτικά το όχι και τόσο σκούρο χιούμορ. Το The men who stare at goats από τον Γκράντ Χέσλοφ, φιλαράκι και παραγωγό του Κλούνι στο Καληνύχτα και καλή τύχη, είναι μια σάτιρα για τον πόλεμο στο Ιράκ, όχι τόσο πολύπλοκη όσο οι Τρεις Βασιλιάδες, αλλά με μια ευφυή ιδέα: τη συγκρότηση ενός χίπικου τμήματος του στρατού με παραψυχολογικές ικανότητες, που σκοπό έχει να φέρει τη λύση με ειρηνικά μέσα. Ισχνή κωμωδία προθέσεων, με πλάκα, στην έρημο, και ερμηνευτές όπως ο Κλούνι, ο Μακγκρέγκορ, ο Σπέισι και ο Μπρίτζες, που διασκεδάζουν περισσότερο από τους θεατές.
• Η Κλερ Ντενί στο White Material ατύχησε. Στέλνει τη miscast Ιζαμπέλ Ιπέρ στην μαύρη Αφρική και τη βάζει να δείξει το γαλλικά ανθρωπιστικό πρόσωπο της αποικιοκρατίας, σε μια περίοδο αιματηρής αναταραχής. Επιμένει σε λεπτομέρειες και χάνει το θέατρο του πολέμου, την πραγματική μάχη, τα ζητήματα που ανακύπτουν. Ο Μάικλ Μουρ στον Καπιταλισμό, μια ερωτική ιστορία, είναι ο γνωστός έξυπνος δημαγωγός σε μια ταινία που αποτελεί ανθολόγιο της πολεμικής του. Απευθύνεται κυρίως στους Αμερικανούς και δομεί μαεστρικά την πορεία της χώρας προς το οικονομικό ξεπούλημα, συνδυάζοντας ποπκορνίστικη αφέλεια με ουτοπικές προτάσεις, σαφώς στοχεύοντας στην ευαισθητοποίηση ενός κοινού που δεν θα έβλεπε ποτέ μια αμιγώς πολιτικάντικη ταινία. Είναι μοναδικός και πάντα αποτελεσματικός, αλλά υπάρχει μια υποψία υποτίμησης στο πρόσωπό του από τότε που έγινε τόσο γνωστός, κάτι σαν «τι καινούργιο έχει να μας πει ένας πλούσιος Αμερικανός σοσιαλιστής;».
• Ο Αντουάν Φουκουά στο Brooklyn’s Finest δεν προσποιείται πως κάνει τέχνη. Αναπτύσσει το Training Day σε τρεις ιστορίες διαφθοράς και κυνισμού, χωρίς χρονολογικά μπερδέματα, με ρεαλισμό που τσακίζει και αισθησιασμό, όποτε χρειάζεται. Το Persecution του Πατρίς Σερό είναι μια θεατρογενής, υπαρξιακή ταινία με ψυχολογικά υπονοούμενα, κατώτερη από τις πιο άρτιες δουλειές που έχει παρουσιάσει στο παρελθόν (η βασική προβληματική του παραμένει η ανδρική ψυχή που ταλανίζεται από μια προσωπική, ανομολόγητη κόλαση). Υπέροχες εικόνες στο Valhalla Rising του Δανού Νίκολας Ρεφν, η πορεία ενός σιωπηλού μονόφθαλμου πολεμιστή στη δίνη της θρησκευτικής παραίσθησης του Μεσαίωνα. Η ταινία του φεστιβάλ φαίνεται πως είναι η Λούρδη της Τζέσικα Χάουσνερ, μια προσηλωμένη δραματική παραβολή σε κισλοφσκικό τόνο (αλλά όχι και κινηματογραφικό πάθος), που βλέπει από απόσταση το σύγχρονο θαύμα και την ανθρώπινη αμηχανία μπροστά στην ελπίδα. Η παθητική Σιλβί Τεστίντ είναι τέλεια στο ρόλο.
• Διασκέδασα με τη Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη του Χέρτσογκ, με τον Νίκολας Κέιτζ να επιστρέφει στα παλιά λημέρια του αυτοσχεδιασμού και της εκκεντρικότητας, σε παραλλαγή, χωρίς χριστιανικές ενοχές, του ρόλου που έκανε «βρόμικα» διάσημο τον Χάρβεϊ Καϊτέλ. Πιο σταρ και από τους σταρ του Χόλιγουντ, ο Ούγκο Τσάβεζ, πρωταγωνιστής στο ντοκιμαντέρ του Όλιβερ Στόουν South of the Border. Στο κόκκινο χαλί θα τον ζήλευε και η Πάρις Χίλτον, η οποία φυσικά ήταν παρούσα, υπουργός διασήμων άνευ χαρτοφυλακίου. Και η πιο χαρούμενη μέρα, η Κυριακή, που η Pixar με τον Λάσετερ δεχόταν τον τιμητικό Χρυσό Λέοντα για το σύνολο των υπέροχων ταινιών που έχει γεννήσει στη σύντομη ιστορία της.
σχόλια