"SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52' B., 24° 08 A., Βυθιζόμαστε".
"Ανάμεσα στους πέντε (ναυαγούς) ήταν ένας λοχίας. Ο άνθρωπος είχε χάσει τα λογικά του από το σοκ. Μόλις τον βάλαμε στη βάρκα, άρχισε να μας δαγκώνει τα πόδια. Οι άλλοι δεν μιλούσαν από το σοκ. Στη βάρκα μας ανασύραμε και το λοστρόμο του «Ηράκλειο», το Θοδωρή το Μαγιάφη. Είναι ο μόνος που την «πλήρωσε» για το ναυάγιο και δεν έφταιγε. Τον γνώριζα από παλιά. Τον έσυρα πάνω στη βάρκα και γύρισε και μου είπε: «Γιάννη δεν με γνωρίζεις;». Το πρόσωπο του ήταν μαύρο από το μαζούτ.
Ο άνθρωπος αυτός είχε ειδοποιήσει εγκαίρως τον καπετάνιο όταν αντιλήφθηκε ότι η μπουκαπόρτα είχε ανοίξει και έμπαζε νερά. Του πρότεινε να ελαττώσουν ταχύτητα, όμως δυστυχώς απαξιώθηκε επειδή ήταν λοστρόμος.
Ο κ. Γιάννης θυμάται ότι και οι ίδιοι κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς η μηχανή της βάρκας είχε «τραβήξει» από την αναρρόφηση μία λινάτσα. «Ο ύπαρχος φοβήθηκε και μας είπε να επιστρέψουμε στο πλοίο. Εγώ και ο Δαλιέτος αντιδράσαμε. Είπαμε ότι δεν πάμε πουθενά γιατί η πρώτη μας έννοια ήταν να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Λόγω της θαλασσοταραχής ήταν αδύνατον οι πέντε ναυαγοί να ανέβουν στο πλοίο με την ανεμόσκαλα. «Ο λοστρόμος τους ανέβασε έναν-έναν με την καντηλίτσα (ένα σανίδι δεμένο στις άκρες με σκοινί).
Πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την επιχείρηση διάσωσης των πέντε. Άλλοι έκλαιγαν με τόσα πτώματα τριγύρω, άλλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι από το σοκ" (μαρτυρία του Γιάννη Λάμπρου, μπόμπαν (αντλιωρός) στο πλοίο Μίνως. Δημοσιέυτηκε στο σάιτ Shipfriends.gr).
"Στο F/B HERAKLION μπάρκαρα το 1965 σαν δόκιμος Πλοίαρχος. Το Ιανουάριο 1966 παρουσιάστηκα στο ΠΝ και υπηρέτησα στη Σούδα όπου και έκανε δρομολόγια το εν λόγο σκάφος, έτσι είχα επαφή με τους παλιούς συναδέλφους μου.Το καράβι ήταν ένα στιβαρό εγγλέζικο σκαρί, απ' ότι θυμάμαι το είχαν υπερυψώσει πάρα πολύ και δημιούργησαν δύο γκαράζ πλώρα πρύμα, με εισόδους από το πλάι του σκάφους που έκλειναν με δύο καταπέλτες οι όποιοι ασφαλίζονταν με τέσσερις πεταλούδες, το πλωριό γκαράζ ήταν για φορτηγά και το πρυμιό για επιβατικά. Για την εποχή του ήταν ένα πολύ γρήγορο σκάφος, πιάναμε περίπου 18-20 μίλια, αλλά το μεγάλο ύψος του μας δημιουργούσε προβλήματα ευστάθειας και μερικές φορές είχαμε φοβερές κλίσεις.Δυστυχώς, την εποχή εκείνη οι έλεγχοι ήταν ανύπαρκτοι, ποτέ δεν κάναμε οποιαδήποτε άσκηση, τα μέσα διάσωσης όπως ακούστηκε και στη δίκη ήταν ανύπαρκτα, επίσης τα κουδούνια δεν δούλεψαν, τα συρματόσκοινα στις βάρκες είχαν φρακάρει τελείως από την μπογιά, και πολλές άλλες ελλείψεις που είχαν σαν αποτέλεσμα το τραγικό ναυαγιο" (Shipfriends - Mike 1945).
Το "Ηράκλειον" ήταν το παλιό Φ/Γ Leicestershire της βρετανικής ναυτιλιακής εταιρείας Bibby Line το οποίο ναυπηγήθηκε το 1949. Εκτελούσε αρχικά δρομολόγια προς την Ασία, και κυρίως προς τη Βιρμανία, πριν περάσει στην κατοχή των αδελφών Τυπάλδου και μετασκευαστεί σε οχηματαγωγό.
'Ενα ρυμουλκό οδηγεί το Leicestershire στα Birkenhead Docks της Liverpool (1960). Πάνω φωτ. : Ken Smith.
'Αφιξη του Leicestershire στο λιμάνι της Rangoon στη Βιρμανία. Φωτ. Dedge.
Το Leicestershire έτοιμο για αναχώρηση από το λιμάνι του Port Said για το τελευταίο ίσως ταξίδι του με την εταιρεία Bibby Line (1964). Φωτ. Dedge.
Φωτ. Κλεισθένης.
'Ενα ακόμη πλοίο ιδιοκτησίας Αδελφών Τυπάλδου, το "Mediterranean".
Το πλοίο "Χανιά", ιδιοκτησίας Αδελφών Τυπάλδου.
Παράλληλα με τις εφοπλιστικές τους δραστηριότητες, οι αδελφοί Τυπάλδου επένδυαν και στον τουρισμό, κατασκευάζοντας κάμπινγκ στην Κεφαλονιά, το Ξυλόκαστρο και τη Ρόδο.
Ο κ. Σταύρος Λαγωνικάκης, από τους λίγους επιβάτες που διασώθηκαν, με τη σκέψη του στο νεογέννητο γιο του, περιγράφει πώς κατάφερε να σωθεί: «Από τα μεσάνυχτα μέχρι περίπου τις 2 το πρωί άκουγα βαρέλια να χτυπούν στα αμπάρια λόγω του έντονου κυματισμού. Όταν το καμπανάκι του κινδύνου ήχησε, δε θα καταλάβαινα ότι το σκάφος βυθιζόταν αν δεν πήγαινα να σηκωθώ και να διαπιστώσω ότι όλα είχαν γυρίσει σχεδόν ανάποδα. Μέχρι να φτάσω στο σαλόνι περπατώντας - κυριολεκτικά στα τέσσερα - τα φώτα έσβησαν. Κατάφερα να πεταχτώ έξω, μόνο και μόνο γιατί είχα εντοπίσει πού ήταν το πλατύσκαλο».
Ένα κασόνι ήταν η σωτηρία για τον ίδιο και δύο ακόμη άνδρες ναυαγούς. Η κοπέλα που ήταν μαζί τους πνίγηκε, πριν προλάβουν να την ανασύρουν οι ναύτες του πολεμικού πλοίου "Σύρος", που έσωσαν τους υπόλοιπους.
Η εικόνα της κοπέλας αυτής είναι η πιο οδυνηρή ανάμνηση για τον τότε μάχιμο σημαιοφόρο του "Σύρος" κ. Γιάννη Κοκκινόβραχο. «Δύο φορές προσπαθήσαμε να την ανεβάσουμε στο κατάστρωμα, αλλά ο γάντζος έφευγε. Την τρίτη φορά, όταν καταφέραμε να την πιάσουμε από το εσώρουχο, ήταν πλέον πολύ αργά. Τόσα χρόνια δεν ήθελα να το θυμάμαι. Η ανάμνηση αυτή είναι οδυνηρή. Νιώθω πως φταίω και εγώ που δεν τη σώσαμε». (Shipfriends - Νηρέας).
"Η δίκη η οποία πραγματοποιείται λίγους μήνες μετά, αλλά και η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό αφήνουν στους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων την πικρή γεύση της ατιμωρησίας εκείνων που θεωρούν έως σήμερα ενόχους. Η τοπική κοινωνία ξεσηκώνεται, αφού πριν το ναυάγιο είχε αμφισβητηθεί η ικανότητα των πλοίων της εταιρείας Τυπάλδου, λόγω των μετατροπών που είχαν υποστεί.
Στο Ηράκλειο, μία ημέρα μετά, με το οχηματαγωγό "Χανιά" της ίδιας εταιρείας επρόκειτο να ταξιδέψουν για τον Πειραιά μόλις 12 επιβάτες και τρία αυτοκίνητα. Το πλοίο αποπλέει το ίδιο βράδυ με μόλις 4 επιβάτες και 3 αυτοκίνητα. «Παραδειγματική και δίκαιη η τιμωρία που επιβάλλουν οι Ηρακλειώτες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία», γράφουν οι εφημερίδες της εποχής". (Shipfriends - Νηρέας).
"Το πλοίο "Φαιστός", που είχε αποπλεύσει από τη Σούδα τα μεσάνυχτα ακολουθώντας την ίδια ρότα, δεν έλαβε ποτέ το σήμα κινδύνου. Ο ασύρματος ήταν χαλασμένος. Το πρωί στο λιμάνι του Πειραιά πλήρωμα και επιβάτες, μαθαίνοντας την είδηση, ξέσπασαν σε λυγμούς. Το πρώτο πλοίο που έφτασε στο σημείο του ναυαγίου ήταν το "Μίνως". Στις 10:30 "αντίκρισε" το "μοιραίο" φορτηγό-ψυγείο να επιπλέει στη θάλασσα. Στις 11 περισυνέλεξε τον πρώτο ναυαγό, 12 μίλια βόρεια της Αντιμήλου. Από τα θύματα, μόλις 25 σωροί περισυλλέχτηκαν για να κηδευτούν". (Shipfriends - Νηρέας). Mετά το ναυάγιο του "Ελεάνα" στη δεκαετία το 1971 (με 25 νεκρούς), διαλύθηκε και η εταιρεία του Ευθυμιάδη.
"Ο Hans Egidius από το Farel, δημοσιογράφος και συγγραφέας, που βρέθηκε στη Μήλο, στο Αιγαίο, τη βραδιά του καταστροφικού ναυαγίου του ελληνικού οχηματαγωγού «Ηράκλειο» στις 8 Δεκεμβρίου 1966, θυμάται έντονα ακόμη και σήμερα τις δραματικές σκηνές στη θάλασσα. Εκείνη την εποχή ήταν ναύτης στο μότορσιπ «Lienersand» της εταιρείας Union από το Brake και έζησε, νέο παιδί, τις συνέπειες της καταστροφής.
Στο άρθρο αυτό περιγράφει τη βύθιση του οχηματαγωγού, που έχει μπει στην ιστορία των θαλάσσιων καταστροφών ως το χειρότερο ναυάγιο της δεκαετίας του 1960. Ακόμη και σήμερα, ο τότε ναύτης θυμάται τις λεπτομέρειες του τρομερού συμβάντος· οι εικόνες τού μένουν αλησμόνητες. Ανάμεσά τους το θέαμα των εκατομμυρίων πορτοκαλιών που παρασύρονταν από τη θάλασσα, τα αναρίθμητα απομεινάρια κάθε μεγέθους από το ναυάγιο, οι κηλίδες του πετρελαίου που απλώνονταν ασταμάτητα, τα φορτηγά ψυγεία Büssing που επέπλεαν ακόμη και, φυσικά, τα πτώματα των πνιγμένων επιβατών του «Ηράκλειον» παραδομένα στα κύματα της θάλασσας. Ο Hans Egidius θυμάται: «Ήταν ένα τρομακτικό γεγονός για τη ναυσιπλοΐα λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, που μπορούσε να αφήσει βαθιά τραύματα στα μέλη του πληρώματος που ταξιδεύαμε μαζί. Κι αυτό επειδή, παρά τη γρήγορη κινητοποίησή μας, δεν μπορέσαμε να σώσουμε κανέναν επιζώντα. Θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο μυαλό μου" (αναδημοσίευση από Lexilogia -drsiebenmal).
Η δίκη της Εταιρείας Δολοφόνων. 'Ενα απο τα θυματά της ήταν και ο Χαράλαμπος Τυπάλδος που είχε καταδικαστεί σε δύο χρόνια φυλάκισης για το ναυάγιο του "Ηράκλειον". Βρέθηκε δολοφονημένος το 1986 στο γραφείο του.
Αρχείο ΕΡΤ.
Μνήμες ναυαγίου F/B Ηράκλειον
Του Μιχάλη Ναλετάκη (στην εφημερίδα της Κρήτης "Πατρις")
Τετάρτη απόγευμα 7 Δεκεμβρίου, 1966. Η φόρτωση του F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ έχει τελειώσει και το επιβλητικό οχηματαγωγό ετοιμάζεται ν' αποπλεύσει για ένα ακόμη ταξίδι προς Πειραιά. Τίποτα δεν έδειχνε ότι ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά δράματα θα παιζόταν σε λίγες ώρες, στα σκοτεινά και ανταριασμένα νερά του Αιγαίου πελάγους, στην περιοχή της Φαλκονέρας.
Το πλοίο εκτελούσε ήδη αρκετό καιρό δρομολόγια από Σούδα προς Πειραιά και πίσω, ενώ αρχικά ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Ηράκλειο – Πειραιάς, όπου και παρέμεινε για αρκετά χρόνια. Πολλά μικροατυχήματα είχαν σημαδέψει το οχηματαγωγό αυτήν την περίοδο, όπως παράξενες κλίσεις, σπάσιμο του καταπέλτη κατά τη φόρτωση και ταξίδι με ανοικτή την πλαϊνή πόρτα, επισκευή στο Πέραμα την επομένη και ξανά ταξίδι προς Ηράκλειο το απόγευμα.
Την εποχή εκείνη, Γ' πλοίαρχος ήταν ο Δημήτρης Τσαγκαράκης από την Αγια Βαρβάρα και λοστρόμος ο Θεόδωρος Μαγιάφης από τον Πειραιά. Ηταν οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησα όταν πρωτομπάρκαρα ως δόκιμος πλοίαρχος και αυτοί οι οποίοι μου δίδαξαν πάρα πολλά για τη ναυσιπλοΐα.
Την περίοδο του ναυαγίου είχα ξεμπαρκάρει και υπηρετούσα την θητεία μου στο ΠΝ στο Π/Φ ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ και για λόγους ασφαλείας το σκάφος έδενε στην πολιτική προβλήτα και δυτικά ενώ τα επιβατικά άραζαν ακριβώς απέναντι στην ανατολική πλευρά έτσι είχα επαφή με τους παλιούς μου συναδέλφους πολλοί από τους οποίους χάθηκαν στο ναυάγιο.
Πολλά έχουν γραφτεί και πολλά θα γραφτούν ακόμα για τα αίτια της φοβερής καταστροφής που συνέβη εκείνο το βράδυ στο μοιραίο ταξίδι του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ. Πολλά τα θύματα και ανεξακρίβωτος ο αριθμός τους, καθώς οι περισσότεροι έκοβαν εισιτήριο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού κι έτσι δεν αναφέρονταν στις λίστες των επιβατών. Για παράδειγμα, το αντιτορπιλικό ΛΕΩΝ ήταν σε απολύμανση (στούφα) την περίοδο εκείνη και εξήντα – εβδομήντα ναύτες από το πλήρωμα πήγαιναν στον Πειραιά, με τριήμερη άδεια. Απ΄ αυτούς οι περισσότεροι έκοψαν εισιτήριο μέσα στο καράβι, υπήρχαν και απολυμένοι οι οποίοι το τελευταίο που θα σκέφτονταν θα ήταν να βγάλουν εισιτήριο από το πρακτορείο.
Για άγνωστη αίτια, η εταιρία είχε αποσύρει το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ από τα δρομολόγια του Ηρακλείου και το έβαλε στη γραμμή Σούδα – Πειραιά, ενώ τοποθέτησε το F/B ΧΑΝΙΑ στα δρομολόγια Ηράκλειο – Πειραιάς. Υπήρχε, δε, πολύ μεγάλος ανταγωνισμός την εποχή εκείνη μεταξύ Τυπάλδου και Ευθυμιάδη, γεγονός που πιθανώς έπαιξε κάποιο ρόλο στην τραγωδία.
Στα F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ και ΧΑΝΙΑ της εταιρίας Τυπάλδου, η εταιρία Ευθυμιάδη αντέτασσε τα F/B ΜΙΝΩΣ και ΦΑΙΣΤΟΣ, τα οποία ήταν μεν νεότερα, αλλά υστερούσαν σε ταχύτητα. Κάθε εταιρία προσπαθούσε να προσελκύσει επιβάτες και οχήματα, προσφέροντας διάφορες ευκολίες και κάποιες εκπτώσεις.
Το μοιραίο απόγευμα –και ενώ το πλοίο ήταν σχεδόν λυμένο και στηριζόταν μόνο στο λεγόμενο spring- ένα καθυστερημένο φορτηγό ανάγκασε τον πλοίαρχο να φέρει το πλοίο πίσω στην αποβάθρα και να το πάρει. Στη συνέχεια, λύθηκαν πάλι οι κάβοι και το πλοίο ετοιμάστηκε να μανουβράρει για τον απόπλου, αλλά η μοίρα είχε ετοιμάσει αλλά. Ένα λευκό ψυγείο φορτωμένο πορτοκάλια – το μοιραίο όχημα που ήταν εν μέρει, η αίτια του ναυαγίου – φάνηκε στη στροφή, επίσης με αναμμένα φώτα και κορνάροντας. Ο πλοίαρχος, επειδή δεν ήθελε ν' αφήσει όχημα απ' έξω και να δυσαρεστήσει πελάτη, αναγκάστηκε, εκ των πραγμάτων, να μανουβράρει ξανά, για την παραλαβή του καθυστερημένου ψυγείου, ενώ ο λοστρόμος (Ο Θεόδωρος Μαγιαφης, που είναι εν ζωή σήμερα σε ηλικία 86 ετών) κοιτάζοντας με φώναξε «Κρητικέ δε μας βλέπω να φεύγουμε απόψε».
Το ψυγείο μπήκε από την πόρτα -η οποία ήταν, σημειωτέον, στο πλάι του πλοίου- και τοποθετήθηκε κάθετα, διότι δεν υπήρχε χώρος να μανουβράρει και να τοποθετηθεί κανονικά κι έτσι, είχε κατεύθυνση προς τους δυο καταπέλτες (πόρτες) του πλοίου. Τελικά, το πλοίο αναχώρησε στις εφτά και είκοσι το βράδυ και ο λοστρόμος με χαιρέτησε, λέγοντάς μου ότι θα τα λέγαμε πάλι μετά από δύο μέρες.
Το πρωί αντιλήφθηκα ότι τα αντιτορπιλικά ΣΦΕΝΔΟΝΗ, ΒΕΛΟΣ και κάποιο άλλο - το όνομα του οποίου μου διαφεύγει – ετοιμάζονταν ν' αποπλεύσουν και όταν ρώτησα στο Σηματωρείο σχετικά, μου είπαν ότι το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ είχε εκπέμψει SOS στις δυο και δέκα περίπου το πρωί κι ότι τα πολεμικά σήκωναν ατμό για να σπεύσουν προς βοήθεια.
Την ίδια ώρα στο ΑΚΙΠ (Αρχηγείο Κρητικού και Ιονίου Πελάγους) τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Η ώρα ήταν περίπου οκτώ το πρωί και δεν είχαν ακόμα εντοπίσει ούτε συντρίμμια ούτε ναυαγούς. Τα πρώτα πλοία που έφτασαν στο σημείο του ναυαγίου ήταν το F/B «ΜΙΝΩΣ»του Ευθημιαδη και το φινλανδικό φορτηγό NUNNALAHTI, το πλήρωμα του οποίου έσωσε πολλούς ναυαγούς, απ' ό,τι πληροφορήθηκα αργότερα.
Τον λοστρόμο- ο οποίος ήταν ανάμεσα στους διασωθέντες,- τον συνάντησα μετά από δυο ημέρες στο σπίτι του στη Φρεατίδα ο όποιος φανερά συγκινημένος, μου διηγήθηκε τα γεγονότα, όπως τα έζησε.
Η ώρα είχε πάει περίπου δώδεκα το βράδυ και όλοι οι αξιωματικοί ήταν στη γέφυρα, φανερά ανήσυχοι για τη σφοδρή θαλασσοταραχή που συντάρασσε το σκάφος, η ταχύτητα του οποίου ήταν αρκετά μεγάλη για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή. Ο ύπαρχος Νικόλαος Θεοδωράκης, από το Ρέθυμνο, που πέθανε πρόσφατα, προσπαθούσε να πείσει τον καπετάνιο να κόψει λίγο, διότι και το σκάφος και οι επιβάτες υπέφεραν. Ο αναποφάσιστος και ηλικιωμένος πλοίαρχος του απαντούσε :
«Να κόψουμε, αλλά τι θα πουν από το γραφείο, θα με κατηγορήσουν για την καθυστέρηση» και αλλά παρόμοια, τα οποία ερχόταν σε αντίθεση στην πρόταση των αξιωματικών για μείωση της ταχύτητας του πλοίου.
Ήταν μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα όταν ο δεύτερος ναύτης της βάρδιας –ο βατσιμάνης- πήγε στη γέφυρα και τρομοκρατημένος ανέφερε ότι το ψυγείο που είχαν βάλει τελευταίο είχε σπάσει την πόρτα και είχε πέσει στη θάλασσα μαζί με τον οδηγό του, ο οποίος προσπαθούσε να το στερεώσει. Ο καπετάνιος άρχισε να σκέφτεται ταραγμένος τις συνέπειες αυτού του γεγονότος και είπε στο λοστρόμο να πάει να δει τι συμβαίνει.
Η διαρρύθμιση του οχηματαγωγού επέτρεπε πρόσβαση στο γκαράζ από την τρίτη θέση, όπου υπήρχε ένα είδος εξώστη από τον οποίο μπορούσε να δει κανείς τι συνέβαινε στο κυρίως γκαράζ. Το θέαμα που αντίκρισε από κει ο λοστρόμος ήταν τρομακτικό. Ο καταπέλτης έλειπε τελείως, η θάλασσα έμπαινε μέσα ανεμπόδιστα και τα φορτηγά, μισοπλέοντας, κτυπούσαν το ένα πάνω στο άλλο. Το νερό, λόγω της κατωφέρειας του γκαράζ, συσσωρευόταν συνεχώς στην πίσω μεριά πιέζοντας το χώρισμα που χώριζε το γκαράζ από το μηχανοστάσιο, ήταν δε ζήτημα χρόνου να υποχωρήσει το τοίχωμα αυτό και να πλημμυρίσουν τα διαμερίσματα των μηχανών.
Ο λοστρόμος επέστρεψε αστραπιαία στη γέφυρα και ανέφερε τα γεγονότα, επισημαίνοντας την κρισιμότητα της όλης κατάστασης. Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισε η τραγωδία του καταδικασμένου πλέον πλοίου και –απ΄ ό,τι φάνηκε στην ανάκριση που ακολούθησε- ούτε τα κουδούνια, ούτε τα μεγάφωνα λειτούργησαν για να ειδοποιήσουν τους επιβάτες.
Ο πλοίαρχος έδωσε διαταγή εγκατάλειψης του πλοίου και ο λοστρόμος, αφού ξύπνησε το πλήρωμα καταστρώματος, έτρεχε δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να πετάξει στη θάλασσα ό,τι ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί σαν σωσίβιο. Απ΄ ό,τι μου είπε, πέταξε ξύλινα καθίσματα, σωσίβια από μια αποθήκη δίπλα στις καμπίνες πληρώματος, μερικές φουσκωτές λέμβους και αλλά πολλά που θα επέπλεαν. Δυστυχώς, οι σωσίβιες βάρκες δεν ήταν δυνατό να κατέβουν, επειδή οι μηχανισμοί ήταν χαλασμένοι – όπως αναφέρθηκε και στη δίκη που ακολούθησε.
Το πλοίο βυθίστηκε στις τρεις παρά τέταρτο περίπου, σε λιγότερο από σαράντα με πενήντα λεπτά της ώρας. Από τις διηγήσεις διασωθέντων φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο λοστρόμος εγκατέλειψε το πλοίο από τους τελευταίους και μάλιστα τραυματίστηκε όταν, στην προσπάθειά του να βουτήξει και λόγω της κλίσης που είχε πάρει το καράβι- τρίφτηκε στα πλευρά του πλοίου, όπου οι πεταλίδες που είχαν προσκολληθεί εκεί του προκάλεσαν εκδορές.
Η φοβερή εκείνη νύχτα, η οποία φωτιζόταν από τις αστραπές της θύελλας των 8-9 μποφόρ, επρόκειτο να είναι μακρά για τους δυστυχείς ναυαγούς. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Θεόδωρου Μαγιάφη, όσοι έπεσαν στη θάλασσα προσπαθούσαν να βρουν κάτι για να πιαστούν, συγκλονισμένος δε, μου ανέφερε ότι μια κοπέλα που ήταν δίπλα του όλη τη νύχτα –και στην οποία μιλούσε συνεχώς, δίνοντάς της κουράγιο- δεν άντεξε και, προς το ξημέρωμα, χάθηκε από δίπλα του. Τον ίδιο τον περισυνέλεξε το F/B «ΜΙΝΩΣ» γύρω στις έντεκα το πρωί και όταν τον ανέβασαν στη βάρκα που είχαν κατεβάσει ένα από τα μέλη του πληρώματος ονόματι Γιάννης Λάμπρου δε μπόρεσε να τον αναγνωρίσει, παρόλο που ήταν φίλοι από παιδιά –τόσο παραμορφωμένο ήταν το πρόσωπό του από το μαζούτ και από την πολύωρη παραμονή στα παγωμένα νερά.
Κάπου εδώ σταμάτησε η αφήγηση του λοστρόμου Θεόδωρου Μαγιάφη και άρχισε ο μαραθώνιος των εξεταστικών επιτροπών και των ανακρίσεων, που τελικά κατέληξαν στη δίκη, όπου δικάστηκαν και τιμωρήθηκαν οι υπεύθυνοι. Ποιος και τι έφταιξε γι' αυτήν τη ναυτική τραγωδία δε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα. Ίσως η άγνοια του κινδύνου για τα πρωτόγνωρα μεγαθήρια που δρομολογήθηκαν εκείνον τον καιρό και αντικατέστησαν επιβατηγά όπως το «ΜΙΑΟΥΛΗΣ», το «ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ», το «ΤΕΤΗ», το «ΑΓΓΕΛΙΚΑ» και αλλά, τα οποία –λόγω μεγέθους- έμεναν δεμένα για μέρες ολόκληρες, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών. Ίσως ακόμα, να ήταν η παράβλεψη ορισμένων κανόνων ασφαλείας και η έλλειψη λειτουργικών μέσων διάσωσης. Ας μην ξεχνάμε αυτό που είπε και ο ναυπηγός του «ΤΙΤΑΝΙΚΟΥ» στις τελευταίες του στιγμές -και που δυστυχώς είναι αλήθεια: Ό,τι πλέει βουλιάζει.
Το μόνο παρήγορο-αν μπορούμε να πούμε αυτή την λέξη -είναι ότι μετά την τραγωδία αυτή ο κόσμος ξεσηκώθηκε και έσπασε το μονοπώλιο των μεγαλοεφοπλιστών, δημιουργώντας ναυτιλιακές εταιρίες λαϊκής βάσης, χάρη στις οποίες οι θαλάσσιες συγκοινωνίες αναβαθμίστηκαν, έγιναν ασφαλέστερες και ταχύτερες και ένα ταξίδι δεν είναι πλέον μια μικρή περιπέτεια όπως παλιά, αλλά ένας θαλάσσιος περίπατος.
Αυτά που αναφέρω μου τα διηγήθηκε ο παλιός μου λοστρόμος λίγο μετά το ναυάγιο στο σπίτι του όπως προανέφερα, αν παράλειψα κάτι η αν έκανα κάποιο λάθος ως προς την χρονική διάρκεια του δράματος ζήτω συγγνώμη από τους διασωθέντες που ξέρουν ίσως καλλίτερα αυτό που έζησαν.
Ο διασωθείς λοστρόμος Θεόδωρος Μαγιαφης ζει στο Πειραιά και η τελευταια επικοινωνία μαζί του ήταν το περασμένο Αύγουστο".
σχόλια