Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο γιορτάζει φέτος τα 100 του χρόνια. Είναι ένα από τα εθνικά μουσεία της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα μουσεία διεθνώς για την τέχνη και τον πολιτισμό των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Διαθέτει περισσότερα από 25,000 αντικείμενα, οργανωμένα σε συλλογές, τα οποία χρονολογούνται από τον 3ο έως τον 20ό αιώνα και προέρχονται κυρίως από τον ευρύτερο ελλαδικό, μικρασιατικό και βαλκανικό χώρο.
Η σημαντικότερη κατάθεση που κάνει το Βυζαντινό μουσείο για τα 100 του χρόνια είναι η επανέκθεση των μονίμων συλλογών του, ένα έργο το οποίο άρχισε από το 2000 και απασχόλησε το σύνολο του επιστημονικού προσωπικού του μουσείου.
Το Μουσείο στεγάζεται στη Villa Ilissia. Ανήκε στη Δούκισσα της Πλακεντίας και είναι ένα από τα ωραιότερα κτίσματα που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα, όταν αυτή έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η Δούκισσα αναθέτει στον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη την οικοδόμηση των κατοικιών της και ανάμεσά τους της Villa Ilissia, που ήταν το χειμερινό της ανάκτορο. Η οικοδόμηση της Villa Ilissia ξεκίνησε το 1840. Βρισκόταν ανάμεσα στις όχθες του ποταμού Ιλισσού, που σήμερα έχει καλυφθεί, και τη λεωφόρο που λίγο καιρό νωρίτερα είχε χαραχθεί για να συνδέσει την Αθήνα με την Κηφισιά. Η σημερινή βασιλίσσης Σοφίας ήταν από τότε ένα από τα ομορφότερα βουλεβάρτα της Αθήνας, ένα σύμβολο του εξευρωπαϊσμού της νέας πρωτεύουσας. Το μέγαρο των Ιλισσίων είναι στην πραγματικότητα ένα συγκρότημα κτηρίων. Η οικοδόμηση της Villa Ilissia ολοκληρώθηκε το 1848. Κατοικήθηκε από τη Δούκισσα μέχρι το θάνατό της το 1854. Αργότερα το συγκρότημα περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο, στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και στη συνέχεια άλλες στρατιωτικές αρχές. Το 1926 η Villa Ilissia παραχωρήθηκε για να στεγάσει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Το εσωτερικό του προσαρμόστηκε στις ανάγκες της νέας του χρήσης, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου και σύμφωνα με τις μουσειολογικές αντιλήψεις του τότε διευθυντή του Μουσείου Γεωργίου Σωτηρίου. Η διαμόρφωση της αυλής έγινε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη. Από το 1930, όταν το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο άνοιξε τις πύλες της νέας μόνιμης στέγης του στο κοινό, ξεκίνησε μια νέα περίοδος στην ιστορία της Villa Ilissia. Σήμερα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο αναπτύσσεται σε πολλαπλά επίπεδα κάτω από το κτιριακό συγκρότημα της Δούκισσας της Πλακεντίας. Πρόκειται για το καινούργιο μουσείο, το οποίο σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Μάνος Περράκης την περίοδο 1987-1992.
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ιδρύεται τελικά το 1914 με τον Νόμο 401. Διοικείται από Εφορευτική Επιτροπή με επικεφαλής τον πρίγκιπα Νικόλαο και διευθυντή τον καθηγητή Αδαμάντιο Αδαμαντίου. Το 1923 ο βασικός πυρήνας των συλλογών του είχε ήδη σχηματισθεί. Η συλλογή γλυπτών δημιουργήθηκε από έργα που είχαν περισυλλεχθεί από τα μνημεία της Αττικής και είχαν συγκεντρωθεί στο Θησείο και στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι συλλογές εικόνων, μικροτεχνίας, χειρογράφων και υφασμάτων συγκροτήθηκαν τόσο από αγορές και δωρεές έργων, όσο και από την κατάθεση κειμηλίων που προέρχονταν από μονές της Ελλάδας και από διαλυμένες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1923, ανέλαβε διευθυντής του Μουσείου ο Γεώργιος Σωτηρίου, Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων από το 1915.
Αμέσως μετά το διορισμό του, ενσωματώνεται στο Μουσείο η συλλογή της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. Στόχος του νέου διευθυντή ήταν να αναδείξει το Μουσείο στο «κατ’ εξοχήν εθνικόν Μουσείον της Ελλάδος», που θα αποτελούσε και «πρότυπον Μουσείον ολοκλήρου της Ανατολής». Το 1930, το Μουσείο εγκαταστάθηκε οριστικά στη Villa Ilissia. Τη δεκαετία του 1950 αρχίζουν οι πρώτες περιοδικές εκθέσεις, η μία με τις αγιογραφίες του Φώτη Κόντογλου και η άλλη με αντίγραφα από τα ψηφιδωτά της Ραβέννας. Τον Σωτηρίου διαδέχθηκαν στη διεύθυνση του Μουσείου ο Μανόλης Χατζηδάκης (1960-1975), ο Παύλος Λαζαρίδης (1975-1982), η Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου (1983-1995), η Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη (1995-1999), ο Δημήτριος Κωνστάντιος (1999-2010), η Ευγενία Χαλκιά (2010-2011) όλοι τους διαπρεπείς βυζαντινολόγοι που συνέβαλλαν στον εμπλουτισμό των συλλογών, στην εξέλιξη, ανάπτυξη και ακτινοβολία του Μουσείου. Το Βυζαντινό Μουσείο του 21ου αιώνα συγκροτείται στη βάση μιας εντελώς νέας μουσειολογικής πρότασης, που υπακούει στις απαιτήσεις της σύγχρονης μουσειολογίας.
Για τα 100 χρόνια και τον ρόλο του μουσείου σήμερα, μιλήσαμε με τη διευθύντριά του Αναστασία Λαζαρίδου
— Ποιό είναι το πρώτο πράγμα που θα μου λέγατε για το μουσείο;
Αυτό που έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία είναι ότι το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο είναι ένα μουσείο του σήμερα. Αυτό που κανείς οφείλει να επιδιώξει, είναι τη σχέση του και τη σύνδεσή του με το σήμερα, και την προβολή των χαρακτηριστικών του Βυζαντίου προς όφελος της κοινωνίας και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Σήμερα, αυτό που συγκροτεί την πολιτική του Βυζαντινού μουσείου, συνίσταται στην πολύ καλή γνωριμία του κοινού με την ιστορία και την ανάδειξη του Βυζαντινού πολιτισμού, η οποία παρουσιάζεται στο μουσείο με ένα τρόπο εξαιρετικά συνθετικό και πρωτότυπο, καθώς μπαίνοντας κάποιος στο Μουσείο μπορεί να γνωρίσει όψεις του Βυζαντινού πολιτισμού από τον τρίτο μέχρι τον εικοστό αιώνα.
— Ποια είναι η σημαντικότερη κατάθεση για τα 100 του χρόνια;
Η σημαντικότερη κατάθεση που κάνει το Βυζαντινό μουσείο για τα 100 του χρόνια είναι η επανέκθεση των μονίμων συλλογών του, ένα έργο το οποίο άρχισε από το 2000 και απασχόλησε το σύνολο του επιστημονικού προσωπικού του μουσείου. Πολλές ειδικότητες και πολλοί συνάδελφοι εργάστηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, με αποτέλεσμα, το οποίο αναγνωρίζεται θεωρώ, όχι μόνο από το ελληνικό κοινό, αλλά κι από το διεθνές κοινό. Μπορεί κανείς πραγματικά να γνωρίσει όχι μόνο αντικείμενα τέχνης αλλά με συγκροτημένο τρόπο την συνέχεια των όψεων του Βυζαντινού Πολιτισμού. Θεωρώ επίσης ότι η σημαντικότερη κατάθεση για τα 100 χρόνια είναι το κομμάτι που αφορά την εποχή από τον 15ο αιώνα μέχρι το 19ο, που με μοναδικό τρόπο τόσο συγκροτημένα, για πρώτη φορά παρουσιάζεται στο κοινό.
Το Βυζάντιο έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στη δυτική τέχνη διότι από την εικονομαχία έχουμε τέχνη, έχουμε παραστατική ζωγραφική ουσιαστικά.
— Γιατί είναι σημαντική αυτή η περίοδος του μεταβυζαντίου;
Η περίοδος, -αυτό που αποκαλούμε συμβατικά μεταβυζάντιο-, δηλαδή από την πτώση και μετά της Κωσταντινούπολης, είναι μία περίοδος εξαιρετικά σύνθετη, εξαιρετικά δύσκολη που ποτέ δεν είχε μεταγραφεί εκθεσιακά με τρόπο τόσο σύνθετο, όσο στη μόνιμη έκθεση. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι μια μοναδική ευκαιρία να μπορεί να δει κανείς όχι μόνο την τέχνη η οποία παράγεται σε περιόδους κατοχής, διότι είτε είναι υπό ενετική είτε υπό οθωμανική κατοχή ο ελληνισμός, αλλά να αντιτάξει κανείς, να αντιπροτείνει και τις γόνιμες περιόδους δημιουργίας αυτής όλης της σύνθετης περιόδου. Αυτό λοιπόν κατατίθεται.
Αυτό το κομμάτι της μόνιμης έκθεσης άρχισε το 2000 και ολοκληρώθηκε το 2010, υπό την επιστημονική εποπτεία του Δημήτρη Κωστάντιου.
— Μιλήστε μας για τους νέους εκθεσιακούς χώρους που έχουν προστεθεί.
Προστέθηκε ένα σημαντικό κομμάτι που είναι το μέγαρο Δούκισσας Πλακεντίας, και το 2011 παραδόθηκε στο κοινό. Άρα λοιπόν έχουμε νέους εκθεσιακούς χώρους. Πρόκειται για ένα λαμπρό κτίσμα το οποίο ανακαινίστηκε προκειμένου να μετατραπεί από χειμερινή κατοικία του μεγάρου σε ένα σύγχρονο εκθεσιακό χώρο. Το μέγαρο ήταν η καρδιά του Βυζαντινού Μουσείου, άρα κρατούμε τον ιστορικό πυρήνα και σήμερα τον μετατρέπουμε σε ένα σύγχρονο εκθεσιακό χώρο. Επίσης έχουμε παραδώσει στο κοινό ένα σύγχρονο αναψυκτήριο κι ένα σύγχρονο πωλητήριο. Αυτά όσον αφορά την ολοκλήρωση των υποδομών μας.
— Γιατί είναι σημαντικό να συνδέσουμε το σήμερα με το Βυζάντιο;
Εμείς θεωρούμε σημαντικό όχι μόνο να αναδείξουμε την οικουμενικότητα και την αξία του Βυζαντινού πολιτισμού, αλλά και των χαρακτηριστικών εκείνων που ουσιαστικά διαμορφώνουν την τέχνη στη δυτική κοινωνία. Αυτό, ένας πολύ μεγάλος αριθμός κοινού το αγνοεί, ένα ειδικότερο κοινό το ξέρει. Ποτέ κανείς δεν έχει προβάλλει αυτό το πολύ γερό όπλο. Να δείξει τις σχέσεις της Βυζαντινής με τη δυτική τέχνη. Το Βυζάντιο έπαιξε ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό, διότι από την εικονομαχία έχουμε τέχνη, έχουμε παραστατική ζωγραφική ουσιαστικά. Επίσης οι βυζαντινοί λόγιοι είναι αυτοί που στελεχώνουν τα πρώτα πανεπιστήμια στην Ιταλία και μεταφέρουν όχι μόνο την αρχαιοελληνική αλλά και τη βυζαντινή γραμματεία, δηλαδή από τους βυζαντινούς λόγιους αρχίζει όλη η ιστορία. Επομένως θέλω να πω ότι έχει πλεονεκτικά χαρίσματα ο βυζαντινός πολιτισμός τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμο να γνωρίζουμε.
— Με ποιό τρόπο συνδέετε τη βυζαντινή με τη σύγχρονη τέχνη μέσα στο Μουσείο;
Είναι μέλημά μας, φροντίδα μας, καθήκον μας, να δείξουμε και τις σχέσεις της βυζαντινής ζωγραφικής με τη σύγχρονη τέχνη. Πιστεύω ότι αυτό το κάνουμε με ένα πολύ συγκροτημένο τρόπο και εκεί στηρίζεται και η πολιτική σύγχρονης τέχνης που έχουμε τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι προς άγραν πελατείας η σύγχρονη τέχνη, ούτε είναι κάτι αβασάνιστο, ούτε κάτι που γίνεται ασύντακτα. Αντίθετα, στηρίζεται πάνω σε μία πάρα πολύ σοβαρή δουλειά υποδομής που έχει γίνει και που πιστεύω ότι αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να προτάξουμε μετά προς τα έξω τις ουσιαστικές σχέσεις της βυζαντινής τέχνης με τη σύγχρονη τέχνη.
— Οι εκθέσεις που υπάρχουν και ετοιμάζονται ποιές είναι;
Στο μέγαρο της Δούκισσας Πλακεντίας, που είναι πια ένας χώρος περιοδικών εκθέσεων του μουσείου έχουμε το έκθεμα του μήνα. Είναι ένας θεσμός που πρωτοπόρα θεωρώ ότι λάνσαρε το Βυζαντινό Μουσείο με τον Κωστάντιο πριν από πολλά χρόνια. Το έκθεμα του μήνα είναι σήμερα οι Τalking Ιcons, οι ομιλούσες εικόνες. Επίσης υπάρχει η έκθεση με τα λατρευτικά του Δημήτρη Κοντού, ενός πολύ σημαντικού καλλιτέχνη ο οποίος δεν έγινε ευρύτερα γνωστός.
Στον εσωτερικό περίβολο υπάρχει το καράβι με τα τάματα της Καλλιόπης Λαιμού. Ο Κοντός και η Λαιμού κάνουν δυο διαφορετικές αναγνώσεις του τάματος. Φροντίζουμε οι εκθέσεις να συνδέονται μεταξύ τους και να δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα. Τον Νοέμβριο έχουμε την έκθεση «Δομίνικος Θεοτοκόπουλος πριν τον Ελ Γκρέκο», δηλαδή είναι η ανάδειξη του περιβάλλοντος του καλλιτεχνικού μέσα στο οποίο ανατράφηκε ο Δομίνικος πριν γίνει Γκρέκο. Αυτή η έκθεση ξεκινάει 19 Νοεμβρίου και θα κρατήσει μέχρι τέλη Μαρτίου. Στη συνέχεια τα 50 χρόνια από το θάνατο του Κόντογλου. Μια έκθεση της Λίζας Μανωλά. Θα φέρουμε φωτογραφικό υλικό με το λειτουργικό τυπικό της Αιθιοπίας. Και μετά υπάρχει ακόμα μία έκθεση για τους Βυζαντινούς Δελφούς όπου υπάρχει η εικαστική και η λατρευτική συνέχεια των Δελφών στο χριστιανικό κόσμο.
Μέχρι τις 30 Οκτωβρίου παρουσιάζεται το χειρόγραφο που επαναπατρίστηκε το μουσείο Γκετί και θα πάει στη μονή Διονυσίου που τώρα προσωρινά παρουσιάζεται στο Βυζαντινό μουσείο. Αυτή την εποχή κάποια λαμπρά έργα του μουσείου βρίσκονται στην Αμερική και πιστεύω ότι είναι ανεπίτρεπτο για ένα μεγάλο μουσείο να παρουσιάζει εκθεσιακά κενά. Στη θέση των εκθεμάτων που έχουμε δανείσει έχουν πάρει εικόνες από το Μουσείο της Καστοριάς, και παρουσιάζονται μέσα στη μουσειολογική ροή με τρόπο που να υποκαθιστούν τα δικά μας έργα. Επίσης, επειδή βρισκόμαστε σε αυτό τον εξαιρετικό χώρο, στο κέντρο της Αθήνας, επιχειρούμε να ανοίξουμε θέματα σχετικά με την ερμηνεία του δημόσιου χώρου και την αξιοποιήσή του. Οι εκθέσεις θέλουμε να αποτελέσουν βήμα διαλόγου για τα θέματα της ελληνικής τέχνης σήμερα.
σχόλια