Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα της συλλογής μετάλλινων αντικειμένων, που στην πλειονότητά τους προέρχονται από ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Βόρειας Ελλάδας και της Κεντρικής Μακεδονίας και καλύπτουν μια περίοδο που ξεκινάει από την πρώιμη αρχαιότητα και φτάνει μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, περιλαμβάνεται, ξεχωρίζοντας, μια σειρά χρυσών στεφανιών υψηλής αισθητικής της χρυσοχοϊκής τέχνης αλλά και ο περίφημος Κρατήρας του Δερβενίου. Η διευθύντρια του Μουσείου, δρ. Πολυξένη Αδάμ-Βελένη, μας μίλησε γι' αυτά.
Όπως ανέφερε και σε πρόσφατη ομιλία της, στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης φυλάσσεται μεγάλος αριθμός στεφανιών από πολύτιμα μέταλλα, τα οποία αποτελούν την πιο πλούσια συλλογή μακεδονικής χρυσοχοΐας στον κόσμο. Στεφάνια μυρτιάς, κισσού, ελιάς και σπανιότερα δάφνης που κοσμούσαν τους αρχαίους Μακεδόνες κατά τη διάρκεια των συμποσίων ή των σημαντικών στιγμών της ζωής τους και τους συνόδευαν στον θάνατο.
Τα χρυσά στεφάνια της αρχαίας Μακεδονίας αποτελούν μια ξεχωριστή τέχνη, μια κατηγορία αντικειμένων από μόνη της, με ευρύτατη χρήση τους πρώιμους χρόνους, που επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Όσον αφορά τα στεφάνια, η χρήση τους στην αρχαιότητα ήταν διαδεδομένη σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Άνθινα και φυλλοφόρα στεφάνια που αναπαρήγαν φυτά της ελληνικής φύσης ανάλογα με την ιδιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, τα οποία συνδέονταν με τη μυθολογία. Ως εκ τούτου, αποτελούσαν διακριτικά αξιωμάτων και επιβράβευσης θεϊκών επιδόσεων ή χρησιμοποιούνταν από ιερείς και θιασώτες λατρευτικών τελετών. Συχνά, επίσης, ανήκαν σε αθλητές ή καλλιτέχνες που διακρίνονταν σε αγώνες αθλητικούς ή δραματικούς. Παράλληλα, αναπτύχθηκε και η συνήθεια να δωρίζονται στεφάνια σε αγαπημένα πρόσωπα που πέθαιναν, «έφευγαν» για το θεϊκό επέκεινα, και, συνήθως, αποτελούνταν από αρωματικά φυτά κατάλληλα να συνοδεύουν τους νεκρούς, καθώς δημιουργούσαν ιδανικό περιβάλλον και πετύχαιναν ταχεία και εύκολη αποσύνθεση του νεκρού σώματος.
Τα φύλλα της δάφνης συνδέθηκαν μέσω του μύθου της Δάφνης με τον θεό Απόλλωνα, τα φύλλα της μυρτιάς ήταν σύμβολο ομορφιάς και νεότητας και συνδέθηκαν με την Αφροδίτη και την τελετή του γάμου, τα λεπτά σχιστά φύλλα του δενδρολίβανου σχετίστηκαν επίσης με την Αφροδίτη και θεωρούνταν σύμβολο αφοσίωσης, ο κισσός με τον Διόνυσο, η βαλανιδιά με τον πατέρα των θεών, Δία, και η ίριδα με τη θεά Ίριδα, που συμβόλιζε το ουράνιο τόξο και αποτελούσε τον σύνδεσμο μεταξύ ουρανού και γης – το τόξο, δε, θεωρούνταν ότι οδηγούσε τις ψυχές των νεκρών σε έναν κόσμο αιώνιας ειρήνης. Πρόκειται για συνήθεια που απαντά μέχρι σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπου στολίζουν τους τάφους με αγριόκρινα ή ίριδες. Από τις πηγές και τις επιγραφές είναι γνωστό ότι στις επίσημες γιορτές, τόσο στην Αττική όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, χρησιμοποιούσαν στεφάνια με διάφορες ευκαιρίες. Χαρακτηριστικές ήταν οι τελετές της στεφανηφορίας αλλά και της φυλλοβολίας, στις οποίες ενθουσιώδεις θεατές έριχναν στο κεφάλι του νικητή στεφάνια, κλαδιά, φύλλα, λουλούδια αλλά και καρπούς, και έδεναν κορδέλες στο κεφάλι και τα πόδια του.
Τα χρυσά στεφάνια της αρχαίας Μακεδονίας αποτελούν μια ξεχωριστή τέχνη, μια κατηγορία αντικειμένων από μόνη της, με ευρύτατη χρήση τους πρώιμους χρόνους, που επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα φυτά της ελληνικής φύσης (βαλανίδια, δάφνη, κισσός, μυρτιά, ελιά) και καθώς στη μακεδονική γη υπήρχε αφθονία πολύτιμων μετάλλων, οι Μακεδόνες τεχνίτες επιδόθηκαν σε εκπληκτικής ακρίβειας αναπλάσεις τους, κυρίως σε χρυσό, επιχρυσωμένο χαλκό και σπανιότερα σε άργυρο, καθ' όλη τη διάρκεια των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων.
Τα στεφάνια αυτά κοσμούσαν κεφάλια ανδρών, γυναικών, ακόμα και παιδιών, σε σημαντικές στιγμές της ζωής τους, όπως ο γάμος, σε διάφορες θρησκευτικές τελετές δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, επετειακά ή αθλητικά γεγονότα ή συμπόσια, και συνόδευαν, μετά θάνατον, τους κατόχους τους στην τελευταία τους κατοικία. Τα πολύτιμα μέταλλα από τα οποία κατασκευάζονταν μαρτυρούσαν την κοινωνική τάξη και την ευμάρεια, πιθανώς και κάποια αξιώματα. Ανάλογη σημασία είχε και το είδος του φυτού που απεικονιζόταν, όπως, λόγου χάρη, τα φύλλα και οι καρποί της βαλανιδιάς, που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με τον Δία, που με τη σειρά του υπαινισσόταν συνήθως βασιλική εξουσία. Τα φύλλα και οι καρποί του κισσού συσχετίζονταν με τη λατρεία του Διονύσου και τα εξαιρετικά λεπταίσθητα στεφάνια μυρτιάς τα φορούσαν κυρίως νεότερες αλλά και γηραιότερες γυναίκες της μακεδονικής αριστοκρατίας. Τα στεφάνια από ελιά, και σπανιότερα τα δάφνινα, αποτελούσαν συνήθως έπαθλο σε αγώνες, ενώ τα επιχρυσωμένα χάλκινα στεφάνια ανήκαν σε λιγότερο εύπορους πολίτες.
Η εκπληκτική αυτή συλλογή πολύτιμων στεφανιών συμπληρώθηκε το 2007 με ένα σημαντικό απόκτημα: ένα στεφάνι μυρτιάς με χρωματιστά άνθη με σμάλτο, το οποίο επαναπατρίστηκε από το Μουσείο Paul Getty στο Λος Άντζελες. Προέρχεται από τάφο της Κεντρικής Μακεδονίας και αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της μακεδονικής χρυσοχοϊκής τέχνης, χρονολογημένο γύρω στα 340-330 π.Χ., εποχή μέγιστης ακμής του Μακεδονικού Βασιλείου.
Ο Κρατήρας του Δερβενίου
Πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα μακεδονικής μεταλλοτεχνίας, το οποίο ανασύρθηκε από τους ασύλητους τάφους στο Δερβένι της Θεσσαλονίκης, όπου έχει βρεθεί το νεκροταφείο της αρχαίας Λητής. Ο μεγαλύτερος και πλουσιότερος τάφος ήταν ο τάφος Β', που περιείχε μια ανδρική και μια γυναικεία ταφή, όπως και μοναδικής σπανιότητας ευρήματα, π.χ. έναν πάπυρο απανθρακωμένο στην πυρά πάνω από τον τάφο και έναν ορειχάλκινο κρατήρα.
Μοναδικός σωζόμενος, ανάλογου μεγέθους κρατήρας χρονολογείται γύρω στο 330-320 π.Χ. και περιείχε τα καμένα οστά του νεκρού μαζί με ένα νόμισμα, ένα χρυσό δαχτυλίδι, χρυσές περόνες και ένα χάλκινο επίχρυσο στεφάνι. Το σφραγισμένο στόμιο του κρατήρα ήταν στολισμένο με χρυσό στεφάνι και τοποθετήθηκε στο κέντρο του τάφου. Το ιδιότυπο χρυσαφί χρώμα του οφείλεται στην ειδική σύνθεση του κράματός του, μπρούντζος με υψηλή περιεκτικότητα σε κασσίτερο. Περιμετρικά στο χείλος του η επιγραφή αναφέρει το όνομα του κατόχου του: «Αστίων, ο γιος του Αναξαγόρα, από τη Λάρισα». Στις ανάγλυφες παραστάσεις του αναπαρίσταται ο ιερός γάμος του Διονύσου με την Αριάδνη, ενώ γύρω από τον βράχο, όπου κάθονται οι νυμφευμένοι, Σάτυροι και Μαινάδες επιδίδονται σε οργιαστικούς χορούς ή κείτονται μισοκοιμισμένοι από τη μέθη. Το αγγείο κατασκευάστηκε με μεικτή μέθοδο σφυρηλάτησης και χύτευσης. Ο καλλιτέχνης έχει αποδώσει με αξιοσημείωτο λυρισμό και γλαφυρότητα την έκσταση στην οποία βρίσκονται οι θιασώτες υπό την επήρεια του κρασιού.
Info:
Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Μανόλη Ανδρόνικου 6, Θεσσαλονίκη
τηλ. 2313 310 201, fax 2310 861306
Δευτέρα - Κυριακή: 9:00 - 16:00