Ανοιξη του 1944. Ο Κωνσταντίνος Λιάπης, κατά τη διάρκεια εργασιών στον αγρό του, στη θέση Όλυμπος-Άγιοι Σαράντα στα Μεσόγεια της Αττικής, φέρνει στο φως τον περίφημο κούρο του Αριστοδίκου. Ασφαλώς, τη στιγμή εκείνη δεν αντιλαμβανόταν πλήρως τη σπουδαιότητα της τυχαίας ανακάλυψής του. Ούτε λίγους μήνες αργότερα, παραδίδοντας το άγαλμα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σε καιρούς δύσκολους για τη χώρα και τους ανθρώπους της, φανταζόταν την ευγνωμοσύνη με την οποία θα περιβαλλόταν το όνομά του για πολλές δεκαετίες. Ο εντυπωσιακός κούρος έστεκε πάνω από έναν τάφο, κατά μήκος της αστικής οδού που συνέδεε το Άστυ της Αθήνας με τα μεταλλεία της Λαυρεωτικής και το ιερό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, προκειμένου να θυμίζει τον νεκρό Αθηναίο άνδρα στους περαστικούς. Η επιγραφή στη βάση δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το όνομά του: Αριστόδικος.
Το άγαλμα, λίγο μεγαλύτερο του φυσικού μεγέθους, έχει ύψος 1,95 μ., είναι σμιλεμένο σε παριανό μάρμαρο, χρονολογείται από τους μελετητές γύρω στα 510-500 π.Χ. και αποτελεί το τελευταίο δείγμα της μεγάλης σειράς των αττικών κούρων. Η γυμνή νεανική μορφή προβάλλει το αριστερό πόδι, όμως οι λυγισμένοι στους αγκώνες βραχίονες δεν κολλούν στους μηρούς όπως παλαιότερα, παρά έρχονται ευθεία μπροστά, δίνοντας την εντύπωση ότι η μορφή είναι έτοιμη να αποκτήσει κίνηση. Τα μαλλιά είναι κοντά, σχηματίζοντας μικρούς ελικοειδείς βοστρύχους πάνω από το μέτωπο, ενώ η λεπτομερής απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου και η αξιοθαύμαστη ισορροπία των μελών του σώματος έφεραν την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής στην ελληνική γλυπτική τόσο κοντά στην πραγματικότητα, όσο ποτέ πριν.
Ο κούρος του Αριστοδίκου, έτοιμος να κινηθεί, ταυτόχρονα όμως και υπομονετικά αδρανής, έστεκε στην αττική ύπαιθρο σαν να πρόσμενε με αγωνία τη νέα εποχή μετά την εκδίωξη του τυραννικού καθεστώτος των Πεισιστρατιδών.
Γυρνώντας τον χρόνο πολλούς αιώνες πίσω, στην Αττική του τέλους του 6ου αι. π.Χ., οι διαβάτες της αρχαίας οδού ασφαλώς δεν έκαναν σκέψεις παρόμοιες με τις δικές μας μπροστά στη θέα του αγάλματος· πόσο μάλλον τα συγγενικά πρόσωπα του νεκρού Αριστόδικου. Σ' αυτούς κάποια μέρα έφτασε το τραγικό νέο του θανάτου του αγαπημένου τους προσώπου. Άμεσα ξεκίνησε η πρόθεσις, διήμερη παραμονή στο σπίτι που, εκτός των άλλων, χρησίμευε και για την επιβεβαίωση του θανάτου, ελλείψει αντίστοιχης ιατρικής ειδικότητας την εποχή εκείνη. Στην είσοδο της οικίας τοποθετήθηκε ένα μεγάλο αγγείο με νερό, κατά προτίμηση θαλασσινό, για να αναγγελθεί ο θάνατος και να εξαγνιστούν οι παρευρισκόμενοι από το μίασμά του.
Κατά την παραμονή του στο σπίτι, το άψυχο σώμα του Αριστόδικου αφέθηκε στη φροντίδα των γυναικών του στενού οικογενειακού κύκλου. Το έπλυναν, το άλειψαν με λάδι και στη συνέχεια το έντυσαν με σάβανο και άλλα ενδύματα και το στόλισαν με λουλούδια, ταινίες και κοσμήματα πριν πάρει τη θέση του στην ξύλινη νεκρική κλίνη. Σε στενό κύκλο έλαβε χώρα και ο παραδοσιακός θρήνος, με χαρακτηριστικότερες φιγούρες εκείνες των γυναικών που θρηνούσαν τραβώντας τα μαλλιά τους και χτυπώντας τα κεφάλια και τα στήθη τους.
Την τρίτη μέρα μετά τον θάνατο, πολύ νωρίς, πριν από το ξημέρωμα, ξεκίνησε η εκφορά και η βουβή πομπή των πενθούντων κατευθύνθηκε στον τόπο ταφής, οπωσδήποτε κάποιο κομβικό σημείο κατά μήκος της αρχαίας οδού. Μετά τον ενταφιασμό και την απόθεση των κτερισμάτων που θα τον συνόδευαν στη μεταθανάτια ζωή, ο τάφος σφραγίστηκε. Γύρω του θα αφέθηκαν μερικά μικρά αγγεία και ίσως πραγματοποιήθηκαν χοές και σπορά του εδάφους.
Οι συγγενείς και οι στενοί φίλοι επέστρεψαν στην οικία του Αριστόδικου για το παραδοσιακό περίδειπνον, όπου κατά τη διάρκεια του φαγητού συζήτησαν για τον βίο του αγαπημένου τους προσώπου. Το επίσημο πένθος της οικογένειας διαρκούσε για χρονικό διάστημα απροσδιόριστο, τουλάχιστον έως ότου ολοκληρώνονταν όλα όσα απαιτούσαν τα έθιμα, ενώ συχνές ήταν και οι επισκέψεις στο μνήμα, η πρώτη προγραμματισμένη μάλιστα την ένατη ημέρα από το τραγικό γεγονός.
Μετά την ταφή απασχόλησε τους οικείους του το είδος του σήματος που θα ανεγειρόταν πάνω από τον τάφο, ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό στον ελλαδικό χώρο κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, καθώς τα επιτύμβια μνημεία θεωρούνταν περίπου το ιερό του νεκρού. Η αριστοκρατική καταγωγή του υπαγόρευσε την επιλογή ενός κούρου για τον σκοπό τούτο, προκειμένου ο αγαπημένος τους να απεικονίζεται, ανεξάρτητα από την ηλικία θανάτου, στην ακμή της ζωής, τη νεανικότητα και την ομορφιά. Η πανάκριβη παραγγελία σε κάποιον από τους διάσημους γλύπτες της εποχής δεν άργησε να γίνει, ενώ τονίστηκε ότι η βάση του αγάλματος έπρεπε να φέρει, σε γενική πτώση όπως συνηθιζόταν, και το όνομά του: Αριστοδίκο(υ). Στα αγάλματα των γυμνών νέων δεν αποδίδονταν τα χαρακτηριστικά συγκεκριμένου ατόμου, συνεπώς η αναγραφή του ονόματος ήταν απαραίτητη για την ταύτιση με τον νεκρό.
H παραγγελία αποτέλεσε μέγιστη πρόκληση για τον γλύπτη και τους βοηθούς του, αφενός γιατί έπρεπε να ικανοποιηθούν πλήρως οι παραγγελιοδότες, αφετέρου γιατί ο ανταγωνισμός μεταξύ των καλλιτεχνών, παραμένοντας πάντα υγιής, ήταν μεγάλος. Επιπλέον, στην Ελλάδα τoυ τέλους του 6ου αι. π.Χ. ο αγαλματικός τύπος του γυμνού νέου είχε ήδη ιστορία εκατό και πλέον ετών. Οι Έλληνες γλύπτες, σε αντίθεση με τους Αιγύπτιους συναδέλφους τους, δεν επαναπαύθηκαν στην αναπαραγωγή τυποποιημένων μορφών. Η αρχική, απόλυτα μετωπική και βαριά –σχεδόν γεωμετρική– απόδοση της ανθρώπινης μορφής εξελισσόταν συνεχώς, με μοναδικό στόχο την ολοένα και πιο φυσιοκρατική, πιο πραγματική απεικόνισή της. Η χρονική συγκυρία, η εξελικτική διαδικασία που χαρακτηρίζει την ελληνική τέχνη μαζί με την ατομική ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη πρέπει να λειτούργησαν καταλυτικά στη δημιουργία αυτού του θαυμάσιου έργου.
Προτιμήθηκε το παριανό μάρμαρο –η περίφημη παρία λίθος– λόγω της διαύγειας και της φωτεινότητάς του, που έφτανε να διεισδύει ως και τα 6-7 εκ. Όταν το ξεχοντρισμένο μπλόκο μαρμάρου έφτασε στο εργαστήριο από τα λατομεία της Πάρου, ο γλύπτης είχε ήδη αποφασίσει τις αναλογίες ύψους και πλάτους και εκτελώντας ένα ακριβές, προκαθορισμένο σχέδιο που λάμβανε υπόψη τα ανατομικά μέρη και τη μεταξύ τους σύνδεση και ισορροπία, προφανώς αποτύπωσε την κάτοψη των μελών της μορφής στη λεπτή επιφάνεια του υλικού. Τον πρώτο λόγο είχαν τώρα τα καλοσχεδιασμένα εργαλεία, η επίπεδη και η οδοντωτή σμίλη, το βελόνι, το καλέμι αλλά και οι ράσπες, για να σβήσουν τα ίχνη των προηγούμενων. Το σμίλεμα θα έβαινε προς ολοκλήρωση με τη λεπτομερή απόδοση των χαρακτηριστικών της κεφαλής, ενώ θα ακολουθούσε και ο χρωματισμός του αγάλματος, για τον οποίο οι γνώσεις μας είναι, δυστυχώς, περιορισμένες.
Ο ανώνυμος γλύπτης του κούρου του Αριστοδίκου, έχοντας πλήρη γνώση της δομής του σώματος και συσσωρευμένη εμπειρία από τα έργα προγενέστερων αλλά και σύγχρονων συναδέλφων του, πέτυχε να αποδώσει, για πρώτη φορά στην ελληνική γλυπτική, την ανθρώπινη μορφή τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Το δημιούργημά του μοιάζει έτοιμο να αποκτήσει κίνηση ή, όπως πολύ εύστοχα σχολιάζει ο αείμνηστος αρχαιολόγος Χρήστος Καρούζος, «... o νέος αυτός είναι όλος κρυφή κίνηση... φανερώνει ενέργεια κρυμμένη στο βάθος του σώματος...». Η κινητική ενέργεια του γυμνού νέου εντάσσεται με μαεστρία σε ένα σύνολο απόλυτης αρμονίας, καθώς ο καλλιτέχνης φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι ακόμα και η παραμικρή υποψία κίνησης ενός μέλους του σώματος επηρεάζει κάποιο άλλο και είναι ικανή να ταράξει την εύθραυστη ισορροπία του συνόλου, αλλά και της τέχνης. Βέβαια, τους χρόνους εκείνους, ούτε ο ίδιος ούτε οι συνάδελφοί του φαντάζονταν ότι με την επίτευξη της νατουραλιστικής απόδοσης του ανθρώπου θα επηρέαζαν βαθύτατα την τέχνη του δυτικού κόσμου πολλούς αιώνες αργότερα. Άραγε, όμως, υποψιάζονταν ότι είχαν ανοίξει νέους εικαστικούς δρόμους για τους γλύπτες της Κλασικής Περιόδου, ώστε να κατορθώσουν να απεικονίσουν μορφές με ρεαλιστική κίνηση στις τρεις διαστάσεις του χώρου;
Οι συγγενείς του Αριστόδικου μόνο τότε αισθάνθηκαν ότι είχαν ολοκληρώσει μεγάλο μέρος των υποχρεώσεών τους προς τον νεκρό, όταν το άγαλμα στήθηκε πάνω από τον τάφο. Ήταν, πλέον, βέβαιοι για τη διαιώνιση της μνήμης του αγαπημένου τους προσώπου, θυμίζοντας παράλληλα στους περαστικούς της αρχαίας οδού τις αξίες που ενσάρκωνε ένας επιτύμβιος κούρος την εποχή εκείνη. Αποτελούσε σήμα αγαθού και σώφρονα άνδρα, εσωτερικές αρετές που εμπνευσμένα εκφράστηκαν στα λαμπρά, νεανικά σώματα αυτών των αγαλμάτων.
Ο κούρος του Αριστοδίκου, έτοιμος να κινηθεί, ταυτόχρονα όμως και υπομονετικά αδρανής, έστεκε στην αττική ύπαιθρο σαν να πρόσμενε με αγωνία τη νέα εποχή μετά την εκδίωξη του τυραννικού καθεστώτος των Πεισιστρατιδών, τη νέα εποχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας που προέκυψε από τις μεταρρυθμίσεις ισονομίας και ισοπολιτείας του Κλεισθένη. Συχνά λησμονιέται και από εμάς τους ίδιους, αλλά το πιο σημαντικό ανά την υφήλιο επίτευγμα πολιτισμού, η Δημοκρατία, γεννήθηκε στην καρδιά της πόλης στην οποία ζούμε.
Πηγές
Boardman J., Ελληνική Πλαστική, αρχαϊκή περίοδος, μτφρ. Σημαντώνη, Μπουρνιά Ε., Aθήνα, 1982, σ. 104 -116 / Καζά Παπαγεωργίου Κ.-Κακαβογιάννη Ο.-Ανδρίκου Ε.- Ντόβα Α., Η αστική οδός (οδός Αθηνών-Σουνίου) στο Κορρές Μ. (επιμ.), Αττικής οδοί, Αρχαίοι δρόμοι της Αττικής, Αθήνα, 2009, σ. 198-211 / Καρούζος Χρ., Αριστόδικος, Αθήνα, επανέκδοση, 1982 / Kurtz D.-Boardman J., Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, μτφρ. Βιζυηνού Ο.-Ξένος Θ, Αθήνα, 1994, σ. 133-143 / Richter G., Kouroi. Archaic Greek youths. A study of the development of the kouros type in Greek sculpture, London, 3rd edition, 1970
________
* Ο Γιώργος Γιαννακόπουλος είναι Αρχαιολόγος στη ΛΖ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, στο ΥΠΠΟA & στο Universität Trier