Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ
Α πό μωρό παιδί άκουγα στο σπίτι τον πατέρα μου να μιλάει για μια κυρία Κούλα, τραγουδίστρια που έδρασε στην Αμερική και που εσφαλμένα χαρακτήριζε ρεμπέτισσα. Αδυνατούσα να καταλάβω πόσο ενδιαφέρον μπορεί να 'χει μία τραγουδίστρια με ένα τόσο απλοϊκό και λαϊκό όνομα της γειτονιάς. Αργότερα έμαθα μια ιστορία που συνέδεε την οικογένειά μου με τη γυναίκα αυτή κατά μία διαβολεμένη συγκυρία: στα τέλη της δεκαετίας του 1910, ο αδερφός του παππού μου, του πατέρα του πατέρα μου, μαχαίρωσε έναν συμπαίκτη του πάνω στο χαρτοπαίγνιο στη Δραπετσώνα του Πειραιά. Γλίτωσε τη φυλακή μπαρκάροντας την επόμενη κιόλας μέρα για τις ΗΠΑ. Πέρασαν τα χρόνια και κανείς απ' το σόι μας δεν είχε μάθει νέα του. Μετά το 1925 άρχισαν να καταφτάνουν γράμματά του στο πατρικό του πατέρα μου, στην Κοκκινιά. Έγραφε στον αδερφό του για την ποτοαπαγόρευση, τη θητεία του δίπλα στον Al Capone –τρομερά πράγματα– και έστελνε πού και πού και κάνα δολάριο. Μέσα σε όλα αυτά μιλούσε στα γράμματά του για το "καναρίνι της Αμερικής", την Ελληνίδα τραγουδίστρια Κυρία Κούλα, την οποία είχε δει αμέτρητες φορές και δεν χόρταινε! Έτσι, ο μύθος της Κας Κούλας, που προηγήθηκε των σπουδαίων τραγουδιστριών του αμιγώς ρεμπέτικου στη χώρα μας, συντηρήθηκε ατόφιος και στο δικό μου πατρικό, εξάπτοντας τη νεανική μου περιέργεια.
Η ζωή της Κυριακούλας Αντωνοπούλου, που το όνομά της στη δισκογραφία έμελλε να αποτυπωθεί ως Κα Κούλα, άρα και να μείνει γνωστή ως «Κα Κούλα», θα μπορούσε να γίνει ταινία. Κι αν η παραγωγή της καλυπτόταν μόνο από ένα χολιγουντιανό budget, ας πούμε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει και υλικό βιβλίου, ενός μυθιστορήματος λόγου χάριν. Υπήρξε το αντίπαλον δέος της πιο γνωστής Μαρίκας Παπαγκίκα τη δεκαετία 1916-26 στις ΗΠΑ. Πιο γνωστή λέμε για την Παπαγκίκα σήμερα, που αν και ποσοτικά ηχογράφησε λιγότερα τραγούδια, συνέχισε να ηχογραφεί τα αμέσως επόμενα χρόνια, δηλαδή μετά την «πτώση» της Κυρίας Κούλας. Η τρίτη μεγαλύτερη Ελληνίδα τραγουδίστρια της Αμερικής, σύγχρονη της Κας Κούλας και της Παπαγκίκα, ήταν η Αμαλία Βάκα, με την οποία η πρώτη είχε στενές προσωπικές σχέσεις και κανενός είδους ανταγωνισμό. Το να ξετυλίξεις το κουβάρι του βίου μιας τραγουδίστριας που ξεκίνησε να τραγουδάει ακριβώς πριν από έναν αιώνα είναι πραγματικά σαν να ψάχνεις ψύλλους στ' άχυρα. Κι ενώ το Διαδίκτυο είναι μία θάλασσα πληροφοριών, συχνά, σε τέτοια ζητήματα, βρίθει λαθών και ασυνείδητης παραπληροφόρησης.
Στην περίπτωση της Κας Κούλας, με ένα σερφάρισμα στο Διαδίκτυο τη βρίσκουμε να έχει γεννηθεί στο Μεσολόγγι το 1880. Αλλού, πάλι, ως τόπος καταγωγής της αναφέρεται η Πελοπόννησος, κυρίως εξαιτίας του πελοποννησιακού ιδιώματος, που ήταν αρκετά έντονο στις ερμηνείες των τραγουδιών της. Ίσως κι εγώ να έπεφτα στο λάθος της αναπαραγωγής ιντερνετικών ανακριβειών, αν δεν αναζητούσα τα ίχνη της μέσα από ανθρώπους που έχουν αφιερώσει κυριολεκτικά τη ζωή τους στη μελέτη της ελληνικής παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής.
Ξ εκίνησα από τον ερμηνευτή Θανάση Μωραΐτη, που με παρέπεμψε στον Μάρκο Φ. Δραγούμη, ακοίμητο φρουρό του Εθνικού Λαογραφικού Αρχείου της Μέλπως Μερλιέ στην Πλάκα. Ο Δραγούμης, με τη σειρά του, με παρέπεμψε σε ένα μοναδικό δημοσιευμένο κείμενό του για την Κυρία Κούλα, το οποίο είναι ολότελα ακριβές και γι' αυτό αποφάσισα να το εντάξω στο παρόν αφιέρωμα. Εν συνεχεία, μίλησα με τον Παναγιώτη Κουνάδη, γνωστό μελετητή του ρεμπέτικου και συλλέκτη δίσκων γραμμοφώνου. Δεν είχε χρόνο, αν και πρόθυμος, καθ' ότι ασχολούνταν με μια έκθεση για το ρεμπέτικο τραγούδι στον Πειραιά. Η πιο πολύτιμη συμβολή, όμως, ήταν αυτή του Γιάννη Ντούνα, ενός ερευνητή του προπολεμικού λαϊκού τραγουδιού, νέου στην ηλικία, συναδέλφου μου στο διαδικτυακό αυτοδιαχειριζόμενο ραδιόφωνο «Μετα-Δεύτερο». Όταν του είπα πως... ψάχνω την Κα Κούλα, ο Ντούνας με ενημέρωσε για την ύπαρξη δύο επίσης νέων στην ηλικία ανθρώπων, μουσικών στο επάγγελμα, κατόχων του μοναδικού σωζόμενου και μέχρι πρότινος ανέκδοτου αρχείου της Κυρίας Κούλας. Πρόκειται για τον μπουζουξή Σταύρο Κουρούση και τον κλαρινίστα Κώστα Κοπανιτσάνο. Ό,τι θα διαβάσετε στη συνέχεια βασίζεται σε δική τους έρευνα. Εμείς απλώς ηχογραφήσαμε και βιντεοσκοπήσαμε τις ενδιαφέρουσες μαρτυρίες τους – στοιχεία που οι ίδιοι συνέλεξαν μέσα στα χρόνια, ερχόμενοι σε επαφή με τους επιζώντες απογόνους της τραγουδίστριας. Τους ευχαριστούμε που άνοιξαν το αρχείο τους και μας εμπιστεύτηκαν κάποιες από τις ελάχιστες σωζόμενες φωτογραφίες της Κυρίας Κούλας, τις σπάνιες ετικέτες των δισκογραφικών εταιρειών της, τις εξίσου σπάνιες πλάκες γραμμοφώνου που μας γυρίζουν 98 χρόνια πίσω, μέχρι και ένα ταξιδιωτικό έγγραφο από τη μετάβασή της, μαζί με την οικογένειά της, στις ΗΠΑ, με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση. Ό,τι θα δείτε, τέλος, βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας και προσπαθήσαμε να έχει την υφή ενός διαδικτυακού μουσικού ντοκιμαντέρ. Εν αναμονή, λοιπόν, μέσα στο 2015 της έκδοσης ενός βιβλίου για την Κα Κούλα από την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία του Σταύρου Κουρούση και του Κώστα Κοπανιτσάνου, ας ακολουθήσουμε μαζί τα ίχνη μίας σπουδαίας Ελληνίδας τραγουδίστριας στην Αμερική των προπολεμικών χρόνων.
τα νεανικά της χρόνια
Η Κυρία Κούλα γεννιέται το 1878 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της καταγόταν από τη Σπάρτη και η μητέρα της από την Προύσα. Το πλήρες όνομά της είναι Κυριακούλα Πασχάλη (από το πατρώνυμο) και Γιορτζή (από το μητρώνυμο). Υπάρχει αναγραμμένο το όνομα Κούλα Πασχάλη-Γιορτζή σε δίσκο, αν και όλοι την ήξεραν ως Αντωνοπούλου (Αντωνόπουλο έλεγαν τον άνδρα της, που έπαιξε τεράστιο ρόλο στη ζωή και στην καριέρα της). Η αναφορά, επίσης, στο ονοματεπώνυμο Κούλα Αντωνοπούλου-Βλάχου είναι ανακριβής. Ο πατέρας της Κυρίας Κούλας ήταν καπετάνιος σε εμπορικό πλοίο που εμπορευόταν κυρίως μπαχαρικά της Κωνσταντινούπολης. Ταξίδευε συχνά στο λιμάνι της Πάτρας, απ' όπου επέστρεφε με σταφίδες και κρασί Μαυροδάφνη. Φίλος του ήταν ο Ευάγγελος Αντωνόπουλος, ιδιοκτήτης ταβέρνας στην Πάτρα, με τον οποίο συνεργαζόταν και επαγγελματικά. Γεγονός είναι, όμως, πως, όποτε το πλοίο έπιανε Πάτρα, εκείνος τον φιλοξενούσε στο σπίτι του.
Ο Αντωνόπουλος είχε μία εξαιρετικά φιλόμουση οικογένεια. Τέσσερα από τα επτά παιδιά του ήταν σίγουρα μουσικοί. Συγκεκριμένα, γνωρίζουμε ότι τρία από τα αγόρια έπαιζαν κάποιο όργανο: Ο Γιώργος μπουζούκι, ο Δημήτρης αρμόνικα και ο Ανδρέας, ο μεγαλύτερος, λαούτο. Χρόνια αργότερα θα δούμε τον Γιώργο Αντωνόπουλο ως τραγουδιστή σε δίσκους μίας από τις εταιρείες της Κας Κούλας!
Πριν από το 1900, και ενώ η Κυριακούλα ήταν περίπου 15 ετών, ακολούθησε τον πατέρα της, τον καπετάν-Πασχάλη, σε ένα ακόμη ταξίδι του στην Πάτρα. Τότε ο Ανδρέας Αντωνόπουλος, ο μεγαλύτερος γιος του φίλου του πατέρα της, ήταν περίπου 19 ετών και σπούδαζε στην Αθήνα. Έτυχε, όμως, να βρίσκεται κι αυτός στην Πάτρα και να γνωρίσει την Κυριακούλα. Αμέσως αναπτύχθηκε μία έντονη έλξη μεταξύ τους. Πήγαιναν βόλτα δυο και τρεις φορές την ημέρα, αλλά τους συνόδευαν πάντα οι αδερφές και οι θείες του Αντωνόπουλου, καθώς απαγορευόταν για τα ήθη της εποχής να κυκλοφορούν έξω μόνοι ένα αγόρι με ένα κορίτσι. Όταν τέλειωσαν οι μέρες και η Κυριακούλα θα γύριζε με τον καπετάν-Πασχάλη στην Κωνσταντινούπολη, ο Ανδρέας είπε στον πατέρα του ότι ήθελε να την παντρευτεί. Συνάντησε, φυσικά, την άρνησή του, μια και έπρεπε να τελειώσει πρώτα τις σπουδές του. Φεύγει η Κυριακούλα. Κρυφά από τον πατέρα του και με τη βοήθεια της μάνας του, που του έδωσε χρυσά φλουριά, ο Ανδρέας πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη για να τη βρει. Η οικογένειά της τον καλοδέχεται και του επιτρέπει να τη βγάζει βόλτα, πάντα συνοδεία τρίτων. Όταν φτάνει η ώρα να ζητήσει το χέρι της από τον πατέρα της, συναντά ακόμα μία άρνηση, λόγω του ότι το κορίτσι ήταν ανήλικο. Αποφασίζουν να κλεφτούν! Λέγεται πως η Κυριακούλα έδεσε τα σεντόνια της, τα πέταξε στον δρόμο και με αυτά κρεμάστηκε ο Ανδρέας ως τον δεύτερο όροφο, όπου εκείνη τον περίμενε! Κατευθύνονται στο λιμάνι. Επειδή, όμως, υπήρχε ο κίνδυνος να μη θεωρηθεί έγκυρος ο γάμος τους στην Ελλάδα –ως αποτέλεσμα απαγωγής–, έχουν αποφασίσει από κοινού να πάνε στο Κάιρο της Αιγύπτου
ο γάμος και τα χρόνια στο Κάϊρο
Μ ε το που φτάνουν στο Κάιρο, πρώτο μέλημα των δύο νέων που έχουν κλεφτεί είναι να παντρευτούν. Βρίσκουν μία εκκλησία ορθόδοξη και ένας άνθρωπος που είναι τυχαία μέσα στον ναό χρίζεται κουμπάρος τους. Ακόμα, βρίσκουν ένα κατάλυμα για σπίτι και ο Ανδρέας κάνει δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσουν. Σύντομα ένα αναπάντεχο συμβάν θα σημάνει την αρχή της επαγγελματικής ενασχόλησης της Κυριακούλας με την τέχνη του τραγουδιού. Ένα μεσημέρι η Κυριακούλα συγυρίζει το σπίτι της και τραγουδάει μόνη της με ανοιχτό παράθυρο. Απ' έξω περνάει μια ακριβή άμαξα που σταματάει κι ένας καλοντυμένος κύριος κατεβαίνει εντυπωσιασμένος και κατευθύνεται προς τα ενδότερα. Την ίδια στιγμή γυρίζει στο σπίτι και ο Ανδρέας από τη δουλειά. «Με συγχωρείτε, κύριε», του απευθύνει τον λόγο ο άγνωστος άνδρας, «μήπως γνωρίζετε σε ποιαν ανήκει η φωνή αυτή;». «Βεβαίως. Στη γυναίκα μου!». Του δίνει μια κάρτα και τους προσκαλεί να συναντηθούν το βράδυ για να μιλήσουν και να γνωριστούν. Ο κύριος αυτός ήταν ο αντιπρόεδρος του φημισμένου ξενοδοχείου «Shepheard» του Καΐρου, από τα μεγαλύτερα τότε ξενοδοχεία παγκοσμίως. Πάνε στο ραντεβού η Κυριακούλα και ο Ανδρέας, όπου, παρουσία κι άλλου κόσμου, τους ζητείται να τραγουδήσουν. Συγκεκριμένα, τραγούδησε η Κυριακούλα και ο Ανδρέας τη συνόδευσε με το λαούτο. Επί τόπου στήνεται ένα μοναδικό ελληνικό γλέντι, ουσιαστικά όμως πρόκειται για μία άτυπη οντισιόν της τραγουδίστριας. Αμέσως μετά ο αντιπρόεδρος του «Shepheard» προτείνει στην Κυριακούλα συμβόλαιο με τον όρο να τραγουδάει αποκλειστικά στο ξενοδοχείο αλλά και να γίνει ο ίδιος κατά κάποιον τρόπο μάνατζέρ της για τις περιοδείες της, όχι μόνο στην Αίγυπτο αλλά και σε άλλες αραβικές χώρες με έντονο το ελληνικό στοιχείο.
Σημειωτέον ότι η Κυριακούλα είχε το χάρισμα της καταγραφής, ό,τι άκουγε δηλαδή να το αφομοιώνει και να το τραγουδάει σε οποιαδήποτε γλώσσα. Πέραν αυτού, η μόρφωσή της υπήρξε πολύπλευρη. Μιλούσε ελληνικά, τουρκικά, γαλλικά, αραβικά και εβραϊκά. Αναμφισβήτητα, δεν ήταν η τραγουδίστρια που έλεγε απλώς τα δημοτικά ή τα ρεμπέτικα της ταβέρνας –αν και ο όρος «ρεμπέτικο» είναι αδόκιμος για την περίπτωσή της–, αλλά το ρεπερτόριό της ήταν απόλυτα διεθνές, κάτι που θα μας έκανε σήμερα να της αποδώσουμε άνετα τον χαρακτηρισμό της προδρομικής ethnic τραγουδίστριας. Ξεκινούν οι περιοδείες, βάσει του συμβολαίου. Όλα πάνε καλά, αν και σε προσωπικό επίπεδο έχουν κόψει τους δεσμούς με τις οικογένειές τους σε Πάτρα και Κωνσταντινούπολη.
Γύρω στο 1900 γίνεται πρόταση στην Κυριακούλα και τον Ανδρέα να περιοδεύσουν στην Αμερική. Ζητούν άδεια από το «Shepheard», τους δίνεται και για έναν μήνα περίπου, όσο διαρκεί το ταξίδι με πλοίο μέχρι τις ΗΠΑ, παίζουν επαγγελματικά και διασκεδάζουν το υπόλοιπο επιβατικό κοινό. Κατά τη διάρκεια εκείνης της πρώτης περιοδείας στις ΗΠΑ, η Κυριακούλα μένει έγκυος. Θέλει να γεννήσει, όμως, στην Ελλάδα, στην Πάτρα, κοντά στην οικογένεια του άνδρα της, γι' αυτό και αμέσως μετά το τέλος της περιοδείας επιβιβάζονται στο πλοίο με προορισμό την Αθήνα. Στην Αθήνα τούς γίνεται πρόταση να εμφανιστούν σε κάποιο κεντρικό θέατρο. Το κάνουν μέχρι να γεννήσει η Κυριακούλα. Δύο εβδομάδες μετά πηγαίνουν στην Πάτρα, αφήνουν τη νεογέννητη κόρη τους στην οικογένεια του Ανδρέα και γυρίζουν στην Αίγυπτο, καθώς ήταν δεσμευμένοι με συμβόλαιο.
Από δω και πέρα η ζωή του ζευγαριού είναι ένα ατέρμονο ταξίδι. Συνεχείς περιοδείες στον αραβικό κόσμο και τις ΗΠΑ. Συνέβη όμως και ένα ακόμη αναπάντεχο, δυσάρεστο περιστατικό. Έχοντας φτάσει από την Πάτρα στην Αίγυπτο, την Κούλα κλέβει ένας αμαξάς, εντεταλμένος ενός σεΐχη που την είχε δει/ακούσει κι αυτός να τραγουδάει στο σπίτι της. Τη μεταφέρει σε μία όαση και είναι η δεύτερη φορά που η Κούλα πέφτει θύμα απαγωγής, παρά τη θέλησή της αυτήν τη φορά. Τώρα πια είναι πολύ διάσημη στο Κάιρο και όλοι οι άνδρες την ποθούν. Έτσι εξηγείται και αυτή η απαγωγή της από τον θερμόαιμο σεΐχη. Τότε όμως διαπιστώνεται ότι είναι έγκυος για δεύτερη φορά, μα με όλη αυτή την ταλαιπωρία χάνει το παιδί. Οι άνδρες του σεΐχη την αφήνουν αιμορραγούσα στα περίχωρα του Καΐρου και ειδοποιούν τον Ανδρέα και το ξενοδοχείο. Η Κούλα εισάγεται επειγόντως στο νοσοκομείο. Μετά την ανάρρωσή της ξαναφεύγουν για Πάτρα. Είναι φανερό πως θέλει να ξαναδεί την κόρη της.
Ο πεθερός της, ο Ευάγγελος Αντωνόπουλος, είχε μάθει ότι η νύφη του τραγουδούσε, χωρίς όμως να την έχει ακούσει ποτέ. Στην ταβέρνα που είχε, μάλιστα, σίγουρα παιζόταν μουσική ζωντανά και, απ' ότι λέγεται, από εκεί είχε περάσει ως μουσικός και ο περίφημος Σέμσης ο Σαλονικιός, ο παππούς του σημερινού γνωστού συνθέτη Στάμου Σέμση. Τραγουδάει η Κούλα για πρώτη φορά στον πατέρα του συζύγου της και αρχίζει να μαζεύεται κόσμος στο σπίτι τους. Το γλέντι που ακολούθησε καταγράφηκε ως το Νο 1 γεγονός στα κοσμικά χρονικά της Πάτρας των αρχών του 20ού αι.! Εικάζεται πως από το συγκεκριμένο οικογενειακό γλέντι ξεκίνησαν οι περιοδείες της Κούλας επί ελληνικού εδάφους: Αθήνα, Πειραιάς, κεντρική Ελλάδα, μέχρι και Θεσσαλονίκη, που τότε ακόμη υπαγόταν στην Τουρκία. Αυτό τη βοήθησε πολύ να μάθει καλά τα τοπικά μουσικά ιδιώματα και το παραδοσιακό ρεπερτόριο. Με τον ερχομό του 1914 το ζεύγος Κούλα-Ανδρέας πηγαίνει στην Αμερική ξανά για περιοδεία.
η είσοδος στη δισκογραφία
Τ ο 1914 η αμερικανική δισκογραφική εταιρεία Columbia κάνει πρόταση στον Ανδρέα Αντωνόπουλο και την Κυρία Κούλα, τη σύζυγό του, να υπογράψουν συμβόλαιο – με τόσο πολλές περιοδείες όλα αυτά τα χρόνια έχουν φτιάξει καλό όνομα. Σωζόμενο ταξιδιωτικό έγγραφο της χρονιάς εκείνης (1914) πιστοποιεί την οικογενειακή αναχώρησή τους για τις ΗΠΑ με πλοίο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1916, ξεκινούν οι εγγραφές της Κας Κούλας στην αμερικανική δισκογραφία – έτσι θα βλέπουμε πλέον το όνομά της. Γιατί ναι μεν τους ζητήθηκε συνεργασία το '14, η Columbia όμως το '16 αποφάσισε να ρίξει στην αγορά δίσκους γραμμοφώνου με παραδοσιακή ελληνική και τουρκική μουσική.
Η Κα Κούλα και το συγκρότημά της υπήρξαν οι πρώτοι ιστορικά που ηχογράφησαν ελληνικά λαϊκά τραγούδια στις ΗΠΑ και η Κα Κούλα προσωπικά η πρώτη μη μουσουλμάνα που τραγούδησε τουρκικά τραγούδια, πάντα σε δίσκους στις ΗΠΑ, εφόσον στις Τουρκάλες τραγουδίστριες δεν επιτρέπονταν οι ηχογραφήσεις. Επιπλέον, μπορεί να είχαν προηγηθεί άλλοι Έλληνες οι οποίοι δισκογράφησαν τραγούδια στις ΗΠΑ, προέρχονταν όμως από το αστικό ελαφρό τραγούδι ή το «τραγούδι του μελοδράματος».
Το δισκογραφικό ρεπερτόριο της Κας Κούλας περιλαμβάνει στεριανά δημοτικά τραγούδια, κλέφτικα, εκκλησιαστικά, πατριωτικά. Εδώ παρεμβάλλεται το κείμενο του Μάρκου Φ. Δραγούμη, σύμφωνα με το οποίο, τη διετία 1916-18 η Κα Κούλα ηχογράφησε για την Columbia τέσσερα πατριωτικά άσματα σε ρυθμό εμβατηρίου: τα «Μαρς Αβέρωφ», «Βότσης», «Κιλκίς» και «Γιάννινα», όλα αναφερόμενα στα κατορθώματα των Ελλήνων στους Βαλκανικούς Πολέμους. Μαζί με αυτά, και ένα επιτραπέζιο κλέφτικο για την κατάληψη των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό.
Σύντομα, όταν ο Ανδρέας Αντωνόπουλος είδε τους δίσκους τους από την Columbia να σημειώνουν απίστευτη επιτυχία, ως καπάτσος Έλληνας και επιχειρηματίας σκέφτηκε το εξής απλό: «Γιατί να μην το κάνουμε από μόνοι μας;». Με τα χρήματα, λοιπόν, που έβγαλαν από τις ηχογραφήσεις την περίοδο 1916-18 στην αμερικανική εταιρεία, κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στη Γερμανία, απ' όπου επιστρέφει στις ΗΠΑ με τον εξοπλισμό στησίματος δισκογραφικής εταιρείας. Ας μη φανταστεί κανείς πως για τις τότε ηχογραφήσεις χρειάζονταν κονσόλες και στούντιο. Ένας υποτυπώδης μηχανισμός μόνο, αρκετά δαπανηρός και «εξειδικευμένος» για τα δεδομένα εκείνων των χρόνων αρκούσε. Μπορούσε να στηθεί μέσα σε ένα σπίτι, καταγράφοντας τις φωνές των τραγουδιστών και τα όργανα των μουσικών που ακούγονταν ταυτόχρονα. Επιπλέον, σύμφωνα με μαρτυρία του εγγονού της Κας Κούλας, για δύο μόνο από τους περίπου είκοσι δίσκους που έγραψαν τη διετία 1916-18 είχαν πάρει περίπου 2.000 δολάρια, ποσό μυθώδες για την εποχή. Και, μην ξεχνάμε, στο περιθώριο της δισκογραφίας συνέχιζαν τις περιοδείες με αμείωτη ένταση.
ο ανταγωνισμός με την Παπαγκίκα
Η πρώτη εταιρεία που έστησαν η Κα Κούλα με τον Αντωνόπουλο ονομάστηκε «Orpheum Record». Την ίδια περίοδο αντικαταστάθηκαν στην Columbia από τη Μαρίκα Παπαγκίκα. Κοινή περίπτωση: τραγουδίστρια η Παπαγκίκα και τσεμπαλίστας ο άνδρας της. Τα δύο καλλιτεχνικά αντίπαλα ζεύγη, άλλωστε, συνέδεε ο βιολιστής Μακεδόνας, ο οποίος έπαιζε με το συγκρότημα της Κας Κούλας αρχικά, αλλά συνέχισε με αυτό της Παπαγκίκα. Ο Μακεδόνας υπήρξε ένας από τους τρεις-τέσσερις μεγαλύτερους βιολιστές της Αμερικής, τσιγγάνικης καταγωγής, πιθανώς από το Καστράκι Θεσσαλίας, με τεράστια δισκογραφία τα χρόνια εκείνα. Δεν θα ήταν σωστό να πούμε πως το σχήμα της Μαρίκας Παπαγκίκα αποτελεί μετεξέλιξη του σχήματος της Κα Κούλας, αφού συνυπάρχουν χρονικά και λειτουργούν εντός ενός πλαισίου ξεκάθαρου καλλιτεχνικού ανταγωνισμού. Το μόνο σίγουρο είναι πως πρώτη βγήκε η Κα Κούλα και λίγο μετά εμφανίστηκε η Παπαγκίκα.
Η «Orpheum Record», ως εταιρεία, διήρκεσε έναν χρόνο μόνο. Άφησε 35 δίσκους με τη φωνή της Κας Κούλας – ο καθένας περιείχε δύο τραγούδια. Ίσως να μπήκαν κι άλλοι μέτοχοι, πάντως η Orpheum θεωρείται πρόδρομος της εταιρείας «Panhellenion Record», της γνωστότερης εταιρείας της Κας Κούλας. Ο μύθος λέει ότι οι ηχογραφήσεις της Panhellenion Record γίνονταν στο πίσω μέρος της αυλής της Κας Κούλας: τραγουδούσε εκείνη, έπαιζαν ο Ανδρέας και οι μουσικοί της, ηχογραφούσαν και τύπωναν με την πρέσα τις πλάκες των δίσκων.
Κι ενώ βρισκόμαστε ουσιαστικά στο ξεκίνημα της δισκογραφίας και πολλοί προσπαθούν να τρυπώσουν στη νέα αυτή βιομηχανία, ακόμη δεν είναι εμφανής ο τυχοδιωκτισμός. Αρκετοί θα ήθελαν να κάνουν επίσης δική τους εταιρεία, αλλά υστερούν, είτε σε ταλέντο –να το ορίσουμε ως πρώιμες δημόσιες σχέσεις;– είτε σε οικονομική άνεση. Φημολογείται, ωστόσο, πως και ο Ανδρέας Αντωνόπουλος από άλλους τσίμπησε το σαράκι ίδρυσης δικής τους εταιρείας, πέραν του κέρδους που έβλεπε να αποκομίζει η Columbia. Η Panhellenion Record αναδείχθηκε σε δυναμική εταιρεία, χτυπώντας στα ίσα την παντοδύναμη Columbia αλλά και άλλες αμερικανικές δισκογραφικές. Στο δυναμικό της εντάχθηκαν οι καλύτεροι Έλληνες μουσικοί όλων των οργάνων κι έτσι διασώθηκαν ηχογραφήσεις-κεντήματα για όσους από τους σημερινούς μουσικούς είχαν την τύχη να τις ακούσουν και να τις μελετήσουν.
Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι μουσικοί που δεν καταγράφηκε η τέχνη τους, δεδομένου ότι το ζεύγος Κούλας-Αντωνόπουλου άρχισε να παίζει το ρόλο μάνατζερ. Συχνά καλούσαν Έλληνες μουσικούς από την Πάτρα να έρθουν στις ΗΠΑ και να συμμετάσχουν στις ηχογραφήσεις της Panhellenion. Έτσι χτίστηκε από τότε και ο μύθος της Αμερικής ως Γης της Επαγγελίας για πολλούς Έλληνες, αλλά και άλλους λαούς που δεν ζούσαν καλά στον ίδιο τους τον τόπο. Κάπως έτσι εικάζεται ότι και ο περίφημος κιθαριστής Γιώργος Κατσαρός, που πέθανε αιωνόβιος, πρωτοπήγε στις ΗΠΑ. Είχε έναν θείο φούρναρη στην Ατλάντα, ο οποίος του 'χε γράψει για «πολύ χρήμα που βρίσκεται στον δρόμο!».
Πίσω στην ιστορία μας, το 1918 ο Ανδρέας Αντωνόπουλος περνάει ένα ελαφρύ εγκεφαλικό που του παραλύει το χέρι. Αυτή είναι ακριβώς και η αιτία που ο ίδιος οργανώνει και συσπειρώνει μία ομάδα μουσικών γύρω από τη γυναίκα του. Σε αρκετές περιοδείες εκείνος δεν ακολουθεί, ανίκανος πια να παίξει λαούτο, έχει όμως τη γενική εποπτεία. Και η Κα Κούλα εξακολουθεί να παραμένει το αστέρι. Άλλη γυναίκα δεν τραγουδούσε στην Panhellenion Record. Λογικό, αφού η Κα Κούλα έλεγε όλα τα τραγούδια, με μοναδική εξαίρεση την κόρη της, που εμφανίστηκε δίπλα της κάποια στιγμή κι αυτή ως τραγουδίστρια.
η Κυρία Κούλα και το ρεμπέτικο
Α νάμεσα στα παραδοσιακά κυρίως τραγούδια που ηχογράφησε η Κα Κούλα στις ΗΠΑ, υπήρξαν και μερικά ρεμπέτικα. Ο Μάρκος Φ. Δραγούμης αναφέρει το πασίγνωστο «Μπαγλαμάδες» («Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια»), τα αδέσποτα «Αμάν-αμάν Χιώτισσα», «Βλαμάκι», «Κουτσαβάκι», «Νίνα», «Νέο μελαχροινό» και το ζεϊμπέκικο «Τα ούλα σου», που έγινε γνωστό από την Παπαγκίκα. Δεν έχει αναφερθεί πουθενά, όμως, πως η Κα Κούλα ήταν η πρώτη που ηχογράφησε χασικλήδικο ρεμπέτικο. Η σχέση της με τις ουσίες επίσης αμφισβητείται, δεδομένης της έντονης επιχειρηματικής δράσης της ίδιας και του άνδρα της. Εν ολίγοις, κάθε άλλο παρά λούμπεν ήταν αμφότεροι και καταστάσεις σαν αυτές που έζησε ο Πειραιάς των δεκαετιών 1930 και 1940 τους ήταν μάλλον άγνωστες.
Από το 1918 και μετά, απ' όταν, δηλαδή, η Κα Κούλα ηχογράφησε ένα τραγούδι με τίτλο «Ζεϊμπέκικο των Χασισοποτών», ξεκινά και επισήμως η καταγραφή του ρεμπέτικου χασικλήδικου ρεπερτορίου. Πιθανώς να έγινε τυχαία, πάντως κι αυτό φανερώνει πόσο διευρυμένους μουσικούς ορίζοντες διέθετε. Πιθανώς, ακόμη, η Κα Κούλα έμαθε αυτό το ρεπερτόριο από κακοποιά στοιχεία που είχαν κατακλύσει τότε τον ελληνισμό της Νέας Υόρκης – υπάρχει η παροιμιώδης δημοσίευση ελληνικής εφημερίδας του 1918, σύμφωνα με την οποία «άδειασαν οι φυλακές της Πελοποννήσου και γέμισε το Μανχάτταν με κακοποιούς!». Γιατί η Κα Κούλα –κάτι επίσης πολύ σημαντικό–, αν και από τους πρώτους καταγραφείς της λαϊκής παράδοσης, οσμιζόταν τι ζητούσε ο πολύς κόσμος από την τέχνη του τραγουδιού. Ως απόλυτα σύγχρονη τραγουδίστρια, γυρνούσε τα περίφημα «καφέ αμάν» της Αμερικής και μάζευε τα αγροτικά και λαϊκά τραγούδια από την Πελοπόννησο μέχρι τη Σμύρνη, φτιάχνοντας ένα πρώτο είδος αστικού τραγουδιού, το μετέπειτα ρεμπέτικο.
Αναφορικά, πάντως, με το «Ζεϊμπέκικο των Χασισοποτών» που πρώτη ηχογράφησε, επρόκειτο για ένα τραγούδι με στίχους πάνω σε αδέσποτη παραδοσιακή μελωδία, χωρίς δηλαδή τη συνθήκη «αρχή, μέση και τέλος» των μεταγενέστερων κανονικών συνθέσεων: «Μπαρμπα-Γιάννη μου, δερβίση / πού πουλιέται το χασίσι» κ.λπ. Άλλωστε, και το πρώιμο ρεμπέτικο στηρίχτηκε ολόκληρο στην επένδυση παραδοσιακών μελωδιών με σκόρπια δίστιχα. Δεν είναι τυχαίο, έτσι, πως πάνω στο ζεϊμπέκικο «Τα ούλα σου», που τραγουδήθηκε από την Κα Κούλα και τη Μαρίκα Παπαγκίκα, ο Μάρκος Βαμβακάρης έφτιαξε το δικό του περίφημο «Αντιλαλούν οι φυλακές». Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως το μπουζούκι απουσιάζει από την ορχήστρα της Κας Κούλας. Όλα τα τραγούδια που λέει αποδίδονται από το δημοτικό σχήμα βιολί - σαντούρι - λαούτο - κλαρίνο. Είναι άγνωστο αν συνεργάστηκε με κάποιον μπουζουξή της εποχής, δεδομένου ότι και το μπουζούκι έπαιζε δημοτική μουσική ως μετεξέλιξη του παλαιότερου ταμπουρά.
η συνέχεια με τις δισκογραφικές
Η Panhellenion Record πηγαίνει τόσο καλά, ώστε η Columbia κάνει πρόταση στον Αντωνόπουλο και στην Κα Κούλα να την αγοράσει. Ήταν πάγια τακτική αυτή της Columbia να αγοράζει μικρές εταιρείες, για να τις αφανίσει στη συνέχεια. Εκείνοι απορρίπτουν την πρόταση, αλλά για καλή τύχη της Columbia το 1924 πεθαίνει ο Ανδρέας Αντωνόπουλος, σε ηλικία 53 ετών. Όλο το βάρος της εταιρείας πέφτει στους ώμους της Κας Κούλας, η οποία σταματά την παραγωγή δίσκων. Τελευταία εμφάνιση της εταιρείας σώζεται σε εφημερίδα των πρώτων ημερών του 1925, με την καταχώρηση «Η Panhellenion Record σας εύχεται Καλή Χρονιά». Ακολουθούν δύο χρόνια αποχής από τα μουσικά πράγματα, με την Κα Κούλα συντετριμμένη από τον θάνατο του συζύγου της.
Στα μέσα του 1927 την ξανακυριεύει το καλλιτεχνικό κι επιχειρηματικό της δαιμόνιο. Αποφασίζει να συνεταιριστεί με έναν κορυφαίο μουσικό, τον βιολιστή Κωνσταντίνο Μαύρο, με τον οποίο κατά πάσα πιθανότητα είχε δουλέψει και στο παρελθόν. Μαζί ηχογραφούν είκοσι δίσκους και κάνουν διαφημιστικό μπαράζ στον Τύπο της εποχής, στις εφημερίδες «Ατλαντίς» και «Εθνικός Κήρυκας», με καταχωρήσεις του τύπου: «Η Κα Κούλα επιστρέφει σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μαύρο». Δυστυχώς, όμως, οι χαρακτήρες τους δεν ταιριάζουν. Τσακώνονται άσχημα και η όλη κατάσταση διαλύεται πάνω στο δίμηνο. Οι ηχογραφήσεις από τη συγκεκριμένη περίοδο της Κας Κούλας θεωρούνται οι πλέον σπάνιες και δυσεύρετες, εφόσον, μεταξύ συλλεκτών σε όλο τον κόσμο, βρέθηκαν μόνο οι μισοί δίσκοι, οι δέκα δηλαδή. Ανάμεσα στα κομμάτια που ηχογράφησαν η Κα Κούλα με τον Μαύρο είναι και η πρώτη εκτέλεση του πασίγνωστου «Τα παιδιά της γειτονιάς σου».
Παρ' όλα αυτά, ο πιο παλιός ακουστικός ήχος των εγγραφών με την Κα Κούλα υστερεί συγκριτικά με τις καινούργιες, ηλεκτρικές πλέον εγγραφές της μουσικής. Η ίδια φαίνεται να αδυνατεί να συναγωνιστεί τις μεγάλες εταιρείες με τον σύγχρονο εξοπλισμό. Η διαμάχη της με τον Μαύρο περνάει και στο δικαστήριο και εκεί ο πρώην συνέταιρός της κάνει μία σκληρή κίνηση: πουλάει όλα τα master της εταιρείας, περίπου 40.000 κόπιες τραγουδιών, σε πολλές και διαφορετικές εκτελέσεις το καθένα, που δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας, αν αναλογιστεί κανείς πως επισήμως είχαν εκδώσει μόνο είκοσι δίσκους, όπως είπαμε. Εν συνεχεία, η Κα Κούλα εντάσσεται ως τραγουδίστρια δημοτικού ρεπερτορίου στην εταιρεία «Victor». Αυτό συμβαίνει δύο με τρεις μήνες μετά το οριστικό κλείσιμο της Panhellenion Record. Δεν είναι μόνο το αδιάψευστο γεγονός πως το τραγούδι ήταν η ίδια η ζωή της Κας Κούλας, αλλά φημολογείται ότι και η Victor της έδωσε πολύ καλά χρήματα, θέλοντας να αναστήσει τον μύθο της.
το κραχ του 29 και η πτώση
Με το διαβόητο οικονομικό κραχ του 1929, διαλύεται το σύμπαν. Οι μουσικοί δεν έχουν δουλειά και η Κα Κούλα χάνει την ενέργειά της. Στο σημείο αυτό δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια η περίοδος που σταματάει το τραγούδι. Πιο πιθανή θεωρείται η διετία 1925-27, πριν από το κραχ δηλαδή και αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου της. Γεγονός είναι όμως πως μέσα στο 1929, παρά τη γενική ακεφιά, εμφανίζεται να τραγουδάει με μεγάλη επιτυχία σε κάποιο θέατρο της Νέας Υόρκης.
Εν τω μεταξύ, η κόρη της έχει παντρευτεί στο Σικάγο έναν Έλληνα επιχειρηματία ονόματι Mitchell (Μιχαλόπουλος), που ασχολιόταν με τις κινηματογραφικές παραγωγές. Λεπτομέρεια: Στο Σικάγο ο Ανδρέας Αντωνόπουλος, στο περιθώριο των μουσικών-καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων του, είχε ανοίξει και ένα εστιατόριο με σουηδική κουζίνα! Η Κα Κούλα, παρηκμασμένη, γνωρίζεται με έναν Αρμένιο ουτίστα, τον Τσάρλι Χεργκάτ ή Τσάρλι το Αρμενάκι, όπως τον ξέρουν στη μουσική πιάτσα. Αυτός είναι ένας περιθωριακός τύπος, αλκοολικός, που λέγεται πως η Κα Κούλα τον περιμάζεψε. Ο μοναδικός επιζών, επίσης, από την οικογένειά του που ξεκληρίστηκε κατά τη γενοκτονία των Αρμενίων. Ως καλός μουσικός, ξεκινάει την επαγγελματική του συνεργασία με την Κα Κούλα. Τότε ακριβώς πεθαίνει ξαφνικά και ο Mitchell, ο άντρας της κόρης της Κας Κούλας, σε ηλικία 52 ετών. Αφήνει στη σύζυγό του ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό ως κληρονομιά, με το οποίο η μητέρα της σκέφτεται να ξαναστήσει δισκογραφική εταιρεία!
η δημιουργία της panhellenic
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι προ των πυλών! Η Κα Κούλα, σε προχωρημένη ηλικία πλέον, έχει αποφασίσει να φτιάξει καινούργια εταιρεία, σε συνεργασία πάντα με τον Τσάρλι το Αρμενάκι. Του δίνει, μάλιστα, και το λαούτο του πεθαμένου συζύγου της για να το μάθει και να παίζει όπως εκείνος. Ομάδα μουσικών η Κα Κούλα είχε οργανώσει πριν ακόμη θελήσει να στήσει εκ νέου εταιρεία. Επειδή πια κουράζεται, έχει προσλάβει κι άλλους τραγουδιστές, τους οποίους εκπαιδεύει. Εξακολουθεί να μοιράζει το ρεπερτόριο και να επιμελείται τις όποιες περιοδείες. Η εταιρεία ονομάζεται «Panhellenic Record» και ουσιαστικά πρόκειται για την παρακμιακή εκδοχή της άλλοτε ένδοξης «Panhellenion». Στα δε τραγούδια που ηχογραφεί γι' αυτήν, φαίνεται το πέρασμα του χρόνου αλλά και το μεγάλο ταλέντο στη φωνή της. Για πρώτη φορά η Κα Κούλα δίνει πραγματικά βήμα σε άλλους τραγουδιστές δίπλα της, όπως ο περίφημος Τζιμ Αποστόλου, που υπήρξε μαθητής της.
Ενδεικτικό του πόσο μέσα στην εποχή της ήταν πάντα η γυναίκα αυτή είναι η ηχογράφηση του τραγουδιού «Συννέφιασε, συννέφιασε», που βγήκε στην Ελλάδα το 1946! Η Κα Κούλα το άκουσε με τη φωνή της Ιωάννας Γεωργακοπούλου και θέλησε να το πει κι εκείνη για την «Panhellenic Record» στις ΗΠΑ. Κι ενώ ο Τζιμ Αποστόλου χρησιμοποίησε το μπουζούκι σε μερικές εγγραφές της εταιρείας, η ίδια συνέχισε να δουλεύει αποκλειστικά με δημοτική ορχήστρα.
η δύση του άστρου της
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 το άστρο της Κας Κούλας δύει οριστικά και αμετάκλητα. Έχει περάσει τα εβδομήντα και πλέον τραγουδάει κάθε καλοκαίρι μόνο σε ξενοδοχείο που βρίσκεται στο τουριστικό θέρετρο Catskills. Σύμφωνα με μαρτυρία της δισέγγονής της, οι τελευταίες εμφανίσεις της είχαν φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Άλλες πληροφορίες θέλουν το όνομά της μεταξύ των χορηγών για το χτίσιμο ελληνορθόδοξης εκκλησίας στην ορεινή περιοχή του Catskills.
Ούσα άρρωστη και με δεδομένο ότι είχε περάσει το προσδόκιμο όριο ζωής της εποχής της, η Κα Κούλα πεθαίνει το 1954 σε ηλικία 76 ετών. Άφησε μία κόρη, την Παρασκευή, έναν εγγονό, τον Ξενοφώντα, που έφυγε πριν από μερικά χρόνια, και μία δισέγγονη, τη Δάφνη, η οποία είναι εν ζωή. Από τη μαρτυρία της γεννημένης το 1947 Δάφνης, που υποστήριξε ότι ήταν επτά ετών όταν πέθανε η προγιαγιά της, συμπεραίνουμε πως το 1954 είναι και η χρονιά του θανάτου της Κας Κούλας. Παρ' όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένα επίσημο έγγραφο-πιστοποιητικό θανάτου. Σύμφωνα επίσης με τη μαρτυρία του Ξενοφώντα, εγγονού της Κας Κούλας, η κηδεία της ήταν μεγαλοπρεπής, με την παρουσία σύσσωμου του ελληνικού μουσικού κόσμου των ΗΠΑ. Ο ίδιος μετέφερε μνήμες, με τη γιαγιά του να τον κρατάει στην αγκαλιά της και να τον νανουρίζει, πάντα με αραβικά τραγούδια. Η Κα Κούλα τάφηκε στη Νέα Υόρκη, μα μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί ο τάφος της.
επίλογος
Το σύνολο των δίσκων που άφησε η Κα Κούλα ξεπερνά τις 250 προσωπικές ηχογραφήσεις. Άλλες τόσες περίπου περιλαμβάνουν οι συμμετοχές της στις εγγραφές των εταιρειών «Orpheum», «Panhellenion» και «Panhellenic». Η Κα Κούλα ξεχώρισε ως Ελληνίδα της Αμερικής, καθώς ακολούθησε το κύμα της μετανάστευσης με σκοπό να κάνει καριέρα στο τραγούδι. Αν ορίσουμε το 1926 ως έναρξη της επίσημης δισκογραφίας στην Ελλάδα, εκείνη ήταν η πρώτη που, μια δεκαετία ακόμα πιο πίσω, οργάνωσε την ελληνική δισκογραφία στην Αμερική. Ήταν τολμηρή, ερευνούσε και αγαπούσε το παραδοσιακό τραγούδι, γνώρισε πλούτη και δόξα, ταξίδεψε πολύ και μοιράστηκε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής και της καριέρας της με έναν μόνο άνθρωπο: τον σύζυγό της, Ανδρέα Αντωνόπουλο. Κι ας είναι πιο «διάσημη» στις μέρες μας η σύγχρονή της, Μαρίκα Παπαγκίκα, λόγω του ότι άφησε διαυγέστερες ηχογραφήσεις της φωνής της, συγκριτικά με τις πιο πεπαλαιωμένες της Κας Κούλας. Ένας χαρακτηρισμός ταιριάζει στην περίπτωση της Κας Κούλας, κι αυτός δεν είναι «το καναρίνι της Αμερικής» που της απέδωσαν τόσο ο αδερφός του παππού μου στα παλιά του γράμματα, όσο και ο Ελληνοαμερικανός δημοσιογράφος Steve Fragos σε άρθρο του τού 1994. Ο χαρακτηρισμός που ταιριάζει απόλυτα στην Κα Κούλα είναι μία λέξη μόνο: Καινοτόμος.
σχόλια