15 σπάνια ελληνικά βιβλία για τη Μουσική

15 σπάνια ελληνικά βιβλία για τη Μουσική Facebook Twitter
1

Στην Ελλάδα κυκλοφορούν (ή έχουν κυκλοφορήσει) εκατοντάδες βιβλία για τη μουσική. Πολλά απ’ αυτά είναι γραμμένα από έλληνες μελετητές, ερευνητές κ.λπ., ενώ άλλα αποτελούν μεταφράσεις ξένων συγγραμμάτων. Επί του παρόντος επέλεξα να παρουσιάσω δεκαπέντε μόλις «μουσικά βιβλία», που τυπώθηκαν στη χώρα μας από πολύ παλαιά έως πρόσφατα, επιχειρώντας το δύσκολο. Να καλύψω τους περισσότερους χώρους, με τις λιγότερες δυνατές επιλογές. Από την κλασική, την pop, το rock, την jazz, το blues, το punk, το hip-hop, την avant-garde και την ηλεκτρονική μουσική, μέχρι το δημοτικό, το ρεμπέτικο ή και το «έντεχνο» τραγούδι… Τα περισσότερα βιβλία με λίγο ψάξιμο εντοπίζονται (κάποια, εξάλλου, είναι πρόσφατα). Όλα, δε, έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Ορισμένα, όμως, έχουν να πουν πολλά σημαντικά… τόσο πολλά, ώστε να ξεπερνούν τα όρια ενός απλού μουσικού συγγράμματος.

1.

«Ιστορία της Νεοελληνικής Μουσικής 1824-1919/ Τεύχος Πρώτον»

Θεόδωρος Ν. Συναδινός

Τύποις «Τύπου», Αθήνα 1919

 

Πρόκειται για ένα βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν έναν αιώνα περίπου(!) και στο οποίο επιχειρείται η περιγραφή της πορείας της ελληνικής μουσικής και του τραγουδιού στα πρώτα εκατό χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Συγγραφέας ο Θεόδωρος Ν. Συναδινός (1880-1958).

Ο Συναδινός υπήρξε μία τρανή θεατρική και συγγραφική προσωπικότητα, υπηρετώντας την Τέχνη για περισσότερο από 50 χρόνια. Από το βιογραφικό του, που δημοσιεύεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, μαθαίνουμε πως ξεκίνησε να σπουδάζει Νομικά στην Αθήνα το 1897 και πως το 1904 γίνεται συντάκτης στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη – για να γίνει λίγο αργότερα αρχισυντάκτης, θέση την οποία διατήρησε έως το 1914. Διετέλεσε, επίσης, διευθυντής και εκδότης πολλών εφημερίδων και περιοδικών, ενώ ως θεατρικός συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε το 1911, με δεκάδες έργα του να ανεβαίνουν στις αθηναϊκές σκηνές από τους καλύτερους θιάσους της εποχής (Μαρίκας Κοτοπούλη, Κυβέλης, Βασίλη Αργυρόπουλου, Βασίλη Λογοθετίδη, Γιώργου Παππά, Βάσως Μανωλίδου…).

Ο Συναδινός διακρίνει τρεις περιόδους στην ιστορία της νεοελληνικής μουσικής. Από την απελευθέρωση της χώρας μέχρι το 1871 (ίδρυση του Ωδείου Αθηνών), από το 1871 έως το 1891 (εποχή της αναδιοργάνωσης του Ωδείου) και από το 1891 έως τα χρόνια του, όταν διέπρεπαν οι μουσουργοί Σπυρίδων Σαμάρας, Διονύσιος Λαυράγκας, Γεώργιος Λαμπελέτ, Μανώλης Καλομοίρης και Δημήτριος Λιάλιος. Ο Συναδινός γράφει για τη μουσική στο θέατρο και βεβαίως για το μουσικό θέατρο, δίχως να απαξιώνει άλλες, πιο λαϊκές, μουσικές εκφάνσεις, έχοντας ως βασική αρχή στην έρευνά του το γεγονός πως… «η μουσική είνε τέχνη εκ του λαού ερχομένη, όπως όλαι αι τέχναι». Κάτω απ’ αυτό το σκεπτικό βρίσκει θέση στο βιβλίο του και το λαϊκό τραγούδι της εποχής (δεν συζητάμε για… μπουζούκια, καθώς το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1919), με τον συγγραφέα να σημειώνει:

«Πολλοί νομίζουν ότι ο λαϊκός τραγουδιστής δεν είνε σοβαρός καλλιτέχνης. Πόσον είνε απατημένοι. Ένα λαϊκό τραγούδι πολλάκις έχει μεγαλυτέραν αξίαν από μίαν πολύπρακτον όπεραν».

Κάτω απ’ αυτό το σκεπτικό στη μελέτη του Θεόδωρου Συναδινού βρίσκουν θέση και οι πρωτομάστορες τραγουδοποιοί Κωνσταντίνος Πορφυρόπουλος (εκ Πατρών, πέθανε φθισικός), Τιμόθεος Ξανθόπουλος, Νικόλαος Κόκκινος κ.ά.

 

2.

«Εισαγωγή στο Νόημα της Μουσικής»

Sidney Finkelstein

Άτλας, Αθήνα 1956

μτφ. Μανώλης Κορνήλιος

Μουσικοκριτικός μεγάλης φήμης, οργανωμένος στο CPUSA (Αμερικανικό Κομμουνιστικό Κόμμα), «μαυροπινακισμένος», αλλά και στέλεχος της εταιρείας Vanguard, ο Sidney Finkelstein υπήρξε μία σημαντική προοδευτική φωνή στην μουσική Αμερική για μισό σχεδόν αιώνα, αφήνοντας ως παρακαταθήκη τα βιβλία και τα κείμενά του.

Το 1952 όταν γράφτηκε το «How Music Expresses Ideas» [International Publishers], εκείνο που αποκαλούμε «μουσική μελέτη» αφορούσε κατ’ ουσίαν στη λεγόμενη κλασική, και μαζί μ’ αυτή και στην… πρωτοποριακή ουρά της (όσο εκείνη είχε αναπτυχθεί έως τα μέσα του 20ου αιώνα). Η pop δηλαδή (ακόμη κι αν αναφερόμαστε σ’ εκείνη της Tin Pan Alley) δεν είχε τρίξει ακόμη τα δόντια της, ενώ η αφροαμερικανική μουσική (τα spirituals, τα blues, η jazz κ.λπ.), για την οποία ο Finkelstein φυλάει αρκετές σελίδες στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, δεν αντιμετωπίζεται ως μέρος του σώματος της κυρίαρχης pop, αλλά ως η μουσική του κυνηγημένου και του καταπιεζόμενου.

Παρότι, λοιπόν, ο κύριος όγκος του βιβλίου σχετίζεται με την κλασική μουσική, αφού εξετάζονται, πρωτίστως μέσα από ένα κοινωνικό πρίσμα, οι μουσικές των Bach, Mozart, Beethoven, Berlioz, Liszt, Verdi κ.ά., φθάνοντας μέχρι τους Bartók, Σοστακόβιτς, Schoenberg και Στραβίνσκι, οι παρατηρήσεις του Finkelstein είναι καίριες και ουσιαστικές, καθότι ο συγγραφέας δεν πολυλογεί γύρω από την αισθητική αφού επιχειρεί να δει πίσω από τα πράγματα – να εφαρμόσει δηλαδή την μαρξιστική διαλεκτική, προκειμένου αιτιολογήσει την παρουσία ενός έργου μέσα στην κοινωνική εξέλιξη.

Ανεξάρτητα από το αν συμφωνούμε ή όχι με τις προσεγγίσεις τού αμερικανού μελετητή εκείνο που έχει αξία, εδώ, να τονιστεί είναι πως το βιβλίο του Finkelstein είναι, ενδεχομένως, το πρώτο που τυπώθηκε ποτέ στην γλώσσα μας και που εξετάζει τα κοινωνικά ζητήματα που περιπλέουν τη μουσική ως καίρια συστατικά της ύπαρξής της. Και τούτο είναι που έχει την πιο μεγάλη σημασία. (Το βιβλίο εντοπίζεται και σε έκδοση του 1990).

3.

«Μουσική για τις Μάζες»

Μίκης Θεοδωράκης

Ολκός, Αθήνα 1972

 

Το «Μουσική για τις Μάζες» είναι ένα ιστορικό βιβλίο. Ένα θρυλικό βιβλίο. Κυκλοφορεί, επί χούντας, από τις εκδόσεις Ολκός όταν η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι απαγορευμένη, και συμβάλλει (και αυτό) στην διαμόρφωση της αντιδικτατορικής πάλης, που θα οδηγούσε ένα χρόνο αργότερα στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. (Να σημειώσω, επίσης, πως αποσπάσματα του βιβλίου δημοσιεύτηκαν την ίδιαν εποχή στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αντί», τον Μάιο του 1972 – με το καθεστώς να μην επιτρέπει, στην πορεία, την κυκλοφορία επόμενου τεύχους και όχι μόνο γι’ αυτό το λόγο).

Το «Μουσική για τις Μάζες» ξεκινά με την εξής προμετωπίδα (για να αντιληφθούμε και τη συγκυρία κάτω από την οποία γράφτηκε):

«Όταν ο λαός και το Έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός. Παλεύει μαζί με το λαό μαζί με το Έθνος στην πρώτη γραμμή. Και τότε η κουλτούρα γίνεται μαχόμενη».

Προπύργιο της μαχόμενης κουλτούρας υπήρξε φυσικά το λαϊκό τραγούδι, το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι (εκείνο που ονομάστηκε «έντεχνο») και το οποίο κατά τον Θεοδωράκη σήμαινε… «επιστροφή στις εθνικές μελωδικές ρίζες, με τη βυζαντινή και τη δημοτική μελωδία», όπως και «σύζευξη με την ποίηση και τα προβλήματα του έθνους».

Στο βιβλίο αναλύονται «Το Άξιον Εστί» (ως ένα βήμα προς την μετασυμφωνική μουσική) και το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» (ως «μια πρώτη συνειδητή προσπάθεια, για τη δημιουργία μιας σύγχρονης τραγωδίας και ενός σύγχρονου λυρικού θεάτρου, που να στηρίζεται, επίσης, πάνω στο σύγχρονο λαϊκό»), με το τρίτο κεφάλαιο («Η μουσική μας κληρονομιά») και το Παράρτημα να εμβαθύνουν στις επιδράσεις που άσκησαν στο θεοδωρακικό έργο η βυζαντινή και η δημοτική παράδοση.

Ο Θεοδωράκης εντάσσει τον προβληματισμό του μέσα στο γενικότερο κλίμα της αναμόρφωσης της λαϊκής μουσικής στη Δύση, γράφοντας για την… «εκπληκτική επιτυχία του αγγλόφωνου λαϊκού τραγουδιού, ιδιαίτερα ανάμεσα στην παγκόσμια νεολαία, όπως το απέδωσαν μια σειρά συγκροτήματα, ερμηνευτές και συνθέτες, από τους Μπητλς έως την Τζόαν Μπαέζ και τον Μπομπ Ντύλαν»… αλφαδιάζοντας (και σωστά) τη δική του (τότε) μουσική με το ροκ και τη φολκ της (μαχόμενης) αντικουλτούρας.

4.

«Η Αισθητική της Ρωμιοσύνης, Το δημοτικό τραγούδι κάτω από το φως της πάλης των σύγχρονων ιδεών»

Γιώργος Διζικιρίκης

Φιλιππότης, Αθήνα 1983 

«Μια νύχτα περνώντας ο Κολοκοτρώνης με τ’ ασκέρι του κοντά από το μοναστήρι της Βελανιδιάς, θέλησε να στείλει μήνυμα στον ηγούμενο για να του ζητήσει μερικά καρβέλια και τυριά για τα πεινασμένα παλικάρια του. Είπε στον γραμματικό του –λογιότατο της εποχής– να συντάξει το μήνυμα. Και ο λογιότατος γιόμισε δυο κατεβατά αρχαιόπρεπες ελληνικούρες. Έφριξε ο Γέρος. Άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψε με τα κολυβογράμματά του, τρεις λέξεις: ‘Γούμενε, τυρί, Κολοκοτρώνης’. Και το ’στειλε στο μοναστήρι μ’ ένα από τα παλικάρια του.

Αντί για κάποιον ορισμό της Ρωμιοσύνης, προτιμώ αυτή την απτή εικόνα της. Μου φαίνεται πιο άμεση και περισσότερο αποδεικτική. Ο όρος, όπως είναι γνωστό, προκάλεσε ατέρμονες συζητήσεις, αμφιλογίες, αντιρρήσεις, κατηγορίες για ανθελληνική ιδεολογία.

Σήμερα είμαστε πια βέβαιοι: η λέξη ‘ρωμιοσύνη’ εκφράζει τις μεγάλες αγωνιστικές ώρες του ελληνισμού, και είναι δεμένη με την ιστορία του, τη γλώσσα και την ποίησή του. Είναι ο ίδιος ο μαχόμενος και ποιητάρης λαός, που ζει τις συνταρακτικές ώρες του για ανάταση και αντίσταση στο δυνάστη. Σ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές της Ρωμιοσύνης ανήκει και το δημοτικό τραγούδι. Βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του χειμαζόμενου λαού, κάτω από το ζόφο μιας τριπλής και ανελέητης δυνάστευσης: του Τούρκου φεουδάρχη, του τουρκεμένου Έλληνα κοτζάμπαση και του ανώτερου εκκλησιαστικού κατεστημένου. Μερικά απ’ αυτά τα τραγούδια είναι μέτρια, ή άλλα ίσως και κακότεχνα. Όμως αρκετά απ’ αυτά –τα πιο καλά δείγματα αυτής της λαϊκής ποίησης– είναι αληθινή ‘αγιοσύνη της ψυχής’, για να αναφερθώ σε μια σολωμική έκφραση, και ανήκουν σε μια ποιητική που στηρίζεται σ’ αυτό που ο Μπαρτ ονομάζει σχετλιαστικά: ‘αισθητική του κοινού’».

Μετέφερα λίγα λόγια από τον κατατοπιστικό πρόλογο τής «Αισθητικής της Ρωμιοσύνης», γραμμένο από μία σημαντική προσωπικότητα. Έναν από τους ελάχιστους έλληνες διανοούμενους που ασχολήθηκαν σοβαρά με τα θεωρητικά ζητήματα της Τέχνης, τον δοκιμιογράφο και σκηνοθέτη Γιώργο Διζικιρίκη (1921-2008). Ψάξτε αυτό το βιβλίο…

 

5.

Το Τέλος της Μουσικής

μτφ. Φίλιππος Τριανταφυλλίδης

Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1989

 

Πρόκειται για ένα «ελευθεριακό» ανάγνωσμα που επικεντρώνεται στο βρετανικό punk και το new wave της δεκαετίας 1975-1985. Το βιβλίο, που δεν έχει συγγραφέα (τα κείμενα προέρχονται από μπροσούρες), χωρίζεται σε δύο βασικά κεφάλαια, με το πρώτο να τιτλοφορείται «Το τέλος της μουσικής» (εκεί υπάρχουν τα υποκεφάλαια «Η επανάσταση της καθημερινής αλλοτρίωσης», «Οι αποχαυνωμένοι λευκοί και το πανκ», «Επαναστατική μουσική και κρατική ηθική», «Μουσική όλη τη μέρα κάνει τον… τεμπέλη πέρα») και το δεύτερο «Ο αργός θάνατος του rock n’ roll». Στο βιβλίο διαβάζουμε κάποια ενδιαφέροντα πράγματα... Να ένα…

«Από τότε που πρωτοεμφανίστηκε το πανκ, περισσότεροι, απ’ όσο ποτέ άλλοτε, μουσικοί στο Ενωμένο Βασίλειο έσπευσαν να δώσουν την υποστήριξή τους σε μια πολύ θολή σοσιαλιστική υπόθεση, που παρά τις αναρχικές ετικέτες, πιστεύεται ότι θα υλοποιηθεί μέσα από έναν πολιτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Συγκροτήματα όπως οι Specials, οι Jam, οι GangofFour, οι TomRobinsonBand κ.ά. σύρθηκαν σε οπερετικές καμπάνιες (π.χ. για τον ρατσισμό, την ανεργία, τον πυρηνικό αφοπλισμό) σκηνοθετημένες από τους τροτσκιστές, την κεντροαριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος και τα συνδικάτα. Χωρίς καμιά εξαίρεση εκφυλίστηκαν σε ακατάληπτα, αρνητικά, αλλά παρ’ όλα αυτά ευρείας υποστήριξης ρεύματα, που εμπόδισαν τελικά αυτές τις πολιτικές οργανώσεις (ακόμη και στην περίοδο όπου η Θάτσερ ήταν στο απόγειό της) ν’ ανακτήσουν το παλιό τους γόητρο. Τα βρετανικά συγκροτήματα μοιάζοντας κάπως με τις ‘συνειδητές’ (μαρξιστικές-λενινιστικές) εκκλήσεις της μαυροντυμένης Μπιάνκα Τζάγκερ υπέρ των φτωχών της Λατινικής Αμερικής, κατέληξαν απλά στο ένα χέρι να κρατούν το δίσκο για τα κέρματα, και στο άλλο τα σχέδια της εξοχικής τους κατοικίας.(…) Οι Γιάνκηδες (σ.σ. Αμερικανοί) αναγνωρίζουν ακόμα ότι η μουσική εμπεριέχει ένα κάποιο ανατρεπτικό δυναμικό, ενώ οι Τόμμυδες (σ.σ. Εγγλέζοι), τέτοιες απόψεις τις πετούν κατ’ ευθείαν από το παράθυρο»

 

6.

«Από το Μπλουζ στο Ροκ»

Νταίηβιντ Χατς, Στήβεν Μίλγουωρντ

Πρίσμα, Αθήνα 1994

μτφ. Άννα Φυτά

 

Κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο, δηλαδή διεισδυτικότερο βιβλίο από το κλασικό «Ο Ήχος της Πόλης» του Charlie Gillett (που κυκλοφόρησε και αυτό στη γλώσσα μας το 1994 από τα Νέα Σύνορα σε μετάφραση Χίλντας Παπαδημητρίου), το «Από το Μπλουζ στο Ροκ» είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα μέσα από το οποίο εξυφαίνεται η ιστορία του rock – ο τρόπος, δηλαδή, που μετατράπηκε το blues σε rock, αλλάζοντας το χάρτη της παγκόσμιας «δημοφιλούς μουσικής» εξ ολοκλήρου και για πάντα.

Στην αφήγηση των Hatch και Millward ανακατεύεται με μαεστρία όλη η γκάμα του αγγλοσαξωνικού τραγουδιού και της μουσικής, ξεκινώντας από τα ανώνυμα λαϊκά τραγούδια του 19ου αιώνα και φθάνοντας μέχρι το punk και το new wave.

Οι συγγραφείς προβαίνουν σε προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις, προτείνοντας μιαν άλλη ανάγνωση της συγκεκριμένης μουσικής ιστορίας.

Βασικά δεν διαχωρίζουν το «μαύρο» από το «λευκό» στυλ, αντιμετωπίζοντας την μουσική εξέλιξη ως ανεξάρτητη των ορίων της ράτσας. Σημειώνουν μεταξύ άλλων:

«Η έννοια της μαύρης μουσικής θεωρείται αυτονόητη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η οποιαδήποτε αμφισβήτηση της υπεροχής της ισοδυναμεί με αίρεση. Αυτή η κατάσταση πιστοποιείται από το ότι η συνεισφορά των λευκών στο μπλουζ ή ακόμη και στο ροκ εντ ρολ συχνά αγνοείται ή υποτιμάται κατάφωρα.(…) Είμαστε φυσικά, ακόμη και σήμερα, της γνώμης ότι αυτοί που χαρακτηρίστηκαν ως μαύροι έχουν προσφέρει τα μέγιστα στην ανάπτυξη της ποπ μουσικής από τις πρώτες κιόλας μέρες της. Αυτή η άποψη όμως δεν δικαιολογεί απαραίτητα ούτε την απόρριψη των επιτευγμάτων των λευκών μουσικών, ούτε τον καθαγιασμό όλων των μαύρων εκτελέσεων. Ο αντίστροφος ρατσισμός δεν είναι λιγότερο προσβλητικός από άλλες μορφές διάκρισης»… καταλήγουν… πριν συνεχίσουν…

7.

«Ωκεανός του Ήχου/ Αιθέριες συνομιλίες, περιβαλλοντικοί ήχοι & φανταστικοί κόσμοι»

David Toop

Οξύ, Αθήνα 1998

μτφ. Ηρακλής Ρενιέρης

 

Ένα από τα σημαντικότερα περί μουσικής βιβλία, που μεταφράστηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Ο «Ωκεανός του Ήχου» του Βρετανού David Toop είναι ένα σύνθετο και απαιτητικό ανάγνωσμα που προϋποθέτει την πλήρη συμμετοχή εκείνων που θέλουν, πραγματικά, να το απολαύσουν (το name dropping είναι ακατάπαυστο και για τούτο απαιτείται σημαντική προπαίδεια).

Τα πλεονεκτήματα του «Ωκεανού» πηγάζουν, βασικά, από την ίδια την προσωπικότητα του συγγραφέα. Κατ’ αρχάς ο Toop δεν ήταν μόνον αρθρογράφος στο Wire, το Face, το Mixmag και σε άλλα έντυπα του «παγκόσμιου χωριού». Ήταν (είναι) ο ίδιος μουσικός, ήταν (είναι) ο ίδιος ακροατής, εις βάθος, της μουσικής και κυρίως ήταν (είναι) άνθρωπος με κρίση και ευαισθησίες.

Τι να τον κάνεις φερ’ ειπείν τον Χ,Ψ,Ω που μπορεί να έχει ένα κάρο δίσκους, και το μόνο που τον νοιάζει είναι πώς θα τους κάνει περισσότερους; Και πάλι, ποιος είναι αυτός που μπορεί να θίγει ανερυθριάστως θέματα περί μουσικής, όταν έχει αγοράσει 20 δίσκους όλους κι όλους στη ζωή του και τους οποίους, πάντα, θα συμπεριλαμβάνει στη λίστα με τα… 20 «καλύτερα άλμπουμ» που έχει ποτέ ακούσει;

Ο Toop, με απλά λόγια, εξηγεί γιατί απαιτούνται και τα δύο. Και πλατιά γνώση της ιστορίας της μουσικής και κρίση, που να μπορεί να βάλει «τάξη» στο χάος. Δυο-τρία tips από το βιβλίο, που λειτουργούν ως μόνιμοι οδηγοί:

α. «Η Αμερική, ιδίως η Αμερική, είναι γεμάτη εκκεντρικούς, ψυχεδελικούς οραματιστές, συνομωσιολόγους και απομονωμένους τρελάρες, που αυτοχρίζονται πνευματικοί ηγέτες εκκλησιών με μέλη δι’ αλληλογραφίας και μοιράζουν φιλοσοφία που τους διοχετεύτηκε από περαστικά ΑΤΙΑ, σε ενεργειακά ρεύματα παραφροσύνης, προβλέποντας το τέλος του κόσμου, την επάνοδο του Χρυσού Αιώνα»,

β. «Η τεχνολογία μάς έχει μεταμορφώσει σε γίγαντες, σε βιονικούς υπερανθρώπους, απάτριδες δορυφόρους, πανταχού παρόντες και παραμιλούντες. Ακουγόμαστε μεγαλύτεροι απ’ ό,τι είμαστε, δυνατότεροι, αλλαγμένοι ή πολλαπλασιασμένοι, ή μαζευόμαστε τρομαγμένοι από τον χείμαρρο των πληροφοριών. Την χρησιμοποιούμε για να προστατευόμαστε και να απομονωνόμαστε, αρθρώνοντας επιθυμίες οι οποίες έχουν καταπνιγεί από την ίδια, στην προσπάθειά μας να αντικαταστήσουμε την απομόνωσή μας με ένα είδος τεχνολογικής πνευματικότητας, χρησιμοποιώντας αντιφατικά μηνύματα για να εκφράσουμε συγχύσεις για τις οποίες η ιστορία δε μας έχει προετοιμάσει»,

γ. «Μια τέχνη βασισμένη μόνο στην παρατήρηση της φύσης θα ’πρεπε να μας κάνει να θυμηθούμε την αρχαία Κίνα, όταν οι ακόλουθοι του Κομφούκιου κατηγορούσαν τους Ταοϊστές ότι βυθίζονταν στη φύση αγνοώντας την κοινωνία».

 

8.

«Fight the Power, Η συναρπαστική διαδρομή της κουλτούρας του hip-hop»

ChuckD

Οξύ, Αθήνα 1998

μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς

 

Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του «μαύρου εθνικισμού», από τα χρόνια του ’60 έως και σήμερα, είναι ότι κατόρθωσε στο επίπεδο της καθημερινής επικοινωνίας να στηρίξει την άποψη που λέει ότι κάθε φορά που κάποιος (λευκός) θα επιχειρήσει να κάνει ακόμη και καλοπροαίρετη κριτική στα έργα και τις ημέρες των μαύρων ηγετών της κοινωνίας και της τέχνης, θα έχει αυτομάτως εγκολπωθεί την ταυτότητα του ρατσιστή.

Αυτό το «σχήμα» λειτούργησε αποτελεσματικά για κάμποσα χρόνια, και καλώς δηλαδή, γιατί δημιούργησε μιαν υπεροχή ευαισθησίας, σε παγκόσμιο επίπεδο, γύρω από τα προβλήματα της μαύρης κοινωνίας και βοήθησε φιλολογικώ τω τρόπω –γιατί, πρακτικά, πολλοί μαύροι εξακολουθούν να καθαρίζουν καμπινέδες στην Αμερική– στην προσπάθεια επούλωσης της φυλετικής πληγής.

Η τακτική όμως αυτή του επώδυνου πολλές φορές λέγε-λέγε συσσώρευσε με τα χρόνια κάποια νέα, και άλλου τύπου ζητήματα, αδυνατώντας συγχρόνως να δώσει διέξοδο στις παλαιότερες ανάγκες.

Έτσι, η μαύρη πνευματική ηγεσία πέρασε, σχεδόν ανεπαίσθητα, από την κατάδειξη του προβλήματος στο ξεπέρασμά του μέσα από τα θέσφατα του «αφροκεντρισμού», υιοθετώντας την φραστική υπερβολή (στην μετά-Black Panther Party εποχή), όντας εν αμύνει μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων.

Η υπερβολή, όμως, δεν μπορεί να λειτουργεί ως αυτοσκοπός και ο Chuck D (η εμπροσθοφυλακή των Public Enemy) το ξέρει καλά όταν τραγουδά… «Ο Elvis(…) ήταν ρατσιστής και δεν το έκρυβε/ αυτός ο γαμιόλης ήταν απλοϊκός και ξεκάθαρος/ τον γαμώ κι αυτόν και τον JohnWayne μαζί». (Στη συνέχεια στο βιβλίο εξηγεί πως στόχος του δεν ήταν ο Elvis, αλλά ο Elvis ως… θεσμός).

Γράφει πολλά ενδιαφέροντα ο Chuck D στο «Fight the Power» όπως ότι… «αν η νοημοσύνη του κόσμου προσβάλλεται διαρκώς από σκουπίδια, τότε αυτό που θα ζητήσει να δει θα είναι σκουπίδια», ή πως… «πρέπει να αναγκάσουμε τη σημερινή νεολαία να στρωθεί και να διαβάσει» και άλλα τινά, όμως αδικεί τον εαυτό του όταν υποστηρίζει πως… «αν δεν εκπαιδεύσουμε την μαύρη νεολαία, από την μαύρη σκοπιά πάμε χαμένοι».

Το να εκπαιδεύεις όμως κάποιον από οποιαδήποτε σκοπιά ένα στόχο έχει μόνο. Να τον κάνεις υποχείριό σου. Αυτή η λογική στην τελική της διάσταση είναι η λογική του φασισμού και της βίας. Και ξέρουμε καλά πώς αναπτύσσονται κάτι τέτοιες απόψεις εκεί που η πίεση, το στρίμωγμα και η έλλειψη ευκαιριών αποτελούν κοινό τόπο. Είτε μιλάμε για τα γκέτο του Σικάγο, είτε για τις κοντινότερές μας γειτονιές του Περάματος ή της Νίκαιας.

9.

«Η Ελληνική Παράδοση στις Μουσικές Γραφές του Μεσαίωνα, Εισαγωγή στη Νευματική Επιστήμη»

Κωνσταντίνος Φλώρος 

Εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1998

 

Η μουσική, από αρχαιοτάτων χρόνων, συμπυκνώνει τις εναγώνιες προσπάθειες του ανθρώπου να επικοινωνήσει με το επέκεινα. Είναι η μεταγλώσσα μέσω της οποίας καθίσταται εφικτή η επαφή με το θείο, ο κώδικας επαναπροσδιορισμού της σχέσης μας με την Ύπαρξη και την Αλήθεια.

Για να το επιτύχει αυτό η μουσική, από την εποχή των Πυθαγορείων και των Πλατωνιστών, συνδέεται άμεσα με τις σύγχρονές της αστρονομικές και μαθηματικές παρατηρήσεις, οικοδομώντας το δικό της συντακτικό, τη δική της σημειογραφία – μέσα από την οποία (σημειογραφία) μυστικοποιείται, κατά βάση, η έννοια και η ουσία του Αριθμού.

Δομικά στοιχεία αυτής της σημειογραφίας αποτέλεσαν τα νεύματα, τα φθογγόσημα, μέσω των οποίων ιχνογραφήθηκε αρχικά η μουσική του χριστιανικού Μεσαίωνα (από τον 8ον μ.Χ. αιώνα κι εντεύθεν).

Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φλώρουξεκινά ακριβώς από ’κει.

Επιχειρεί να καταδείξει με τρόπο επιστημονικό, μακριά από θρησκευτικές ιδεοληψίες και εθνικιστικές κορώνες –η ανάγνωση αποτελεί αγαλλίαση ψυχής– την ιστορική πορεία των ελληνικών νευμάτων και πώς πάνω σ’ αυτά βασίστηκαν οι παλαιοσλαβικές σημειογραφίες, αλλά και ολόκληρο το γρηγοριανό μέλος. Αυτό επετεύχθη μέσα από τις πολυετείς προσπάθειες του καθηγητή Φλώρου, προς την κατεύθυνση αποκρυπτογράφησης των παλαιοβυζαντινών και παλαιοσλαβικών σημειογραφιών και κυρίως μέσα από την ανατροπή μιας επί χρόνια παγιωμένης αντίληψης, που αφορούσε στην αυτόνομη εξέλιξη των λατινικών νευμάτων.

Σε μιαν εποχή όπου ο οικονομισμός της Δύσης επικρέμεται σαν λαιμητόμος πάνω απ’ τα κεφάλια μας, και με την Ανατολή να μάχεται εκ νέου για μια θέση στην παγκόσμια σκακιέρα, το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φλώρου, με την αναπόδραστη βουτιά στο πνευματικό-μουσικό παρελθόν, φαίνεται πως αποκτά και πάλι μιαν επιπρόσθετη αξία.

10.

«Δοκίμια πριν τη σονάτα»

Charles Ives

Άκρον, Καλαμάτα 2001

μτφ. Σπύρος Φέγγος

 

Πρόκειται, γενικώς, για ένα παράξενο ανάγνωσμα, γραμμένο από τον τρανό αμερικανό συνθέτη Charles Ives (1874-1954). Παράξενο γιατί, ενώ πρόκειται για το συγγραφικό έργο ζωής ενός ανθρώπου της μουσικής –άρα θα περίμενε κάποιος, και σωστά, άμεσες αναφορές σε σχετικούς προβληματισμούς–, εντούτοις, τα «δοκίμια πριν τη σονάτα» είναι επί της ουσίας ένα σύνολο φιλοσοφικών καταγραφών, που θα μπορούσε να διαβασθούν ανεξαρτήτως των όποιων/κάποιων, αναμενόμενων ή όχι, μουσικών στοχεύσεων.

Ο Ives υπήρξε ένας εντελώς ιδιότυπος συνθέτης. Η εμπειρική του σχέση με τη μουσική, η σθεναρή αντίδρασή του απέναντι σε κάθε ακαδημαϊσμό και η διάθεσή του να κινηθεί έξω από κάθε συμβατικότητα δεν ήταν προϊόν κάποιος προχωρημένης μουσικής αντίληψης, που στόχευε εξ αρχής στη δημιουργία μιας καινούριας γλώσσας, αλλά μία φυσική διαδικασία, που συντελέστηκε με αθόρυβο τρόπο.

Αυτό εξηγεί και εξηγείται από το γεγονός ότι ο Ives δεν αισθάνεται ως συνεχιστής καμμίας μουσικής παράδοσης, δεν νοιώθει ως διάδοχη κατάσταση κανενός προγενέστερου συνθέτη (παρ’ εκτός, ίσως, του πατέρα του!), δεν επεκτείνει καμμία στο μέλλον σύγχρονή του ανησυχία.

Δημιουργεί εκ του μηδενός (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι χρησιμοποιεί την πολυτονικότητα είκοσι χρόνια πριν από τον Milhaud και τον Στραβίνσκι, ανακαλύπτει την ατονικότητα δέκα χρόνια πριν από τον Schoenberg «παίζει» με το κολάζ σχεδόν τριάντα χρόνια πριν από την εμφάνισή του στην avant-garde, ενώ μιλά για ηχητικά “cosmic landscapes” ήδη από το 1906!), κινούμενος από μία ιδεαλιστική αντίληψη, που θέλει τη μουσική ως άμεση προέκταση της ζωής και όχι ως παρεπόμενό της.

Ήταν φυσικό, λοιπόν, ν’ αναζητήσει τις πηγές τής αληθινής, προσωπικής δημιουργίας του στους υπερβατικούς φιλοσόφους, συγγραφείς, ποιητές και διανοητές της Νέας Αγγλίας (Ralph Waldo Emerson, Henry David Thoreau, Amos Bronson Alcott…), στον τόπο που γεννήθηκε δηλαδή και έζησε για πάρα πολλά χρόνια.

Η ουσία, δε, όλων αυτών φαίνεται να περικλείεται στο ακόλουθο: «ίσως η Τέχνη γεννηθεί τη στιγμή που χαθεί και ο τελευταίος άνθρωπος που είναι πρόθυμος να κερδίσει τα προς το ζην από αυτήν».

Κάτω απ’ αυτήν την ιδεαλιστική ομπρέλα, ο Ives, που υπήρξε συνάμα ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

11.

«Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια»

Ροβήρος Μανθούλης

Εξάντας, Αθήνα 2006

 

Ενδιαφέρον ανάγνωσμα πουαποτελεί, από τη μια μεριά, το χρονικό της εξέλιξης των γυρισμάτων της διάσημης ταινίας του έλληνα σκηνοθέτη «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια», όπως και του ντοκιμαντέρ «Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή» (αμφότερα από το 1973), και από την άλλη μια εμπειρική απόπειρα κοινωνιολογικής καταβύθισης στις ευρύτερες «αλήθειες» της αφροαμερικανικής μουσικής κουλτούρας και παράδοσης. Οι απόψεις τού Μανθούλη, που λειτουργούν συχνά με την συμπυκνωμένη δύναμη του σλόγκαν, έχουν αναμφισβήτητη δημοσιογραφική αξία. Να μερικές:

«Η γενιά της αμφισβήτησης άκουγε ποπ και ροκ, οι μικροαστοί φανκ, σόουλ και Τζέιμς Μπράουν»

«Εμείς λέμε ‘τα μπλουζ’, στα αγγλικά η λέξη είναι στον ενικό»

«Όσο τα μπλουζ ανεβαίνανε στα βόρεια και στις μεγαλουπόλεις χάνανε την αθωότητα της υπαίθρου και ερχόμενα σε επαφή με πιο επαγγελματίες μουσικούς κερδίζανε σε τεχνική και ύφος»

«Τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ δεν μεταφράζονται»

«Η λαϊκή ποίηση απευθύνεται σε κοντινούς ανθρώπους, δεν γράφεται για το ευρύ κοινό»

«Όταν σφίγγουν τα δόντια οι μπλούζμεν αυτολογοκρίνονται»

«Στις αμερικανικές φυλακές οι τρόφιμοι είναι μαύροι κατά 80%»

«Τα μπλουζ έχουν δύο ρίζες, τα τραγούδια της δουλειάς δηλαδή τα worksongs, και το γκόσπελ, τους θρησκευτικούς ύμνους»

«Η Αμερική έχει ένα καλό: τις δημόσιες σχέσεις»

«Τα μπλουζ είναι μοιρολατρικά τραγούδια, δεν έχουν διέξοδο, μόνο ο Μπι Μπι Κινγκ κατάφερνε, όταν ήθελε, να τα γυρίσει σε ποζιτιβίστικη γιορτή»...

12.

«Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο (1929-1959)» 

Κώστας Βλησίδης (επιμέλεια)

Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Αιώνα, Αθήνα 2006

 

Ο τίτλος του βιβλίου τα λέει όλα. Κείμενα δημοσιευμένα τη συγκεκριμένη 30ετία, τα οποία ο ερευνητής τα ανασύρει αυτούσια και χωρίς ιδιαίτερες αξιολογικές κρίσεις, παραθέτοντάς τα σε απλή χρονολογική σειρά.

Από τα «Τραγούδια του μπαγλαμά» (Μπουκέτο, 1929) του Κώστα Φαλτάιτς, μέχρι το «Μύηση στο ρεμπέτικο» (Εκλογή, 1959) του Παύλου Δημητρίου (ψευδώνυμο του Ρένου Αποστολίδη), 66 ρεμπέτικες τοποθετήσεις έρχονται όσο να ’ναι να πλουτίσουν τις γνώσεις μας για το είδος, ή, μάλλον –λάθος(!)– να μας προμηθεύσουν στοιχεία για το σκοτάδι και τη μαυρίλα που περιστρεφόταν στα κεφάλια των μουσικοκριτικών της περιόδου (να μη βάλω εισαγωγικά στο… μουσικοκριτικών, από σεβασμό και μόνο σε πεθαμένους ανθρώπους), απολογητές συνήθως ενός «υψηλού» υποτίθεται γούστου, ανακατεμένου με μπόλικη εθνικιστική αμετροέπεια.

Είναι, πράγματι, εντυπωσιακό το γεγονός πως σ’ ένα βιβλίο 250 σελίδων, δεν βρέθηκαν συνολικά περισσότερες από 2-3, που να έχουν κάτι διαχρονικό και εν ισχύι να διηγηθούν ή να προτείνουν (ουδεμία μομφή, εννοείται, για τον ερανιστή), αφού ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες αποτιμάται θετικά το ρεμπέτικο, σπανίως ξεφεύγουμε από το προφανές, το φολκλόρ ή την υπερβολή.

Το να τα ρίχνεις όμως στους… εν τόπω χλοερώ, δεν είναι πάντα πρέπον. Γι’ αυτό και σταχυολογώ δυο-τρεις κουβέντες που έχουν κάποιο νόημα, πέραν από εποχές, και οι οποίες δείχνουν πως το να σκέφτεσαι με… ανοιχτά τα μάτια, θα είναι ες αεί σπάνιο. Σπανιότερο ακόμη και από τα κείμενα που ανθολογεί ο Βλησίδης...

Μίνως Δούνιας, επιφανής κριτικός, το 1949:

«Το ρεμπέτικο τραγούδι έχει δημιουργήσει μορφή και ύφος, αδιάφορο αν αποτελεί προϊόν παρανόμου διασταυρώσεως. Η ουσία του άλλωστε έγκειται στον τρόπο που συμβιβάζει Ανατολή και Δύση. Βέβαιο είναι επίσης ότι η διάδοσις του ρεμπέτικου διαγράφει μια ρωμαλέα αντίδρασι στην ψευτοαισθηματικότητα του ελαφρού ταργουδιού, που τόσο έχει διαστρέψει τα γούστα της ελληνικής νεότητας. Ανησυχητικό όμως από την άλλη πλευρά είναι το γεγονός ότι το ρεμπέτικο εμφανίζεται ήδη αφόρητα τυποποιημένο και αποστραγγισμένο μορφολογικά. Αν δεν αναζωογονηθή, το περιμένει αναπόφευκτα ο μαρασμός».

Και ο Μάνος Χατζιδάκις, το 1951, ραπίζοντας την κατασκευασμένη ελληνικότητα:

«Γιατί πρέπει σώνει και καλά να θεωρήται γνήσιο ελληνικό προϊόν ό,τι κατάγεται απ’ ευθείας από τον Περικλή ή τη Σαπφώ; Η έννοια ‘ελληνικό’ δεν έχει ανάγκη ούτε από μέτρο, ούτε από συνταγές για να υπάρξη. Είναι ό,τι βλέπουμε ζωντανό στον τόπο μας. Και νομίζω ότι το λαϊκό τραγούδι έχει απόλυτη συνέπεια προς τις συνθήκες που το γέννησαν».

13.

«Μούσα Πολύτροπος»

Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης

Μετρονόμος, Αθήνα 2007

 

Γνωστός μελετητής και κυρίως θιασώτης της λαϊκής κουλτούρας, ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης επιχειρεί με το παρόν πολυσέλιδο και οπωσδήποτε, φιλόδοξο πόνημα μία αισθητική, πολιτική και κοινωνική προσέγγιση-ανάγνωση του ελληνισμού από την ίδρυση (κυρίως) του σύγχρονου κράτους (1830) και εντεύθεν, χωρίς, φυσικά, να αγνοείται η προηγούμενη ιστορική διαδρομή (αρχαιότητα, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδος, προαπελευθερωτικά χρόνια), τα σπέρματα της οποίας καθόρισαν σε μικρό, μεγάλο ή μεγαλύτερο βαθμό, την... ευτυχή κατάληξη – εκείνο που ο συγγραφέας ονομάζει «αστικό λαϊκό τραγούδι».

Έτσι, ένα κλάσμα μόνον (το τραγούδι) εκείνου που θα συναποτελούσε, μαζί με ό,τι άλλο ειλικρινές, την «ελληνική ταυτότητα», καταλαμβάνει ρόλο οδηγού στην «πολύτροπη μούσα», συμπυκνώνοντας εντός του όλες τις περιπέτειες και τις κατακτήσεις μιας κοινωνίας που, φύσει, αρνήθηκε να γίνει μάζα (όταν αρνήθηκε...), πηγαίνοντας κόντρα με το έργο της στην άνωθεν, θεσμική ή εξωθεσμική, επιβολή μιας ξενόφερτης και «χαϊδεμένης» κουλτούρας.

Η θεώρηση του Καπετανάκη είναι η κλασική μαρξιστική, υπό την έννοια ότι το υποκείμενο των μεταλλαγών είναι ο ίδιος ο λαός, και πάνω σ’ αυτή τη βάση ολοκληρώνεται η μεγάλη περιπέτεια του βιβλίου.

14.

«Πειραματική Μουσική»

Michael Nyman

Οκτώ, Αθήνα 2011

μτφ. Δανάη Στεφάνου

 

Η «Πειραματική Μουσική» του Michael Nyman είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία (για τη μουσική) που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα.

Βεβαίως, είναι ένα βιβλίο «δύσκολο», ένα βιβλίο που απαιτεί τη προηγούμενη γνώση και συμμετοχή του αναγνώστη, προκειμένου να γίνει κατανοητό όχι μόνο στην ουσία, αλλά και στις λεπτομέρειές του (που είναι ό,τι δίνει αξία στην ουσία).

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε επτά κεφάλαια που έχουν τίτλους:

α. «Ορίζοντας την πειραματική μουσική» (ο Nyman επιχειρεί να διαχωρίσει την πειραματική μουσική από την avant-garde των Boulez, Ξενάκη, Stockhausen κ.ά.)

β. «Ιστορικό υπόβαθρο» (εκεί που ο βρετανός συνθέτης δηλώνει πως δεν σκοπεύει να σκιαγραφήσει… «την πορεία της πειραματικής μουσικής, ως μια γραμμικά αναπτυσσόμενη εξελικτική διαδικασία»)

γ. «Το ξεκίνημα (1950-1960): Feldman, Brown, Wolff, Cage» (μέσα από το έργο και τις απόψεις τεσσάρων προσώπων επιχειρείται να περιγραφεί η πιο «κρίσιμη» δεκαετία στον τομέα της πειραματικής μουσικής)

δ. «Βλέποντας, ακούγοντας: Fluxus» (προφανές το περιεχόμενο)

ε. «Ηλεκτρονικά συστήματα» (εξετάζεται το «Cartridge Music» και άλλα ηλεκτρονικά έργα του John Cage)

στ.«Απροσδιοριστία, 1960-1970: Ichiyanagi, Ashley, Wolff, Cardew, Scratch Orchestra» (εδώ ο προβληματισμός και οι σκέψεις του Nyman αφορούν στην… εκδημοκρατικοποίηση της πειραματικής μουσικής, που έχει να κάνει με τη διαφοροποίηση έως και απλοποίηση των παρτιτούρων, αλλά και σ’ ένα επόμενο στάδιο με την ενεργητική ανάμιξη στη μουσική πράξη των μουσικώς ανεκπαίδευτων)

ζ. «Η μίνιμαλ μουσική, ο επαναπροσδιορισμός και η νέα τονικότητα» (με το θέμα να περιστρέφεται, βασικά, γύρω από το μινιμαλισμό)

Τα παραρτήματα με την βιβλιογραφία, τη δισκογραφία και τις μεταφράσεις των λεκτικών συνθέσεων συμπληρώνουν τη συναρπαστική, αλλά «δύσκολη» αυτή έκδοση.

 

15.

«Η Ποίηση των Δίσκων»

Σάκης Παπαδημητρίου

Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2014

 

Έχοντας στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, πιανίστα της jazz και αυτοσχεδιαστή Σάκη Παπαδημητρίου, που έχει τίτλο «Η Ποίηση των Δίσκων» συνειδητοποίησα πως από την εποχή του πρώτου-πρώτου βιβλίου του (την «Εισαγωγή στην Τζαζ» στις Εκδόσεις Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου) έχουν περάσει 51 ολόκληρα χρόνια!

Μέσα σ’ αυτόν τον μισόν αιώνα ο Παπαδημητρίου έχει εκδώσει 22 βιβλία, έχει κυκλοφορήσει 18 δίσκους (LP και CD), υπογράφοντας συγχρόνως εκατοντάδες άρθρα σε πάμπολλα περιοδικά κι εφημερίδες.

Τον Παπαδημητρίου τον απασχολεί από πολύ παλαιά η σχέση ανάμεσα στον λόγο (ποιητικό, λογοτεχνικό) και τη μουσική. Αν θέλετε, για να το εξειδικεύσω περισσότερο, η σχέση ανάμεσα στον λόγο και την τέχνη της jazz, και βεβαίως του αυτοσχεδιασμού.

Στην «Ποίηση των Δίσκων» διαβάζουμε κείμενα για τις σχέσεις μουσικών/αυτοσχεδιαστών και ποιητών, έτσι όπως εκείνες αποκρυσταλλώθηκαν στα αυλάκια και τα ένθετα των άλμπουμ, στο πέρασμα του χρόνου.

Μερικές τέτοιες σχέσεις αφορούν στους Simon Nabatov με Joseph Brodsky, Leonard Feather & Charles Mingus με Langston Hughes, Steve Lacy με Georges Braque & Blaga Dimitrova, Christoph Gallio με Robert Filliou, Phil Minton & Veryan Weston με Χο Τσι Μινχ, Steve Swallow & Steve Lacy με Robert Creeley, Jacques Demierre με Guillevic, Michael Mantler με Ernst Meister κ.ά.

Τα κείμενα, γραμμένα με το γνωστό αντιδραματικό στυλ του Σάκη Παπαδημητρίου αποτελούν, συν τοις άλλοις, και τεκμήρια αφηγηματικής απλότητας – εν αντιθέσει δηλαδή με τις καταγραμμένες περιπέτειες ποιητών και μουσικών, τις οποίες διέκρινε συχνά μια πολύπλοκη διαδραστικότητα.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Daily / «Yacht Rock»: Το πιο απολαυστικό μουσικό ντοκιμαντέρ της χρονιάς 

Από τους Steely Dan, τους Toto και τον Kenny Loggins μέχρι τον Questlove, τον Thundercat και τον Mac De Marco, τo ντοκιμαντέρ του HBO συνδέει τις κουκίδες ενός φαινομένου που αποτελεί λιγότερο ένα μουσικό είδος και περισσότερο μια αίσθηση, μια ιδέα, ένα vibe.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Μουσική / 40 χρόνια Last Christmas: Η αμφιθυμία του George Michael και η «κατάρα των Χριστουγέννων»

Το αθάνατο «εορταστικό» κομμάτι παραμένει ένα δείγμα της γλυκόπικρης φύσης που χαρακτηρίζει την ιδανική ποπ: ακούγεται σχεδόν πρόσχαρο παρότι αντικατοπτρίζει το πένθος μιας διαλυμένης σχέσης.
THE LIFO TEAM
10 πράγματα για τον Folamour

Μουσική / Τα εντυπωσιακά disco και house ηχοτοπία του Folamour

Γνωστός για τα δυναμικά sets του, ο Γάλλος παραγωγός έχει εμφανιστεί σε πάνω από 500 shows διεθνώς σε εμβληματικούς χώρους και φεστιβάλ όπως το Glastonbury, το Tomorrowland και το Coachella, ενώ το Σάββατο 7 Δεκεμβρίου θα παίξει για το κοινό της Αθήνας.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ

σχόλια

1 σχόλια