Vissi d’arte, vissi d’amore, Έζησα για τον Έρωτα, έζησα για την Τέχνη, ακούμε την εξαίσια Μαρία Κάλλας να λέει σπαρακτικά και αγέρωχα στην όπερα «Tosca» του Πουτσίνι, μια απόφανση που έγινε σήμα κατατεθέν της Ντίβας, αυτού του θεϊκού πλάσματος με την θεϊκή φωνή, αυτού του τόσο ξακουστού και λατρεμένου από τους φίλους του λυρικού θεάτρου συμβόλου της προσήλωσης στην υψηλή τέχνη. Η Μαρία Κάλλας ως Φλόρια Τόσκα συνεχίζει: «Non feci mai male ad anima viva!», Σε πλάσμα ζωντανό δεν έκανα ποτέ κακό. Και την αλήθεια αυτή πιστοποιούν οι δεκάδες βιογραφίες της, καίτοι είχε κάποτε υποστεί την καταλαλιά, είχε χαρακτηριστεί τίγρης και στρίγκλα και κακιά. Η Κάλλας, σε πείσμα των τιμητών της, μπόρεσε να κατακτήσει την αθανασία, να μας προσφέρει ερμηνείες συγκλονιστικές, ερμηνείας απαράμιλλης ευαισθησίας και ανοξείδωτου πάθους. Τα μεγάλα, απίστευτα εκφραστικά της μάτια, και τα θρυλικά μακριά της δάχτυλα δεν έπαυαν να μαρτυρούν για την εγγενή ποιητικότητά της, για το ισόβιο βάπτισμά της στα νάματα της τέχνης και του έρωτα.
Η Κάλλας υπέφερε, νιώθοντας τον έρωτα να φτάνει με πελώρια κύματα, να την κατακλύζει, μα να μην της δίνεται όσο και όπως θα το ήθελε. Από τη μια λαχταρούσε να ζήσει τον απόλυτο, άγριο, τρελό έρωτα, και από την άλλη ήξερε βαθιά ότι ο βίος της Ντίβας δεν της επιτρέπει την παράδοση στην παραφορά.. Κι ακόμα, ήταν μαθημένη να εμμένει στις προσωπικές της ηθικές αξίες, να μιλάει ολοένα και περισσότερο περί σεβασμού και ακεραιότητας, να ταλανίζεται από μια σχάση ανάμεσα στα όσα το σώμα θέλει και ζητεί και στα όσα η αξιοπρέπεια προστάζει. Μονάχα μία φορά, με τον Αριστοτέλη Ωνάση, μπόρεσε η Κάλλας να αγγίξει το απόλυτο, να το νιώσει βαθιά στα φυλλοκάρδια της, ακόμα και να γίνει έρμαιό του. Ωστόσο, και σε άλλες περιπτώσεις επέτρεψε να αφεθεί, με τον δικό της τρόπο, στου έρωτα τη δύναμη.
Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της συνεσταλμένη, μελαγχολική, δεσμώτρια της κατάθλιψης και συνάμα ψαλμωδός του απόλυτου έρωτα που έμοιαζε να είναι ένα πάντα παρόν μα πάντα άπιαστο όνειρο, μια διακαής επιθυμία που ωστόσο έμενε διαρκώς μετέωρη, θαρρείς για να μπορέσει να εκφραστεί μαγευτικά μόνο μέσα από τη φωνή της αοιδού
Παρότι πολλοί μίλησαν για την «ανέραστη» Κάλλας, είναι εντελώς διαφορετική η αλήθεια. Ναι, είχε αφοσιωθεί με μεγάλο μέρος της ψυχής της στη μουσική, όπως μαρτυρεί άλλωστε και η εκθαμβωτική σταδιοδρομία της. Αλλά είναι βέβαιο ότι η Κάλλας ήθελε να ερωτεύεται με όλο της το είναι, να ανοίγει την καρδιά της και να προσφέρει τα πάντα, όποιο κι αν ήταν το ρίσκο. Δεν είχε πίσω σκέψεις, η ανιδιοτέλεια και η δοτικότητα ήσαν πάντα κεντρικά της γνωρίσματα όταν ένιωθε το σκίρτημα του πάθους. Όταν σχετίσθηκε ερωτικά με τον ιμπρεσάριο Έντυ Μπαγκαρόζι –ο οποίος ήταν αισθητά μεγαλύτερός της και παντρεμένος– η Κάλλας δεν δίστασε να του υπογράψει ένα αυτοσχέδιο συμβόλαιο, «τρελή από έρωτα», όπως σημειώνει ο Νταβίντ Λελαί, όπου του παραχωρούσε το δέκα τοις εκατό από όλα της τα μελλοντικά συμβόλαια! Αυτή η έκρηξη γενναιοδωρίας, αργότερα στάθηκε η αφορμή να συρθεί στα δικαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών και να διασυρθεί από τους μαιτρ του «κιτρινισμού». Όπως κάθε ευάλωτο πλάσμα, και η ίδια δεν έχανε ευκαιρία να τονίσει πόσο εύθραυστη ήταν, επιζήτησε την συναισθηματική ασφάλεια, τον μανδύα της προστασίας, την εστία που λειτουργεί σαν ένα αντιστάθμισμα στο κατ’ εξοχήν ανέστιο αερικό που είναι κάθε μεγάλος καλλιτέχνης.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η Ντίβα ανέκαθεν φρόντιζε να συνάπτει συναισθηματικές και ερωτικές σχέσεις με αρκετά, ως και πολύ, μεγαλύτερούς της σε ηλικία άντρες, που συνέβαινε μάλιστα να είναι δυναμικές, ενίοτε και δεσποτικές, προσωπικότητες. Αν εξαιρέσουμε δύο νεανικούς έρωτες, άτυχους άλλωστε, η Κάλλας γοητεύτηκε από τους ισχυρούς άντρες που ήδη είχε γοητεύσει. Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της συνεσταλμένη, μελαγχολική, δεσμώτρια της κατάθλιψης και συνάμα ψαλμωδός του απόλυτου έρωτα που έμοιαζε να είναι ένα πάντα παρόν μα πάντα άπιαστο όνειρο, μια διακαής επιθυμία που ωστόσο έμενε διαρκώς μετέωρη, θαρρείς για να μπορέσει να εκφραστεί μαγευτικά μόνο μέσα από τη φωνή της αοιδού. Η ίδια έλεγε ξανά και ξανά ότι είναι απαισιόδοξη, ότι η ευτυχία διαρκεί μονάχα τρία, πέντε λεπτά, ότι υποφέρει γιατί δεν καταφέρνει να προσφέρει ερωτικά όσα θα ήθελε.
O κεραυνοβόλος έρωτάς της για τον ευειδή και μελομανή Ιταλό αλεξιπτωτιστή Άντζιολο Ντοντόλι δεν κράτησε παρά μονάχα λίγες αυγουστιάτικες μέρες του 1942. Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό κέντρο στην Ομόνοια, τα βλέμματά τους έσμιξαν, όπως και οι φωνές τους, και μετά χάθηκαν για πάντα. Η αοιδός θα τιμήσει εκείνον τον σύντομο δεσμό πέφτοντας με τα μούτρα στη μελέτη του ρόλου της Φλόρια Τόσκα. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, και μεγάλο αστέρι στη Σκάλα του Μιλάνου, θα συναντηθεί με έναν φίλο του Άντζιολο, δεν θα έχει λησμονήσει τίποτα, θα κάνει απανωτές ερωτήσεις για τον νεανικό της έρωτα, δεν θα μάθει τίποτα, μιας και ο Ιταλός έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Άλλωστε, ο Ντοντόλι προτίμησε την σιωπή, τα χείλη του δεν σχημάτισαν ποτέ ξανά το όνομα της μακρινής αγαπημένης.
Η άλλη νεανική περιπέτεια της Κάλλας θα έρθει δύο χρόνια μετά και θα είναι εξίσου μετέωρη και σύντομη. Ο νεαρός Εγγλέζος αξιωματικός Ρέι Μόργκαν, ένας κομψός γαλανομάτης, θα γοητεύσει την αοιδό, αλλά δεν θ’ αργήσει να ερωτευτεί τρελά την Μάρω Σαρηγιάννη, θυγατέρα στρατηγού και μετέπειτα υφυπουργού, κι έτσι η σχέση θα ατονήσει σε μια αξιοπρεπή φιλία. Μόνιμος έρωτας της Κάλλας θα μείνει και πάλι η Τέχνη. «Δεν είμαι άγγελος», θα πει το 1959 στο περιοδικό Life, «ούτε προσποιούμαι πως είμαι. Αλλά δεν είμαι ούτε και διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνις, και έτσι θα ήθελα να με κρίνουν».
Θα ακολουθήσουν, θαρρείς με κάποια αντιστικτική συμμετρία προς τους νεανικούς εφήμερους έρωτες, οι δύο μεγάλοι δεσμοί της Κάλλας, σχεδόν δεκαετείς αμφότεροι, και με κάμποσα κοινά χαρακτηριστικά: ο γάμος με τον βιομήχανο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και το θυελλώδες πάθος με τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Ο Μενεγκίνι θα την κάνει αστέρι πρώτου μεγέθους. Ο Ωνάσης θα την κάνει να νιώσει γυναίκα, απόλυτη, παθιασμένη, ερωτευμένη γυναίκα.
O Μενεγκίνι, πατρική μορφή και είκοσι οχτώ χρόνια μεγαλύτερός της, θα συμβάλλει τα μέγιστα στην μεταμόρφωση της Μαρίας Σοφίας Άννας Καικιλίας Καλογεροπούλου, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, σε Μαρία Κάλλας. Γνωρίζονται το 1947, η Κάλλας ερμηνεύει «Τουραντό» στη Βερόνα, ο βαθύπλουτος Μενεγκίνι γοητεύεται, την ποθεί, την πολιορκεί, την εκπορθεί, κάνει μέγιστο σκοπό της ζωής του να την επιβάλλει στο μουσικό στερέωμα, να της υποβάλλει την ιδέα να αλλάξει, να προτάξει μιαν άλλη εικόνα, να αρθεί στο ύψος της φυσικής γοητείας της. Η Κάλλας θα χάσει σε μικρό χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα κιλά, θα γίνει η Θεϊκή Κάλλας που όλοι γνωρίζουμε, πάντα υπό την καθοδήγηση του Μενεγκίνι, με τον οποίο θα παντρευτεί τον Απρίλιο του 1949, και ο οποίος θα αναχθεί σε σούπερ μάντατζέρ της. Η Κάλλας θα κατακτήσει τη Σκάλα, λίγους μήνες μετά, και μέσα σε μια πενταετία θα γνωρίσει τον θρίαμβο και την αποθέωση. Ο έρωτας είναι μεταρσιωμένος, εκφράζεται μέσα από τις θαυμάσιες ερμηνείες της και διηθείται στην έμπλεη σεβασμού αφοσίωσή της στον Μενεγκίνι. Αν με τον Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, η Κάλλας απόλαυσε το σημαντικό για κάθε γυναίκα αγαθό που λέγεται προστασία και ασφάλεια, με τον Αριστοτέλη Ωνάση βίωσε, με τρόπο μοναδικό, τον απόλυτο έρωτα, αυτή την έκρηξη από την οποία ουδείς έχει καταφέρει ποτέ να ιαθεί, να συνέλθει οριστικώς. Ο απόλυτος έρωτας είναι η απολύτως μη ιάσιμη «αρρώστια». Δεν υπάρχουν ποτέ ασφαλή προληπτικά μέτρα εναντίον της. Και μια γυναίκα με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της μεγάλης αοιδού, δεν μπορούσε παρά να είναι εκρηκτική και στον έρωτα. Πολλοί έμειναν εμβρόντητοι όταν η Κάλλας αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Μενεγκίνι και να κάνει στ’ αλήθεια τρέλες αγκαλιά με τον Ωνάση. Αλλά, όπως λένε οι βιογράφοι, ομοφωνώντας επί του προκειμένου, η Κάλλας έγινε και πάλι η Μαρία όταν την συνεπήραν οι θωπείες και τα φιλιά του Έλληνα. Για την Κάλλας ο Ωνάσης ήταν το παν, της έκανε συναρπαστική τη ζωή, την οδήγησε σε ένα σύμπαν ερωτισμού που η ίδια το γνώριζε έως τότε κυρίως από τις όπερες και από τη λογοτεχνία. Τώρα όμως μιλούσε η ίδια η ζωή, τώρα έκαιγε η φωτιά του αληθινού πάθους. Και η Μαρία ανακάλυψε ότι τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από το πάθος του έρωτα. Και είναι προς τιμήν της ότι, αντίθετα από άλλες ομότεχνές της, αντίθετα από πολλές γυναίκες που ζούνε τον έρωτα εμμέσως, ή εξ αποστάσεως, η Κάλλας ρίχτηκε ανενδοίαστα σ’ αυτή την υπέροχη, θελκτική άβυσσο, στην αληθινή ζωή!
«Ήμουν τόσο καιρό», γράφει η ίδια η Κάλλας, «κλεισμένη στο κλουβί ώστε, τη μέρα που συνάντησα τον Ωνάση και τους φίλους του, γεμάτους χάρη και ζωή, ένιωσα διαφορετική γυναίκα. Ζώντας με έναν άντρα πολύ πιο ηλικιωμένο από μένα, είχα πάθει κατάθλιψη κι είχα γεράσει πριν από την ώρα μου. Ευημερούσα με τον Μπατίστα και δεν είχα άλλη σκέψη από τα χρήματα και την κοινωνική θέση μας. Σήμερα είμαι επιτέλους φυσιολογική γυναίκα, ευτυχισμένη».
Για μιαν οχταετία, ανάμεσα στα 1959 και 1967, η Κάλλας θα πάλλεται στους άγριους ρυθμούς του ανήμερου ερωτικού πάθους. Το 1965, θα εγκαταλείψει οριστικά την όπερα. Η ευαισθησία της θα κορυφωθεί επικίνδυνα, αλλά δεν την πτοεί καμία απειλή. Ζει τον έρωτά της, ζει για τον έρωτά της Η Κάλλας δεν δίστασε να δώσει στον Ωνάση τα πάντα, κυριολεκτικώς, όλα. Όλα! «Ho datto tutto a te!». Σου τα έδωσα όλα, τραγουδούσε ενσαρκώνοντας τη Νόρμα. Του έδωσε ακόμα και την σταδιοδρομία της. Μετά την οριστική διάλυση της σχέσης, η Κάλλας κατέρρευσε. Αποσύρθηκε στον εαυτό της, αναζήτησε παρηγοριά στη μοναξιά –τη χειρότερη παρηγοριά, οφείλω να πω– κλείστηκε στην κατοικία της, στο Παρίσι, άλλον έναν τόπο εξορίας για κάθε απελπισμένο από τον έρωτα. Το μόνο της παρόν ήταν το παρελθόν. Το μόνο της μέλλον ήταν οι αναμνήσεις.
Το 1975, ο μεγάλος έρωτας της Κάλλας, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, θα οδεύσει προς την τελευταία του κατοικία. Περίπου δύο χρόνια θα κυλήσουν ώσπου να σβήσει και η μεγάλη αοιδός. Είχε πια ήδη αποκοπεί από τη ζωή. Όταν πεθαίνει ο έρωτάς σου, σβήνεις. Ο βιολογικός θάνατος είναι απλώς ζήτημα χρόνου. «Αυτή η νότα δεν θα μου βγαίνει ποτέ, γιατί έτσι τραγουδάει κανείς όταν πεθαίνει», είχε πει η Κάλλας για το φινάλε της αγαπημένης όπερας των ερωτευμένων, της «Τραβιάτα». Η Κάλλας δεν βλέπει πια σχεδόν κανέναν. Παραμελεί τον εαυτό της. Παραμελεί την εμφάνισή της. Η ίδια θα πει ότι η επιθυμία να ξεκόψει πια απ’ όλους είχε γίνει παθολογική. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, κυριεύεται από ζάλη, νιώθει έναν πόνο στην αριστερή πλευρά, καθησυχάζει εντούτοις την πιστή της καμαριέρα, την Μπρούνα, πίνει μια γουλιά πικρό, όπως της άρεσε ανέκαθεν, καφέ, χαμογελάει. Και μετά, φεύγει. Για πάντα. Φεύγει, για εκεί όπου όλα τα κορίτσια τα λένε Βιολέτα και όλα τα αγόρια είναι ποιητές. Και ένας ποιητής, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, έγραψε για την Ερωτευμένη Ντίβα, την Θεϊκή Κάλλας: «Εσύ χαρίζεις, σκορπίζεις δώρα, έχεις ανάγκη να χαρίζεις, Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν/ ένα άνοιγμα στο σύμπαν/ κι Εσύ τραγουδάς από εκεί».
σχόλια