Από πολύ νωρίς η Κική Μορφονιού ανακάλυψε ότι η μουσική θα επηρεάσει όλη την ζωή της. Όπως και έγινε, αφού κάποιες συμπτώσεις, τύχη και πρόσωπα που την καθόρισαν ήταν οι λόγοι που την οδήγησαν στα μεγαλύτερα σαλόνια της όπερας. Γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους, τραγούδησε δίπλα στο ίνδαλμά της, την Μαρία Κάλλας και φέτος τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών κερδίζοντας αυτό που επιθυμούν όλοι οι καλλιτέχνες, την ανταμοιβή.
Συναντηθήκαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό στο σπίτι της στα Βόρεια Προάστια. Μας υποδέχεται με ένα υπέροχο χαμόγελο μαζί με τον σύζυγο της, τον κ. Αριστομένη. Είναι παντρεμένοι από το 1962, γνωρίστηκαν στο Ωδείο και όταν οι δρόμοι τους ξανασυναντήθηκαν τυχαία μέσω ενός τηλεφωνήματος, ενώθηκαν για πάντα. Μπροστά μου έχω μια γυναίκα που λατρεύει να διηγείται ιστορίες. Το σπίτι είναι πλημυρισμένο από αντικείμενα που θυμίζουν μέρες και στιγμές του παρελθόντος. Βραβεία, φωτογραφίες και αντικείμενα μιας ζωής είναι τα υλικά του πολύτιμου θησαυρού στο κουτί των αναμνήσεων της. Μια από τις σημαντικότερες φωνές της Λυρικής τέχνης η μεσόφωνος, Κική Μορφονιού, αφηγείται την ζωή της στο ΓΚΡΕΚΑ.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στα Πατήσια. Από πολύ μικρή ηλικία ήρθα σε επαφή με την όπερα, ακούγοντας από ένα γραμμόφωνο δίσκους με όπερες στο σπίτι ενός φιλόμουσου γείτονα. Θυμάμαι όταν ήμουν τριών ετών και άκουγα το Ριγκολέτο έτρεχα στο σπίτι του κ. Μήτσου για να με βάλει πάνω στην μηχανή- ήταν ράφτης- και να κάθομαι αρκετές ώρες να ακούω. Αργότερα, στο δημοτικό, είχα δύο δασκάλους μουσικούς που με ξεχώρισαν για την χορωδία.
Την ίδια εποχή ξεκίνησα και μαθήματα πιάνου. Στο Γυμνάσιο ήμουν στην χορωδία του σχολείου και ασχολήθηκα με τις εορτές, τραγουδώντας και παίζοντας στα σκετς. Είχα την τύχη ο Γυμνασιάρχης κ. Παπαθανασόπουλος- ένας ιδιαίτερα αυστηρός άνθρωπος- να είναι φιλόμουσος και λάτρης της όπερας. Όταν με άκουσε με ρώτησε ‘Μορφονιού, πηγαίνεις στο Ωδείο;’. ‘Όχι, κ. Γυμνασιάρχα, ο πατέρας μου δεν με αφήνει να σπουδάσω κλασικό τραγούδι, έλεγε ότι δεν ήθελε να με κάνει ταραντέλα’. Πήγαινα όμως σε μια υπέροχη γυναίκα και δασκάλα, την Ειρήνη Σκέπερς, η οποία μου έκανε μαθήματα στο σπίτι της. Ο Γυμνασιάρχης έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην μόρφωσή μου, ζήτησε να δει τον πατέρα μου και όταν συναντήθηκαν στο σχολείο του είπε ότι κάνει μεγάλο λάθος που δεν με αφήνει να πηγαίνω στο Ωδείο. Ευτυχώς, τον έπεισε και το 1956 πήρα το δίπλωμά μου με άριστα καθώς και πρώτο αριστείο εξαιρετικής επιδόσεως.
Το 1957 η Λυρική Σκηνή προκηρύσσει διαγωνισμό για χορωδούς. Δίνω εξετάσεις, περνάω, υπογράφω συμβόλαιο χορωδού και ένα χρόνο μετά, αφού δοκιμάζομαι, γίνομαι σολίστ. Τραγούδησα έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους για μια μεσόφωνο, την Αζουτσένα από τον Τροβατόρε του Βέρντι. Είχα επιτυχία, όπως είπαν οι κριτικοί, με αποτέλεσμα από τότε να τραγουδώ μεγάλους ρόλους. Στην καριέρα μου έχω τραγουδήσει περίπου 40 ρόλους. Το 1960 γίνονται οι παραστάσεις στην Επίδαυρο με την Μαρία Κάλλας. Τότε είχα ένα μικρό ρόλο και θα έπαιζα την Κλοτίλντε.
Ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου μου τηλεφώνησαν από την Λυρική Σκηνή ότι έρχεται ένας κλητήρας με ένα ταξί για να με πάει στο σπίτι του γενικού διευθυντή της Λυρικής, Κωστή Μπαστιά. Η ανησυχία μου ήταν μεγάλη, δεν ήξερα τι ακριβώς συμβαίνει για το απρόοπτο ραντεβού.
Μπαίνω στο γραφείο του, μου λέει κάθισε και μην ανησυχείς. Ξέρεις τον ρόλο της Ανταλτζίζα; ‘Βέβαια’, του απαντώ σαν χαμένη. ‘Ωραία, φεύγεις σε τρεις μέρες για Ρώμη’. Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω, ‘Τι να κάνω κ. διευθυντά στην Ρώμη;’, τον ρωτώ. Λοιπόν, η Λατζαρίνι αρρώστησε και μαζί με τον μαέστρο, Τίνο Καραλίβανο, σκεφτήκαμε να πας στην Ρώμη για να σε ακούσει ο Τούλιο Σεραφίν. Βεβαίως, δεν θα το ξέρει κανείς γιατί μπορεί να μην αρέσεις. Τα έχασα, ένας κρύος ιδρώτας με έλουσε. Έφυγα αεροπορικώς και πετούσα από χαρά, γιατί δεν ήμουν παρά ένα κορίτσι άπειρο αλλά με πολύ πάθος για αυτό που άρχισα να υπηρετώ.
σχόλια