Η είδηση κυκλοφορεί πλέον σε όλο το διαδίκτυο με κάθε επισημότητα. Η κλασική ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, Η γυνή να φοβήται τον άνδρα, θα κυκλοφορήσει ξανά στους κινηματογράφους, 51 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, μόνο που αυτή τη φορά θα έχει χρώμα. Η επεξεργασία έγινε με σύγχρονα μέσα σε studio των ΗΠΑ και η εταιρεία παραγωγής Καραγιάννης – Καρατζόπουλος μαζί με την Σπέντζος Φιλμ που θα είναι υπεύθυνη για την διανομή, υπόσχονται ένα μοναδικό θέαμα. Ενώ δεν αμφιβάλλει κανείς για το ότι η δουλειά του επιχρωματισμού έγινε με φροντίδα, το ερώτημα που έρχεται στην επιφάνεια είναι το αν υπάρχει το καλλιτεχνικό δικαίωμα της παρέμβασης σε ένα τόσο βασικό στοιχείο για το φιλμ, όπως είναι το χρώμα, από τη στιγμή μάλιστα που ο δημιουργός της ταινίας δεν βρίσκεται στη ζωή.
Ο επιχρωματισμός σε ασπρόμαυρα φιλμ με ψηφιακά μέσα ξεκίνησε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 80 και καλλιέργησε μια μεγάλη διαμάχη για την ηθική αυτού του εγχειρήματος, όπου συμμετείχαν καλλιτέχνες, κριτικοί και παραγωγοί. Τα Hal Roach Studios ήταν αυτά που άνοιξαν τον χορό, μετατρέποντας σε έγχρωμο αρχικά το Topper με τον Κάρυ Γκραντ και το Way Out West των Laurel και Hardy, κάτι που έκαναν και σε αρκετές άλλες ταινίες του διδύμου στη συνέχεια. Το 1985 προβλήθηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση ψηφιακά επιχρωματισμένο φιλμ (το Yankee Doodle Dandy του 1942) από το δίκτυο του Ted Turner, κίνηση που είχε επιτυχία και άνοιξε την όρεξη του αμερικανού μεγιστάνα καθώς κατείχε τα δικαιώματα των περισσότερων κλασικών ταινιών των αμερικανικών στούντιο. Έτσι, η τηλεόραση άρχισε να προβάλλει τις νέες εκδόσεις των ταινιών, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από καλλιτέχνες και κριτικούς, που αντιτίθονταν δημόσια σε αυτή τη διαδικασία όποτε έβρισκαν ευκαιρία. Οι Siskel και Ebert μάλιστα αφιέρωσαν ένα επεισόδιο της εκπομπής τους σε αυτό το θέμα (https://www.youtube.com/watch?v=YpT1DkBOnqo), περιγράφοντας τη διαδικασία ως βανδαλισμό για την τέχνη του κινηματογράφου. Εκεί όμως που η κόντρα πήρε πραγματικά πολεμικές διαστάσεις, ήταν το 1988 όταν ο Turner ανακοίνωσε την πρόθεση του να επεξεργαστεί το Citizen Kane, κίνηση που ανέστειλε οριστικά λίγους μήνες αργότερα, μετά από γενική κατακραυγή, με επίσημη ανακοίνωση που μιλούσε για νομικές περιπλοκές.
Ο κινηματογράφος είναι πρωτίστως οπτικό μέσο και η αλλαγή στην όψη σημαίνει αντίστοιχα και αλλαγή στο περιεχόμενο – πως για παράδειγμα μπορείς να χρωματίσεις ένα νουάρ; Αντιθέτως, τα στούντιο και οι κάτοχοι των δικαιωμάτων επένδυσαν σε αυτή την ιστορία γιατί είδαν κέρδος, παρά το μεγάλο κόστος που είχε η διαδικασία. Οι πρώτες επανεκδόσεις το ξεπέρασαν και έφεραν πίσω χρήματα, οπότε η παράγωγη δούλευε ασταμάτητα.
Το επιχείρημα για την αντίθεση πάνω στον επιχρωματισμό ταινιών μοιάζει προφανές. Η προετοιμασία και το γύρισμα του κάθε πλάνου γίνονται με βάση ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το χρώμα και τις αντιθέσεις του και οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτό το σχέδιο αλλάζει τη σύσταση του φιλμ. Ο κινηματογράφος είναι πρωτίστως οπτικό μέσο και η αλλαγή στην όψη σημαίνει αντίστοιχα και αλλαγή στο περιεχόμενο – πως για παράδειγμα μπορείς να χρωματίσεις ένα νουάρ; Αντιθέτως, τα στούντιο και οι κάτοχοι των δικαιωμάτων επένδυσαν σε αυτή την ιστορία γιατί είδαν κέρδος, παρά το μεγάλο κόστος που είχε η διαδικασία. Οι πρώτες επανεκδόσεις το ξεπέρασαν και έφεραν πίσω χρήματα, οπότε η παράγωγη δούλευε ασταμάτητα. Όταν στις αρχές της δεκαετίας το 90 το κοινό σταμάτησε να εντυπωσιάζεται, τα κέρδη έγιναν ζημίες και ο επιχρωματισμός σταμάτησε. Αντίστοιχη παρέμβαση έγινε άλλωστε και πριν λίγα χρόνια, όταν η μετα-Avatar τρέλα για το 3D οδήγησε σε επανεκδόσεις ταινιών επεξεργασμένες στις τρεις διαστάσεις, όμως τα έσοδα δεν ήταν τα προσδοκώμενα και το εγχείρημα ματαιώθηκε άδοξα. Σε ό,τι αφορά τον επιχρωματισμό πάντως, το επίσημο επιχείρημα ήταν πως έτσι δίνεται η ευκαιρία στη νέα γενιά, που πιθανά να ήταν προκατειλημμένη με το ασπρόμαυρο, να γνωρίσει κλασσικές ταινίες του Hollywood.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, το παραπάνω επιχείρημα ακόμη και αν όντως αποτελεί τον βασικό λόγο για αυτή την επανέκδοση, δε μοιάζει τόσο ισχυρό. Οι ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 60 (ειδικά αυτές της Φίνος Φιλμς και των Καραγιάννη-Καρατζόπουλου) αποτελούν ένα μόνιμο κομμάτι της ελεύθερης τηλεόρασης, δημόσιας και ιδιωτικής, όπου και προβάλλονται πολύ συχνά καθώς αποτελούν για τα κανάλια μια φθηνή και εγγυημένη λύση, καθώς υπάρχει σταθερή αποδοχή από το κοινό όλων των ηλικιών. Μιλάμε για ταινίες που δεν μπορούν να θεωρηθούν «ξεχασμένες», ούτε φυσικά απορρίπτονται από τον κόσμο λόγω της έλλειψης χρώματος. Παράλληλα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Γιώργος Τζαβέλλας είχε μια ξεχωριστή ματιά, ιδιαίτερα στα εξωτερικά πλάνα της ταινίας και στην απεικόνιση της Αθήνας, και η όποια παρέμβαση πάνω σε αυτή τη ματιά μπορεί πολύ εύκολα να σημαίνει και παρέμβαση περιεχομένου από τη στιγμή που δεν υπάρχουν κάπου οδηγίες από τον ίδιο για το πώς τα πλάνα του θα μπορούσαν να φαίνονται με χρώμα.
Όπως και να ‘χει ο τελικός κριτής θα είναι το κοινό. Η ταινία επανακυκλοφορεί στις 10 Μαρτίου και αν αυτή η προσπάθεια αγκαλιαστεί (και αποπληρωθεί) τότε είναι πιθανό να υπάρχει και συνέχεια. Σε διαφορετική περίπτωση θα το θυμόμαστε ως μια μοναδική και ατυχή έμπνευση για το εγχώριο σινεμά μας.