Οι άυλες μορφές αναπαραγωγής
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως βρισκόμαστε ήδη στην εποχή των άυλων μορφών αναπαραγωγής ήχου, με τις υλικές να περιορίζονται κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ. Τα στοιχεία για το 2015 που δίνει η RIAA (Recording Industry Association of America) δείχνουν πως μόλις το 28,8% της μουσικής που καταναλώνεται στις ΗΠΑ προέρχεται από υλικές μορφές (CD, CD-single, LP, 45άρια...), ενώ το υπόλοιπο 71,2% αφορά στις άυλες (streaming, digital downloading…). Για να αντιληφθούμε για τι ακριβώς συζητάμε να πούμε τούτο. Το 2010 το streaming αφορούσε μόλις το 7% της μουσικής αναπαραγωγής, ενώ το 2015 έφθασε στο 34%.
Τη μουσική πλέον, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, οι Αμερικάνοι την ακούν χωρίς να την… πιάνουν στα χέρια τους. Κι αυτό συμβαίνει τώρα.
Εκεί στο 28,8% (τα στοιχεία αφορούν στην Αμερική, το ξαναλέμε) προσπαθεί να στριμωχτεί και το βινύλιο – οι δίσκοι βινυλίου, τα LP και τα 45άρια, που δείχνουν τα τελευταία χρόνια μιαν αξιοσημείωτη αντοχή. Τα στοιχεία της RIAA επιβεβαιώνουν ολοφάνερα αυτήν ακριβώς την ανάκαμψη. Τα έσοδα από τις πωλήσεις δίσκων το 2015 έφθασαν στην Αμερική τα 416 εκατομμύρια δολάρια, πλησιάζοντας τις εισπράξεις του 1988!
Ποια είναι η αναλογία CD/βινυλίων μέσα σ’ αυτό το 28,8%; Είναι τέσσερα προς ένα. Δηλαδή για κάθε τέσσερα CD που πουλιούνται, πουλιέται ένα βινύλιο. Το βινυλιακό ρεκόρ για το 2015, στις ΗΠΑ, το έχει η Adele με το “25”, το οποίο πούλησε 116 χιλιάδες αντίτυπα. Όσα πουλούσε ο Michael Jackson δηλαδή στις αρχές του ’80… σ’ ένα απόγευμα. Μένει να δούμε τι θα γίνει του χρόνου, μετά και το τηλεοπτικό Vinyl…
Aκόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στα οργανωμένα παζάρια, τα οποία μάς γίνονται διαδικτυακό κατάπλασμα εσχάτως, καθώς διαφημίζονται κάπως σαν τα... Sotheby's.
Η vinylmania στην Ελλάδα
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την… vinylmania, αλλά τα πράγματα κινούνται σίγουρα (αναλογικά) πολύ πιο κάτω. Σχεδόν στον πάτο… Εξάλλου, εδώ, κυριαρχεί ακόμη το CD, αφού οι εφημερίδες κάνουν χρόνια τώρα τον μεσάζοντα, καθορίζοντας στο μέτρο του δυνατού την επιβίωση των λεγόμενων «μεγάλων εταιρειών». Τυπώνουν βέβαια και οι «μεγάλες εταιρείες» κάποια βινύλια τα τελευταία χρόνια, αλλά όλα τούτα είναι σταγόνα στον ωκεανό, αφού αφορούν κυρίως σε ιστορικά ονόματα των καταλόγων τους, που φιλοδοξούν να τα περάσουν στους νεότερους. Για τα σημερινά δικά τους «ονόματα», γενικά, δεν τους καίγεται καρφί, αφού το CD σ’ αυτές τις περιπτώσεις έχει πλέον συμβολική παρουσία, καθώς έχει αντικατασταθεί από το… μαγαζί, το λαϊβάδικο. Πατέντα (κερδοφόρα) κι αυτή της εγχώριας μουσικής… βιοτεχνίας.
Τι μένει λοιπόν εν σχέσει με το βινύλιο στην Ελλάδα; Οι παραγωγές των μικρών, ανεξάρτητων, όπως τις λέμε, εταιρειών και βεβαίως τα… αποθέματα βινυλίου που υπάρχουν στη χώρα (τα μεταχειρισμένα δηλαδή), τα οποία ανακυκλώνονται φανερά στα παζάρια και το διαδίκτυο, ή λιγότερο φανερά, αλλάζοντας χέρια κάτω απ’ το τραπέζι.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος άτυπος συντονισμός, φορέων, παραγόντων κτλ., όμως τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται ορισμένες καταστάσεις, γύρω από το βινύλιο στη χώρα, που δεν με βρίσκουν καθόλου σύμφωνο. Η συνισταμένη αυτών των προσπαθειών τείνει προς τον φετιχισμό και τη λεγόμενη «συλλεκτικότητα» – έννοιες, που δεν έχουν ουδεμία σχέση μ’ αυτή καθ’ αυτή τη μουσική και βεβαίως με την απόλαυσή της. Εν ολίγοις, έχει περάσει η αντίληψη πως οι δίσκοι, ακόμη και οι πλέον πρόσφατοι, είναι κάτι σαν… περιουσιακά στοιχεία, και πως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα σ’ ένα όλο και πιο άναρχο σχετικό χρηματιστήριο. Οι στρεβλώσεις αυτού του γεγονότος είναι τεράστιες και πάνε μακριά…
Τη χρυσή εποχή του βινυλίου, στα early eighties ας πούμε, όταν οι δίσκοι κυκλοφορούσαν σε χιλιάδες αντίτυπα είχε ένα νόημα να πεις ότι ένα συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν… περιορισμένης έκδοσης 300 αντιτύπων ή 100. Σήμερα, όμως, τι νόημα έχει, όταν η ποσότητα βινυλίων που θα κόψει μια εταιρεία είναι μόλις δυο-τρεις εκατοντάδες; Το να τονίζεται το limited edition, πόσω μάλλον και το numbered edition, απλώς παραμυθιάζει. Περνάει την άποψη πως το συγκεκριμένο βινύλιο είναι a priori «συλλεκτικό» και πως εσύ που θα το αγοράσεις είσαι εν δυνάμει συλλέκτης. Η στρέβλωση έχει ήδη ξεκινήσει.
Ο αγοραστής βινυλίου μπαίνει, λοιπόν, σ’ ένα τέτοιο τριπ. Πως αγοράζει, δήθεν, συλλεκτικά αντικείμενα. Τρίχες. Απλώς πέφτει θύμα ενός όλο και μεγαλύτερου παραμυθιού, που έχει να κάνει με τις ακόμη πιο limited ποσότητες, με τα άσπρα, κόκκινα, κίτρινα και μπλε χρώματα βινυλίων, με τα παραφερνάλια, τα σετ που περιέχουν αφίσες, μπλούζες, κάρτες, πόστερ, υπογεγραμμένα inserts κ.ο.κ. Πάντα, όλα, σε ελάχιστες ποσότητες.
Ξέρετε, υπήρχαν και στη δεκαετία του ’70 limited editions μόνο που εκείνες είχαν πραγματικό νόημα και όχι δήθεν. O Τάκις (Βασιλάκης) ας πούμε, ο γνωστός γλύπτης κ.λπ., είχε κυκλοφορήσει limited 45άρι 1000 αντιτύπων στη Γαλλία το 1974 που περιείχε αυθεντική λιθογραφία, ενώ για τα πρώτα 100 αντίτυπα έδινε και δεύτερη λιθογραφία αριθμημένη και υπογεγραμμένη από τον ίδιο. Ο δίσκος, τότε, μπορεί να πουλιόταν κάτι παραπάνω από το κανονικό, αλλά ο μουσικόφιλος αγόραζε Takis… όχι τον χι ψι ουρανοκατέβατο. Αυτή ήταν η διαφορά. Τα limited, δηλαδή, είχαν ουσιαστική αξία. Και δεν εννοώ τη συλλεκτική, αλλά την καλλιτεχνική.
Ένα άλλο κομμάτι της στρέβλωσης είναι εκείνο που έχει μετατρέψει τους αγοραστές βινυλίου και σε πωλητές. Από τη στιγμή που εδραιώθηκε η καραμέλα του «συλλεκτικού» δεν θ’ αργούσε κι αυτό. Ο αγοραστής μπορεί να πουλήσει κιόλας, δυνητικά, σε δίπλες ή τριπλές χρηματικές αξίες ζητώντας ό,τι να ’ναι από το discogs ή το ebay.
Μέσω του ebay (το γνωστό ηλεκτρονικό δημοπρατήριο, στο οποίο πουλιούνται/ αγοράζονται και δίσκοι) συνέβη η πρώτη μεταλλαγή στις αρχές των 00s, η οποία ολοκληρώθηκε, βιαίως θα έλεγα, μέσω του discogs τα τελευταία χρόνια (πρόκειται για το top site πώλησης και αγοράς δίσκων σήμερα). Αυτή τη στιγμή στο discogs πουλάνε δίσκους εκατοντάδες Έλληνες –μπορεί να έχουν ξεπεράσει τους 1000, ενώ κάποιοι μιλάνε για πάνω από 1400!– οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι… συλλέκτες οι ίδιοι και βεβαίως αγοραστές βινυλίων. Το να πουλάς δεν είναι κάτι που απαγορεύεται, εννοείται. Το σε τι τιμές πουλάς, όμως, είναι κάτι που πρέπει να ελέγχεται από τον πελάτη. Αν και αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Το discogs έχει κάνει κι ένα άλλο μεγάλο κακό, που πολλοί δεν το έχουν βάλει κατά νου. Έχει απαξιώσει πρώτα-πρώτα τα δισκάδικα, έχει αλλάξει τη λογική στα ανοιχτά παζάρια στο Μοναστηράκι, την Ιερά Οδό κ.λπ. (όσον αφορά στα βινύλια πάντα), όπως και στα οργανωμένα παζάρια δίσκων που γίνονται πότε ’δω και πότε ’κει.
Παλιά, πριν την έλευση του discogs, έμπαινες σ’ ένα δισκάδικο και μπορούσες να βρεις κάτι «περίεργο» σε φτηνή τιμή και να το πάρεις. Δεν ήξερε ο μαγαζάτορας τι πουλούσε, αλλά, πολύ συχνά, δεν ήξερε και ο αγοραστής τι αγόραζε. Σήμερα αυτή η μαγεία της «ανακάλυψης» έχει εκλείψει από τα δισκάδικα. Κάθε δίσκος πριν μπει στο ράφι χτυπιέται στο discogs και αναλόγως τιμολογείται. Η έννοια της «ευκαιρίας» έχει οριστικά χαθεί. Στα δισκάδικα βρίσκεις πλέον κοινά ή τετριμμένα πράγματα (τις λεγόμενες «σαβούρες»), επανεκδόσεις σε στάνταρντ τιμές (που, πάνω-κάτω, είναι ίδιες σε όλα τα μαγαζιά), ή κάποια λίγα δυνατά κομμάτια σε τιμές discogs (μπορείς όμως να βρεις καλά και φτηνά CD, και αυτό ας μην το υποτιμούμε). Πάντως, και σε κάθε περίπτωση, δεν μιλάω για τους ελληνικούς δίσκους –που είναι ένα πολύ ξεχωριστό και αμαρτωλό κεφάλαιο– αλλά για τους ξένους.
Παρά ταύτα, πάρα την κρίση και την ομοιομορφία που επιβάλλει το discogs, δισκάδικα ανοίγουν συνέχεια! Και όχι μόνο στα Εξάρχεια ή το Μοναστηράκι (στις κλασικές πιάτσες εννοώ), αλλά και γύρω-γύρω, στις γειτονιές. Προσφάτως, ανακάλυψα ένα καινούριο δισκάδικο περπατώντας στο Κουκάκι… και όχι στη Βεΐκου ή την Δημητρακοπούλου (τις κεντρικές οδούς του δηλαδή) ή σε κάποιον πολυσύχναστο πεζόδρομο. Τα δισκάδικα, θέλω να πω, μπορεί και να γίνουν σαν τα… ποδηλατάδικα, που ξεφυτρώνουν συνεχώς στις γειτονιές. Είναι κι αυτό μέσα στο πλαίσιο μιας γενικότερης χιπστεριάς. Δεν έχει σχέση με... επιστροφές στο χθες, νοσταλγίες και τα τοιαύτα. Τουλάχιστον ακόμη… Όταν, όμως, αρχίσουν να αντιγράφουν και κασέτες πίσω από το παραβάν, όπως παλιά, τότε μάλιστα…
Τα παζάρια τα αλώνουν από τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής οι πωλητές του discogs και του ebay, που περιπλανιούνται σαν τα φαντάσματα ανάμεσα στις κάθε λογής πραμάτειες, με τις «παντόφλες» στα χέρια. Το ψάξιμο ξεκινάει από τη νύχτα με φακούς, ενώ μέχρι τις 7 το πρωί έχει μαδηθεί το άπαν.
Αλλοίωση υπάρχει επίσης, πάντα σε σχέση με τον δίσκο, και στα λαϊκά παζάρια τις Κυριακές. Πριν μερικά χρόνια θα μπορούσε κάποιος να περιπλανηθεί στις 11 το πρωί και να βρει κάτι «καλό» σε τζάμπα τιμή. Σήμερα αυτό είναι, απλώς, αδύνατον. Τα παζάρια τα αλώνουν από τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής οι πωλητές του discogs και του ebay, που περιπλανιούνται σαν τα φαντάσματα ανάμεσα στις κάθε λογής πραμάτειες, με τις «παντόφλες» στα χέρια. Το ψάξιμο ξεκινάει από τη νύχτα με φακούς, ενώ μέχρι τις 7 το πρωί έχει μαδηθεί το άπαν. Τα… USER IDs, οι πωλητές θέλω να πω, «χτυπάνε» επιτόπου στα κινητά τους στο discogs έναν άγνωστο δίσκο, που τον συναντούν στην Ιερά Οδό, βλέπουν ότι κοστίζει π.χ. 100 ευρώ, τον αγοράζουν με 10 από τον ρακοσυλλέκτη και μετά τον τοποθετούν στο site για τα περαιτέρω… Τίποτα «κακό» δεν υπάρχει αναγκαστικά σ’ αυτό το παιγνίδι –αναγκαστικά λέω– αν εξαιρέσεις ένα άγχος, μιαν αγωνία κι ένα κυνήγι, που δεν έχουν ουδεμία σχέση με τη μουσική, μα με μια ψιλοδιαστροφή της.
Φυσικά, ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στα οργανωμένα παζάρια, τα οποία μάς γίνονται διαδικτυακό κατάπλασμα εσχάτως, καθώς διαφημίζονται κάπως σαν τα… Sotheby’s. Δεν προβάλλονται δηλαδή ως χώροι στους οποίους θα πάει κάποιος για ν’ αγοράσει καλό και φτηνό βινύλιο (και δεν εννοώ το… “Rumours” των Fleetwood Mac με 5 ευρώ), αλλά ως χώροι στους οποίους θα πάμε για να τα «χώσουμε». Ούτε «κρίση» μετράει, ούτε τίποτα… Ενώ τα παζάρια, παραδοσιακά, είχαν την έννοια της «ευκαιρίας», τα ελληνικά παζάρια δίσκων λειτουργούν πια κάπως ανάμεσα σε… «να ξεφορτωθώ τη σαβούρα μου» και σε… φαρμακεία. Ο κανόνας είναι αυτός. Εξαιρέσεις υπάρχουν.
Ένα ερώτημα που μπορεί να τίθεται σήμερα, ένα από τα πολλά τέλος πάντων γύρω από το θέμα του δίσκου, είναι το… ποιοι αγοράζουν σήμερα, στην Ελλάδα, βινύλια. Οι επισκέψεις στα δισκάδικα, κυρίως, θα δίνουν πάντα μιαν απάντηση. Ελάχιστοι νεαροί (μαθητές Λυκείου εννοώ), λίγο περισσότεροι φοιτητές, χιπστεράδες που γουστάρουν το vintage (ακόμη κι αν δεν έχουν πικάπ!), κάποιοι 35άρηδες-40άρηδες που… πρόλαβαν-δεν πρόλαβαν να βάλουν στο πικάπ τους τούς Nirvana, τινές 50άρηδες που ψάχνουν όσα «έφτυναν» στα νιάτα τους, κάποιοι που επενδύουν σε πολύ συγκεκριμένα genres (ψυχεδελάδες, χεβυμεταλλάδες, νιουγουεβάδες…) και κάποιοι ωραίοι «ξεχασμένοι», που πρωταγόρασαν βινύλια στη δεκαετία του ’60 και που ακόμη χτυπάει η καρδούλα τους… Φυσικά, οι μόνιμοι αγοραστές βινυλίου θα είναι πάντα οι ίδιοι οι έμποροι.
Είναι ωραίο το βινύλιο – δεν υπάρχει λόγος. Δίνεις χρήματα και παίρνεις ένα προϊόν που… φαίνεται, έχει «ζεστό» ήχο που πάει ταμάμ με τη θαλπωρή του δωματίου και το βύθισμα τού καναπέ σου, έχει μια ιεροτελεστία η ακρόασή του (ανοίγεις-κλείνεις εξώφυλλα, ανοίγεις-ρυθμίζεις ενισχυτές, σηκώνεις καπάκια, μεταφέρεις βραχίονες, κατεβάζεις καπάκια, γυρίζεις πλευρές…) κ.λπ., κ.λπ. Όλα ωραία και καλά… Άμα γλιτώναμε και από τις υπερβολές που επέβαλε άθελά του το discogs (ελπίζω εκεί κάποια στιγμή να ισορροπήσει το πράγμα), τις «συλλεκτικότητες» της πλάκας, όπως και από το άσχετο μπουρουμπούρου περί «επιστροφής» και τα λοιπά, όλα θα ήταν μια χαρά.