Συνήθως αυτά που ζεις δίπλα σου, μπροστά σου καθημερινά, σπάνια τα προσέχεις. Και υπάρχουν σκηνές που τις προσπερνάς και δεν τους δίνεις καμία σημασία, αλλά όταν τις συναντούν οι ευρωπαίοι ταξιδιώτες στην Αθήνα τους εντυπωσιάζουν και τις μεταφέρουν στην πατρίδα τους ως αξιοπερίεργο: τους τσιγγάνους που πουλούν καρπούζια στους δρόμους για παράδειγμα. Πρόσφατα μια κοσμογυρισμένη φίλη μου Γερμανίδα φωτογράφιζε μετά μανίας όποιον Τσιγγάνο με ντάτσουν φώναζε καρπούζιαααα στους δρόμους και ενθουσιάστηκε τόσο, που σκέφτηκε να κάνει ολόκληρο πρότζεκτ όταν ξαναγυρίσει στην Ελλάδα. Δεν είχα ποτέ δει κάποιον Τσιγγάνο ως αξιοπερίεργο. Ειδικά τους υπαίθριους πωλητές.
Χθες που βγήκα στη γύρα να βρω καρπούζι λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, στην Αχαρνών, πέτυχα τον Παναγιώτη. Ο οποίος τριγυρνάει από το πρωί μέχρι το βράδυ μέσα στον καύσωνα για να βγάλει μεροκάματο με μια καρότσα γεμάτη καρπούζια. Όταν τον πλησίασα με τον φωτογράφο τρόμαξε, οι δικοί του μαζεύτηκαν γύρω μας ανήσυχοι γιατί δεν ήξεραν τις προθέσεις μας. Δεν έχουν συνηθίσει να τους πιάνει κάποιος κουβέντα και να τους ρωτάει πράγματα, συνήθως ο μόνος διάλογος που γίνεται αφορά στα καρπούζια. Τους καθησυχάσαμε και αφού αγοράσαμε δυο καρπούζια πείσαμε τον Παναγιώτη να μας μιλήσει.
Τα καλύτερα καρπούζια είναι της Θήβας. Τα παίρνεις από το μποστάνι και είναι δροσερά σαν να τα έβγαλες από το ψυγείο. Το καλό το καρπούζι το καταλαβαίνω από το χτύπημα, τον ήχο και το χρώμα. Όσο πιο ζωντανό πράσινο, τόσο πιο καλό το καρπούζι.
Ο Παναγιώτης είναι 21 ετών. Αθίγγανος από τα Άνω Λιόσια. Ο πατέρας του έκανε την ίδια δουλειά και τον έμαθε από μικρό να κάνει το ίδιο. Η μητέρα του στα οικιακά, όπως ορίζει η παράδοσή τους. Έχει και δύο αδερφές. Η μία 19 ετών. Έχει και ένα παιδί με τον Λευτέρη, ο οποίος Λευτέρης έχει και αυτός το αγροτικό του όχημα απέναντι από του Παναγιώτη και δουλεύουν μαζί. Οικογενειακή επιχείρηση. Η άλλη του αδερφή στα 11. Σταμάτησε το σχολείο «γιατί εκεί είναι επικίνδυνος ο κόσμος», όπως λέει ο Παναγιώτης. Έρχεται και ο δικός της ο καιρός να παντρευτεί. Οι αθίγγανοι βρίσκουν τα ταίρια τους με προξενιό σε πολύ μικρή ηλικία. Ειδικά τα κορίτσια. Κατευθείαν, άντρας, παιδί, νοικοκυριό. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι πραγματικά ερωτευμένοι κλέβονται μεταξύ τους χωρίς να υπολογίζουν τις γνώμες των γονέων. Και που πηγαίνουν; «Χάνονται σε ένα ξενοδοχείο! Καθόμαστε εκεί μέχρι να τα βρουν τα συμπεθέρια και μετά γυρνάμε πίσω», λέει ο Παναγιώτης. Ο Παναγιώτης έχει κοπέλα εδώ και δυόμιση χρόνια και περιμένει το πρώτο του παιδί. Θέλει αγόρι. «Το παιδί σου θα είναι δίπλα σου και θα φέρνει και χρήματα για να βοηθά την κατάσταση. Και όταν μεγαλώσεις θα έχεις την παρηγοριά σου. Ο γαμπρός πόσο να σε προσέξει»;
Όπως κάνει και ο Παναγιώτης. Βοηθάει την οικογένειά του με ό,τι βγάζει από τα καρπούζια. Και τι βγάζει; «Μεροκάματο να υπάρχει. Ψιλοπράματα». Αυτή τη δουλειά την κάνει από τα 13. Από όταν τελείωσε το σχολείο, δηλαδή. Όταν λέμε τελείωσε το σχολείο εννοούμε το δημοτικό. «Τι, ήθελες και παραπάνω, ρε φίλε;». Στήνεται στο σημείο του από τις 9 το πρωί έως και τις 7-8 το βράδυ. Και ό,τι πουλήσει, πούλησε! Σε αυτό το σημείο πηγαίνει τα τελευταία 5 χρόνια. Το χειμώνα φορτώνει στην καρότσα άλλα πράγματα.
«Τα καλύτερα καρπούζια είναι της Θήβας. Τα παίρνεις από το μποστάνι και είναι δροσερά σαν να τα έβγαλες από το ψυγείο. Το καλό το καρπούζι το καταλαβαίνω από το χτύπημα, τον ήχο και το χρώμα. Όσο πιο ζωντανό πράσινο, τόσο πιο καλό το καρπούζι. Σημασία έχει να μην το βλέπει ο ήλιος. Αν το βλέπει απορροφάται το νερό και χάνεται η γλύκα».
Τον ενοχλεί η ζέστη, αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Περισσότερο τον ενοχλεί η αστυνομία. Βιώνει συχνά το ρατσισμό και την κατάχρηση εξουσίας απ' ό,τι λέει. «Έρχονται και μας διώχνουν. Μας φωνάζουν ότι είμαστε παράνομοι. Μια φορά ένας χωρίς να του κάνω απολύτως τίποτα ήρθε και με κλώτσησε. Τον ρώτησα γιατί δεν μου λέει απλά να φύγω αλλά με χτυπάει και μου είπε να μη μιλάω αλλιώς θα με κλείσει μέσα. Και σηκώθηκα και έφυγα». Το πρόβλημα είναι ότι δεν τους δίνουν άδεια για να πουλάνε τα καρπούζια τους. Τους λένε να τους δώσουν άδεια για παραμάνες με κουλούρια αλλά τι να τις κάνουν αυτές; «Πώς να κουβαλήσω εγώ την παραμάνα με τους ξηρούς καρπούς και τα κουλούρια από τα Άνω Λιόσα μέχρι το κέντρο; Το κάνουν για να μας βάζουν να πληρώνουμε τα πρόστιμα. Εγώ τους βλέπω από μακριά και γίνομαι καπνός για να μη με πιάσουν».
Έχει το παράπονο ότι τους βάζουν στο μάτι λόγω άλλων ανήσυχων ατόμων της φυλής του που προκαλούν τις φασαρίες στα Λιόσια. «Τι φταίω εγώ αν οι δέκα κάνουν φασαρίες και ρίχνουν ξύλο και πλακώνονται με τους αστυνομικούς; Εγώ το μεροκάματο μου προσπαθώ να βγάλω να ζήσω την οικογένειά μου». Υπάρχουν παρόλα αυτά και αστυνομικοί που τους ζητούν ευγενικά τα χαρτιά τους και δεν τους δημιουργούν προβλήματα χωρίς λόγο. Αλλά αυτοί είναι ελάχιστοι.
Εκεί που βρίσκεται γίνεται αρκετά συχνά μάρτυρας διαπληκτισμών. Ο Παναγιώτης το λέει καλύτερα: «Πέφτει ξύλο. Φυσικά εγώ δεν μπλέκομαι. Εγώ κάνω τη δουλειά μου με το ζόρι και το φόβο της αστυνομίας, να φάω και ξύλο από πάνω πάει πολύ, ρε φίλε!».