Νίκαια, Αϊβαλί, Πέργαμος, Σμύρνη, Ιωνία. Μνήμες πρόσφατες, μνήμες παλιές, ρημαγμένα παλάτια κι εκκλησιές, ερείπια – χαλάσματα ενός λαμπρού παρελθόντος, σύγχρονες τσιμεντουπόλεις, μαρτυρίες ανθρώπων κάθε ηλικίας, ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι, ξεχασμένοι Ρωμιοί και Λεβαντίνοι, Εβραίοι καθηλωμένοι σε εχθρικό περιβάλλον, χαμένες και νέες πατρίδες, ονειρικά τοπία, κακόγουστα συγκροτήματα παραθερισμού.
Αυτή είναι η Μικρά Ασία μέσα από τα μάτια του συγγραφέα και δημοσιογράφου Αλέξανδρου Μασσαβέτα, όπως την κατέγραψε με τη συνδρομή συνοδοιπόρων σε ένα ταξίδι στους δρόμους της απέναντι χερσονήσου, γη άλλοτε κραταιών αυτοκρατοριών. Ο Αλέξανδρος, έπειτα από χρόνια διαμονής στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε στην Αθήνα. Με το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με τίτλο «Μικρά Ασία: Το παλίμψηστο της Μνήμης» (εκδόσεις Πατάκη), ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο περιηγητικής τεκμηρίωσης και ιστορικής αναδίφησης, πάντα με έμφαση στις ιστορίες προσώπων του παρελθόντος και στις διηγήσεις εκείνων που συναντά στον δρόμο του.
— Έγραψες ένα οδοιπορικό με γνώμονα το παρελθόν σημαντικών κάποτε πόλεων της Μικράς Ασίας, που τώρα αποτελούν τη χαώδη τουρκική επαρχία.
Καταρχάς, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα, και ελαφρύτερο για τον αναγνώστη, να μην περιγράψω ταξίδια που έκανα μόνος και να με έχει συνέχεια απέναντί του. Επέλεξα να ταξιδέψω με συνοδοιπόρους, κάτι που ενίσχυσε, πιστεύω, τον αφηγηματικό χαρακτήρα του βιβλίου, δίνοντάς του στοιχεία πλοκής. Καθώς δεν μπορείς να γράψεις όλα τα μέρη −ακόμα και σε μια τριλογία, όπως αυτή που σκοπεύω να ολοκληρώσω−, επέλεξα εκείνα που με ενδιέφεραν ιδιαίτερα και όσα οι συνταξιδιώτες μου είχαν μελετήσει ή είχαν μνήμες από αυτά, είτε οικογενειακές είτε προσωπικές.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό στην Ελλάδα είναι το εξής: υπάρχουν συμπαγείς πληθυσμοί, ιδίως στον Πόντο, που οι προπάπποι τους ήταν Ελληνορθόδοξοι και μιλούσαν μόνο ελληνικά. Η μνήμη του γεγονότος διατηρείται, αλλά αυτό στην πράξη δεν σημαίνει τίποτε απολύτως για τα δισέγγονα. Έχουν μεγαλώσει και αναγνωρίζουν μονάχα τη σύγχρονη τουρκο-μουσουλμανική ταυτότητα.
— Που διέθεταν ιστορική σημασία πάντα…
Το βασικό μου ενδιαφέρον είναι οι μνήμες και τα κατάλοιπα της Ρωμανίας.
— Έχει ενδιαφέρον που επιμένεις να χρησιμοποιείς την ονομασία «Ρωμανία» και όχι «Βυζάντιο».
Μα, αυτό είναι το όνομα με το οποίο αποκαλούσαν το κράτος οι κάτοικοί του. Έτσι καταγράφεται στα κείμενα των Σταυροφόρων στην παλαιογαλλική, «Romanie», και «Imperium Romaniae» στα λατινικά. Η λέξη «Βυζάντιο» είναι μια κατασκευή πολύ μεταγενέστερη, που καθιερώθηκε τη σύγχρονη περίοδο.
— Οι μνήμες σχετίζονται αποκλειστικά με μια ελληνικότητα;
Όχι πάντοτε. Αλλά στις περιοχές αυτού του τόμου οι ελληνικές μνήμες συχνά κυριαρχούν, καθώς στα παράλια του Μαρμαρά και του Αιγαίου οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν συμπαγείς στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής διαδρομής ως το 1922. Με ενδιέφερε, όμως, να περιγράψω και το παρόν και τη ζώσα ιστορία. Για παράδειγμα, στη Σμύρνη με ενδιέφερε να εξετάσω το νήμα των εξελίξεων μετά την καταστροφή. Αναφέρομαι πολύ στο παρελθόν, αναζητώ όμως τα ίχνη του στο σήμερα, εκείνα που απομένουν από την κοσμοπολίτικη πόλη. Τα βρίσκω στα πρόσωπα των ελάχιστων Εβραίων και Λεβαντίνων που απομένουν εκεί. Με ενδιέφεραν και εκείνες οι κοινότητες με ιδιάζουσα, συχνά άγνωστη ιστορία: στο Αϊβαλί οι Τουρκοκρητικοί, στη Σμύρνη οι Λεβαντίνοι, ελληνόφωνοι παραδοσιακά, και οι σεφαρδίτες Εβραίοι. Όλο αυτό το παλίμψηστο από αρχαίες πόλεις, κατάλοιπα αργότερα τουρκικά, πολύ περισσότερα των χριστιανών του τελευταίου οθωμανικού αιώνα, όλο αυτό το ανακάτεμα.
— Η Τουρκία συχνά δεν σεβάστηκε τα κατάλοιπα παραδόσεων άλλων εκτός της τουρκομουσουλμανικής…
Είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Η επίσημη ιστοριογραφία της σύγχρονης Τουρκίας προσπάθησε να οικειοποιηθεί την κληρονομιά των προ-ελληνικών πολιτισμών και την αρχαία ελληνική − κάτι με το οποίο θα ασχοληθώ στον επόμενο τόμο. Για την οικειοποίηση αυτή προσέφευγε σε ιστορικά σκευάσματα μάλλον κωμικά. Για λόγους που εξηγώ και στο βιβλίο, από τη Μικρασιατική Εκστρατεία κι έπειτα οτιδήποτε βυζαντινό και ακραιφνώς χριστιανικό θεωρήθηκε πολλές φορές ανάθεμα από τις τοπικές κοινωνίες. Στην καλύτερη περίπτωση, αδιαφορούσαν γι’ αυτό. Σε κάποιες περιπτώσεις μνημεία καταστράφηκαν επί τούτου, ώστε να εξαλειφθεί η μνήμη. Η συνήθης στάση ήταν η αδιαφορία.
— Θα το παρατηρούσες με όσα συμβαίνουν σήμερα, που έχει προσεταιριστεί εδάφη το χαλιφάτο;
Όχι, γιατί αυτοί το κάνουν από θρησκευτικό ζήλο και εικονοκλαστικό οίστρο. Οι καταστροφές κατά τον μικρασιατικό πόλεμο έγιναν για λόγους καθαρά εθνικιστικούς και για λόγους αντεκδίκησης, καθώς ο ελληνικός στρατός, προελαύνοντας και αποχωρώντας, πυρπόλησε πόλεις και χωριά και ανατίναξε τεμένη και άλλα μνημεία σε πολλά μέρη. Ήταν ένας πόλεμος μέχρι θανάτου, με ζητούμενο την εξόντωση του αντιπάλου. Τα μνημεία και κάθε μαρτυρία του έπρεπε να εξαφανισθούν. Το ίδιο συνέβη σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, με τα αρμενικά μνημεία. Μόνο που η επί τούτου καταστροφή των αρμενικών μνημείων από το 1915 και εντεύθεν ήταν πιο γενική, εκείνη των βυζαντινών και νεοελληνικών λιγότερο εκτεταμένη. Αξίζει, νομίζω, να σημειώσω πως η καταστροφή των μνημείων και της Ιστορίας στη σημερινή Τουρκία, είτε από εξαιρετικά ανεπιτυχείς «ανακαινίσεις» είτε από αδιαφορία, είναι καθολική. Θύματα του διεστραμμένου αυτού οίστρου «ξανακτισίματος» έχουν πέσει πολλά σελτζούκικα και οθωμανικά μνημεία. Την ώρα, μάλιστα, που το επίσημο κράτος επικαλείται την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως βασική του ιστορική αναφορά. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ο εξωτερικός παρατηρητής να θεωρήσει πως αυτή αφορά μονάχα τα μνημεία των μειονοτήτων. Η τουρκική κοινωνία δεν έχει μάθει, δυστυχώς, να σέβεται τα υλικά κατάλοιπα της Ιστορίας.
— Προβάλλεις την παραδοχή ότι ένα σημαντικό ποσοστό Τούρκων είναι εξισλαμισμένοι Ρωμιοί.
Η επίσημη Τουρκία έχει προβάλει κατά καιρούς διάφορα ιστορικά κατασκευάσματα, αλλά είναι ευρέως γνωστό και αποδεκτό ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι εξισλαμισθέντες Ρωμιοί και Αρμένιοι. Δεν είναι κάτι που δεν ακούγεται. Απλώς, σύμφωνα με την επικρατούσα εθνικιστική σχολή, οι εξισλαμισθέντες έκαναν τη «σωστή» επιλογή και πέρασαν στο «σωστό» έθνος. Ή επέλεξαν μια θρησκεία «ανώτερη». Υπάρχει, πάντως, η μνήμη της διαφορετικής εθνικής και θρησκευτικής καταγωγής, ειδικά σε περιοχές που εξισλαμίσθηκαν πρόσφατα.
— Συζητείται αυτό ανοικτά;
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό στην Ελλάδα είναι το εξής: υπάρχουν συμπαγείς πληθυσμοί, ιδίως στον Πόντο, που οι προπάπποι τους ήταν Ελληνορθόδοξοι και μιλούσαν μόνο ελληνικά. Η μνήμη του γεγονότος διατηρείται, αλλά αυτό στην πράξη δεν σημαίνει τίποτε απολύτως για τα δισέγγονα. Έχουν μεγαλώσει και αναγνωρίζουν μονάχα τη σύγχρονη τουρκο-μουσουλμανική ταυτότητα. Ακόμη και κάποιοι που διατηρούν, κρυφά συνήθως, κάποια χριστιανικά έθιμα, θεωρούν ότι αυτό το γεγονός ουδεμία σημασία έχει για την εθνική ταυτότητα που έχουν υιοθετήσει. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, διαιωνίζονται απίθανες τερατολογίες αναφορικά με δήθεν εκατοντάδες χιλιάδες «κρυπτοχριστιανούς» με ελληνική συνείδηση, και άλλα ανόητα και γραφικά.
— Αντιμετώπισες καταστάσεις που σου προξένησαν ιδιαίτερη έκπληξη σε αυτά τα ταξίδια σου;
Όχι ιδιαίτερα. Γνώριζα ότι οι Λεβαντίνοι στη Σμύρνη ήταν ελληνόφωνοι, οπότε δεν με εξέπληξε που βρήκα επιγόνους τους να μιλούν την σμυρναίικη διάλεκτο. Στην Κίο της Προποντίδας συνάντησα απογόνους προσφύγων από την περιοχή των Γρεβενών και των γύρω χωριών της Μακεδονίας. Αυτοαποκαλούνται «πατριώτες», έχουν διαφορετικά έθιμα από τους υπόλοιπους ανταλλαγέντες και τα εγγόνια των προσφύγων μιλούν ακόμα ελληνικά και αρβανίτικα. Προέρχονται από εξισλαμισθέντες της εποχής του Αλή Πασά. Καθώς η θρησκεία προσδιόριζε την ταυτότητα στον οθωμανικό κόσμο, στο πλαίσιό του ένας Μουσουλμάνος δεν θα γινόταν ποτέ δεκτός ως Έλληνας ή Αρμένιος, ούτε βέβαια θα υιοθετούσε ποτέ ο ίδιος μια τέτοια ταυτότητα. Οι Τουρκοκρητικοί στο Αϊβαλί και στο Μοσχονήσι, ακόμα και τα παιδιά, μιλάνε σήμερα πολύ καλά τα ελληνικά, καθώς οι προπάπποι τους, μέχρι την ανταλλαγή, μόνο αυτά ήξεραν. Αλλά η ταυτότητα που ήδη εκείνοι αναγνώριζαν για τους εαυτούς τους ήταν δεδομένη.
— Ένιωσες κάποια θλίψη για πράγματα που χάθηκαν;
Από την Πόλη είχα συνηθίσει στις καταστροφές μνημείων, της απώτερης αλλά και της πολύ πρόσφατης Ιστορίας. Στη Μικρά Ασία αναπόφευκτα θλίβεσαι με όσα συναντάς, σχεδόν σε κάθε βήμα. Αλλά όχι μονάχα για τα μνημεία που βλέπεις σε άθλια κατάσταση. Ολόκληρη η χώρα, από το Αιγαίο μέχρι το Καρς και από τον Πόντο ως τη Συρία, πανέμορφη μέχρι τη δεκαετία του ’80, με γοητευτικά τοπία και χαριτωμένα χωριά, σήμερα έχει τερατοποιηθεί. Η επέλαση του τσιμέντου και η διόγκωση των πόλεων έχουν σαρώσει τα πάντα. Φάλαγγες από χυδαία συγκροτήματα εξοχικών στις κορυφογραμμές της παραλίας έχουν εξαφανίσει το τοπίο. Δεν είναι πια τα μνημεία, η ίδια η χώρα χάνεται. Η χειρότερη έκπληξη για μένα ήταν στην Απολλωνία. Παραθέτω και μια φωτογραφία του Ακύλα Μήλλα στο βιβλίο, ενός ονειρικού οικισμού σε ένα νησάκι της λίμνης Αρτυνίας. Σήμερα, τα ομοιόμορφα σπιτάκια με τις κεραμοσκεπές έχουν αντικατασταθεί από τσιμεντένια. Η Μικρά Ασία, όπως ήταν κάποτε, μια ενδοχώρα γεμάτη μνήμες και γραφικές εικόνες, ζει μονάχα σε βιβλία και φωτογραφίες…
— Στα μικρά μέρη υπάρχει προφορική παράδοση; Οι άνθρωποι έχουν ιστορίες να πουν για τα ερείπια που ορθώνονται ανάμεσά τους, δίπλα και μέσα στις κατοικίες και τις πλατείες τους;
Χαίρομαι που μου το ρωτάς αυτό, γιατί θέλω να πω πως στην Τουρκία δεν εμπιστεύομαι ιδιαίτερα την προφορική παράδοση. Λέει κάποιος κάτι εσφαλμένο, κατοχυρώνεται και ουσιαστικά μπαίνει στην προφορική παράδοση ενός τόπου ως απόλυτη αλήθεια. Ένα παράδειγμα είναι στην Τρίγλια Βιθυνίας, όπου ο τριγλιανής καταγωγής Χρυσόστομος Σμύρνης ίδρυσε ένα σχολείο. Ο μισός πληθυσμός θα σου πει ότι εκεί φοίτησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Τρίγλια! Επειδή οι τόποι τούς είναι ουσιαστικά ξένοι και έφθασαν εκεί ως πρόσφυγες, συνήθως αγνοούν την ιστορία της περιόδου προ της αφίξεως των προγόνων τους. Βρίσκω, όμως, ενδιαφέρουσα την προφορική ιστορία των χαμένων τους πατρίδων (Κρήτη, Μακεδονία). Αυτά που θα σου πουν οι εξισλαμισμένοι «πατριώτες» είτε για την προηγούμενη ζωή τους είτε για το τι βρήκαν όταν έφτασαν στις νέες τους πατρίδες. Ότι ανήκαν σε μια προοδευτική αίρεση του Ισλάμ με διαφορετικά έθιμα, και κατά συνέπεια οι υπόλοιποι τους απέφευγαν. Το σοκ πολλών όταν πρωτοείδαν τη θάλασσα ή καμήλες! Το κομμάτι της προφορικής ιστορίας ενός τόπου που δεν αναφέρεται στα βιώματα των παππούδων αποτελεί συνήθως μια παρέλαση από ασυναρτησίες.
— Και καθώς δεν διδάσκονται την αρχαία ιστορία, δεν ξέρουν και τι είναι τα μνημεία που στέκουν ανάμεσά τους. Το Βυζάντιο, ας πούμε, δεν είναι κάτι που τους αφορά.
Για το Βυζάντιο δεν έχουν κάποια πολύ συγκεκριμένη παράσταση. Είναι το κράτος των Ρωμιών και το βλέπουν σαν αντίζηλο των Οθωμανών. Σήμερα παίζει σημαντικό ρόλο το Διαδίκτυο, η χρήση του οποίου είναι πολύ πιο διαδεδομένη στην Τουρκία απ’ ό,τι εδώ. Βλέπεις στα ίντερνετ καφέ, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριά, γέρους και γριές να μιλούν με τα εγγόνια τους, μετανάστες στο εξωτερικό, στο Skype. Μπαίνουν και χαζεύουν διάφορα, και για τον τόπο τους μπορεί να ξέρουν κάποια πράγματα. Στη Νίκαια, ας πούμε, ότι η Αγία Σοφία ήταν εκκλησία, ότι τα μνημεία είναι μνημεία της Ρωμανίας. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα αρμενικά μνημεία και την ιστορία τους, διάθεση παραχάραξης της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής Ιστορίας σπανίως συναντάς σήμερα. Συνήθως τα βυζαντινά μνημεία τα βλέπουν ως κάτι που μπορεί να αξιοποιηθεί τουριστικά: καθετί είναι άξιο προστασίας, εάν μπορεί να αποφέρει κέρδος. Η μόνη συστηματική άρνηση συναντάται στη Σμύρνη, όπου ακόμη χάσκει καταμεσής της πόλης ο τεράστιος χώρος, τα «καμένα», στη θέση των ελληνικών συνοικιών. Στη συντονισμένη προσπάθεια να συγκαλυφθούν τα γεγονότα της Καταστροφής στην πόλη συμμετείχαν, δυστυχώς, οι προηγούμενες γενιές Λεβαντίνων και Εβραίων. Σήμερα κυκλοφορούν πολλά βιβλία που, ασχέτως του πώς αξιολογούν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922, δεν συγκαλύπτουν το γεγονός ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της Σμύρνης κατοικούνταν από χριστιανούς και ότι η πλειονότητα ήταν ελληνόφωνη. Η άρνηση παραμένει έντονη στο ζήτημα της πυρπόλησης. Για την περίφημη φωτιά έχουν κατασκευαστεί διάφορα καθόλου πειστικά επιχειρήματα, που απηχούν τις τερατολογίες όσων είναι στρατευμένοι στην άρνηση της αρμενικής γενοκτονίας. Είναι αδιαμφισβήτητο –αρκεί να διαβάσει κανείς τα απομνημονεύματα των Ελλήνων στρατιωτών– πως ο ελληνικός στρατός προέβη σε πυρπολήσεις και βιαιοπραγίες στην ενδοχώρα. Ταυτόχρονα, πολλοί Τούρκοι τότε και ιστορικοί σήμερα αναφέρονται στους Τούρκους στρατιώτες που έβαζαν αναμμένα στουπιά στα σπίτια του αρμενομαχαλά, απ’ όπου ξεκίνησε η φωτιά. Ο άρτιος προγραμματισμός της επιχείρησης φαίνεται και από το ότι η Οβριακή και οι τουρκομαχαλάδες δεν κάηκαν. Φοβούμαι ότι με την τροπή που έχει πάρει το καθεστώς Ερντογάν όλο και λιγότερο πρόσφορο θα είναι το έδαφος για συζητήσεις που αμφισβητούν την παραδεδεγμένη ιστορική κατήχηση. Είναι τόσο δυσάρεστο το θέμα της τουρκικής ευθύνης για την πυρπόληση της Σμύρνης, όσο είναι για τους Θεσσαλονικείς να παραδεχθούν την ευρύτατη συνεργασία των τοπικών αρχών αλλά και του πληθυσμού με τους ναζί στο θέμα του Ολοκαυτώματος: πόσοι κατέδωσαν Εβραίους στις κατοχικές αρχές, πόσοι διασπάθισαν τις εβραϊκές περιουσίες. Αλλά η Ιστορία, κατά τον μέγιστο βαθμό, απαρτίζεται από δυσάρεστα και κτηνώδη γεγονότα και όταν θέλεις να χτίσεις ένα καλύτερο μέλλον ή γέφυρες με τον γείτονά σου δεν μπορείς να αρνείσαι ή να αγνοείς προκλητικά το παρελθόν.
— Τι έχει απομείνει από την παλιά Σμύρνη;
Η κοσμοπολίτικη και εν πολλοίς ελληνόφωνη Σμύρνη, γιατί μερικώς ήταν και γαλλόφωνη και ισπανόφωνη, χάθηκε με τα κτίρια. Έμειναν, όπως είπα, η Οβριακή και τα παζάρια, το υπόλοιπο είναι μια τσιμεντούπολη. Από τις παλιές μητροπόλεις της Μεσογείου σήμερα είναι η ασχημότερη. Η ζώσα ιστορία είναι στα στόματα των γηραιών Λεβαντίνων και Εβραίων. Κυρίως οι Λεβαντίνοι που είναι πάνω από 60 χρονών μιλούν απταίστως τη σμυρναίικη διάλεκτο της Ελληνικής, όπως και ορισμένοι νέοι που την έχουν μάθει από τους παππούδες τους. Η ταυτότητα των Λεβαντίνων έχει πονοκεφαλιάσει πολλούς, και αποτελεί χίμαιρα. Η κοινότητα είναι ιδιαίτερα περίπλοκη στην κατανόησή της. Σε κάθε περίπτωση, οι Λεβαντίνοι ήταν, μαζί και εξίσου με τους Ρωμιούς, ο πυλώνας της ελληνοφωνίας της πόλης. Τώρα που λείπουν οι Ρωμιοί, τα σμυρναίικα ζουν μονάχα στο στόμα λίγων Λεβαντίνων…
— Δηλαδή, η όποια μνήμη ελληνικότητας στο σύγχρονο Ίζμιρ επέζησε χάρη στους Λεβαντίνους που δεν είχαν ελληνική καταγωγή…
Οι Λεβαντίνοι αποτελούσαν ενιαίο χώρο με τους Ρωμιούς στη γλώσσα και τα ήθη. Όλοι τους, μάλιστα, είχαν προγόνους μεταξύ των Ελλήνων Καθολικών των νησιών του Αιγαίου, από τη Χίο, την Τήνο και τη Σύρο. Λίγο πριν από την Καταστροφή, πάνω από τους μισούς γάμους των Λεβαντίνων ήταν μεικτοί με ελληνορθόδοξους. Σήμερα εννοείται ότι, λόγω της δημογραφικής κατάστασης, οι περισσότεροι παντρεύονται με Τούρκους, με αποτέλεσμα τον γλωσσικό εκτουρκισμό της κοινότητας. Η τελευταία έχει αποψιλωθεί δημογραφικά…
— Η σχέση των Τούρκων της Σμύρνης με τη θάλασσα και το Αιγαίο τούς προσφέρει πιο ανοιχτούς ορίζοντες;
Σε πολλά θέματα, όπως τα θρησκευτικά, τους κάνει πιο ανεκτικούς, ενώ όντως διαφέρουν πολύ στο ταμπεραμέντο από τους υπόλοιπους Τούρκους, που είναι μελαγχολικοί. Κοιτάνε προς τη θάλασσα και τη Δύση, κάτι που πάντα συνέβαινε και έτσι εξακολουθεί να είναι.
— Τώρα που έχεις επιστρέψει στην Ελλάδα έπειτα από τόσα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, πώς βλέπεις από απόσταση την εμπειρία σου αυτή;
Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα άλλαζα πολλά πράγματα στη μέχρι τώρα πορεία μου, αλλά σίγουρα όχι την εγκατάσταση και τη ζωή μου στην Πόλη. Εκεί έζησα τα πιο ενδιαφέροντα, ως τώρα, χρόνια της ζωής μου – δεκατρία συναπτά έτη. Άλλαξε πολύ η οπτική μου προς τον κόσμο και ανοίχθηκε πάρα πολύ ο ορίζοντάς μου. Στην Πόλη μπορώ να πω πως πραγματικά ενηλικιώθηκα. Οι περιστάσεις με έφεραν δίπλα σε ανθρώπους που θεωρώ σήμερα πολύτιμους φίλους μου και ελπίζω πως θα παραμείνουν δίπλα μου ως το τέλος. Με το πρώτο μου βιβλίο, την «Πόλη των Απόντων», για πρώτη φορά πραγματοποίησα ένα μεγάλο μου όνειρο. Η Πόλη σήμερα, όμως, δεν είναι η Πόλη την οποία πρωτογνώρισα και η οποία με συνεπήρε. Έχουν αλλάξει τα πράγματα πολύ προς το χειρότερο από κάθε άποψη. Η «φυγή» μου, σε αντίθεση με την εγκατάστασή μου, έγινε σταδιακά και αβίαστα. Έφυγα γιατί το θέλησα, όπως ακριβώς είχα πάει γιατί το είχα θελήσει πολύ – δεν έφυγα γιατί με έδιωξαν, παρά τη θέλησή μου, ένα σενάριο που αποτελούσε για χρόνια μόνιμο φόβο μου. Και με το «έφυγα» εννοώ πως άλλαξα τη βάση μου και έκλεισα το σπιτικό μου στο Πέραν, όχι βέβαια πως θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Έχω, εξάλλου, τους φίλους μου εκεί… Ένα κεφάλαιο έκλεισε, να δούμε τώρα πώς θα είναι αυτό που ανοίγει…
σχόλια